Πραγματεία περί εθελοδουλείας.

Αποσπάσματα από το “Πραγματεία περί εθελοδουλείας” του Ετιέν ντε λα Μποεσί.
Α΄ έκδοση-ελευθεριακή κουλτούρα1995, Β΄έκδοση-πανοπτικόν2002, Α΄ανατύπωση-2005.Εκείνος που έτσι σας καταδυναστεύει έχει μόνο δύο μάτια, μόνο δύο χέρια, μόνο ένα σώμα, τίποτα παραπάνω από όσα διαθέτει και ο τελευταίος άνθρωπος ανάμεσα στους αμέτρητους που κατοικούν στις πόλεις σας. Στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα παραπάνω για να σας καταστρέψει, από την εξουσία που εσείς του απονείματε. Πού βρήκε αρκετά μάτιοα για να σας κατασκοπεύσει εάν δεν του τα δώζατε οι ίδιοι; Πώς μπορεί να έχει τόσα πολλά χέρια για να σας χτυπά, εάν δεν τα δανείστηκε από εσάς; Τα ππόδια με τα οποία ποδοπατά τις πόλεις σας, πού τα βρήκε εάν δεν είναι τα δικά σας; Πώς έχει οποιαδήποτε εξουσία πάνω σας, εκτός μέσα από εσάς;  Πώς θα τολομούσε να σας επιτεθεί εάν δεν είχε τη συνεργασία σας; Τί θα μπορούσε να σας κάνει εάν εσείς οι ίδιοι δε συνεργούσατε με τον κλέφτη που σας ρημάζει, εάν δεν ήσασταν συμμέτοχοι με τον εγκληματία που σας σκοτώνει, εάν εσείς οι ίδιοι δεν προδίδατε τους εαυτούς σας;  Σπέρνετε τα χωράφια σας ώστε να μπορεί να τα ρημάζει, φτιάχνετε κι επιπλώνετε τα σπίτια σας ώστε να του δίνετε αγαθά για να πλιατσικολογήσει. Ανατρέφετε τις κόρες σας ώστε να μπορεί να ικανοποιήσει τη λαγνεία του. Μεγαλώνετε τα παιδιά σας ώστε να μπορεί να ασκήσει πάνω τους το μεγαλύτερο προνόμιο που ξέρει – να οδηγηθούν στις μάχες του, να πάνε στο σφαγείο, να γίνουν υπηρέτες της απληστίας του και όργανα της εκδίκησής του. Παραδίδετε τα κορμιά σας στην σκληρή εργασία, προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιεί τι; απολαύσεις του και να κυλιέται στις αισχρές ηδονές του. Αδυνατίζετε προκειμένου να τον κάνετε τον ισχυρότερο και τον ενδοξότερο που θα σας έχει υπό έλεγχο.

Οι Αναρχικοί του Βόλου και της Λάρισας

Το παρόν, είναι αναδημοσίευση αποπασμάτων από την πολύ καλή δουλειά που έχει κάνει το http://ngnm.vrahokipos.net.  Αξίζει κάτι περισσότερο από μια ανάγνωση, ιστορικά, πολιτικά ανθρώπινα.  Για να δουν κάποιοι , ίσως κι εμείς κάποιες φορές, ότι δεν αποτελούμε κάποια παρθενογένεση αλλά αντίθετα η αναρχία είναι βαθιά ριζωμένη σε πολλά μέρη, σε πολλές συνειδήσεις. 



Το Εργατικό Κέντρο
Το φθινόπωρο του 1908, μια ομάδα αναρχοσυνδικαλιστών, με επικεφαλής τον αναρχικό Γεώργιο Κόσσυβα, ο οποίος είχε εργαστεί ως τσιγαράς στην Αλεξάνδρεια, αλλά και σοσιαλιστών εργατών, πήρε την πρωτοβουλία ίδρυσης Εργατικού Κέντρου στο Βόλο. Στην πρωτοβουλία αυτή συμμετείχαν οι καπνεργάτες και τσιγαράδες Χαράλαμπος Χαρίτου, Κωνσταντίνος Χειρογιώργος, Χρήστος Κουλοχέρης, Κωνσταντίνος Σούλιος, Νικόλαος Κατσιρέλος, Διονύσιος Σκούταρης, Α. Πανταζόπουλος, Απόστολος Καρασεΐνης, Π. Τζορβάς, Χρ. Παππάς, Π. Κωνσταντόπουλος, Κλεάνθης Νικολαΐδης, ο εργάτης Βασ. Κανάβας, ο τυπογράφος Γεώργιος Μπουρίτσας, ο ράφτης Καρασταμάτης, ο μικρέμπορος Ηλίας Νικολάου, ο εργάτης Ιωαννίδης (από τη Βουλγαρία), ο Ισραηλίτης ωρολογοποιός Σάββας Ραφαήλ, ο Νίκος Ευσταθίου, ο Πελοπίδας Γιαννούρας ο Γ. Αλεξανδράκης και άλλοι, αν και δεν υπέγραψαν όλοι στην έκκληση που στάλθηκε και δημοσιεύτηκε στο 27ο τεύχος του «Εργάτη» (21 Νοεμβρίου 1908) και που έχει ως ακολούθως:
«ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ ΕΡΓΑΤΑΣ ΤΟΥ ΒΩΛΟΥ
Αδέλφια!
Ημείς καλύτερα από κάθε άλλον εννοούμεν τη θέση μας και τη σημερινή κατάστασί μας. Η τάξις μας είνε ολοφάνερο ότι ευρίσκεται σε κατάστασι απελπιστική. Ο Έλλην εργάτης σήμερα είνε δυστυχισμένος και φτωχός, ενώ ο κοινωνικός πλούτος αυξάνει. Αυτό συμβαίνει γιατί 1) του εκμεταλλεύονται ασυνείδητα την εργασία, 2) γιατί η πολιτεία όχι μόνο δε φροντίζει να τον προστατέψη, αλλά και τον φορολογεί δυσανάλογα και αλύπητα με τους εμμέσους φόρους, όπως λέγονται, οι οποίοι μπαίνουν στα πιό αναγκαία πράγματα (ρύζι, ζάχαρι, καφφέ, πετρέλαιο κλπ κλπ) και οι οποίοι όλο-ένα αυξάνουν και φορολογούν κατά 90% τους φτωχούς, δηλ. τους εργάτες. Είνε ακόμα δυστυχισμένος ο εργάτης γιατί είνε αμόρφωτος και βρίσκεται σε απελπιστική κατάστασι, και ως άνθρωπος και ως πολίτης. Ούτε για το πνεύμα του φροντίζει να το πλουτίση, ούτε να σκέπτεται συνήθισε, ούτε να αποκτήση δική του θέλησι και γνώμη κατώρθωσε, ούτε να διορθώση την οικονομική του κατάσταση αγωνίστηκε.
Αυτά όμως είνε αποτελέσματα της απελπισίας και της απογοήτευσης που μας κυρίεψε με τον αβίωτο βίο που περνούμε, τυραννούμενοι και εκμεταλλευόμενοι από το κεφάλαιο, απορφανισμένοι από κάθε νομοθετική προστασία της πολιτείας.
Όλη αυτή η απαίσια κατάστασίς μας δυστυχώς όχι μόνο ως τώρα μας ανάγκασε να διαμαρτυρηθούμε και να προσπαθήσωμε να καλυτερέψουμε τη θέσι μας, αλλά απεναντίας μας διέφθειρε πιο πολύ και μας απονάρκωσε σε σημείο απελπιστικό. Έτσι, αντί να ξυπνήσωμε να σκεφθούμε πώς θα διορθώσουμε την κατάστασί μας, αντί να ενωθούμε όλοι, για να κατορθώσουμε να επιβάλλωμε το δίκαιό μας, μένομε διαιρεμένοι κι κλαίμε μονάχα τη μοίρα μας, όταν η δυστυχία μας πλακώνη.
Βρίσκεται καμιά φορά κανένας μας που τον πνίγει η αδικία και διαμαρτύρεται και φωνάζη. Μα ένας και δύο τι μπορούν να κάνουν; Για να υπερασπίσωμε τα συμφέροντά μας, για να καλυτερέψωμε τη θέσι μας, για να εξημερωθούμε, και μορφωθούμε και γίνουμε άνθρωποι σωστοί, χρειάζεται αγώνας. Και για τον αγώνα χρειάζεται δύναμις. Και δύναμις ακατάβλητη θα γίνωμε ημείς οι ίδιοι μονάχοι μας άμα ενωθούμε. Μ’ αυτή τη δύναμι που θα μας χαρίση η ένωσί μας θα τα κατορθώσουμε όλα. Και την προστασία εκ μέρους της πολιτείας και τη μόρφωσί μας και το δίκαιό μας και όλα μόνοι μας μονάχα είνε δυνατόν να τα επιτύχωμεν με την μεγάλη δύναμι που θα μας χαρίση η ένωσί μας. Από αλλού μην περιμένομε.
Ούτε η πολιτεία μονάχη της βρήκε ποτέ καιρό απ’ τη ρουσφετολογία να σκεφθή για μας, ούτε οι πολιτικοί μας, που τους βγάνουμε ημείς, – γιατί ημείς είμαστε οι πολλοί – κι αυτοί φροντίζουν για τα συμφέροντά τους και τα συμφέροντα των μεγάλων και των πλουσίων.
Και συμβαίνει αυτό γιατί καταντήσαμε δούλοι τους και μας σέρνουν όπου κι όπως θέλουν, ενώ έπρεπε νάχωμε δική μας σκέψι και γνώμη και όχι να γελιόμαστε με τη μωρή ιδέα ότι είνε δυνατό να μας χαρίση ο σημερινός πολιτικός αληθινή και πραγματική προστασία.
Απόδειξη είνε πως ώς τώρα κανένα προστατευτικό μέτρο δεν ψηφίστηκε για τους εργάτες. Κι έτσι εμείς ιδρώνουμε, κοπιάζομε, εργαζόμαστε, τυραννούμαστε, και άλλοι πλουτούνε. Ημείς παράγομε με την εργασία το πλούτο και οι άλλοι απολαβαίνουν κάθε είδους ευτυχία και απόλαυσι, όταν εμείς δυστυχούμε και κακοζοούμε, έρημοι, περιφρονημένοι και κακομοιριασμένοι.
Νομίζομε λοιπόν πως έφθασε ο καιρός να σκεφθή και ο Έλλην εργάτης και για τον εαυτόν του και για τη θέση του και για την οικογένειά του και για τα παιδιά του και για το μέλλον του. Και ευτυχώς άρχισε κάπως η τάξη μας να εργάζεται κι ενώνεται σε σωματεία. Στον Πειραιά, στας Πάτρας, στο Αργοστόλι, στη Λάρισα, στο Βώλο, ιδρύθηκαν τέτοια Σωματεία, όπως ο ¨πανεργατικός», για την υπεράσπισι των συμφερόντων της τάξης του.
Αλλά τα σωματεία, η ένωσι δηλ. προϋποθέτει ομόνοια. Και η ομόνοια απαιτεί πρώτα να γίνωμε άνθρωποι με λίγη μόρφωσι, με αισθήματα, με φωτισμένη ψυχή και με χαρακτήρα τίμιο κι αληθινό. Δυστυχώς αυτά όλα που χρειάζονται για να υπάρχη η ομόνοια, η οποία πάλι χαρίζει την ένωσι, δεν τάχωμε ημείς οι ρωμηοί εργάτες. Στην κατάστασι που ζούμε, καταντήσαμε λίγο πολύ άγριοι, χωρίς τον απαιτούμενο χαρακτήρα, κι αισθήματα και αξιοπρέπεια, με πολλά ελαττώματα που μας τα σερβίρει η αμάθεια και το πνευματικό σκοτάδι στο οποίο μας αφίνουν να κυλιόμαστε.
Πρέπει λοιπόν να αποκτήσωμε αυτά που μας λείπουν. Τη μόρφωσι, τον ανθρωπισμό, τον χαρακτήρα το φιλότιμο και τίμιο, την αξιοπρέπεια, το πνευματικό φως. Τότε μονάχα θα μπορέσουμε να μωνιάσωμε, να αποκτήσωμε ομόνοια, χωρίς την οποία τα σωματεία και οι σύνδεσμοι δεν μπορούν ν εργασθούν και να ενεργήσουν αποτελεσματικά, και διαλύονται ή καταντούν άχρηστα.
Για να αποκτήσωμε λοιπόν όλα αυτά που θα μας χαρίσουν την πολύτιμη ομόνοια, πρέπει να κάμωμε ένα κέντρο. Όχι σωματείο, ούτε σύνδεσμο, ούτε προέδρους, ούτε εκλογές, κι όλα αυτά τα πράγματα που για ανθρώπους σαν κι εμάς είνε πολύ δύσκολομεταχείριστα. Ένα απλό εργατικό κέντρο, ένα σαλόνι το οποίο θα είνε η λέσχη μας και σχολείο μας και αναγνωστήριό μας. Στο «Κέντρο μας» θα μαζευόμαστε όλοι μας, εργάτες κάθε ισναφιού, αποφεύγοντας κάθε άλλο κέντρον και ασχολίες που μας διαφθείρουν υλικώς και ηθικώς.
Εκεί θα συνηθίζωμε στην ομόνοια και στη λογική συζήτησι, πέρνοντας το αναψυχτικό μας, αντί να πηγαίνωμε στις ταβέρνες, εκεί θα μεταδίδωμε ο ένας στον άλλον το βάσανό μας και τον πόνο μας, εκεί θα συνδεθούμε, θα αδελφωθούμε και θα νοιώσουμε τη μεγάλη σημασία της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Εκεί ακόμα θα διασκεδάζωμε τη δυστυχία μας και θα σκεπτόμαστε να βρούμε τα μέσα τα οποία θα καλλιτερέψωμε τη θέση μας.
Στο κέντρο μας θα συνηθίσωμε στην αγάπη και την ομόνοια, που θα μας χρησιμεύη σε κάθε στιγμή, που θα θέλομε να υπερασπιστούμε τα δίκαια ολόκληρης της τάξης μας και ενός μονάχα ισναφιού που οπωσδήποτε πιέζεται και αδικείται. Χωρίς πολυτέλειες στη διοίκησι θα συντάξωμε ένα κανονισμό απλό, αλλά ιερό τον οποίο θα εφαρμόσωμε με ακρίβεια.
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι στο κέντρο μας θα φωτιστούμε με τακτική λαϊκή κοινωνική διδασκαλία. Σ’ αυτό θα μας βοηθήσουν άνθρωποι μορφωμένοι, μελετημένοι, φίλοι της τάξης μας και υπερασπισταί των δικαιωμάτων μας. Αυτοί θα μας διδάσκουν συχνά πράγματα ωφέλιμα και μορφωτικά. Με τα μαθήματα αυτά θα καταλάβωμε γιατί υποφέρωμε, και πώς θα διορθώσωμε την κατάστασί μας. Θα αισθανθούμε δε βαθιά την ιδέα, για την οποία θ΄ αγωνιστούμε και μόνο άμα αισθανθούμε μέσα μας ριζωμένη την ιδέα τότε μόνο θα κατορθώσωμε να αγωνιστούμε με υπομονή, επιμονή και αυταπάρνησι. Τα μαθήματα δε θα είνε μόνο ωφέλιμα και μορφωτικά, αλλά και τερπνά και ευχάριστα. Θα ακούμε συχνά να απαγγέλλονται ωραία και σχετικά με την ιδέα και τον αγώνα μας διάφορα ποιήματα, σιγά-σιγά δε αργότερα θα προσπαθήσωμε και μικρό θέατρο να ιδρύσωμε στην αίθουσά μας, – όπως σ’ όλα τα εργατικά κέντρα γίνεται, και σ’ αυτή τη Βουλγαρία – στο οποίο θα παίζωνται έργα που θα μας μορφώνουν, θα μας διδάσκουν, θα μας ευχαριστούν και θα μας ενθουσιάζουν.
Επίσης στο Κέντρο μας θα έχωμε και μικρό στην αρχή αναγνωστήριο, για να διαβάζουν, όσοι ξέρουν, ωραία βιβλία, που θα διδάσκουν, και θα μπαίνουν στο νόημα της ιδέας και του σκοπού του αγώνα μας.
Ένα τέτοιο Κέντρο, αντιλαμβάνεστε πόσα αποτελέσματα ωραία και σπουδαία θα επιφέρη. Γι΄ αυτό νομίζομε, ότι όλοι οι φιλότιμοι εργάτες, όλοι όσοι έχουνε ανθρωπισμό και σκέπτονται για τον εαυτό τους και γι την οικογένειά τους, και τα παιδιά τους, και για όλους τους αδελφούς τους θα το υποστηρίξουν με ενθουσιασμό και ζήλο! Το ίδιο πρέπει να κάμουν και τα σωματεία των διαφόρων ισναφιών, γιατί όταν το Κέντρο υποστηριχτή όπως πρέπει, υλικώς και ηθικώς απ’ τους εργάτες όλους, γρήγορα θα αποχτήση ηθική και υλική δύναμι, τόση, ώστε, – όταν πια και η διδασκαλία κ.λπ. μας χαρίση κάποια μόρφωσι, ώστε να στερεωθή η ομόνοια, να κατορθωθή μια γενική και αληθινή συνένωσι των εργατικών τάξεων και μια σοβαρή εργασία για την προστασία των εργατών και τοπικώς, – με την ίδρυσι ταμείου περιθάλψεως και συντάξεως, ταμείου απεργιών, διαιτητικού συμβουλίου, το οποίο θα προσπαθή να λύη κάθε διαφορά μεταξύ εργατών και εργοδοτών, και τόσων άλλων – και νομοθετικώς, το οποίο θα κατορθωθή με την υποβολή εις την Βουλήν προστατευτικών εργατικών νομοσχεδίων που για να ψηφιστούν χρειάζεται ένωσις και επιβολή.
Στο τέλος όταν το Κέντρο μας διδάξη, μορφώση χαρακτήρας, διαπλάση ψυχάς, φωτίση πνεύματα κι συνενώσει τους εργάτας εις ένα σώμα θα είναι εύκολο πλέον να δημιουργήσωμε ένα εργατικό κόμμα ισχυρό το οποίο θα εργασθή για την αναστήλωσι της Σημαίας των αρχών μας αποτελεσματικά.
Αυτό το σύστημα της εργασίας νομίζομε ότι με το Κέντρο μας θα το επιτύχωμε, όταν μάλιστα γενή το ίδιο και στις άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Αδελφοί εργάτες!
Καθένας γνωρίζη καλά τον πόνο του, ώστε να αναγνωρίζη τη σημασία, τη σοβαρότητα και τα μεγάλα αποτελέσματα, που θα επιτύχωμε όταν με θέλησι εργασθώμεν για την ίδρυσιν του Εργατικού Κέντρου μας.
Αδελφοί εργάτες!
Ελάτε να εργασθούμε όλοι μαζί για το συμφέρο μας και σαν άνθρωποι που είμαστε για το συμφέρο των παιδιών μας και των συναδέλφων μας. «Καθένας για όλους και όλοι για τον καθένα» ας είνε το σύνθημά μας.
Αδελφοί εργάτες!
Ενωθήτε μαζύ μας, γιατί όταν δεν ενωθήτε σημαίνει ότι είστε εχθροί της εργατικής τάξεως, της δύναμης που θα αποκτήση όταν θα είναι ενωμένη, εχθροί ακόμα του εαυτού σας, των οικογενειών σας, του μέλλοντος των παιδιών, εχθροί της Προόδου σας και της προόδου του Έθνους, εχθροί του Δικαίου και της Αλήθειας. Και Αλήθεια είναι αυτός ο Θεός. Άμα δεν ενωθήτε λοιπόν μαζύ μας θα είσθε εχθροί και αυτού του θεού.
Οι αδελφοί σας
Ν. Μαρδέλης – Γ. Κόσυβας (σιγαροποιοί) – Νικ. Παυλής (καπνοκόπτης) – Γ. Μούσιος (ράπτης) – Κ. Κοντορήγας (καραγωγεύς) – Ε. Καλύβας (καφεπώλης) – Π. Παπαθανασίου (κουρεύς), Φ. Άνινος (υποδηματοποιός), Λ. Στράτος (τσαρουχοποιός), Θεο. Κανάς, Δ. Γκουταβάς (υφαντής), Ν. Τσαγκάλας (υπάλληλος παντοπωλείου), Β. Τσιμπανούλης (πιλοποιός), Κων. Τζαμτζής (ελαιοχρωματιστής).
Όποιος θέλει να βοηθήσει το έργο μας και να συνεργασθή για το κοινό συμφέρο μας μπορεί από σήμερα να έλθει εις το Καφφενεδάκι Βασ. Ιατρού ή εις το Καφφενεδάκι ο «Εργάτης» Σ. Κουτσοβέλη, απέναντι του Ταχυδρομείου, κάθε μέρα 6-8 μ.μ., όπου θα μάθη κάθε λεπτομέρεια και θα μπορή να γραφή στον κατάλογο των συναγωνιστών. Την ερχομένη δε Παρασκευήν θα συνέλθωμεν όλοι σε ώρα και μέρος που θα κάμωμε γνωστό για να αποφασίσωμε την ίδρυσι του «Κέντρου» μας και ψηφίσουμε τον κανονισμό του».
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου έγιναν τα εγκαίνια του Εργατικού Κέντρου Βόλου και στην πανηγυρική τελετή παραβρέθηκαν εκπρόσωποι των τοπικών πολιτικών, εκκλησιαστικών και επιχειρηματικών αρχών. Βέβαια, σχεδόν αμέσως άρχισαν και οι παρασκηνιακές ενέργειες των αρχών να ποδηγετήσουν το Εργατικό Κέντρο.
Η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Βόλου αποτέλεσε σταθμό για το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα του «ελλαδικού» χώρου. Σε αυτό στεγάστηκαν οι δραστηριότητες των μεταρρυθμιστών σοσιαλιστών Ζάχου, Σαράτση, Δελμούζου και άλλων, οι οποίοι κατέλαβαν και τις ηγετικές θέσεις του Κέντρου, αλλά και των αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστών, οι οποίοι, πιστοί στις απόψεις τους, δεν επεδίωξαν να καταλάβουν ηγετικές θέσεις και αρκούνταν στην προπαγάνδα από τα κάτω.
Αμέσως άρχισαν οι διεκδικητικοί αγώνες. Στις 23 Φεβρουαρίου 1909 ξέσπασε απεργία των καπνεργατών με αιτήματα, όπως μείωση της δωδεκάωρης εργασίας και αύξηση μισθών. Μέσα σε μια βδομάδα, η απεργία αυτή πήρε δυναμική τροπή, με επιθέσεις σε καπναποθήκες, σπάσιμο τζαμιών, αποδοκιμασίες σε βάρος απεργοσπαστών, συγκρούσεις με τη χωροφυλακή και τραυματισμούς εργατών. Ακολούθησε κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας και η κατάσταση παρέμεινε οξυμένη για αρκετό διάστημα. Οι καπνεργάτες μετέβησαν τότε στην εκκλησία της Ανάληψης, η οποία αποτέλεσε το ορμητήριό τους και όπου έγινε μια συνέλευση, στην οποία επελέγη ο αναρχικός Γ. Αλεξανδράκης, ως πρόεδρος της απεργιακής επιτροπής. Ο Γ. Αλεξανδράκης άρχισε να εκπροσωπεί τους καπνεργάτες σε διάφορες συσκέψεις προέδρων ή εκπροσώπων συντεχνιών και σωματείων για την πορεία της απεργίας. Ορισμένοι δυσφόρησαν με την παρουσία του, αλλά οι καπνεργάτες αρνήθηκαν να τον ανακαλέσουν και έτσι ο Γ. Αλεξανδράκης παρέμεινε ο φυσικός ηγέτης των εργατών. Στις 4 Μαρτίου τα αιτήματα των καπνεργατών έγιναν δεκτά, αλλά το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Αλεξανδράκης συνελήφθη, κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα ως ηθικός αυτουργός των συγκρούσεων και οδηγήθηκε στις φυλακές Τρικάλων. Αποφυλακίστηκε, όμως, στις 27 Μαρτίου, μαζί με δύο άλλους συγκατηγορούμενούς του καπνεργάτες, μετά από πρόταση του εισαγγελέα και παρέμεινε ελεύθερος μέχρι τη δίκη του.
Στις 25 Μαρτίου 1909, το Εργατικό Κέντρο οργάνωσε εκδήλωση για την επέτειο στην πλατεία Ελευθερίας. Μίλησαν οι δικηγόροι Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης και Κώστας Ζάχος, για τις μεταρρυθμιστικές σοσιαλιστικές ιδέες. Οι αναρχικοί, όμως, απείχαν και προτίμησαν να κάνουν διαδήλωση στους κεντρικούς δρόμους της πόλης.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, επανεκδόθηκε ο «Εργάτης» (είχε διακοπεί η έκδοσή του για κάποιο διάστημα) και από το 31ο τεύχος του αποτελούσε πλέον το εκφραστικό όργανο του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Οι αναρχικοί συνέχισαν να συνεργάζονται με την εφημερίδα.
Στο διάστημα ανάμεσα στην έκδοση του 33ου (27 Σεπτεμβρίου 1909) και του 34ου τεύχους (4 Οκτωβρίου 1909) εκτελέστηκε στην Ισπανία ο αναρχικός παιδαγωγός, Φραντσίσκο Φερρέρ υ Γκάρδια. Στο 34ο τεύχος του «Εργάτη» δημοσιεύθηκαν ανάμεσα στα άλλα και τα ακόλουθα:
«Το βασιλικό χέρι του Αλφόνσου εβάφη εις αίμα αθώου. Υπέγραψε την καταδίκη ενός θύματος της Αληθείας. Και ο ειρηνικός, ο μεγάλος φιλόσοφος, η σάλπιγξ της Αληθείας και του Ανθρωπισμού, ο σοσιαλιστής Φερρέρ, ύστερα από μίαν δίκην η οποία ενθυμίζει τους μαύρους χρόνους του παρελθόντος του ισπανικού κράτους, τους χρόνους της Ιεράς Εξετάσεως, εδολοφονήθη ως κακούργος, τουφεκισθείς». Ταυτόχρονα, το Εργατικό Κέντρο ανάρτησε την εικόνα του στα γραφεία του, κρέμασε στους εξώστες μαύρες σημαίες και κήρυξε πενθήμερο πένθος. Διαβάζουμε στο 35ο τεύχος του «Εργάτη»:
«ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ
Μόλις ανηγγέλθη εις το «Κέντρον» ο άγριος και δολοφονικός τουφεκισμός του μεγάλου Ευαγγελιστού των Σοσιαλιστικών Ιδεών, απεφασίσθη να κηρυχθή πενθήμερον πένθος.
Η σημαία του «Κέντρου» ανηρτήθη εις τον εξώστην περιβεβλημένη μαύρον ύφασμα. Η επιτροπή του «Εργάτου» αποφάσισε να εκδώση το σημερινόν φύλλον πένθιμον.
Σήμερον δε συνεδριάζουν τα μέλη ίνα απευθύνουν συλλυπητήριον τηλεγράφημα εις την κόρην του δολοφονηθέντος, της οποίας τα δάκρυα και αι παρεκλήσεις δεν ίσχυσαν διά να μαλάξουν την θηριώδη καρδιάν του δολοφόνου βασιλέως, όστις ηρνήθη την χάριν ο απάνθρωπος.
Επίσης σκέψις γίνεται περί διοργανώσεως πολιτικού μνημοσύνου».
Πληροφορούμαστε, ακόμα, ότι και στη Θεσσαλονίκη έγιναν κινητοποιήσεις για την εκτέλεση του Φερρέρ:
«ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟΝ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Και εις την Θεσσαλονίκην λοιπόν σήμερον διενεργείται διεθνές συλλαλητήριον υπέρ του σοσιαλιστού Φερρέρ.
Το συλλαλητήριον τούτο θα είναι κάτι πρωτοφανές υπό πάσαν άποψιν διά την πόλιν αυτήν.
Ξέρετε πού οφείλεται η πρωτοβουλία;
Εις τους Βουλγάρους!
Μάλιστα εις τους βαρβάρους όπως αρέσει να τους ονομάζουν οι ψευτοπατριώται.
Μάθετε λοιπόν ότι εις την Θεσσαλονίκην υφίσταται βουλγαρικός σοσιαλιστικός σύλλογος, ο οποίος εκδίδει και εφημερίδα την «Edinsdvo» και ο οποίος έδρασε κατά τα τελευταία γεγονότα υπέρ των δικαίων και των… Ελλήνων! Ακόμη, διαμαρτυρηθείς πολλάκις και διά τας κατ’ αυτών αγριότητας των Τούρκων και των συμπατριωτών των ακόμη Βουλγάρων!
Αυτοί είναι οι βούλγαροι που προοδεύουν και αποκτούν την εκτίμησιν των ευρωπαϊκών κρατών.
Εις την Βουλγαρίαν επίσης η εξέγερσις υπέρ του Φερρέρ ήτο μεγάλη και επιβλητική.
Υπάρχουν εκεί μεγάλα εργατικά κέντρα και συνδικάτα ανεγνωρισμένα υπό της «Διεθνούς Σοσιαλιστικής Ενώσεως», υπάρχει οργανωμένον εργατικόν σοσιαλιστικόν κόμμα και σοσιαλισταί βουλευταί.
Και ημείς οι πολιτισμένοι (!) προσπαθούμε να τρεφώμεθα, διά να υπάρχωμεν, με την δόξαν των… προγόνων και των μακαρίτιδων Μαραθωνομάχων και Σαλαμινομάχων!»
.
(«Εργάτης», τεύχος 36, 11 Οκτωβρίου 1909).
Η εφημερίδα συνέχισε τα δημοσιεύματα και τις ανταποκρίσεις για το ίδιο ζήτημα:
«ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΝ ΤΟΥ ΦΕΡΡΕΡ
Η πληθώρα ύλης του προηγουμένου φύλλου, παρημπόδισε την δημοσίευσιν των αποφάσεων, τας οποίας έλαβε το «Εργατικόν Κέντρον» εις έκτακτον συνεδρίασιν, μόλις ανηγγέλθη η άτιμος δολοφονίαν του Φερρέρ.
Εδημοσιεύθη εις τας εγχωρίας και Αθηναϊκάς εφημερίδας έντονον ψήφισμα διά το οποίον οι εργάται του Βόλου διαμαρτυρήθησαν, εκφράσαντες την αγανάκτησίν των και τον αποτροπιασμόν των κατά της Κυβερνήσεως και του βασιλέως της Ισπανίας διά τον στραγγαλισμόν της ελευθερίας της σκέψεως διά της δολοφονίας του Φερρέρ.
Ετάχθη πενθήμερον πένθος.
Εξεδόθη πένθιμος ο «Εργάτης».
Υπεβλήθη αίτησις εις το Δημ. Συμβούλιον όπως εις μίαν των οδών της πόλεως δοθή το όνομα του δολοφονηθέντος μάρτυρος της Αληθείας.
Ανετέθη εις την διοικητικήν επιτροπήν η διοργάνωσις πολιτικού μνημοσύνου και απεστάλη εκ μέρους των εργατικών τάξεων του Βόλου σχετικόν τηλεγράφημα εις τας παγκοσμίους σοσιαλιστικάς εφημερίδας, «Ανθρωπότητα» των Παρισίων και «Εμπρός» του Βερολίνου.
Κατά την διάρκειαν του πενθήμερου πένθους, διεκοσμήθη ο εξώστης του Καταστήματος του «Κέντρου» πενθίμως και ανεπετάσθη η ερυθρά σημαία περιβλημένη μέλαν ύφασμα».

