Αρχείο κατηγορίας Θέσεις

Η υποταγή δεν έχει φύλο

Αναδημοσίευση από https://the-blast.espivblogs.net/2018/10/02/i-ypotagi-den-echei-fylo/

Σε έναν κόσμο κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης είναι αναμενόμενο πως θα υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που θα είναι σε δυσμενέστερη θέση και ομάδες που θα βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη. Τα ζητήματα πάνω στα οποία μπορεί να δημιουργούνται τέτοιου τύπου μειονεκτικές και πλεονεκτικές καταστάσεις μπορεί να αντανακλούν μια ταξική, φυλετική, έμφυλη, εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική, σεξουαλική διάσταση. Έτσι λοιπόν ανάλογα τις συνθήκες κάθε περιβάλλοντος και τις ιδιαιτερότητες τις οποίες παρουσιάζει ως προς το σε ποιο από τα προαναφερόμενα πεδία κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης δίδεται παραπάνω προτεραιότητα κάθε φορά, εμφανίζονται και οι ανάλογες κοινωνικές ομάδες πίεσης , οι οποίες εγείρουν κοινωνικές διεκδικήσεις ενάντια στην δομική κοινωνική βία , εκμετάλευση και καταπίεση που υπόκεινται. Πολλές φορές αυτές οι ομάδες δεν βρίσκονται ούτε σε σύγκλιση, ούτε σε σύμπνοια . Αυτό είτε γιατι μπορεί να προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες ( κάποιες απο τις οποίες ίσως πιο προνομιούχες από κάποιες άλλες) , είτε γιατί αντιλαμβάνονται η κάθε μια για τον εαυτό της το δικό της ζήτημα ως κεντρικό και ως προτεραιότητα, είτε γιατί έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα ως προς την κοινωνική θέση που διεκδικούν είτε τέλος γιατί πολύ απλά δεν μπορούν να προκύψουν κοινοί κώδικες επικοινωνίας για κάτι τετοιο.
Υπάρχουν όμως στιγμές που η κυρίαρχη συστημική και κοινωνική βία μπορεί να εκφραστεί μέσα από ένα γεγονός με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφορά πλέον αποκλειστικά μια κοινωνική ομάδα (απλά και μόνο επειδή μπορεί το όποιο θύμα- ή θύματα- να ήταν κομμάτι της) αλλά να αφορά πολλές παραπάνω κοινωνικές ομάδες επειδή ακριβώς ο τρόπος που εκδήλωθηκε το γεγονός είναι δυνατόν να αντανακλά ευρύτερες κυριαρχικές, εκμεταλευτικές και καταπιεστικές συνθήκες .
Σε τέτοιες περιπτώσεις σχεδόν πάντοτε προκύπτουν και οι ανάλογες κοινωνικές δυναμικές εντός κάθε ομάδας οι οποίες κοπιάζουν έτσι ώστε να μονοπωλούν το θέμα ως “δικό τους” και το όποιο θύμα-ή θύματα- ως δικά τους. Αυτό όχι μόνο προκειμένου να εξυπηρετήσουν την προσωπική τους ατζέντα και να αναδείξουν σε πρώτο πλάνο τα δικά τους προβλήματα, αλλά κι επειδή προσβλέπουν σε μια προσπάθεια αποσύνδεσης του χ γεγονότος από ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να υπάγεται, και που θα μπορούσε να αναδεικνύει μεγαλύτερες, ευρύτερες και συνολικότερες προβληματικές του κοινωνικού συστήματος.
Αυτή η προσπάθεια αποσύνδεσης ποτέ δε γίνεται απροκάλυπτα αλλά για λόγους επικοινωνιακούς καμουφλάρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσει ιδεολογικό πρόσημο και να οχυρωθεί πίσω από τη δήθεν υπεράσπιση της πολύ ξεχωριστής ιδιαιτερότητας της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας , και έτσι καταφεύγει και στην καταγγελία, όσων έχουν αντίθετη άποψη με αυτήν την περιχαράκωση,  για “καπέλωμα” , για ασέβεια στα συλλογικά χαρακτηριστικά  που προκύπτει από ιδεοληψίες και κοινωνικά προνόμια τα οποία κατέχουν και διάφορα άλλα . Ανά περίσταση διαφορετικά,  αλλά με κοινούς άξονες, ύφος και στυλ επιχειρηματολογίας. Το ζητούμενο ωστόσο παραμένει πάντοτε ίδιο: ο διακαής πόθος να μην συναντηθούν διαφορετικά ζητήματα μεταξύ τους ούτως ώστε να προκύπτει η λιγότερη δυνατή ριζοσπαστικόποιηση, η πάση θυσία αποφυγή της εκτροπής σε βίαιες ατραπούς και η εκδήλωση οργής και η εμμονή σε μια δικαιωματικού τύπου εκτόνωση της κρίσης , πάντα στα δημοκρατικά πλαίσια της νομιμότητας και πάντα στα πλαίσια της λεγόμενης ενδιάμεσης καταστολής κι αν τύχει και χρειαστεί επιστρατεύεται και η άμεση καταστολή παρεκλίσεων.
Όλα τα παραπάνω προφανώς δεν προκύπτουν φυσικά έτσι απλά, αλλά στηρίζονται στην ύπαρξη διαχωρισμένων ρόλων μέσα στις εκάστοτε εξουσιαζόμενες, εκμεταλευόμενες και καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες , ρόλων που δημιουργούν μεσολαβητικές πρωτοπορείες που παραγοντίζουν και που συνήθως έχουν και αυξημένα προνόμια και βάσεις ακολουθητών των γραμμών που εκπορεύονται.
Όλα αυτά γίνονται πολύ ξεκάθαρα μέσα από την τροπή που έχουν πάρει οι εξελίξεις γύρω από τις διαμαρτυρίες και αντιδράσεις για το μέχρι θανάτου λιτζάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου ενός ατόμου που προέκυψε γνωστή προσωπικότητα και ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας,  οι οποίες τείνουν να γίνουν υπόδειγμα ενδοσυστημικής διαχείρισης κοινωνικών κρίσεων αντίστοιχου κινδύνου εκτροπής. Ο τρόπος που χαλιναγωγείται η οργή και που επιχειρείται να αποσοβηθεί η όποιαδηποτε εξεγερτική δυνατότητα αξίζει να έχει μια θέση σε νέα κοινωνιολογικά εγχειρίδια περί διαχείρησης έκρυθμων καταστάσεων και εξαγριωμένου ανθρώπινου δυναμικού. Κι αυτό όχι γιατί πρώτη φορά ακούγονται επιχειρήματα του τύπου :
α) η βία δεν οδηγεί πουθενά έτσι κι αλλιώς κι απλά μας δυσφημεί
β) δεν είναι ότι υπάρχει γενικά ζήτημα με τη βία απλά δεν είναι λύση για όλα και δεν προσφέρεται ειδικά αυτη τη στιγμή
γ) η περίπτωση βίας μπορεί να αποθαρύνει κόσμο που κατέβηκε πρώτη φορά στο δρόμο , ώστε να ξανακατέβει
δ) δεν είναι όλοι ή όλες ή όλα σε φυσική ή συναισθηματική ή άλλη κατάσταση να διαχειριστούν την εμπλοκή τους σε βίαια επεισόδια
ε) η βία λειτουργεί προβοκατόρικα και ενάντια στους αντικειμενικούς σκοπούς και διαθέσεις του συνολου.
Όλα τα παραπάνω δεν ακούγονται ούτε πρώτη φορά ούτε θα ακουστούν για τελευταία. Ίσα ίσα αποτελούν στανταράκι και συγκαταλέγονται στο πάνθεον των top 5 κλασικών επιχειρημάτων ενάντια στη βία. Όσοι/ες/@ ασχολούνται πραγματικα με τα κινήματα έχουν σιχαθεί να τα ακούνε για την ακρίβεια. Στα μαθητικά, στα φοιτητικά, στα εργατικά, στα αντιπολεμικά, στα αντιφασιστικά ή οπουδήποτε αλλού.
Το καινοτόμο , το ριζοσπαστικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι τώρα η διάθεση για εξεγερτική βία και η αντίστοιχη εκδήλωση της στιγματίζεται ως προϊόν ματσίλας, ως σύμφητη με την τοξική αρρενοπότητα, ως κάτι τόσο αυτονόητα αρνητικό και κάτι τόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την φύση της πατριαρχίας , προκειμένου να επιχειρηθεί με έναν ακόμα τρόπο η εξίσωση της εξεγερτικής βίας με κάποια πλευρά της κυριαρχίας. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η βίαιη αντιφασιστική δράση εξισώνεται γραφικά με τη βίαιη δράση των ναζί.
Η συγκεκριμενη όμως απόπειρα να στιγματιστεί η βία με τέτοιους όρους , πέρα απο το ότι φτύνει στα μούτρα την ιστορία του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος και των βίαιων αγώνων του, αποσκοπεί και σε μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση πρόκλησης αυτό-ενοχοποιητικών συναισθημάτων σε όσα υποκείμενα θέλουν να εκδηλώσουν την οργή τους. Η ταύτιση της βίας με το σεξισμό και την πατριαρχία , δεν αποσκοπεί σε μια απόπειρα να επιτευχθεί περαιτέρω εμβάνθυση της αναρχικής σκέψης και σε άλλους ορίζοντες , ούτε και σε μια διάθεση για πρόσκληση σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση. Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι η επιβολή της ειρηνικής πασιφιστικής διαμαρτυρίας πακέτο με χαρές και πανηγύρια ως μονόδρομο. Η νέα ριζοσπαστική πολιτική πρόταση λοιπόν είναι απο δω και πέρα ειρηνικά χάπενικγς με χαρές και πανηγύρια. Γιατί προφανώς ο σεξισμός, η πατριαρχία, η έμφυλη βία και καταπίεση, μόνο με χαρά, περηφάνια, αγάπη , κατανόηση, χορό, τραγούδι , γκλιτερ και πολύ πολύ δημοκρατία αντιμετωπίζεται.