(«Εργάτης», τεύχος 37, 18 Οκτωβρίου 1909).
«ΦΩΝΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΦΕΡΡΕΡ
ΚΑΪΡΟΝ, 5 Οκτωβρίου 1909. (Του τακτικού ανταποκριτού μας). (καθυστέρησαν).
– Χθες τη πρωτοβουλία του «Διεθνούς συλλόγου εργατών και υπαλλήλων» συνεκροτήθη πολυπληθής διαδήλωσις κατά της καταδίκης και θανατώσεως του Φραγκίσκου Φερρέρ.
Οι διαδηλωταί εγκαίρως προσκληθένετες διά καταλλήλων προγραμμάτων, συνηθροίσθησαν εις την αίθουσαν του «Κλουπ Αρμονία», όπου πολλοί ρήτορες εξεφώνησαν λόγους εις Ιταλικήν, Γαλλικήν, Ελληνικήν, και Ρωσικήν γλώσσαν.
Κατόπιν οι διαδηλωταί, φέροντες την «κόκκινην» σημαίαν του συλλόγου, διηυθύνθησαν εις το Ισπανικόν Προξενείον, προ του οποίου προέβησαν εις αποδοκιμασίας καθώς αι προ του Ρωσικού και της Ιταλικής Εκκλησίας Άγιος Ιωσήφ, κραυγάζοντες:
– Κάτω οι δολοφόνοι!
– Κάτω ο Αλφόνσος.
– Κάτω ο Τσάρος
– Κάτω ο Πάπας.
Έπειτα έφθασαν προ του Γαλλικού προξενείου, όπου ήρχισαν ζητωκραυγάζοντες υπέρ του Γαλλικού λαού, που εις τοσαύτας θυσίας υποβαλλομένου, χάριν της απελευθερώσεως των εργατών».

(«Εργάτης», τεύχος 38, 23 Οκτωβρίου 1909).Στο μεταξύ, εκείνη την εποχή, εξαιτίας των άσχημων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης καθώς και της έλλειψης κατάλληλης και επαρκούς ιατρικής περίθαλψης, η φυματίωση και άλλες παρεμφερείς αρρώστιες έκαναν θραύση ανάμεσα στους καπνεργάτες. Ένας από αυτούς που είχαν προσβληθεί από φυματίωση ήταν και ο Γεώργιος Κόσσυβας, ο οποίος είχε πάει για θεραπεία στη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Ο Γεώργιος Κόσσυβας εκείνες τις ημέρες έστειλε μια επιστολή στην εφημερίδα «Θεσσαλία» της 6ης Αυγούστου 1909, απαντώντας σε επιστολή κάποιου αγνώστου στην εφημερίδα «Πανθεσσαλική», ο οποίος είχε υπογράψει με το όνομά του (του Γ. Κόσσυβα) και στην οποία έκανε λόγο ότι από το Εργατικό Κέντρο δημιουργείται Ιερός Λόχος και άλλα.
Η επιστολή του Γ. Κόσσυβα έχει ως εξής:
«Κατά του θρασυτάτου πλαστογράφου, ο οποίος χθες εις δήλωσιν δημοσιευθείσαν εις την Πανθεσσαλικήν (ενώ εγώ ευρίσκομαι εις Μακρυνίτσαν χάριν της υγείας μου), επλαστογράφησε την υπογραφήν μου, επίτηδες κατερχόμενος αύριον επιδίδω μήνυσιν – θύμα της κοινωνικής αβελτηρίας και ζωντανόν παράδειγμα της εγκληματικής αφροντιστίας και απονιάς την οποίαν δεικνύει η Πολιτεία προς τον εργάτην, ως καταστρέψας την υγείαν μου εις την τρώγλην του καπνεργοστασίου – ήμην, είμαι και θα είμαι πιστόν μέλος του Εργατικού Κέντρου και θα αγωνισθώ μέχρι τελευταίας μου πνοής υπό την ιεράν σημαίαν του. Εκείνοι δε οι οποίοι εφαντάσθησαν ότι με τας δοξομανίας τους, τον τυφλόν εγωισμόν τους, με συκοφαντίας ύπουλους, δολοπλοκίας και πλαστογραφίας θα κατορθώσουν να διασαλεύσουν τα θεμέλια, του λατρευτού μας Κέντρου, ας μάθουν ότι θα εύρωσι ατράντακτον οχύρωμά του τα πονεμένα μου στήθη και τα στήθη όλων των τιμίων εργατών οι οποίοι θα αμυνθώμεν κατά πάσης δολίας ή ατίμου επιθέσεως οιουδήποτε επιδρομέως. Ιερόν μου Λόχον έχω το Εργατικό Κέντρο μας, ουδέποτε δε με επέρασε από το νου να εγγραφώ εις τον σαπουνόφουσκο Ιερό Λόχο της Πανθεσσαλικής. Γ. Κόσσυβας σιγαροποιός».

Η δράση των αναρχικών

 

Επανερχόμενοι στους αναρχικούς και αναρχοσυνδικαλιστές του Βόλου, να επαναλάβουμε ότι, πιστοί στις ιδέες τους, δεν ανέλαβαν ποτέ ηγετικές θέσεις στο Εργατικό Κέντρο Βόλου, γιατί αυτό αποτελούσε ένα από τα μέσα της δράσης τους, όπως έλεγαν και οι ίδιοι. Η συνύπαρξή τους με τους σοσιαλιστές δεν τους εμπόδισε να αναπτύξουν ξεχωριστή δραστηριότητα και προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα, οι αναρχικοί είχαν ελάχιστη επαφή και συνεργασία με την ομάδα του Ζάχου, παρά τη συνύπαρξή τους στο Εργατικό Κέντρο.
Ο Αλεξανδράκης, ο Κόσσυβας, ο Κατσιρέλος και άλλοι, προσπάθησαν να αποτρέψουν τους εργάτες από το να δεχθούν τις μεταρρυθμιστικές απόψεις του Ζάχου και των άλλων σοσιαλιστών, προτρέποντάς τους διαρκώς σε άγριες απεργίες και μαχητικές διαδηλώσεις. Ακόμα, οι περισσότεροι εναντιώθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, πριν ακόμα αυτοί ξεσπάσουν, καθώς και στην ιδέα της πατρίδας, προβάλλοντας πάντα ιστορικά και κοινωνικά παραδείγματα. «Πηγαίνουμε στο στρατό μόνο και μόνο για να φυλάμε και να πολεμάμε για τα κτήματα των πλουσίων», έλεγαν. Υπήρξαν και αναρχικοί, όμως, όπως οι Χειρογιώργος και Νικολαΐδης, οι οποίοι αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως στρατιώτες και ίσως να σκοτώθηκαν στο μέτωπο, γιατί τα ίχνη τους χάθηκαν μετά το τέλος των πολέμων. Οι αναρχικοί προπαγάνδιζαν, επίσης, την άμεση εναντίωση στις εθνικοαπελευθερωτικές ψυχώσεις και στις επετείους της 25ης Μαρτίου διοργάνωναν διαδηλώσεις με μαύρες και κόκκινες σημαίες και αντιπολεμικά συνθήματα.
Η κύρια δράση τους, όμως, εκτυλίχθηκε και συστηματοποιήθηκε στα καπνεργοστάσια, αλλά και στα καφενεία και, κυρίως, στο καφενείο «Κόκκινος Σκούφος», στο οποίο σύχναζαν οι περισσότεροι. Προωθούσαν απόψεις των Μ. Μπακούνιν και Π. Κροπότκιν. Τους αρκούσαν οι άγριες απεργίες και η μετωπική αντιπαράθεση με τις τοπικές δυνάμεις του κεφαλαίου και του κράτους, ενώ οι σοσιαλιστές ασχολούνταν με την οργάνωση διαλέξεων, στις οποίες οι αναρχικοί έπαιρναν μέρος μόνο ως ακροατές. Διένειμαν μπροσούρες όπως το «Κάτω τα είδωλα» και άλλες που τους στέλνονταν από την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το ρόλο του συνδέσμου είχε αναλάβει ο περιοδεύων Κλεάνθης Νικολαΐδης. Αλληλογραφούσαν με αναρχικές ομάδες του εξωτερικού και παρελάμβαναν τα έντυπά τους. Επίσης, ο Καρασεΐνης είχε πάει στην Καβάλα και είχε έρθει σε επαφή με αναρχικούς της πόλης, για τους οποίους, όμως, δεν αναφέρεται λέξη από τους ιστορικούς και έτσι δεν υπάρχει καμία διαθέσιμη μαρτυρία για τη δράση τους.Όπως είπαμε πριν, εκτός από τον Γ. Αλεξανδράκη, σημαντική φυσιογνωμία ανάμεσα στους αναρχικούς ήταν ο Γεώργιος Κόσσυβας, ο οποίος ήταν τσιγαράς και επέστρεψε στο Βόλο το 1906 από την Αλεξάνδρεια, όπου είχε γίνει αναρχικός. Ήταν αυτοδίδακτος. Δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό σχολείο, αλλά διέθετε συγκροτημένη σκέψη και είχε αρκετές γνώσεις για φιλοσοφικά και κοινωνικά ζητήματα. Ήταν από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Έγραψε αρκετά άρθρα και σχόλια σε διάφορα έντυπα. Υποστήριζε, επίσης, τις απόψεις του Δαρβίνου για την καταγωγή του ανθρώπινου είδους.
Παραθέτουμε στη συνέχεια κείμενο του Γεωργίου Κόσσυβα που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 69, 25 Ιουνίου 1911, της εφημερίδας «Εργάτης-Γεωργός» των Εργατικών Κέντρων Βόλου και Λάρισας (με μικρό πρόλογο της σύνταξης):
«ΕΡΓΑΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΝΤΕΣ
(Ευχαρίστως, τας κάτωθι ιδέας του Εν Βόλω γνωστού εργάτου σοσιαλιστού Γ. Κόσσυβα με τινας των οποίων ίσως δεν συμφωνούμε, δημοσιεύομεν, με σκοπόν να ενθαρρύνωμεν και άλλους εργάτας να εκθέτουν τας ιδέας των διά της εφημερίδος, πράγμα που συντείνει εις το να μάθουν να σκέπτωνται και να αποκτούν δική τους γνώμη. Το δημοσίευμα τούτο καταχωρίζομεν ακριβώς όπως έχει, διορθόνοντες μόνον την ορθογραφίαν του και ελπίζομεν να γίνη τούτο αιτία να ανοιχθή συζήτησις και επί του αυτού και επί άλλων θεμάτων, εκ της οποίας πάντοτε θα προκύψη ωφέλεια. Αναμένομεν μιμητάς. Σημ. ο γράφων εργάτης είναι απόφοιτος της Γης του Δημοτικού.)
– Έχουν οι εργάτες πατρίδα;
Πολύς λόγος γίνεται αυτές τες ημέρες από διάφορους εκμεταλευτάς οσίων και πατρίων και φωνάζουνε από τον μικρότερον μέχρι τον μεγαλύτερον: «Αυτοί οι σοσιαλισταί θέλουν να μας χαλάσουν την πατρίδα» κλπ. και πολλοί απ’ αυτούς είνε και εργάτες και ακολουθούν και αυτοί ως όργανα τυφλά τους δημίους αυτούς όπου τους έχουν φέρει εις την άθλια κατάστασι που βρίσκονται δηλαδή στη φτώχια, στην κακομοιριά, στη στέρησι και σ’ αυτή την έλλειψι του ανθρωπισμού. Αλλά θα μου πη κάποιος: «Οι εργάτες δεν πρέπει να πονούν και να σκοτώνωνται για την πατρίδα;» Η απάντησις είνε εύκολη. Εγώ απαντώντας ερωτώ: Οι εργάτες έχουν πατρίδα; Η ιδέα μου είνε ότι οι εργάτες στερούνται πατρίδος δια τους εξής λόγους.
Ας υποθέσωμε ένα εργάτη που εργάζεται 40-50 χρόνια εις τη ζωή του πληρώνοντας φόρους και παράγοντας με την εργασίαν του πλούτον και βαστάζοντα έτσι τα βάρη της πατρίδος και επειδή τώρα δεν έχει την νεότητα όπου είχε μια φορά για δουλέβη 12-16 ώρες την ημέραν ή επειδή είνε άχρηστος πια στο εργοστάσιό του με την εφεύρεσι μιάς μηχανής και παύεται, ή επειδή δουλεύοντας σε κάπια μηχανή έκοψε το χέρι του, ή επειδή δουλεύοντας σε κάπιο μπουντρούμι όπου το ονομάζουνε εργοστάσιο απολαμβάνει για ανταμοιβή το μικρόβιο της φθίσεως, για όλα αυτά τα επειδή ας τον φανταστούμε χωρίς δουλιά. Που τραβάει;
Στην πείνα, την αρρώστια και το θάνατο ή στο έγκλημα, την κλοπή και τη φυλακή: Κι’ αυτό γιατί η πατρίδα για το καλό της οποίας δούλεβε σ’ όλη του τη ζωή, τον εγκαταλίπει άσπλαχνα και άγρια στην τύχη του. Μην αλησμονείτε όμως πως όταν ήτανε νέος και γερός δούλεψε χρόνια παρήγαγε με την εργασίαν του πλούτο και μ’ αυτόν και τους φόρους του και τη στρατιωτική του υπηρεσία, με το αίμα του και τον ιδρώτα του, στήριξε την πατρίδα του και διατηρούσε τας ανάγκας του Κράτους σαν αληθινό παιδί μιάς καλής μάνας. Τώρα βρίσκεται χωρίς δουλιά, ανίκανος για δουλιά και έχει και 3-4 παιδάκια. Σπήτι δεν έχει και κάθεται με το ενοίκιο σε κανένα καμαράκι ισόγειο και υγρό αλλά και υπ’ αυτού ο σκληρός ιδιοκτήτης (που προσπαθεί να πείση πως είνε θέλημα θεού νάχη αυτός καμμιά δεκαριά σπήτια και θέλημα θεού να πεθαίνη ο άλλος από πείνα και κακομοιριά) ο ιδιοκτήτης λοιπόν επειδή δεν παίρνει ενοίκιο αμέσως τον πετάει έξω. Και να τώρα ο καλός μας εργάτης βρίσκεται πεταμένος στους δρόμους χωρίς νάχη κι’ αυτό το ψωμί. Και η πατρίδα;
Η πατρίδα τον αφήνει να ψοφήση σα σκύλος. Κωφαίνεται στες παρακλήσεις του φτωχού και εγκαταλειμένου παιδιού της, ενώ άλλοι παρηγορηταί, ψυθυρίζουν στ’ αυτί του πως «τον αγαπά ο θεός και τον παιδεύει» πως θα βρή ανταμοιβή!.. – αφού ψοφήση πρώτον από δυστυχία- εις τους ουρανούς. Σας ερωτώ τώρα εσάς φωνακλάδες που δε μάθατε τίποτε άλλο παρά με τι τρόπο να εκμεταλλεύεστε τον λαόν.
Πού είνε η πατρίδα γι’ αυτούς τους ανθρώπους που πεθαίνουνε στο δρόμο και για τόσες άλλες υπάρξεις που τες καταπίνει η κοινωνική άβυσος; Αποτείνομαι και σε σας εργάτες. Βλέπετε ότι η σημερινή πατρίδα όπως γίνηκε στα χέρια των εκμεταλλευτών, δεν είνε αληθινή πατρίδα ούτε καλή μητέρα όπως μας λένε από μικρά παιδιά; γιατί αν ήτανε καλή μητέρα θα φρόντιζε για όλα της τα παιδιά. Βλέπετε ότι η σημερινή πατρίδα την μεταμόρφωσαν σε μητρυιά που τα αγαθά της τα μοιράζει σε ολίγους μονάχα κηφήνας που κυριαρχούν και την τρυγούν, ενώ σ’ εμάς τους πολλούς και εργαζομένους μας αφήνει μονάχα, να γνωρίζωμε τον πόνον και την αθλιότη και μας βάνει καμμιά φορά να χάνωμε τη ζωή μας και να χύνωμε το αίμα μας για να φυλάμε τα διάφορα συμφέροντα της πλουτοκρατίας, τα τσιφλίκια τους και της τράπεζές τους, την ησυχίαν τους ακόμα, αφήνοντας τα παράσημα, τους παχείς μισθούς και τα γαλόνια, για τους κηφήνας πάλι της πλουτοκρατίας;
Αλλά σταθήτε εκμεταλλευταί της ανθρωπότητος. Αρκετά χρόνια μας γελούσατε μ’ αυτές τες άγαρμπες ψευτιές. Άρχισαν πλέον οι εργάτες να βλέπουν καλά τον κάθε ρόλο που παίζετε σε κάθε Κράτος, και σιγά σιγά αλληλοφωτιζόμενοι εμείς οι ίδιοι εργάτες, θα αντιληφθούμε όλες αυτές τες ψευτιές σας με τες οποίες στήνετε εμπόδια στο δρόμο μας, στο δρόμο της Προόδου και τότε θα γίνομε και εμείς καλλοί πατριώτες αφού μεταμορφόσωμε την Πατρίδα μας σ’ αληθινή πατρίδα, μητέρα πράγματι, που να φροντίζη αληθινά για όλα της τα παιδιά, πατρίδα που να στηρίζεται στην αληθινή Δικαιοσύνη.
Βόλος
Γιώργ. Δ. Κόσσυβας
Εργάτης».
Το παρακάτω κείμενο είναι, επίσης, του Γ. Κόσσυβα και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εργάτης-Γεωργός», τεύχος 78, 27 Ιουλίου 1911:
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ
ΕΡΓΑΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΝΤΕΣ
ΑΠΟ ΟΣΑ ΑΚΟΥΩ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ
Και βουίζει ο κόσμος: «Σοσιαλισταί εδώ, αναρχικοί εκεί, πάει καταστραφήκαμε!» Έχουν δίκαιον να τα λεν αυτά όσοι ανήκουν εις την τάξιν των πλουτοκρατών και καλογήρων και εις την τάξιν των λοιπών κηφήνων, διότι αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν τα συμφέροντά των. Αλλά από την τάξιν των δυστυχισμένων εργατών, τι κίνδυνον βλέπουν και φωνάζουν και αυτοί μαζή με τους νεκροθάπτας της ανθρωπότητος, ενώ γι’ αυτούς αρχίζει να ανατέλλη κάποιος ήλιος δικαιοσύνης και ευτυχίας, που μέχρι σήμερα ευρίσκονται εις το σκότος και την κακομοιριά, χωρίς να γνωρίζουν ποια θέσι κατείχον σ’ αυτή την κοινωνία;! Αλλά αν συμβαίνη πολλοί από τους εργάτες να ενώνουν φωνήν διαμαρτυρίας μαζή με τους τυράνους των κατά του σοσιαλισμού που είνε ο ελευθερωτής των, δεν σημαίνει τίποτε. Αν δεν γνωρίζουν ακόμη τον προορισμό του δεν θα αργήση πολύ που αυτοί οι ίδιοι θα αντιληφθούν τα κατορθώματα και τας παγίδας της πλουτοκρατίας που φρόντιζε πάντοτε και με κάθε τρόπον φροντίζει να τους διαστρεβλώνη την αλήθεια και το μυαλό τους, τυφλώνοντάς τους με μεγάλες ψεύτικες ιδέες και προλήψεις, που τες εμφυτεύει στη ψυχή τους από τη στιγμή που βλέπουν το φως!
Αν τώρα επίσης βλέπομεν την πλουτοκρατίαν και την κληροκρατίαν να απολαμβάνουν ήσυχοι την βασιλείαν των, την οποίαν απέκτησαν αφού μας ετύφλωσαν, αφού αφήρεσαν κάθε συνείδησιν αληθείας και δικαιωμάτων από τον λαόν τον οποίον διήρεσαν εις διάφορα έθνη και θρησκεύματα, τάχα θα την απολαμβάνουν την βασιλείαν των αυτήν επ’ άπειρον;
Όχι, χίλιες φορές όχι! Απαντά ο σοσιαλισμός και αναρχισμός τους οποίους αυτοί, καθώς και παραπάνω εσημείωσα, φοβούνται ακριβώς διότι είνε εις θέσιν αυτοί να γνωρίζουν καλά ότι άμα κυριαρχήσουν αυτές οι ιδέες, παύει πλέον η Βασιλεία των! Γι’ αυτό φωνάζουν διαρκώς, διότι θέλουν να βαστούν ημάς τους εργάτας αιωνίως εις τον ύπνον της αγνοίας, διά να απολαμβάνουν αυτοί των αγαθών της γης και σ’ εμάς τους εργάτες να αφίνουν την πείναν και την δυστυχίαν, τάζοντάς μας διαρκώς ανταμοιβάς εις τον ουρανόν.
Και όμως ο αγαθός λαός δεν κάμνει κάποια κρίση για να δη ότι είνε μεγάλη και πολύ ύποπτος αυτή η γενναιοδωρία τους! Να χαρίζουν σ’ εμάς τα αγαθά της ουρανίας βασιλείας και να μη τα κρατούν για τον εαυτό τους!; Μα δεν είνε αλήθεια ύποπτο και περίεργο αυτό; Να προσπαθούν αυτοί με κάθε τρόπο, καταπίεσι, εκμετάλευσι, τυρανία, να απολαμβάνουν τα αγαθά της επιγείου ζωής, να τα υστερούν από ημάς και να μας παρηγορούν και μας χαρίζουν αιωνίως τα ουράνια αγαθά, χωρίς να μας δίδουν κάποιο μερτικό που μας αναλογεί και από τα επίγεια;
Αδελφοί εργάτες! Πάψτε πλέον ανόητοι να τρέμετε, (ακούοντας τα λόγια τα γλυκά της αλεπούς πλουτοκρατίας) μπρός εις τον Σοσιαλισμό, αλλά αρχίσατε να μελετάτε και να φωτίζεσθε διαβάζοντας, αν όχι τα όσα εγώ σας γράφω (εγώ είμαι απλούς εργάτης) αλλά τα όσα είπαν και γράφουν τόσοι άλλοι σοφοί άνθρωποι που μελετήσανε καλά την κοινωνία και ίδανε ότι ο οργανισμός της είνε άρρωστος αφού δημιουργεί τόσον μεγάλη οικονομική ανισότητα, που είνε πηγή της δυστυχίας των πολλών και εργαζομένων χάριν των ολίγων κηφήνων, πηγή αδικιών και εγκλημάτων, που ποτέ δεν θα εκλείψουν με το σημερινό κοινωνικό καθεστώς. Το φάρμακον προς θεραπείαν της αρρώστιας της κοινωνίας, το υποδεικνύει ο σοσιαλισμός. Την θεραπείαν μη την περιμένομεν από τας σημερινάς Βουλάς και από ανορθωτικάς κυβερνήσεις, τα όργανα της πλουτοκρατίας, που προσπαθούν να ανακόψουν την ορμή μας με τα ψίχουλα που μας σερβίρουν κάθε τόσο με δήθεν προστατευτικούς νόμους!
Ο σοσιαλισμός, ο ανόθευτος από την αστική επίδραση, δε θέλει να διορθώση το σάπιο κοινωνικό οικοδόμημα με ψευτοσοφατίσματα και χρωματίσματα. Αυτό θα ήταν νέα χειρότερη πλάνη! Θέλει να γκρεμίση σιγά σιγά το παληόσπητο αυτό, να το ανατρέψη εκ θεμελίων κτίζοντας το νέο ατράνταχτο και μεγαλόπρεπο.
Πρέπει λοιπόν ημείς οι ίδιοι εργάτες αφού αποκτήσωμεν συνείδησιν δικήν μας, της τάξης μας και αφού ανοίξωμε καλά τα μάτια μας και δούμε τι ευτυχία μας αφήρεσαν, να οργανωθούμε ιδιαιτέρως με ένα σκοπό: πώς να πάρωμε πίσω με το χέρι μας την ευτυχία που μας έκλεψαν και άρπαξαν, μη ξεχνώντας ότι: ποτέ η ευτυχία δεν χαρίζεται απ’ εκείνους που την κρατούν, αλλά κερδίζεται με αγώνας και βία.
Βόλος
Γ. Κόσσυβας
Εργάτης-σιγαροποιός».
Επίσης, στο τεύχος 69, 25 Ιούνη 1911, της εφημερίδας «Εργάτης-Γεωργός» δημοσιεύτηκε και το ακόλουθο κείμενο από κάποιον με το ψευδώνυμο «Ανεμώνη». Παραθέτουμε το κείμενο, αν και δεν είμαστε, προς το παρόν, σίγουροι αν έχει γραφτεί από τον Γ. Κόσσυβα ή κάποιον άλλο αναρχικό:
«ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗΣ
Είχα ένα φίλο μια φορά. Διαβασμένο, έξυπνο αισθηματία. Το κεφάλι του γεμάτο από γνώσεις και θεωρίες. Ένα κακό είχε. Δεν είχε ακόμα κατορθώσει να σχηματίση πάγιες και ωρισμένες ιδέες δικές του για κάθε πράγμα. Δεν δημιουργούσε το μυαλό του. έκλεβε τας σκέψεις των άλλων και έμενε ευχαριστημένος γιατί αι σκέψεις αυτές ήσαν σκέψεις σοφών κεφαλών. Δεν κατώρθωνα να τον κάνω σοσιαλιστή ύστερα από προσπάθειες εξ ολόκληρων μηνών.
Μια μέρα έρχεται κατά το μεσημέρι στο γραφείο μου.
– Κώστα έμαθες; μου λέει.
–Τι.
– Έγινα σοσιαλιστής.
– Πως τώπαθες αυτό το κακό;
Σίγουρα θα σου τώπε κανένας σοφός που διάβασες.
– Όχι μου λέει. Μου το απέδειξε ένα αγράμματος, άξεστος, ένα ζώον παρά άνθρωπος. Άκουσε μου λέει, κι’ άναψε τσιγάρο.
Χτες συνάντησα περιπατώντας ολόμονος τη νύκτα με συντροφιά τ’ ολόγιομο φεγγάρι μια σκιά στο δρόμο. Σιλουέττα ανθρώπου σκελεθρωμένου μ’ άγρια γένια και με μορφή χάρρου. Τον αντίκρυσα για μια φορά τρόμαξα. Μονολογούσε με μια φωνή που έμοιαζε σαν βογγητό και σαν ούρλιασμα. Τι έλεγε δε ξέρω. Στο φως του φεγγαριού διέκρινα μερικά κουρέλια που έσερνε απάνω του. Το πουκάμησό του άσπριζε μονάχα ολάνοιχτο στο στήθος γεμάτο από πυκνές άγριες τρίχες. Κρατούσε ένα τενεκέ στο ένα του χέρι και σιδερένια βέργα στο άλλο. Έσκυβε κάθε τόσο στο δρόμο κάτι μαζέβοντας. Έτσι σκυμένος μπροστά στον ντενεκέ του φαίνοταν σαν αγριόσκυλος.
Τον παρακολουθούσα ώρες. Πλησίαζε ξημέρωμα και το ζωντανό αυτό ανθρώπινο φάντασμα φορτώθηκε τον ντενεκέ και τράβηξε όξω απ’ την πόλι. Τον ακολούθησα ως τη Γορίτσα. Τον είδα να μπαίνη σε μια σπηλιά σκύβοντας. Τη στιγμή εκείνη ανατρίχιασα από κάποιο ακατάληπτο τρόμο. Άφησε το ντενεκέ με το πολύτιμο εμπόρευμά του, – μάζεβε τα περιττώματα των σκύλλων – και κατέβηκε προς τη θάλασσα επάνω στους απότομους βράχους. Τον παρακολουθούσα πια με το βλέμμα. Άρχισε να πλένη τα παδάρια του και τα χέρια του, στη θάλασσα. Ύστερα έβγανε το πουκάμησό του, ξαναφόρεσε το κουρελιασμένο σακάκι του και τώπλενε στη θάλασσα. Το άπλωσε στα βράχια, σκόρπισε επάνω δυό τρείς πέτρες, για το φόβο του αέρα και ξανακατέβηκε στη σπηλιά του. καθισμένος στην είσοδο της σπηλιάς έκανε το σταυρό του, κι’ άρχισε να γρατσανίζη σα σκύλλος ένα ξεροκόμματο. Τίποτε άλλο! Ύστερα, από ένα μισοσπασμένο σταμνί, ήπιε νερό βέβαια, αναποδογύρισε τη μια τσέπη του σακακιού του μάζεψε κάτι τρίμματα φύλλων καπνού, έστριψε μ’ ένα κομμάτι χαρτί εφημερίδος ένα τσιγάρο, τάναψε με μια τσακμακόπετρα κι’ άρχισε να καπνίζη μονολογώντας αιωνίως…Είχε πια ξημερώση. Γύρισα πίσω. Στα νταμάρια της Γορίτσας οι νταμαρτζήδες είχαν αρχίση δουλιά. Ένας απ’ αυτούς δεμένος απ’ τη μέση μ’ ένα σχοινί, τρυπούσε με σιδερένιο κοχλό την καρδιά του βράχου. Τρόμαζες να τον βλέπεις εκεί ψηλά να δουλεύη. Καλημέρισα τους συντρόφους του. – Από τώρα δουλέβετε παιδιά; -Τι να κάνουμε αφεντικό. Πώς να βγή τα καρβέλι. – Πόσες ώρες δουλεύετε; Αυτήν την εποχή δεκάξη – Και μεροκάματο; -Έ κατά τον καιρό. Δυο, δυόμησι, τρείς… Έφυγα. – Στο δρόμο συναντούσα κάθε τόσο ανθρώπους εργατικούς τρέχοντας για τη δουλιά.

Χίλιες σκέψεις πάλεβαν μέσα στο νου μου, κι’ η καρδιά μου εξωγκόνονταν από χίλια συναισθήματα. – Όταν έφθασα στον Άναυρο μου διέκοψε τις σκέψεις κρυστάλλινο γυναικών γέλιο. – Ήταν μια παρέα από τρείς ωραίες κυρίες και 5 Κυρίους. Κάτω φαίνονταν τα λείψανα πλούσιου τραπεζιού. Κουτιά από χαβιάρι και σαρδίνες, μπουκάλια από μπύρες και κρασί. Δυο αμάξια περιμέναν κι’ η παρέα με γέλια και τραγούδια μπήκεν στ’ αμάξια γεμάτη ευθυμία και χαρά. – Κάποιος γέρος με το τσαπί στον ώμο γύρισε, τις είδε, κούνησε το κεφάλι του και ρίχνοντας ένα βλέμμα, μίσους οίκτου και αγανακτήσεως άφησε ένα βογγητό βαθύ…

Ήρθα σπίτι περπατώντας γοργά. Αδύνατο να κοιμηθώ. Το κεφάλι μου στριφογύριζε. Μου φαίνονταν πως είχε πυρετό. Αυτή η τραγική, η άγρια αντίθεσι των εντυπώσεων της νύχτας μου είχε σαλέψει το πνεύμα μου.
Κάτι είχε επαναστατήση μέσα μου. Άρχισα να σκέπτωμαι μονάχος και έβγαζα χίλια τρομερά συμπεράσματα.
– Πέφτει στο μάτι μου εκείνη τη στιγμή το βιβλιαράκι που μούδωσες και σου είχα πη ψέμματα πως είχα διαβάση. «Την έκκλησι προς τους νέους» του Κραπότκιν. Τ’ αρπάζω μ’ όλη μου την κούρασιν το διαβάσω στο κρεβάτι. – Σε δυο ώρες το είχα τελειώση. Ο κλονισμός ήταν μεγάλος που ησθάνθηκα. Σα μαγεμένος και σα από όνειρο έστεκα μ’ ολάνοικτα τα μάτια… ως που μέπιασε ο ύπνος. Ύπνος ταραγμένος από τρομερά όνειρα. – Ξύπνησα ταραγμένος. – Μόλις συνήλθα πρόφερα ασυνήδητα: «Δεν είνε κοινωνία αυτη. Πρέπει ν’ αλλάξη». Και τώρα νάμαι… βέρος σοσιαλιστής. – Είχες δίκαιο όταν μούλεγες ότι: το σοσιαλισμό πρέπει κανείς πρώτα να τον αισθανθή πρώτα να τον διαβάση στο βιβλίο της ζωής κι’ ύστερα στα βιβλία των σοφών.
Δος μου τώρα όσα έχεις απ’ τα δεύτερα. –Διψώ από διάβασμα τώρα θα νιώθω ό,τι κι’ αν διαβάζω για το σοσιαλισμό.
Ανεμώνη».

Ο Γ. Κόσσυβας ήταν γνήσιος αγωνιστής και στη δίκη των «Αθεϊκών» ήταν ένας από τους κατηγορούμενους. Η πολυσέλιδη απολογία του, η οποία αποτέλεσε ύμνηση των αναρχικών ιδεών, έχει χαθεί. Στην απολογία του, εξηγούσε με ποια βιβλία και στάδια προβληματισμού έφτασε να γίνει αναρχικός, τη στιγμή που είχε μάθει τόσο λίγα γράμματα. Στα κείμενά του χρησιμοποιούσε πάντα με ευκολία αποσπάσματα των Μπακούνιν, Κροπότκιν και άλλων. Ήταν αρκετά ενημερωμένος και για τη λογοτεχνική κίνηση της εποχής του και ειδικά αυτής που είχε επαναστατικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Ο ίδιος, άλλωστε, έγραψε και επαναστατικά τραγούδια.
Το 1914 αποσύρθηκε στη Μακρυνίτσα του Πηλίου, εξαιτίας της βαριάς μορφής φυματίωσης από την οποία είχε προσβληθεί. Στο τέλος πικράθηκε με τη διάλυση των αναρχικών ομάδων στην Ελλάδα και πριν πεθάνει (το Μάρτιο του 1919) άφησε μια μικρή περιουσία στο τότε νεοϊδρυθέν Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ – κατόπιν ΚΚΕ), με την εντολή να χρησιμοποιηθεί για την ίδρυση Σοσιαλιστικού Εργατικού Κέντρου στο Βόλο. Ο τοπικός ιστορικός και λογοτέχνης Ηλίας Λεφούσης, γράφει ότι το 1917 έγινε μαρξιστής και ότι πέθανε στα τέλη του 1918. Ο Δημήτρης Σαράτσης, με το ψευδώνυμο Κάλχας, έγραψε μια νεκρολογία για το Γεώργιο Κόσσυβα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» του Βόλου, στις 14 Μαρτίου 1919.Όπως είπαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, στο Βόλο έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και ο αναρχικός δημοσιογράφος και πρώην εκδότης των εφημερίδων «Φανός» της Πάτρας και «Εγχώριος Μηνύτωρ» της Αθήνας, Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος. Ο Κ. Ηλιόπουλος, εγκαταστάθηκε στο Βόλο μάλλον στις αρχές του 1909 και μέχρι το θάνατό του, στο Πτωχοκομείο Βόλου το 1910, αναμείχθηκε ενεργά στη σοσιαλιστική και αναρχική κίνηση του Βόλου, γράφοντας αρκετά άρθρα στην εφημερίδα «Ο Εργάτης», ενώ άλλα άρθρα του δημοσιεύτηκαν μετά θάνατο στην μετεξέλιξή της ως «Εργάτης-Γεωργός».
Παραθέτουμε στη συνέχεια μερικά άρθρα του Κωνσταντίνου Ηλιόπουλου. Το πρώτο (που το δημοσίευσε με το ψευδώνυμο «Τρίφφφης») δημοσιεύτηκε στο τεύχος 38 23 Οκτωβρίου 1909 της εφημερίδας του Εργατικού Κέντρου Βόλου «Ο Εργάτης»:«ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΩΝ
ΘΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΙ
Έχω μια γειτόνισσα, της οποίας ο άνδρας απέθανε προ τριών εβδομάδων και την άφησε στους πέντε δρόμους με τέσσερα παιδάκια αρσενικά.
Προ ολίγων μηνών είχεν αποθάνει φθισικός και ο αδελφός του, ο οποίος έζη μαζί με την οικογένειαν στο ίδιο δωμάτιον.
Αφώτιστος ο Ελληνικός λαός και πτωχός δεν ηξεύρει και δεν δύναται να πολεμήση την φθίσιν, καθώς δεν ηξεύρει και δεν δύναται να πολεμήση τους ληστεύοντας την εργασίαν του.
Ο σύζυγος της γειτόνισάς μου, εκόλισεν ίσως φθίσιν από τον αδελφόν του, αλλ’ η φθίσις δεν επρόλαβε να σαπίση τους πνεύμονάς του· την επρόλαβεν αυτός, διότι απέθανε από άλλο.
Δεν τον εσκότωσε κανείς, ούτε του έσπασε τα κόκκαλα καμμία μηχανή από εκείνας που εφευρίσκουν οι εργαζόμεναι κεφαλαί διά την ωφέλειαν των εργατών, αλλ’ αι οποίαι χρησιμεύουν διά τον πλουτισμόν των κηφήνων και διά την καταστροφήν των εργατικών τάξεων, δεν έπεσεν από καμμία σκαλωσιά, ούτε τον επλάκωσε καμμιά άμαξα· και όμως δεν απέθανε από φυσικόν θάνατον.
Τον σκότωσε η δυστυχία!
Η δυστυχία εκείνη, που χιλιάδες σκοτώνει στην Ελλάδα κάθε μέρα.
Έλυωνε σαν το κερί, αλλά και δεν έλειπε από τη δουλιά του.
Επήγαινε το πρωί με την ψυχή στα δόντια κ’ εγύριζε το βράδυ σούρνοντας τα πόδια του, μ’ ένα καρβέλι ψωμί στη μασχάλι και λίγο τυρί ή εληές για την οικογένεια.
Τον έβλεπα και εσπάρασεν η καρδιά μου αλλά… τον έβλεπα μόνον… μ’ έβλεπε όμως κ’ εκείνος.
Δεκατέσσαρες ώρες την ημέρα ειργάζετο· τόση εργασία θα σκότωνε και βόιδι.
Και το μεροδούλι του; Δύο και σαράντα!
Βγάλε όμως και τας εορτάς τας οποίας άνθρωποι χορτάτοι και νταβραντισμένοι επέβαλλον εις ανθρώπους πεινώντας και εξηντλημένους, τας εορτάς που σαν αβδέλες, μαζί με τους αφεντάδες, ρουφάνε το αίμα του φτωχού…
Επάλεψεν ο άνθρωπος με την μοίρα του, αλλά δε μπόρεσε να βαστάξη περισσότερο· έπεσε στο κρεβάτι του, και αφού εβασανίσθη, δεν ηξεύρω πόσες ημέρες, απέθανε.
Ηδύνατο να ζήση, δεν είχε τα μέσα· και θα τα είχε, αν οι φιλάνθρωποι εφεκλαμαρίζοντο ολιγώτερον και επόνουν περισσότερον δια τους δυστυχείς.
Και θα είχε τα μέσα, αν η αλληλεγγύη συνέδεεν αδελφικώς και στην Ελλάδα, καθώς συνδέει στην Ευρώπη, τας εργατικάς τάξεις εναντίον της κεφαλαιοκρατίας.
Και θα τα είχεν αν οι εκβιασταί που σου λέουν, τόσο εγώ δίνω γιατί βρίσκω εργάτες και με λιγώτερο, αν θες εργάσου, αν δεν θες γύρισέ μου της πλάτες σου.
Ναι, θα τα είχε, αν εις τους εκβιαστάς αυτούς έδιναν από καιρού εις καιρόν μαθήματα όμοια με εκείνα που τους έδιναν άλλοτε οι Ευρωπαίοι εργάται και τους έβαλαν στη θέσι τους.
Και θα τα είχε αν αι ευγενείς κυρίαι ησθάνοντο ευγενέστερον και αντί να χάνωνται με τις κορδελίτσες, με τα φτερά, με της μόδες και με …τόσα άλλα, και αντί να χάνουν τις ώρες των μπροστά στον καθρέφτη, τας μεταχιρίζοντο να βοηθούν με συλλόγους των τον ιερόν αγώνα των εργατών προς προστασίαν των συμφερόντων των, εκ πληρούσι ένα μέγα ανθρώπινον καθήκον, του οποίου η εκπλήρωσις τρέφει την ψυχήν με αγαλλιάσεις υψηλάς και με ευφροσύνας αγνώστους εις τας ταπεινάς φύσεις.
Και θα τα είχεν, αν οι εύποροι (δια τους πλουσίους δεν ομιλούμεν) δεν ελησμόνουν τα διδάγματα Εκείνου, εις το όνομα του οποίου εβαπτίσθησαν, και αν εσπούδαζον κατά βάθος το θείον παράγγελμα «αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» ότι και θα έβλεπον ποίας οάσεις ανοίγει εις την ανθρωπότητα η εφαρμογή του και πως, ως δια μαγείας, η κοιλάς αύτη του κλαυθμώνος θα μεταβάλλετο εις Παράδεισον.
Αλλ’ …οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους· ας έλθωμεν εις την γυναίκα με τα παιδιά, που είνε ακόμη ζωντανοί.
Η δυστυχής γυναίκα εύρεν εργασίαν εις ένα καπνεργοστάσιον με οχτώ (αριθ. 8) δεκάρες την ημέρα!
Ο αφέντης υποσχέθη βραδύτερον να τες κάμη 10!
– Είνε και πολλές άλλες, είπε, που εργάζονται και με λιγώτερο.
Το τέρας, είπε την αλήθεια αυτή τη φορά!
Ενώ τόσα ασθενή πλάσματα εργάζονται 14 ώρες την ημέρα για 8 δεκάρες και πεινάνε και υποφέρουν και πεθαίνουν κάθε ημέρα, πριν πεθάνουν τελειωτικά, ο αφέντης τρώγει, πίνει, διασκεδάζει, παχαίνει, απολαμβάνει και μετράει τα ματωμένα χρήματά του και θα τα μετράη έως ότου ο θάνατος, το σώμα του μεγάλου τούτου σκώληκος, το παραδώση εις τον τάφον ως τροφήν των μικρών σκωλήκων, και την κτηνώδη ψυχή στας κατάρας και τα αναθέματα των θυμάτων του.
Η γυναίκα ασθενής καθώς ήτο και αδύνατη, με τα μικρόβια της φθίσεως στους πνεύμονας, με την ανεπαρκή τροφή και με την πολύωρον εργασίαν, απέθανε προχθές και αυτή και άφησεν ορφανά και από μητέρα τα τέσσαρα μικρά.
Τι θα γίνουν τώρα αυτά τα κακόμοιρα;
Θα πάνε χαμένα! Θα τα καταπιεί και αυτά καθώς και χιλιάδες άλλα η κοινωνική άβυσσος!
Ηδύναντο να γίνουν καλοί άνθρωποι, αν εύρισκον προστασίαν, αλλ’ αν αυξήσουν τον αριθμόν των κλεπτών και των φονέων, το πταίσμα θα είνε της κοινωνίας, η οποία και δικαστάς έχει να τους δικάση και φυλακάς να τους σαπίση.
Και όμως! Αυτά θα είνε στη συνείδησί μου αθώα θύματα.
Η κοινωνία είνε ο δήμιός των.
ΤΡΙΦΦΦΗΣ»
.

Το επόμενο άρθρο (με μικρό πρόλογο της σύνταξης) δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του Κ. Ηλιόπουλου, στο τεύχος 76, 20 Ιουλίου 1911 της εφημερίδας «Εργάτης-Γεωργός»:

«ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
ΧΟΛΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΠΑΣ
[Από τας διασωθείσας σημειώσεις του γνωστού εις τους αναγνώστας του «Εργάτου» υπό το ψευδώνυμον «Τρίφφφης» γεραρού και σοφού ομοιδεάτου διακεκριμένου δημοσιογράφου και παλαίμαχου σοσιαλιστού Κ. Ηλιοπούλου, του αποθανόντος πέρυσι εν εσχάτη πενία εν τω νοσοκομείω Βόλου.]
Α΄
Καθ ην στιγμήν το θέαμα του θανάτου θερίζοντος την ζωήν κινεί την φρίκην και τον πόνον στην Ιταλία, οι παπάδες επωφελήθησαν της ευκαιρίας να κηρύττουν εις τας ρύμας, τας αγυιάς και τους κάμπους ότι ο σοσιαλισμός… έφερε τη χολέρα!! «Μετανοήσατε, αποσκορακίσατε τον σατανάν, τον σοσιαλισμόν, ίνα σωθήτε!»
Αι γυναίκες προπάντος και οι αμαθείς χωρικοί, κλαίουν, γονυπετούν, προσεύχονται, γεμίζουν το πουγγί του παπά που κηρύττει, δοξάζουν τον Πάπα καταρώνται τον σοσιαλισμόν, περιφρονούν τας αστυνομικάς διατάξεις περί διαίτης κλπ. και… δεκατίζονται από τη χολέρα, δια να ταφούν υπό τας ευλογίας του ιδίου κήρυκος παπά.
Διά τους αμαθείς της Ιταλίας τίποτε δεν γίνεται χωρίς… θαύμα. Όταν ο κάμπος διψά λιτανείαι αμέσως. Περιφέρουν μεγαλοπρεπώς το άγαλμα του αγίου στα χωράφια και (άκουσον άκουσον) του βάνουν στο στόμα μια σαρδέλλα για να διψάση!… Τότε θέλει δε θέλει θα βρέξη ο άγιος για να πιή κι’ αυτός!! Μόνον οι ιερείς δύνανται να εμποδίσουν τας ανιέρους αυτάς συναθροίσεις, αλλ’ αυτοί τουναντίον τας υποδαυλίζουν.
– Τι λέτε πάτερ, ο σοσιαλισμός έβαλε στα καρπούζια μου τον βάκκιλον, το μικρόβιον της χολέρας;
– Αυτός βέβαια. Ο Πάπας τον κατηράσθη όπως ξέρεις.
– Το ξέρω· ο Πάπας δεν έχει άλλη δουλιά να κάνη. Αλλ’ αν έπιασε η κατάρα του Πάπα τότε πρέπει να ομολογήσης ότι ο Πάπας έφερε τη χολέρα.
– !!!
… Κάθε τόσο διακρίνω σημεία ολοφάνερα ότι ο άνθρωπος δεν έχει ακόμη διάθεση να ευτυχήση κατ’ ουδένα τρόπον σ’ αυτόν τον κόσμο!
Β΄
– Η πλουτοκρατική ολιγαρχία.
Υπάρχουν άνθρωποι, που για να παραγιομίζη καλά η παληοκοιλιά τους, αδικούν· άνθρωποι οι οποίοι ποτέ δεν εχόρτασαν. Και ποίοι είνε αυτοί οι άνθρωποι; Είνε η λεγόμενη πλουτοκρατική ολιγαρχία. Είνε ένα σύμπλγεμα όφεων· είνε μία σπείρα, είνε μία ορδή. Έχουν την μορφή ανθρώπων αλλά δεν είνε άνθρωποι, και στο μέρος που εμείς οι άλλοι άνθρωποι έχομε την καρδιά, αυτοί στο μέρος αυτό του σώματος έχουν ένα κομμάτι κρέας. Διάφορα κουμάσια αποτελούν αυτήν την άτιμον ολιγαρχίαν. Τραπεζίτες ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι βουλευταί, κάποτε και Υπουργοί, κτλ. Βάρτετους είνε οι πλέον άτιμοι Ανώνυμοι τράπεζαι, εταιρείαι διάφοροι και άλλοι απατεώνες και λησταί. Δεν ενθυμούμαι ποίος εκάλεσεν αυτάς τας ορδάς «εταιρικήν φαγέδαιναν» και εζήτησεν από το Κράτος να θέση φραγμόν εις την ασυνείδητον πλεονεξίαν των… Διά να αποφεύγουν αυτοί τον έλεγχον του κράτους, συνεταιρίζονται με βουλευτάς, υπουργούς, πολιτευομένους. Και είναι πολλά τα κόλπα που μεταχειρίζονται αυταί αι ορδαί για να γδύνουν τον κοσμάκη…
…Πρέπει να παν κατά διαβόλου αυτοί οι λησταί της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας που ληστεύουν αλύπητα το λαό.
…Όσο κοιμάσαι λαέ τίποτε μην περιμένης από άλλους!
Πως θα διαλυθή αυτή η ολιγαρχία, αφού εσύ κοιμάσαι;!
Πτωχοκομείον Βόλου 1910.
+ Κ. Ηλιόπουλος»Στην ίδια εφημερίδα, στο τεύχος 80, 6 Αυγούστου 1911, δημοσιεύτηκε και αυτό το άρθρο του Κων. Ηλιόπουλου:

«ΑΝΘΡΩΠΟΣ – ΚΤΗΝΟΣ
(Από τας σημειώσεις του αποθανόντος ομοιδεάτου Κ. Ηλιοπούλου)
Ο άνθρωπος είνε ένα εγώ, εντός του οποίου χορεύουν πάθη κτηνώδη και πάθη ευγενή, αλλά ταύτα υποχωρούν απέναντι των πρώτων. Ο άνθρωπος εξεταζόμενος ως ζώον είναι εκ των αθλιεστέρων και θηρεωδεστέρων. Τον βλέπεις να ξεσχίζει τας σάρκας του ομοίου του! Να θανατώνει τους αδυνάτους. Να σκοτώνη με χίλια δολοφόνα όπλα. Με την μάχαιραν και με την ατιμίαν. Με το πιστόλι και με την εκμετάλλευσιν. Επείνασε; αλλοίμονον εις τους περικυκλούντας αυτόν. Η τίγρις είναι αρνίον μπροστά του.
Αγαπά τον εαυτόν του πολύ αυτό το περίεργο ζώον. Το εγώ του είνε το κέντρο του σύμπαντος. Όταν το δίποδο αυτό ζώον αισθανθή την πείναν της φιλοδοξίας σκέπτεται πώς να σε εκμεταλλευθή έστω και αν πρόκειται να χαρίση τον θάνατον την πείνα, την δυστυχίαν εις σε και σους εξαρτωμένους από σε. Όταν αισθανθή την πείναν του… στομάχου, σ’ άρπαξε το θεριό. Έλεος μην ελπίζεις.
Αλλά και συ είσαι ένα εγώ κτηνώδες και ακάθαρτον και θα κάμης εις πρώτην περίστασιν το ίδιο που κάμει αυτός σε σένα. «Ή με τρώς ή σε τρώω». Αυτό είνε το σύνθημα του συχαμερού δίποδος, όπως σιγά σιγά το δημιούργησε το κοινωνικό περιβάλλον, το υφιστάμενον καθεστώς και ο οικονομικός οργανισμός του. Το ίδιο σύνθημα, «ή με τρώς ή σε τρώω» το λέγει με άλλα λόγια η πλουτοκρατική οικονομολογία τυλιγμένα με το ψεύτικο φόρεμα της πιο ψεύτικης επιστήμης. «Ο θάνατός σου ζωή μου!» «Ελεύθερος ανταγωνισμός!» Να μία ελευθερία που δημιουργεί δουλείαν απαισίαν. Την οικονομικήν δουλείαν και συνεπώς την πνευματικήν, την δουλείαν της σκέψεως, της συνειδήσεως!
Όσα νομοθέτησαν από της στιγμής που ευρέθησαν οι νόμοι (δια να καταργηθούν αι ελευθερίαι και ανακύψουν οι προνομιούχοι, η βία και η εκμετάλλευσις) όλα συνέτειναν εις το να αυξήσουν την αποθηρίωσιν· την κακομοιριά εις τας ατελείας δυπόδου ομοίου μας. Μόνον η κατάργησις της ιδιοκτησίας δύναται να μεταμορφώση το αχρείον αυτό ον. Επί ποινή θανάτου να μη δύναται να έχη δικό του τίποτε. Τότε θα σταματήση η αποθηρίωσίς του. Θα παύση η κλοπή, η αδικία, αι χρεωκοπίαι, ουδόλως η αχρεία εκμετάλλευσις, πατροκτονίαι, αδελφοκτονίαι, καταδολιεύσεις, δολοφονίαι νοθεύσεις (δολοφονίαι και αυταί) απάται κτλ.
Κατά τους τρείς και πλέον αιώνας μετά Χριστόν οι χριστιανοί ήσαν αληθινοί οπαδοί του, άξιοι του ονόματός του, άνθρωποι και όχι θηρία. Δεν είχον όμως τότε ιδιοκτησίαν. Ό,τι είχον ανήκον εις όλους και ό,τι ανήκον εις όλους ανήκεν και εις τον καθένα. Η εφαρμογή του σοσιαλισμού δεν πρόκειται μόνον ότι θα απελευθερώση τον άνθρωπον από κάθε δουλείαν και κυρίως από την οικονομικήν δουλείαν και θα τον εξασφαλίση τας απολαύσεις της ζωής που επιβάλλει και παρέχει η φύσις.
Πρόκειται ότι κατ’ αναγκαίαν συνέπειαν ο άνθρωπος ελεύθερος οικονομικώς, πνευματικώς, ελεύθερος απολύτως, θα παύση να είναι πονηρόν ζώον, ψεύτης, κόλαξ, χαμερπής, μαστρωπός, εγκληματίας, χαρτοπέκτης, πόρνος, έκφυλος! Το ουσιώδες είνε ότι η εφαρμογή του σοσιαλισμού με την αναγνώρισιν της απολύτου ελευθερίας και όλα και δι’ όλα, με την εμπέδωσιν της συνολικής κυριότητος των οργάνων της εργασίας και παραγωγής θα ελευθερώση την σκέψιν θα εξυψώση το πνεύμα, θα λεπτύνη την ψυχήν, θα σκορπίση νέα ιδανικά θα καταργήση την δυστυχίαν και το έγκλημα τέλος θα μεταμορφώση το σημερινόν κτήνος εις άνθρωπον».
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, τα ίχνη των περισσότερων αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστών του Βόλου χάθηκαν. Ίσως κάποιοι μετανάστευσαν, είτε στο εξωτερικό είτε στην Αθήνα είτε σε άλλες πόλεις της χώρας. Κάποιοι, πάντως, προσχώρησαν σε κάποια πολιτικά κόμματα, ειδικά στο νεαρό ΣΕΚΕ, όπως ο Σίσκος, ο οποίος το 1923 ήταν υποψήφιος βουλευτής του κόμματος στη Μαγνησία.
Οι Χειρογιώργος και Νικολαΐδης, όπως είπαμε πήραν μέρος στον πόλεμο και ίσως να σκοτώθηκαν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις, όπως ο Χαρίτος, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο και έγινε ρεφορμιστής, αλλά επέστρεψε στο Βόλο το 1917 και έγινε πρόεδρος της Πανεργατικής Ένωσης Βόλου.

Ο ΧΑΡΗΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ

“Εξάλλου δεν έχεις άλλα όπλα από εκείνα της ανθρωπιάς, για να πολεμήσεις έναν απάνθρωπο κόσμο…”
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, μια εξέγερση στις φυλακές Αλικαρνασσού, πυροδοτεί ένα ξέσπασμα, που σαρώνει απ’ άκρη σ’ άκρη τις φυλακές της χώρας. Οι κρατούμενοι βάζουν φωτιά στα στρώματά τους, ανεβαίνουν στις ταράτσες και αρχίζουν να γκρεμίζουν τα κάτεργα. Σε κάποιο από τα παράθυρα των φυλακών Αλικαρνασσού, ένας κρατούμενος έχει κρεμάσει ένα πανό που γράφει:
“ΕΞΕΓΕΡΘΗΚΑΜΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΓΔΑΡΤΕΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΑΣ”
Πίσω από τα κάγκελα του παραθύρου διακρίνεται μια ισχνή ανθρώπινη φιγούρα που λυσσομανά και πηγαινοέρχεται μέσ’ το κελί σαν θηρίο. Πότε πότε, γαντζώνεται στα κάγκελα του παραθύρου του και αρχίζει να φωνάζει.
Είναι ο Γιάννης Πετρόπουλος του Βασιλείου, τον οποίο, από τα 21 του κιόλας χρόνια, η Δικαιοσύνη ρίχνει στα «σαγόνια της φυλακής για να τον κατασπαράξουν και να τον σκορπίσουν στον πιο βαθύ βούρκο» για τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής του.
Είκοσι χρόνια που θα σημαδέψουν το κορμί και την ψυχή του, με τα χειρότερα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς, τις απομονώσεις, τα πειθαρχεία και το μαρτύριο του κελιού. Είκοσι χρόνια όμως που θα σημαδευτούν και από εξεγέρσεις, αποδράσεις και τον αγώνα ενάντια στην εξαθλίωση του κορμιού και του μυαλού που επιβάλλει η φυλακή. 
Στην φυλακή που θέλει τους έγκλειστούς της να βρίσκουν διαφυγή στα ναρκωτικά, να καταλήγουν στην τρέλα ή να επιδίδονται στις πιο ειδεχθείς πράξεις, ο Πετρόπουλος θα αρχίζει να διαβάζει και στη συνέχεια να γράφει.
Μέσα από τους “Γδάρτες Ονείρων”, “Το Τριαντάφυλλο” και το “Η Σκέψη”, ο Πετρόπουλος θα μιλήσει για τα κολαστήρια των φυλακών, θα ξεσκεπάσει το προσωπείο της Δικαιοσύνης και θα περιγράψει τους πολύπλευρους αγώνες για την ελευθερία. Θα γράψει όμως και για τη μοναξιά του κελιού, την Γυναίκα, τον Έρωτα και την κοινωνία «…που άκουγε τα ουρλιαχτά του να σκίζουν την σιγαλιά της νύχτας» και σιωπούσε. 
Μέσα σ’ εκείνο τον βυθό, θα γνωρίσει τον Χάρη Τεμπερεκίδη, μια από τις σημαντικότερες μορφές της φυλακής. Ισοβίτης και αυτός, πεταμένος από 15 μόλις χρονών στα χειρότερα κάτεργα της χώρας, θα γνωρίσει τα βασανιστήρια, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αλλά και το σκοτάδι της μοναξιάς που επιβάλλει η φυλακή. Θα πρωτοστατήσει σε εξεγέρσεις, θα αποδράσει, θα συλληφθεί και θα βασανιστεί άγρια, θα ξανά-εξεγερθεί, έως ότου αποφυλακιστεί μετά από πολλά χρόνια. Θα ζήσει ελεύθερος για λίγα χρόνια έως ότου οι διώκτες του τον εντοπίσουν και τον δολοφονήσουν στα βουνά της ορεινής Κορινθίας, ύστερα από πολυήμερη καταδίωξη μέσα στις εξοντωτικές συνθήκες του ψύχους και των απόκρημνων βουνών. Στις 8 Φλεβάρη του 1999, ο Χάρης θα αφήσει την τελευταία του πνοή, “ελεύθερος” ανάμεσα στους διώκτες του, αφού πρώτα τους έχει παραπλανήσει ώστε να δώσει λίγο πολύτιμο χρόνο στους συντρόφους του για να διαφύγουν.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, ο Χάρης και ο Γιάννης θα βρεθούν μαζί στο δρόμο της παρανομίας, μετά από μια απόδρασή τους, για να χαρούν κάποιες στιγμές ελευθερίας, έως ότου ξανά-συλληφθούν και οδηγηθούν στη φυλακή. Μετά τον θάνατο του Χάρη, και εμπνευσμένος από τη σύντομη συνάντηση τους έξω από το κάτεργο, ο Γιάννης θα γράψει τον θεατρικό διάλογο «Ο Χάρης Δεσμώτης», ο οποίος εκδίδεται με αφορμή την συμπλήρωση 9 χρόνων από τον θάνατο του Χάρη.

Εκδόσεις Διάδοση, Φεβρουάριος 2008

Πέρα από τον εργατισμό, πέρα από τον συνδικαλισμό.

Το πρωτότυπο, καθώς και πολύ ακόμη υλικό, ιδιαίτερα αξιόλογο, μπορεί να βρεθεί εδώ :
http://theanarchistlibrary.org/HTML/Anonymous__Beyond_Workerism___Beyond_Syndicalism.html

Το τέλος του συνδικαλισμού, αντιστοιχεί στο τέλος του εργατισμού. Για εμάς είναι επίσης το τέλος του κόμματος και της ειδικής οργάνωσης σύνθεσης. Η εξέγερση του αύριο πρέπει να ψάξει για καινούργιους δρόμους. Ο συνδικαλισμός βρίσκεται σε παρακμή. Καλώς ή κακώς, με αυτή τη μορφή οργάνωσης του αγώνα εξαφανίζεται μια εποχή, ένα μοντέλο μελλοντικού κόσμου ιδωμένο  με όρους μιας βελτιωμένης και διορθωμένης αναπαραγωγής του παλιού.  Κινούμαστε προς νέους και βαθείς μετασχηματισμούς, στην παραγωγική και την κοινωνική δομή. Οι μέθοδοι αγώνα, οι προοπτικές ακόμη και τα βραχυπρόθεσμα σχέδια μετασχηματίζονται πια.
Σε μια επεκτεινόμενη βιομηχανική κοινωνία, το συνδικάτο από όργανο πάλης μετατρέπεται σε όργανο υποστήριξης της ίδιας της παραγωγικής δομής. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός έχει επίσης παίξει το ρόλο του: δίνοντας ώθηση στους πιο μαχητικούς εργάτες, αλλά την ίδια στιγμή σπρώχνωντάς τους πίσω, με όρους δυνατότητας να δουν τη μελλοντική κοινωνία ή τις δημιουργικές ανάγκες της επανάστασης. Όλα παρέμειναν κατατμημένα, στα πλαίσια των διαστάσεων του εργοστασίου. Ο εργατισμός δεν ευδοκιμεί μόνο στον εξουσιαστικό κομμουνισμό. Το να διακρίνονται/ξεχωρίζουν προνομιούχα πεδία της ταξικής πάλης, αποτελεί ακόμη σήμερα μια από τις πιο βαθιά ριζωμένες συνήθειες που είναι δύσκολο να χαθεί.
Το τέλος του συνδικαλισμού επομένως..Το λέμε εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Κάποτε προκαλούσε έκπληξη και κριτική, ειδικά όταν στην κριτική μας περιλαμβάναμε τον αναρχοσυνδικαλισμό. Σήμερα γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό.Βασικά, ποιος δεν κριτικάρει τα συνδικάτα σήμερα; Κανείς ή σχεδόν κανείς. Η σύνδεση όμως παραβλέπεται. Η κριτική μας στο συνδικαλισμό, ήταν η κριτική μας στην “ποσοτική” μέθοδο, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κόμματος σε έμβρυο. Ήταν επίσης μια κριτική των ειδικών οργανώσεων σύνθεσης. Ακόμη, ήταν μια κριτική της ταξικής ευπρέπειας, δανεισμένης από τους αστούς και φιλτραρισμένης μέσα από τα κλισέ της αποκαλούμενης προλεταριακής ηθικής. Δεν μπορούν να αγνοηθούν όλα αυτά. Αν πολλοί σύντροφοι συμφωνούν σήμερα στην παραδοσιακή πλέον κριτική μας στο συνδικαλισμό, εκείνοι που κατανοούν το εύρος των συνεπειών που δημιουργεί δεν είναι παρά μόνο  λίγοι.
Μπορούμε να παρεμβαίνουμε στον κόσμο της παραγωγής μόνο χρησιμοποιώντας μέσα που δεν τοποθετούνται στην ποσοτική προοπτική. Δεν μπορούν επομένως να αξιώσουν πως έχουν ειδικές αναρχικές οργανώσεις πίσω τους οι οποίες εργάζονται στην υπόθεση της επαναστατικής σύνθεσης. Αυτό μας οδηγεί σε μια διαφορετική μέθοδο παρέμβασης, αυτή του χτισίματος εργοστασιακών “πυρήνων”  ή πυρήνων ζώνης, που περιορίζονται στο να διατηρούν επαφή με μία ειδική αναρχική δομή και βασίζονται αποκλειστικά στη συγγένεια. Η σχέση μεταξύ των πυρήνων βάσης και της ειδικής αναρχικής δομής είναι αυτή από την οποία ξεπηδά ένα νέο μοντέλο επαναστατικού αγώνα επιτιθέμενο στις δομές του κεφαλαίου και του κράτους προσφεύγοντας σε εξεγερσιακές μεθόδους.
Αυτό επιτρέπει μια καλύτερη παρακολούθηση των βαθιών μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα στις παραγωγικές δομές. Το εργοστάσιο τείνει να εξαφανιστεί – νέοι παραγωγικοί οργανισμοί παίρνουν τη θέση του, βασισμένοι κυρίως στον αυτοματισμό. Οι εργάτες του χθες θα ενσωματωθούν εν μέρει σε μια κατάσταση υποστήριξης ή απλά κοινωνικής ασφάλειας βραχυπρόθεσμα, επιβίωσης μακροπρόθεσμα. Νέες μορφές εργασίας θα εμφανιστούν στον ορίζοντα. Ήδη, το κλασσικό εργατικό μέτωπο δεν υπάρχει πλέον. Αντίστοιχα και το συνδικάτο όπως είναι προφανές. Τουλάχιστον όχι με τη μορφή την οποία γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Έχει γίνει μια επιχείρηση σαν όλες τις άλλες.
Ένα δίκτυο όλο και πιο διαφορετικών σχέσεων, όλων κάτω από τη σημαία της συμμετοχής, του πλουραλισμού, της δημοκρατίας κ.τ.λ, θα εξαπλωθεί πάνω από την κοινωνία, χαλιναγωγώντας όλες σχεδόν τις δυνάμεις ανατροπής. Οι ακραίες πτυχές του επαναστατικού σχεδίου θα εγκληματοποιούνται συστηματικά. Ο αγώνας όμως θα πορευτεί σε νέους δρόμους, θα κινηθεί μέσα από χίλια νέα υπόγεια κανάλια αναδυόμενος σε εκατοντάδες χιλιάδες εκρήξεις οργής και καταστροφής, με νέα και ακατανόητα σύμβολα.
Ως αναρχικοί θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, είμαστε φορείς μιας συχνά βαριάς παρακαταθήκης από το παρελθόν, να μην μείνουμε αποστασιοποιημένοι από ένα φαινόμενο το οποίο καταλήγουμε να μην  καταλαβαίνουμε και του οποίου η βία θα μπορούσε κάλλιστα μια μέρα να μας φοβίσει – για την πρώτη περίπτωση, πρέπει να προσέξουμε να αναπτύξουμε πλήρως την ανάλυσή μας.

Αναρχικός Ατομικισμός – Emile Armand

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1266454

-Γιατί παρατάς τις ανοιχτές λεωφόρους γι αυτό το στενό και κακοφτιαγμένο δρομάκι; Ξέρεις στ αλήθεια, κοριτσάκι, που πηγαίνεις; Μπορείς κάλλιστα να βρεθείς σε μια απρόσμενη άβυσσο. Κανείς, ούτε καν οι εγκληματίες, δεν τολμούν να κατεβούν σ’ αυτή. Μείνε στον φαρδύ, άνετο δρόμο που παίρνει όλος ο κόσμος, γιατί όχι; Μείνε στο γνωστό και χιλιοπερπατημένο μονοπάτι με τις πινακίδες του και τα σήματά του. Είναι τόσο βολικό κι ευχάριστο να πηγαίνεις πάνω κάτω σ αυτό!
-Είναι που έχω βαρεθεί την αποπνιχτική σκόνη, την χιλιοπατημένη διαδρομή που ακολουθούν οι άλλοι. Σιχάθηκα τους δυσκίνητους οδηγούς του και τους βιαστικούς διαβάτες. Την μονοτονία των περαστικών, τις κόρνες των αυτοκινήτων κι αυτά τα δένδρα που παρατάσσονται δεξιά κι αριστερά σαν στρατιώτες. Θέλω να αναπνεύσω ελεύθερα, όπως μου αρέσει, να ζήσω τη δική μου ζωή.
-Δε θα τα καταφέρεις ποτέ να ζήσεις έτσι, καημένο κορίτσι. Είναι μια χίμαιρα. Τα χρόνια που φεύγουν θα σε γιατρέψουν αργά ή γρήγορα απ’ την επιθυμία αυτή. Πάντοτε ζούμε σ’ ένα βαθμό τουλάχιστον, για τους άλλους, κι αυτοί, ως αντάλλαγμα ζούνε σ’ ενα βαθμό για μάς. Αυτός που σπέρνει το σιτάρι δεν είναι ο ίδιος μ εκείνον που φτιάχνει το ψωμί. Κι ο ανθρακωρύχος δεν είναι ο ίδιος που οδηγεί το τραίνο. Η ζωή στην κοινωνία είναι ένα σύμπλεγμα από περίπλοκους ανθρώπινους μηχανισμούς, η λειτουργία των οποίων απαιτεί τεράστια επαγρύπνηση και χρειάζεται μεγάλη δέσμευση και ατέλειωτη προσοχή. Σκέψου μόνο το χάος που θα επικρατούσε αν ο καθένας ζούσε όπως ήθελε! Θα ήταν μια κόλαση αν ο καθένας κατέβαινε σ’ έναν δρόμο που δεν περνούσαν οι διαβάτες, που μόνο κακοί σπόροι φύτρωναν στραβά, και που κανείς δε θα ‘ξερε που οδηγεί.
-Α, γέρο! Είναι αυτή η πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής που με τρομάζει. Ασφυκτιώ στην υποχρέωση να εξαρτώμαι από τον διπλανό μου, μια υποχρέωση που κάθε μέρα που περνά με βαραίνει, πάνω στη θέλησή μου να ζήσω όπως επιθυμώ. Και με μισή καρδιά αντικρίζω την προοπτική να ζήσω όπως οι άλλοι, να ζήσω για τους άλλους. Θέλω να μπορώ να γεμίζω άπληστα το στόμα μου χωρίς να θεωρούμαι κάποιο κακομαθημένο παλιόπαιδο. Να μπορώ να βουτάω και να ξαπλώνω στο γρασίδι χωρίς το φόβο κάποιου φύλακα ή της αστυνομίας. Αγαπώ τις ρίζες, τα δένδρα, τα πλάσματα του δάσους, τα μούρα και τους θάμνους σ’ αυτό το μονοπάτι χωρίς έξοδο. Τι να το κάνω το παντεσπάνι και τα παλάτια, στη συντροφιά των οποίων νιώθω μονάχα αηδία; Γιατί να νοιαστώ πού πηγαίνω; Ζω για το σήμερα, αδιαφορώ για το αύριο.
-Ω, μικρό κορίτσι! Κι άλλοι πριν από σένα μίλησαν με τα ίδια λόγια, και όπως εσύ, ξεκίνησαν για το άγνωστο. Δεν γύρισαν ποτέ από αυτό το ταξείδι. Πολύ καιρό αργότερα, στα ίδια μονοπάτια, που έχουν τώρα σιγά-σιγά σβηστεί, και στα ίδια ξέφωτα, τώρα χορταριασμένα, μικρά βουνά από κόκκαλα έχουν βρεθεί, εδώ κι εκεί. Αυτό έμεινε από κείνους. Χωρίς αμφιβολία, έζησαν τις ζωές τους, αλλά με τί κόστος; Και για πόσο καιρό; Ρίξε μια ματιά σ’ αυτούς τους πανύψηλους πύργους, τους πυκνούς καπνούς που βγαίνουν από μέσα τους. Είναι οι καμινάδες των σπουδαίων εργοστασίων που έστησε η ανθρωπότητα. Μέσα τους, εκατομμύρια ανθρώπων εργάζονται, σ’ αυτά τα φρεσκοπλυμμένα, ευάερα και εξαεριζόμενα δωμάτιά τους, με τις θαυματουργές μηχανές που προσφέρουν σ’ εμάς τους ανθρώπους τις πιο υψηλές τιμές. Κι όταν η νύχτα πέσει, αυτοί οι απλοί άνθρωποι, γεμάτοι ικανοποίηση από την σκληρή δουλειά της μέρας, κι ευγνωμοσύνη για το τίμιο ψωμί που κέρδισαν με τον ιδρώτα των μετώπων τους, γυρίζουν τραγουδώντας στα ταπεινά σπιτάκια τους, όπου τους περιμένουν οι αγαπημένοι τους. Ρίξε μια ματιά σ εκείνο το ορθογώνιο κτίριο, με τις μακρόστενες αίθουσες και τα φαρδιά παράθυρα: Αυτό είναι το σχολείο, όπου ανιδιοτελείς καθηγητές προετοιμάζουν μικρά παιδιά σαν εσένα να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τις ζωής. Μικρά πλασματάκια που προοδεύουν μόνο μέσα στο σχολείο. Δεν ακούς τις χαριτωμένες φωνούλες τους που επαναλαμβάνουν το μάθημα της προηγούμενης μέρας που έχουν αποστηθίσει;
Ο ήχος αυτών των κουδουνιών-σαν του πραγματικού στρατού-κι αυτοί οι μετρημένοι βηματισμοί, που σύντομα θα επαναλαμβάνονται στις στροφές του δρόμου λίγο πιο πέρα, σε περιμένει, να φέρεις στον κόσμο μια μικρή στρατιά από αγόρια και κορίτσια που περπατούν με τη σημαία περήφανη μπροστά τους, παιδιά που θα μείνουν εκεί μέχρι να μάθουν επαρκώς πως να πεθαίνουν για την πατρίδα, το έθνος τους, και όποια νέα απειλή τους βάλουν στο μυαλουδάκι τους. Δεν καταλαβαίνεις μήπως πως έτσι προχωρά η ανθρωπότητα προς την Πρόοδο, όταν ο καθένας τους εργάζεται στη δική του εξειδικευμένη θέση, σύμφωνα με τις ικανότητές του; Υπάρχουν, αναμφισβήτητα, δικαστήρια και φυλακές, αλλά αυτά προορίζονται για τους δύστροπους, για τους ελάχιστους απείθαρχους που τα κάθιστούν αναγκαία. Ανεξάρτητα από τις συνέπειές της, η εφαρμογή μιας τέτοιας κατάστασης πραγμάτων πήρε αιώνες ολόκληρους. Είναι ο πολιτισμός μας αυτός, ατελής ίσως αλλά τελειοποιήσιμος, από την επιρροή του οποίου δε θα μπορέσεις να διαφύγεις, εκτός αν βουτήξεις σε τόσο ανεξερεύνητα βάθη.
-Μέσα στα αμέτρητα εργοστάσια και τα εργαστήρια που λες, δεν βλέπω παρά στρατιές από σκλάβους, να εκτελούν μονότονα, σαν να ήταν κάποιο θρησκευτικό καθήκον τους, τις ίδιες κινήσεις μπροστά από τις ίδιες μηχανές, σκλάβοι που έχουν χάσει κάθε πρωτοβουλία και που η δική τους ενέργεια χάνεται όλο και περισσότερο, μέρα με την ημέρα, καθώς μέρα με τη μέρα μου φαίνεται όλο και λιγότερο πιστευτό ότι αυτά τα καθήκοντα είναι απαραίτητες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Από πάνω μέχρι κάτω, από τις διευθυντικές ιεραρχίες ακόμα το μόνο που ακούγεται είναι ένα επιφώνημα πνιγμού, της ατομικής πρωτοβουλίας. Και βέβαια, σαν πέσει η νύχτα μπορώ να ακούσω τους εργάτες να τραγουδούν, αλλά με πικρά λόγια, και μόνο αφού σταματήσουν σε μια από τις αμέτρητες ταβέρνες που υπάρχουν γύρω απ’ τα εργοστάσια. Οι φωνές που βγαίνουν από τα σχολεία είναι η ταλαίπωρη βοή θλιμμένων, κουρασμένων παιδιών που μετά βίας συγκρατούν την επιθυμία τους να τρέξουν, να πηδήξουν φράχτες και τοίχους, να σκαρφαλώσουν στα δένδρα. Κάτω από τις στολές των στρατιωτών σας βλέπω μόνο κάποια όντα που έχουν εκμηδενίσει κάθε αίσθησης προσωπικής αξιοπρέπειας μέσα τους, ώστε να πειθαρχήσουν στην επιθυμία, να εξοντώσουν την ενέργεια, να περιορίσουν την επιθυμία: αυτές είναι οι προσταγές της κοινωνίας σας, αυτές είναι οι αρρώστιες από τις οποίες υποφέρουν οι άνθρωποι προκειμένου να επιβιώσει η κοινωνία αυτή. Και είναι ο φόβος σας, για όσους δε δέχονται να προσαρμοστούν, τόσο μεγάλος που τους καταδικάζεται στην θλιβερή σκιά των φυλακών.
Ανάμεσα στον “πολιτισμένο άνθρωπο” του εικοστού αιώνα, του οποίου η μέγιστη έγνοια είναι να αποφύγει την αναγκαία προσπάθεια για να διεκδικήσει την ύπαρξή του, και του ανθρώπου “των σπηλαίων”, ποιός κερδίζει; Ο τελευταίος αυτός, δεν είχε φόβο για τον κίνδυνο. Δεν γνώριζε το εργοστάσιο ή τα στρατόπεδα, τις ταβέρνες ή τα μπορδέλα, τις φυλακές ή τα σχολεία. Έχετε διατηρήσει, ίσως τροποποιώντας τις λίγο, επιφανειακά, τις προκαταλήψεις και τις προλήψεις των ανθρώπων αυτών που αποκαλείτε “άγριους”. Υστερείτε όμως στην ενέργεια, την αξία και την ειλικρίνειά τους.
-Κοίταξε, θα συμφωνήσω μαζί σου ότι συνολικά στην κοινωνία μας υπάρχουν μερικά σκούρα σημεία. Όμως υπήρξαν φιλότιμοι άνθρωποι που προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμα, για ακόμα μεγαλύτερη ισότητα και δικαιοσύνη στην λειτουργία της. Επιρρεάζουν άλλους αγωνιστές, και ίσως μια μέρα θα είναι η αδιαμφισβήτητη πλειοψηφεία. Δεν χρειάζεται να μπερδεύεσαι σε διαδρομές εκτός τόπου και χρόνου. Απεναντίας, κράτα τις αξίες σου, μπες στην μέθοδο. Πίστεψέ με είμαι ένας έμπειρος γέρος. Η επιτυχία δεν πηγαίνει παρά σ αυτούς που την επιδιώκουν συστηματικά. Η επιστήμη μας διδάσκει ότι είναι απαραίτητο να ρυθμίζεται η ζωή. Υγειινολόγοι, βιολόγοι και γιατροί θα σου παρέχουν στ όνομά της τις θεραπείες που χρειάζεσαι για να την επιτείνεις, καθώς και την ευτυχία σου. Να μην έχουν εξουσία, πειθαρχία, κι έναν σκοπό είναι ότι χειρότερο.
-Δεν έχω ανάγκη, ούτε και θέλω την πειθαρχία σου. Με όλο το σεβασμό στην εμπειρία μου, θέλω να την κρατήσω για τον εαυτό μου. Από αυτήν, κι όχι από σένα προέρχονται όλοι οι κανόνες της ζωής μου. Θέλω να ζησω τη δική μου ζωή. Οι σκλάβοι και οι υποτακτικοί με τρομοκρατούν. Μισώ αυτούς που εξουσιάζουν, όσο σιχαίνομαι κι αυτούς που αφήνουν να τους εξουσιάζουν. Αυτός που σκύβει μπροστά στο μαστίγιο, δεν αξίζει παραπάνω από αυτόν που το κρατάει. Αγαπώ τον κίνδυνο, το άγνωστο, η αβεβαιότητα με γοητεύει. Είμαι κυριευμένη από μια αγάπη για την περιπέτεια, δεν δίνω δεκάρα για την επιτυχία. Μισώ την κοινωνία σας, των γραφειοκρατών και των υπαλλήλων, των εκατομμυριούχων και των ζητιάνων. Δε θέλω να προσαρμοστώ στα υποκριτικά σας έθιμα ή στις ψευτο-ευγενικούς σας τρόπους. Θέλω να βιώσω τον ενθουσιασμό μου στο πιο αμόλυντο, δροσερό αεράκι της ελευθερίας. Οι δρόμοι σας, τραβηγμένοι σύμφωνα με το σχέδιο, βασανίζουν την όρασή μου, και τα πανομοιότυπα κτίριά σας κάνουν το αίμα στις φλέβες μου να βράζει από ανυπομονησία. Κι αυτό μόνο είναι αρκετό για μένα.
Θα ακολουθήσω το δικό μου μονοπάτι, σύμφωνα με τα δικά μου πάθη, αλλάζοντας αδιάκοπα τον εαυτό μου, δε θέλω αύριο να είμαι όπως τώρα. Ξεφεύγω και δεν αφήνω τα φτερά μου έρμαιο στα ψαλίδια κανενός. Είμαι ο έρωτας. Προχωρώ, αιώνια παθιασμένη, αναφλέγομαι απ’ τη θέληση να δωθώ στον κόσμο, στον πρώτο αληθινό άνθρωπο που θα με πλησιάσει, στον κουρελιασμένο ταξιδιώτη, αλλά ποτέ στον σοβαρό και φρόνιμο άνδρα που θα κανονίσει το εύρος της πορείας μου. Ούτε στον επιστήμονα που θέλει να αλυσσοδέσει το μυαλό μου με τύπους και κανόνες. Δεν είμαι διανοούμενη, είμαι ένα ανθρώπινο ον, μια γυναίκα που πάλλεται ολόκληρη μπρος στις ορμές της φύσης και στα λόγια του έρωτα. Μισώ κάθε δεσμό, κάθε περιορισμό, μ αρέσει να περπατώ μόνη μου, γυμνή, αφήνοντας τις ακτίνες του φλεγόμενου ήλιου να χαιδεύουν τη σάρκα μου. Και, ω γέροντα, θα στεναχωρηθώ τόσο λίγο όταν η κοινωνία σας σπάσει σε χίλια κομμάτια, και μπορέσω πια να ζήσω πλήρως τη δική μου ζωή.
-Ποιά είσαι, κορίτσι, πώς σε λένε, και προβάλεις σαν μυστηριώδες και άγριο ένστικτο;
-Με λένε Αναρχία.

“Ποιός ανήκει πια στην ιστορία;”

Το παρόν, είναι απόσπασμα από το ομότιτλο κείμενο που είχε κυκλοφορήσει τον Άυγουστο του ’98 στην Αθήνα. Χωρίς να υπάρχει απόλυτη συμφωνία με τα γραφόμενα σε αυτό, είναι πολύ χρήσιμο να βλέπουμε κάποιες απόψεις αντιμάχονται την κοινωνιστική μανία που καταλαμβάνει συχνά μέρος του αναρχικού χώρου. Και να το κάνει θεωρώντας ηθελημένα ή μη, ότι είμαστε κάποιοι που έχουν καθήκον να απευθυνθούν στην κοινωνία, λες και είμαστε σωτήρες ή/και εκτός κοινωνίας.όχι λοιπόν, είμαστε κομμάτι της, και τη σιγοτρώμε από τα μέσα, άλλωτε δυναμικά κι άλλωτε υπόγεια.

Η σπάνη ολοκληρωτικών εξεγέρσεων και των αναγκών που τις προκαλούν και που δημιουργούν στις μητροπόλεις του κεφαλαίου και η αδυναμία εγκαθίδρυσης εθνικών κρατών και οικονομιών έξω από τα πλαίσια του κοσμοσυστήματος της παγκόσμιας οικονομίας απομακρύνουν όλο και περισσότερο  τους πολιτικάντηδες της επαναστατικότητας από τον δήθεν υλισμό του μαρξισμού και τους φέρνουν πιο κοντά στον κλασσικό ιδεαλισμό. Ο σύγχρονος ιδεολογισμός ξεκόβει  από την ολότητα της υλικής υπόστασης του ανθρώπου και από τις πραγματικές εξαρτήσεις και επιδράσεις του ανθρώπινου λόγου και της ανθρώπινης γνώσης με το όλον. Ο σημειολογικός αγώνας, που είναι ο κεντρικός άξονας της κοινωνικής παρεμβατικότητας, ανήκει πλέον απόλυτα στον ορθολογισμό. Η ειπωμένη “αλήθεια” αρκεί για να μεταβάλει τη θέληση των ανθρώπων. Το μόνο υλιστικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων αντικαπιταλιστών, συνήθως “αντιεξουσιαστών”, είναι η εξουσιαστικότητά τους, η οποία έχει τη μορφή της πάντα διαχωρισμένης ιδεολογίας.
Η συνείδηση, όχι ως νευροφυτική κατηγορία, αλλά ως λόγος-γνώση αντανακλά και εργάζεται για υλικές ανάγκες του ατόμου. Δεν υπάρχει συνείδηση χωρίς πόθο , φόβο , μίσος. Η μεταβολή των ενορμήσεων του ατόμου είναι αδύνατη δίχως τη μεταβολή των υλικών συνθηκών που σχετίζονται με τις ανάγκες του. Η μεταβολή της συνείδησης είναι εφικτή μόνο όπου η επιθυμία της εξέγερσης είναι ήδη υπαρκτή. Δηλαδή, μέσα σε ένα πλέγμα αντικρουόμενων επιθυμιών η επέμβαση στη συνείδηση- φορέα αυτών των επιθυμιών μπορεί να  ενισχύσει και να μετεξελίξει  κάποιες και να εξουδετερώσει κάποιες άλλες. Ο λόγος δε γεννάει από το μηδέν. Από αυτήν την οπτική σκοπιά η αυτονομημένη προπαγάνδα είναι απατεωνίστικη αλχημεία. Οπότε και η ήττα των κοινωνιστών είναι εγγενής, αφού έχουν αντικειμενική αδυναμία να επηρεάσουν καταλυτικά το κοινωνικό γίγνεσθαι. Στην προσπάθειά τους να γίνουν ευρέως αγαπητοί, θα μείνουν ρεφορμιστές σαρδανάπαλοι.
Το ψευδές δίλημμα που θέτουν οι κοινωνιστές είναι : επίθεση στις κρατικές δομές ή αγώνας για την κατάκτηση των “συνειδήσεων”. Ο κλασσικός δυισμός σώματος και πνεύματος. Σαν να μπορούσαμε να κόψουμε τον κόσμο στη μέση. Από τη μία μόνο σώματα και πράγματα. Από την άλλη μόνο μυαλά. Ο σκοπός τους είναι βεβαίως να αρνηθούν ή και να καταδικάσουν τη διαρκή και οργανωμένη βίαιη σύγκρουση με την εξουσία, γιατί μόνο μέσα σ’ αυτήν την απουσία βρίσκουν έδαφος για την ιδεολογία . Καθώς οι συνειδήσεις των μετεχόντων  στον κοινωνικό σχηματισμό είναι οι συνειδήσεις των αναγκών, των εξαρτήσεων και των πραγματικών τους σχέσεων, αποκλειστικά μέσα στον και με τον κοινωνικό σχηματισμό, η επέκταση του εξεγερτικού λόγου μπορεί να είναι αποτέλεσμα  μοναδικά της επέκτασης της αντικρατικής βίας. Ακριβώς όπως αποδιάρθρωση των κρατικών δομών σημαίνει και ανάπτυξη της αντικρατικής εξέγερσης και όπως απελευθέρωση των ατόμων από την εξουσία σημαίνει και κατανίκηση των μηχανισμών της κυριαρχίας, έτσι η επαναστατική συνείδηση δεν μπορεί παρά να υπάρχει ως συνείδηση πραγματικής αποδόμησης κοινωνικών θεσμίσεων και καταστροφής εξουσιαστικών δυνάμεων. Όποια στρατηγική επιδιώκει την επέκταση και ενδυνάμωση του αγώνα, θα πρέπει να είναι στρατηγική επίθεσης στα σχέδια, τους μηχανισμούς και τους θεσμούς του κράτους.  Άλλωστε η αποτελεσματικότητα της βαρβαρότητας της εξουσίας για την υποταγή των ανθρώπων αιώνες τώρα, η ιστορική ανυπαρξία (με όρους κοινωνικής πραγματολογίας) μή βίαιων εξεγερτικών αγώνων και η ταχύτητα με την οποία καταρρέουν τα κράτη, ενώ ταυτόχρονα οι άνθρωποι συνειδητοποιούν την επαναστατική δύναμή τους, όταν αναπτύσσεται η εξέγερση (όπως πρόσφατα στην Αλβανία), είναι αλήθειες που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για φιλολογήματα…

…Κατά την ένταση των συγκρούσεων με το κράτος, όσοι έχουν υπογράψει εμπράκτως συμβόλαια υποτέλειας, καθίστανται ασήμαντο περιθώριο της κοινωνικής ιστορίας.  Όλοι αυτοί τότε βρίσκουν άλλοθι για την αποτυχία της αθλιότητάς τους, στις επιλογές των αγωνιζόμενων ανθρώπων. Είναι ευνόητο ότι αν δεν υπήρχε εξέγερση δεβ θα υπήρχε καταστολή. Οι προβοκατορολόγοι εκφράζουν μέσα από τα εμφανώς παραληρηματικά σενάριά τους, μέσα από τις ποταπές ιδεολογικές εμμονές τους και μέσα από τις σιχαμένες συκοφαντίες τους την αγωνία τους να αποκλειστεί κάθε εναλλακτικός δρόμος, ώστε η μεταμόρφωση των ενοχών τους σε προτέρημα να διατηρείται αλώβητη. Με την φαινομενική αστυνομικοποίηση της πραγματικότητας αποσιωπούνται και επικαλύπτονται οι πραγματικές αιτιάσεις του επαναστατικού αγώνα. Το επαναστατημένο άτομο, το μίσος για τις κυρίαρχες τάξεις και  η θέληση ελευθερίας παίρνουν μια γραφική θέση σε μυθικές αποστροφές, μάλλον ανεπιθύμητες. Να άλλη μία μεθοδολογία καταστολής. Αυτή η ενεργητική λογοκρισία δε στοχεύει τόσο ενάντια στον επαναστατικό λόγο, όσο ενάντια στα ίδια τα αγωνιζόμενα άτομα και σύνολα. Γι’ αυτό πολλοί από τους διανοούμενους και τους επιστήμονες που προπαγανδίζουν την ανυπαρξία της βίαιης αντιπαράθεσης στο κράτος είναι φορείς της ανθρωποκτόνου ψυχιατρικής και του τρομοκρατικού της λόγου. Κομμουνιστές πολιτικο΄’ι και μικροπολιτικάντηδες, στυγνοί υπάλληλοι της κομματικής εξουσίας, αριστεροί κωλογλύφτες της νομιμότητας, νεκροζώντανοι αριστεριστές, σάπιοι καταστασιακοί διανοούμενοι και νεοφιλοκαταστασιακοί καριεριστες και οικογενειάρχες, φυτά οικολόγοι, χαμερπείς ειρηνιστές και πειραματόζωα αντιεξουσιαστές συνθέτουν τη μάζα των προβοκατορολόγων, των φωνών της εξουσίας που μιλάνε την ασφάλεια του διαρκούς συμβιβασμού, τη μετριότητα και τη σχιζοφρένεια της θεαματικής αμφισβήτησης, τη δουλικότητα του τρεμάμενου ανθρώπου, που πασχίζει να υπερασπιστεί τις οάσεις που του προσφέρει η κυριαρχία…

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ “ΑΚΟΥ ΜΑΡΞΙΣΤΗ” ΤΟΥ ΜΑΡΡΑΙΗ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ..

BOOKCHIN: ΕΡΓΑΤΗΣ- ΤΟ ΡΟΜΠΟΤ ΜΕ ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

08/11/2010

«…Ο εργατης γινεται επαναστατης οχι οταν γινεται περισσοτερο εργατης, αλλα οταν καταστρεφει την ‘‘εργατοσυνη’’ του… Το ιδιο ισχυει και για το γεωργο, το φοιτητη, τον υπαλληλο, το στρατιωτη, το γραφειοκρατη, τον επαγγελματια― και το μαρξιστη. Ο εργατης δεν ειναι λιγοτερο ‘‘αστος’’ απο το γεωργο, το φοιτητη, τον υπαλληλο, το στρατιωτη, το γραφειοκρατη, τον επαγγελματια― και το μαρξιστη.
Η ‘‘εργατοσυνη’’ του ειναι η αρρωστια απο την οποια υποφερει, η κοινωνικη επιδημια σμικρυμενη σε ατομικες διαστασεις. (Ο Λενιν το αντιληφθηκε αυτο στο ‘‘Τι να Κανουμε’’, αλλα περασε λαθραια την παλια ιεραρχια κατω απο μια κοκκινη σημαια και αρκετη φλυαρια περι επαναστασης.)
Ο εργατης αρχιζει να γινεται επαναστατης… οταν φτανει στο σημειο να απεχθανεται την ταξικη του θεση εδω και τωρα, οταν αρχιζει να ξεφορτωνεται εκεινα ακριβως τα χαρακτηριστικα για τα οποια οι μαρξιστες τον εξυμνουν περισσοτερο:  την ηθικη της δουλειας, τη δομη του χαρακτηρα που προερχεται απο τη  βιομηχανικη πειθαρχια, το σεβασμο για την ιεραρχια, την υπακοη σε αρχηγους, τον καταναλωτισμο, [τη δολαριοφροσυνη, την οικονομιστικη νοοτροπια, την δουλοφροσυνη, την ιδεολογια της ‘‘σοβαροτητας’’,] τα στοιχεια πουριτανισμου.
Με αυτη την εννοια, ο εργατης γινεται επαναστατης στο βαθμο που αρνειται την ταξικη του θεση και πετυχαινει μια αταξικη συνειδηση… Αυτο που αρνειται ειναι ακριβως εκεινες οι ταξικες δεσμευσεις που τον δενουν σε ολα τα συστηματα κυριαρχιας…
Η πιο ενθαρρυντικη εξελιξη στα εργοστασια… ειναι η εμφανιση νεων εργατων που καπνιζουν μαριχουανα, χαβαλεδιαζουν… αλλαζουν συχνα δουλειες… απαιτουν περισσοτερο ελευθερο χρονο αντι μεγαλυτερο μισθο, παρενοχλουν ολες τις μορφες εξουσιας, απεργουν χωρις την εγκριση του σωματειου και βοηθουν τη συνειδητοποιηση των συναδελφων τους.(…)
Απο την αποσυντιθεμενη παραδοσιακη ταξικη δομη ενας νεος τυπος ανθρωπου δημιουργειται: ο επαναστατης… Αμφισβητει οχι μονο τις οικονομικες και πολιτικες προϋποθεσεις της ιεραρχικης κοινωνιας, αλλα την ιεραρχια καθαυτη. Εγειρει οχι μονο την αναγκη για κοινωνικη επανασταση, αλλα επισης προσπαθει να ζησει με εναν επαναστατικο τροπο στο βαθμο που αυτο ειναι εφικτο στην υπαρχουσα κοινωνια.(…) Ουσια [αυτου του επαναστατικου τροπου ζωης] ειναι.. η προσωπικη προπαγανδα της πραξης, που διαβρωνει ολα τα ηθη, τους θεσμους και τα ιερα συμβολα της κυριαρχιας…
Καθως η κοινωνια προσγγιζει το κατωφλι της επαναστατικης περιοδου, τα εργοστασια, τα σχολεια, οι γειτονιες, γινονται ο στιβος του επαναστατικου παιχνιδιου― ενα παιχνιδι με πολυ σοβαρο πυρηνα. Οι απεργιες γινονται μια χρονια κατασταση και οργανωνονται χαριν της απεργιας, ωστε να… θρυμματισουν την αστικη κανονικοτητα… να την αψηφισουν σε ωριαια σχεδον βαση.
Η πιο συνειδητη εκφραση αυτης της διαθεσης ειναι το αιτημα για αυτοδιευθυνση. Ο εργατης αρνειται να ειναι ενα διευθυνομενο ον, ενα ταξικο ον. Αυτη η διαδικασια εγινε ολοφανερη στην Ισπανια, στις παραμονες της επαναστασης του 1936, οταν οι εργατες σε καθε πολη καλουσαν σε απεργια ‘‘για πλακα’’― για να εκφρασουν την ανεξαρτησια τους, την αισθηση τους του ξυπνηματος, την ρηξη τους με την κοινωνικη ταξη πραγματων… Ηταν επισης ουσιαστικο χαρακτηριστικο της γενικης απεργιας του 1968 στη Γαλλια…»

MURRAY BOOKCHIN: ΑΚΟΥ ΜΑΡΞΙΣΤΗ /
Διεθνης Βιβλιοθηκη/ σελ. 26-28

OTTO RUHLE – Η επανάσταση δεν είναι κομματική υπόθεση. 2ο μέρος.

Οι ηγέτες έχουν τον πρώτο λόγο: Αυτοί μιλούν, υπόσχονται, παραπλανούν διατάζουν. Οι μάζες – όταν είναι παρούσες – βρίσκονται αντιμέτωπες με μια προκαθορισμενη μοίρα.: Πρέπει να σχηματίζουν γραμμές και να βαδίζουν σα στρατιωτάκια. Πρέπει να πιστεύουν, να σιωπούν, να πληρώνουν. Πρέπει να δέχονται κα να εκτελούν εντολές και τελικά πρέπει να…ψηφίζουν.

Οι ηγέτες τους θέλουν να μπουν στο κοινοβούλιο. Πρέπει να τους εκλέξουν. Έπειτα, ενώ οι μάζες θα προσμένουν με σιωπηρή υποταγή και αφοσιωμένη παθητικότητα, οι ηγέτες αποφασίζιυν την πολιτική στο κοινοβούλιο.
To Κ.P.D. έχει γίνει πολιτικό κόμμα που θέλει να μπει στο κοινβούλιο.  Όταν λέει στις μάζες ότι θέλει να μπει στο κοινοβούλιο μόνο και μόνο για να το καταστρέψει, λέει ψέμματα.  Λέει ψέμματα όταν δηλώνει πως δεν επιθυμεί να διεκπεραιώσε κάποια θετική διεργασία στα κοινοβουλευτικά πλαίσια. Δεν θα καταστρέψει το κοινβούλιο – δεν θέλει και δεν μπορεί. Θα κάνει θετική εργασία μέσα σε αυτό – είναι υποχρεωμένο αλλά και θέλει. Αυτή είναι η ζωή του.
Το Κ.P.D.έχει γίνει ένα κοινβουλευτικό κόμμα όπως όλα τα άλλα. Ένα συμβιβασμένο οπορτουνιστικό κόμμα κριτικής και βερμπαλισμού, που έχει πάψει πλέον να είναι επαναστατικό. Συλλογιστείτε αυτό:  Μπήκε στο κοινοβούλιο. Αναγνώρισε τα σωματεία. Υποκλίθηκε μπροστά στο δημοκρατικό σύνταγμα. Συνάπτει ειρήνη με τις κυρίαρχες δυνάμεις. Τοποθετείται στο πεδίο των εξουσιαστικών σχέσεων. Παίρνει μέρος στο έργο της εθνικής και καπιταλιστικής ανοικοδόμησης. Πώς διαφέρει λοιπόν από το U.S.P.D. ;  Κριτικάρει αντί να αρνείται. Φέρεται ως αντιπολίτευση  αντί να κάνει την επανάσταση. Διαπραγματεύεται αντί να πράττει. Φλυαρεί αντί να μάχεται.
Γι’ αυτό και έχει πάψει να είναι ένα επαναστατικό κόμμα. Έχει μετατραπεί σε σοσιαλδημοκρατικό. Μόνο κάποιες ελάχιστες λεπτομέρειες το διαφοροποιούν από το S.P.D. και το U.S.P.D. Έτσι κατάντησε. Οι μάζες έχουν μια παρηγοριά πως υπάρχει αντίσταση, αυτή όμως η αντίσταση δεν έχει αποκολληθεί από την αντεπανάσταση. Τί μπορούσε να κάνει; Τί έκανε; Συγκέντρωσε κι ενοποίησε μια πολιτική οργάνωση. Ήταν αυτό απαραίτητο; Από μια επαναστατική οπτική γωνία, τα αποφασιστικότερα και πιο δραστήρια στοιχεία, πρέπει να σχηματίσουν τη φάλαγγα της επανάστασης. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο βάζοντας σταθερά και συμπαγή θεμέλια. Είναι η ελίτ του νέου επαναστατικού προλεταριάτου. Με το ν αποφασιστικό χαρακτήρα της οργάνωσής τους κερδίζουν σε δύναμη, και η κρίση τους αποκτά μεγαλύτερο βάθος. Προβάλλονται ως η εμπροσθοφυλακή του προλεταριάτου,ως μια δρώσα θέληση σε σχέση με τα διστακτικά και μπερδεμένα άτομα. Σε αποφασιστικές στιγμές, σχηματίζουν ένα κέντρο που λειτουργεί ως μαγνήτης για κάθε δραστηριότητα. Είναι πολιτική οργάνωση, όχι όμως πολιτικό κόμμα, όχι ένα κόμμα με την παραδοσιακή μορφή του.
Το όνομα του κομμουνιστικού εργατικού κόμματος (K.A.P.D.), είναι το τελευταίο εξωτερικό και  σύντομα περιττό ίχνος μιας παράδοσης η οποία δεν μπορεί έτσι απλά να σβηστεί όταν η υπάρχουσα μαζική ιδεολογία του χθες δεν ισχύει πια. Όμως και αυτό το ίχνος θα σβηστεί.. Η οργάνωση των κομμουνιστών στην πρώτη γραμμή της επανάστασης δεν πρέπει να έχει τη συνηθισμένη μορφή κόμματος με την αυστηρή κι επιβλητική ακολούθηση της κομματικής γραμμής. Ηεποχή της ίδρυσης κομμάτων έχει περάσει, όπως άλλωστε γενικότερα και η εποχή των κομμάτων. Το Κ.P.D. είναι το τελευταίο κόμμα. Η χρεωκοπία του είναι η πιο ντροπιαστική, το τέλος του δεν έχει αξιοπρέπεια ή δόξα… Τί γίνεται όμως με την αντιπολίτευση, με την επανάσταση;

OTTO RUHLE – H Επανάσταση δεν είναι κομματική υπόθεση.

Αυτό είναι το πρώτο μέρος της μετάφρασης, θα ακολουθήσουν άλλα τρία. Είχε κυκλοφορήσει ως μπροσουράκι τον Νοέμβρη του 2007 στον Πειραιά.
Η έκδοσή της σαφώς και δεν έγινε με γνώμονα την “ιδεολογική συμφωνία με τα όσα αναφέρει – δεν θα μπορούσε άλλωστε, αφού πιστεύει στην κεντρικότητα της εργατκής τάξης (ενώ ο μεταφραστής δεν πιστεύει καν στη ύπαρξή της πλέον) και στη δκτατορία του οργανωμένου σε συμβούλια προλεταριάτου (συμβούλια και δικτατορία δεν είναι και ό,τι πιο ταιριαστό).  Κρίθηκε όμως ότι η ιστορική περίοδος στην οποία αναφέρεται, η αντικοινοβουλευτική οπτική του καθώς και το θέμα με το οποίο ασχολείται, είναι τουλάχιστον ενδιαφέροντα προς μελέτη.  Κι αυτό, όχι απλά για την κατανόηση των τότε συνθηκών, αλλά κυρίως για να γίνει αντιληπτό πως κάποια πράγματα, κάποιες καταστάσεις, κάποιες πρακτικές και αντιλήψεις, παραμένουν διαχρονικά στο πλευρό και την υπηρεσία της Αντίδρασης, όντας ολόψυχα και συνειδητά δοσμένες σε αυτόν τον σκοπό.

Ο κοινοβουλευτισμός εμφανίστηκε με την κυριαρχία της αστικής τάξης. Τα πολιτικά κόμματα εμφανίστηκαν με τον κοινοβουλευτισμό.
Στα κοινοβούλια, η αστική εποχή βρήκε την ιστορική αρένα για τις πρώτες της αψιμαχίες με το στέμα και τους ευγενείς.  Οργανώθηκε πολιτικά και έδωσε στη νομοθεσία μια μορφή τέτοια που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός όμως δεν είναι κάτι ομοιογενές. Τα διάφορα στρώματα και  ομάδες συμφερόντων στο εσωτερικό των αστών, ανέπτυξαν διαφορετικής φύσης αιτήματα το κάθε ένα. Με σκοπό την ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων, τα δημιουργηθέντα κόμματα έστειλαν τους αντιπροσώπους τους και τους ακτιβιστές τους στα κοινοβούλια. Το κοινοβούλιο λοιπόν έγινε ένα φόρουμ, έναςχώρος για όλες τις μάχες της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας., αρχικά για τη νομοθετική εξουσία, στη συνέχεια όμως μέσα στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού συστήματος, για την εκτελεστική εξουσία. Οι κοινοβουλευτικοί αγώνες όμως, ως αγώνες μεταξύ κομμάτων είναι απλά διαμάχες στα λόγια. Προγράμματα, δημοσιογραφικού τύπου πολεμικές, φυλλάδια, αναφορές, συνεδριάσεις, προτάσεις, διαμάχες αποφάσεις, … μόνο λόγια.
Το κοινοβούλιο εκφυλίστηκε σε ένα χώρο συζήτησης (όλο και πιο πολύ με το πέρασματου χρόνου). Από την αρχή όμως, τα κόμματα δεν ήταν παρά απλές μηχανές προετοιμασίας για τις εκλογές.Δεν ήταν τυχαίο πως αρχικά ονομάζονταν “εκλογικοί συνεταιρισμοί”. Η αστική τάξη, ο κοινοβουλευτισμός και τα πολιτικά κόμματα, ασκούσαν αμοιβαία αλληλεπίδραση. Ο καθένας είναι απαραίτητος στους άλλους- κανείς δε νοείται χωρίς αυτούς. Σημαδεύουν την πολιτική φυσιογνωμία του αστικού συστήματος, του αστικού καπιταλιστικού συστήματος. Η επανάσταση του 1848 ήταν νεογέννητη, το δημοκρατικό κράτος όμως, το ιδεώδες της αστικής εποχής, είχε ήδη εγκατασταθεί. Η αστική τάξη, ανίσχυρη και δειλή από τη φύση της, δεν επέδειξε δύναμη και θέληση στη μάχη για την πραγματοποίηση των αιτημάτων της. Συνυπήρξε συμβιβαζόμενη με το στέμμα και τους ευγενείς, όντας ευχαριστημένη με το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται οικονομικά τις μάζες, υποβιβάζοντας έτσι τον κοινοβουλευτισμό σε παρωδία.
Δημιουργήθηκε λοιπόν στους εργάτες η ανάγκη να στείλουν αντιπροσώπους στο κοινοβούλιο,οι οποίοι πήραν από τα προδοτικά χέρια της αστικής τάξης τα δημοκρατικά αιτήματα, διενήργησαν μια ενεργητική προπαγάνδα υπεράσπισής τους, και προσπάθησαν να τα καταστήσουν μέρος της νομοθεσίας.
Η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε ένα μίνιμουμ δημοκρατικό πρόγραμμα με αυτό το περιεχόμενο: Ένα πρόγραμμα άμεσων και πρακτικών αιτημάτων, προσαρμοσμένων στην αστική περίοδο. Η κοινοβουλευτική τους δραστηριότητα κυριαρχήθηκε από το πρόγραμμα αυτό, αλλά και από ένα ενδιαφέρον να κερδηθούν τα πλεονεκτήματα ενός νομιμοποιημένου σχεδίου δράσης για την εργατική τάξη και την πολιτική της δραστηριότητα, μέσω της κατασκευής και τελειοποίησης μιας φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας.
Όταν ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ πρότεινε την άρνηση ανάληψης κοινοβουλευτικών θέσεων, ήταν ζήτημα αδυναμίας να κατανοηθεί η ιστορική συγκυρία. Εάν η σοσιαλδημοκρατία ήθελε να είναι αποτελεσματική ως πολιτική, ως πολιτικό κόμμα, θα έπρεπε να μπει στο κοινοβούλιο. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να δράσει και να αναπτυχθεί πολιτικά.
Όταν οι συνδικαλιστές απομακρύνθηκαν από τον κοινοβουλευτισμό και στράφηκαν στον αντικοινοβουλευτισμό, αυτό ενίσχυσε την εκτίμησή τους πως αυξανόταν η κενότητα και διαφθορά της κοινοβουλευτικής πρακτικής. Στην πράξη όμως, ζητούσαν από τη σοσιαλδημοκρατία κάτι αδύνατο: Να  πάρει μια θέση αντίθετη με την ιστορική συγκυρία και να απαρνηθεί τον εαυτό της.  Δεν μπορούσε να υιοθετήσει αυτήν την οπτική – έπρεπε να μπει στο κοινοβούλιο. Το K.P.D., έχει επίσης γίνει πολιτικό κόμμα με την ιστορική έννοια του όρου,  όπως το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα  και οι  ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες ( U.S.P.D.).

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ.

Το κείμενο αυτό, είχε δημοσιευτεί σε μπροσούρα που βγήκε τον Οκτώβρη του 2002, και περιλάμβανε τα κείμενα κάποιων αυτοδιαχειριζόμενων χώρων από Αθήνα, τα οποία ήταν οι εισηγήσεις τους για την κοινή εκδήλωση που είχε πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβρη του 2002 στο λόφο του Στρέφη, με θέμα “Κυριαρχία και Αυτοοργάνωση.  Βέβαια τώρα έχουν αλλάξει από τότε πολλά πράγματα στις ζωές μας και στις δομές της εξουσίας, από την άλλη όμως πολλά άλλα παραμένουν ίδια. Σαν ερμηνεία όμως εκείνης της περιόδου, σαν λογική αντιμετώπισης του υπάρχοντος, παραμένει επίκαιρο.
Οι χώροι που είχαν συμμετάσχει σε εκείνη την εκδήλωση, ήταν : Αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Αγίας Παρασκευής, Αυτόνομο Στέκι, κατάληψη Λέλας Καραγιάννη 37, Ηλιοτρόπιο, Λέσχη Αρόδου.

Το κείμενο αυτό υπογραφόταν από τη Λέσχη Αρόδου.


Επιχειρώντας κανείς να μιλήσει για τις διάφορες πτυχές της κυριαρχίας σήμερα, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και σημαντικά κομμάτια με τα οποία θα ασχοληθεί, είναι η εργασία.

Έχοντας ολοκληρωτικά απορρίψει την ηθική της εργασίας, αναγνωρίζουμε αυτήν όχι ως δικαίωμα ή επιλογή, αλλά ως ένα στυγνό εκβιασμό που φέρει μέσα του ως συστατικό στοιχείο την καταστολή, την κυριαρχία. Έναν εκβιασμό ο οποίος μας κρατά σε ομηρία  και στον οποίο υποκύπτουμε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Έναν παράγοντα που γεννά το φόβο, διατηρώντας και αναπαράγοντας έτσι την υποταγή των εκμεταλλευομένων στις προσταγές των αφεντικών. Κι επειδή η υποταγή και η πειθάρχησή μας είναι απαραίτητες 

για τη σταθεροποίηση, τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της παρούσας κοινωνικής οργάνωσης, η εργασία είναι ένα από τα κυριότερα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

Με την προώθηση ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των εργαζόμενων, την ανάθεση μικροεξουσιών σε κάποιους εργαζόμενους εις βάρος άλλων και την αναγόρευση του γλειψίματος και της ρουφιανιάς σε υπέρτατο προσόν, δημιουργούνται (τεχνητοί) διαχωρισμοί, πάντα έντεχνα πλασαρισμένοι και συνήθως πολύ αποτελεσματικοί.    Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η φρενίτιδα που έχει καταλάβει μεγάλο μέρος των εργαζομένων, οι οποίοι όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται ή προσπαθούν για κάτι καλύτερο, αλλά διοχετεύουν όλη τους την ενεργητικότητα επιχειρώντας να ανέβουν στην ιεραρχία της δουλειάς;  Πώς αλλιώς θα εξηγούσε κανείς το ότι το όνειρο της -πάση θυσία- καριέρας  κατευθύνει τη σκέψη και τις πράξεις τόσων ανθρώπων γύρω μας;

Βέβαια, είναι γεγονός πως όταν η απειλη της απόλυσης αιωρείται πάνω από τον καθένα μας με την αγκαλιά της μεγάλης αυτής δεξαμενής των ανέργων να μας περιμένει ορθάνοιχτη, η κατάσταση δεν είναι εύκολη. Όταν δηλαδή στο παραμικρό παράπονο για τα ωράρια, τα ρεπό, τις άδειες, τα λεφτά ή ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να παρουσιαστεί, έρχεται σαν απάντηση το κλασσικό “ξέρεις πόσες χιλιάδες άνεργοι υπάρχουν που θα παρακαλούσαν γι’ αυτήν τη δουλειά;”, ακούγεται “λογικό” να “κωλώνει” κανείς (εδώ με δυσκολία τα βγάζουμε πέρα ως εργαζόμενοι, πόσο μάλλον ως άνεργοι).

Και να ‘ταν μόνο αυτό!

Οι ίδιες οι δομές της εργασίας, της υποχρεωτικής μισθωτής εργασίας,ο τρόπος οργάνωσης και η λειτουργία της, είναι τέτοιες που αλλοτριώνουν όποιον εμπλέκεται σε αυτήν. Οι προκαθορισμένες και ελεγχόμενες κινήσεις, συνιστούν μια θανατηφόρα ρουτίνα που σκοτώνει τη δημιουργικότητα και αποδυναμώνει τη σκέψη μας όσο Αυτοί χρειάζονται. Πόσες φορές ο καθένας μας έχει δει τον εαυτό του -ή και άλλους- να βρίσκεται εκτός εργασίας αλλά να μιλά συνεχώς γι’ αυτήν; Πόσες φορές μια άσχημη κατάσταση στη δουλειά μας έχει επηρεάσει τόσο ώστε να μας χαλάει τη διάθεση για μικρό ή μεγάλο διάστημα, να μας προκαλεί νεύρα και κατά συνέπεια τσακωμούς; Ή, ακόμη χειρότερα, πόσες φορές συνειδητοποιούμε πως ακόμη και σον μη εργάσιμο χρόνο μας αρχίζουμε και ενσωματώνουμε συνήθειες και συμπεριφορές που αποκτήσαμε στη δουλειά;

Είναι από τα σημαντικότερα “επιτεύγματα” της δουλειάς το ότι μετατρέπει τους ανθρώπους σε ρομποτάκια, σε όντα που δρουν μηχανικά εκτελώντας απλά τις εντολές που λαμβάνουν, που η σκέψη τους περιορίζεται στη σωστή ερμηνεία των εντολών αυτών και που η δημιουργικότητα και η φαντασία τους “πρέπει” να ταυτιστούν με αυτές των αφεντικών τους. Είμαστε- ή μάλλον μας κάνουν- εμπόρευμα  και την εργατική μας δύναμη μια παραγωγό αξία, άρα και πηγή κέρδους γι’ αυτούς, γι’ αυτό και κάνουν ό,τι μπορούν για να τη διατηρήσουν υπό καθεστώς ελέγχου κι επιτήρησης – κάτι άλλωστε που το επιτρέπει/επιβάλλει, η ίδια η δομή και διάρθρωση της εργασίας.

Στα πλαίσια αυτής λοιπόν της προσπάθειας, εντάσσονται οι όλο και περισσότερες κάμερες σε εργασιακούς χώρους (όπως και παντού). Στα ίδια πλαίσια εντάσσεται και η κατάπνιξη ή το άγριο κυνήγι οποιασδήποτε απόπειρας οργάνωσης των εργαζομένων, είτε εν τη γενέσει της είτε αργότερα.  Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μαζικές απολύσεις έχουν γίνει ως απάντηση σε ανάλογες προσπάθειες  εργαζομένων. Δεν είναι λίγες οι φορές που καταγγελίες από μέρους των εργαζομένων στην επιθεώρηση εργασίας ξεχνιούνται ή πετιούνται στα σκουπίδια.

Στα ίδια πλαίσια εντάσσονται πάνω απ’ όλα και πολλές από τις αλλαγές που τα τελευταία νομοσχέδια φέρνουν στους χώρους εργασίας ή και αλλαγές που τα αφεντικά φέρνουν από μόνα τους.

Ποιός μπορεί να αρνηθεί ότι :  α) Η αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τα τοπικά-προσωπικά σύμφωνα, μας φέρνει σε ακόμα δυσκολότερη θέση;   β) Το λεγόμενο κράτος πρόνοιας δεν εξυπηρετεί πλέον το ίδιο καλά τα σχέδια και τα συμφέροντα της κυριαρχίας γι’ αυτό και σιγά σιγά δίνει χώρο στο κράτος διαχειριστή της οικονομίας;   γ) Η προώθηση της δια βίου κατάρτισης, αποσκοπεί στη διαρκή αναπροσαρμογή των απασχολήσιμων στις ανάγκες του συστήματος, ρίχνοντας την ευθύνη για την κατάρτιση αυτή στους ίδιους τους εργαζόμενους;   δ) Όπως πάνε τα πράγματα θα δουλεύουμε μέχρι τα βαθιά μας γεράματα και μάλιστα συχνά σε δουλειές μαύρες, ανασφάλιστες; και   ε) Καθώς τα όρια μεταξύ εργασίας και ανεργίας γίνονται όλο και πιο θολά και η εργασία συνεχώς ελαστικοποιείται, προβάλλεται ως νέο πρότυπο εργαζομένου ο απασχολήσιμος   και ως εναλλακτική λύση στη σταθερή μισθωτή εργασία η ημιαπασχόληση;

Κι είναι αυτή ακριβώς η ελαστικοποίηση, αυτή η ανασφάλεια που θα οδηγεί πολλούς από εμάς σε μια συνεχή περιπλάνηση μεταξύ δουλειάς-ανεργίας-σεμιναρίου, που (μεταξύ άλλων) σηματοδοτεί την αλλαγή στη σκέψη του καπιταλισμού, της εξουσίας :  Παλιότερα, η βιομηχανική εργασία, το εργοστάσιο, ήταν αυτό που τους διευκόλυνε στον έλεγχο και την επιτήρηση της κοινωνίας. Σήμερα όμως, με τις συνθήκες να έχουν μεταβληθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, το οπλοστάσιό τους έχει εμπλουτιστεί και πετυχαίνουν αποτελεσματικότερο έλεγχο με την ελαστικοποίηση, αφού ο εργαζόμενος υπό αυτό το καθεστώς είναι σαφώς πιο φοβισμένος, πιο υπάκουος  άρα και πιο… φτηνός.

Ιδιαίτερα δε αν ο/η εργαζόμενος/η είναι και μετανάστης/ρια – και δή χωρίς χαρτιά-, οι δυσκολίες μεγαλώνουν. Γιατί, χωρίς να προσπαθούμε να ηρωοποιήσουμε αυτούς τους ανθρώπους ή να τους αναγάγουμε στο επαναστατικό υποκείμενο του σήμερα, είναι γεγονός ότι τραβάνε χοντρά ζόρια. Δουλεύοντας κυρίως σε δουλειές μαύρες και κακοπληρωμένες, με το στίγμα του διαφορετικού, του κατώτερου, του ύποπτου να τους συνοδεύει,  και μή έχοντας λόγω της “παρανομίας” τους το θάρρος να οργανωθούν, να αντιδράσουν, αντιμετωπίζουν την αλαζονεία και την τσογλανιά του κάθε μικρού ή μεγάλου αφεντικού. Τα στραβωμένα και καχύποπτα βλέμματα των συναδέλφων, αλλά και κάποιων εξ’ αυτών που κατάφεραν να πάρουν την “πολυπόθητη”  πράσινη κάρτα.

Και τα συνδικάτα, οι “εκπρόσωποί μας που νοιάζονται για εμάς” τί κάνουν για όλα αυτά; αναρωτιέται κάποιος κόσμος που βασανίζεται ακόμη από αυταπάτες περί συνδικαλισμού. Αυταπάτες, που δεν επιτρέπουν σε πολλούς να δουν το ρόλο των συνδικάτων ως μηχανισμών του κράτους, που έχουν σα σκοπό τη χειραγώγηση και το ξεπούλημα αγώνων, δίνοντας έτσι αέρα σε αυτά τα καθάρματα, σε αυτούς τους επαγγελματίες της διαμεσολάβησης. Κι είναι να οργίζεται κανείς αν κάτσει και δει παραδείγματα από τη δράση [ή καλύτερα από τη μή δράση τους] : Οι συνδικαλιστές της ναυπηγοεπισκευαστικής π.χ. τί σκατά έχουν κάνει τόσα χρόνια για τους ανθρώπους που πεθαίνουν ή μάλλον δολοφονούνται μέσα στα σαπιοκάραβα;

Τί έχουν κάνει όλοι οι υπόλοιποι συνδικαλιστές για τα αμέτρητα θανατηφόρα ή μή εργατικά “ατυχήματα”, για τις δολοφονίες αυτές στο βωμό της οικονομίας; Οι νεκροί στα έργα για το ολυμπιακό χωριό, οι νεκροί στα εργοτάξια του μετρό, ο Γιάννης Τσικρίκας (ο 25χρονος εργάτης στην Ελευθεροτυπία που καταπλακώθηκε από τόνους χαρτί), οι δεκάδες νεκροί κάθε χρόνο από εργατικά “ατυχήματα”, πώς και πότε θα δικαιωθούν; Οι απεργιακές πορείες που έχουν βίαια κατασταλεί από τις συμμορίες των ένστολων δολοφόνων του κράτους, οι αγώνες που με  τόσο κόστος έχουν δοθεί, πώς και πότε θα δικαιωθούν;

Γιατί η μισθωτή σκλαβιά είναι τρομοκρατία και όλοι εμείς τα θύματά της. Μια κατάσταση που θα συνεχίζεται όσο δεν ξεπερνιούνται νοοτροπίες και πρακτικές που λειτουργούν εγκλωβιστικά για εμάς και τους αγώνες μας.  Όπως π.χ. η “νοοτροπία του κλάδου”, που κρατά τους αγώνες διαχωρισμένους και αποκομμένους από την υπόλοιπη κοινωνία, αποτρέποντας τη γενίκευσή τους. Όπως ακόμη η προσκόλληση στις κομματικές γραμμές, οι κατευθυνόμενες κι ελεγχόμενες κινητοποιήσεις,  που μπορεί να προχωρούν σε θεαματικές κινήσεις ελεγχόμενης σύγκρουσης (προκειμένου να κολλήσουν οι “σύντροφοι” κανένα επαναστατόσημο  και να πουλήσει το κόμμα τους αγωνιστικό προφίλ),  αλλά αυτό που επιθυμούν και συνήθως πετυχαίνουν, είναι να καταστέλλουν όποιες προσπάθειες δείχνουν ότι τείνουν να ξεφύγουν από τον έλεγχό τους.  Και οι φορές που – έστω και προσωρινά – ξεπεράστηκαν αυτά τα στεγανά, αγώνες που έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τα κόμματα (Μαντούδι, Νεώριο, ΕΑΣ, αδιόριστοι κ.α.), έδωσαν δείγματα του τί μπορούμε να κάνουμε όταν παίρνουμε τις τύχες μας στα χέρια μας. Όταν οι αγώνες, εργασιακοί ή μή, συνδέονται μεταξύ τους καταδεικνύοντας ότι τα προβλήματά μας δε λύνονται με 38 αντί 4 ώρες δουλειάς, ούτε με αυξήσεις 5, 1 ή 15%. Δε λύνονται με κανενός είδους μεταρρυθμίσεις.

Η αναδιάρθρωση του κράτους και του καπιταλισμού, η ανασύνταξη των δυνάμεών τους και οι αλλαγές που έφεραν και που θα φέρουν στις ζωές μας, προοιωνίζουν ένα μέλλον όπου ο αγώνας γίνεται επιτακτική ανάγκη, γίνεται έντονη επιθυμία. Δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό και ψευδαισθήσεις.  Κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς σημαίνει καταστροφή του κεφαλαίου και των παραγωγικών δομών του και οριστική απελευθέρωση από το κράτος.