Δε θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε. Κάποιοι/ες/α μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα έμφυλων διακρίσεων και να μην ξέρουμε πως είναι. Μπορεί επίσης να μην έχουμε υπάρξει θύματα ρατσιστικών επιθέσεων και να μην ξερουμε πως είναι. Μπορεί να μην βιώσαμε έναν πόλεμο για να ξέρουμε πως είναι και μπορεί να μην ξέρουμε πως είναι να ζεις το δράμα του πρόσφυγα πολέμου. Μπορεί να μην κλειστήκαμε σε φυλακές, ψυχιατρεία, στρατόπεδα κράτησης μεταναστών για να ξέρουμε τι σημαίνει εγκλεισμός. Μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα της αποικιοκρατίας, να μην ανήκουμε σε μια γενιά που επιβίωσε κάποιας γενοκτονίας, να μην έχουμε μεγαλώσει σε γκέτο, να μην ζήσαμε ποτέ σε καθεστώς απαρχαιντ, να μη τραυματιστήκαμε ποτέ σε εργατικό ατύχημα, να μην υπαγόμαστε σε διαφορετικό νομοθετικό καθεστως επειδή φοράμε ρούχα θρησκευτικής σημειολογίας . Υπάρχουν τόσα κι άλλα τόσα που μπορεί να μη βιώσαμε, και να μην ξέρουμε πως είναι να τα ζει κανείς η πως ακριβώς αισθάνεται. Και φυσικά δε μπορούμε να υποδείξουμε πως να αισθανθεί.

Υπάρχει ένα πράγμα όμως που σίγουρα ξέρουμε. Η αδικία , η καταπίεση, η εκμετάλευση, η εξουσία ότι πρόσωπο κι αν έχουν, όπως και όπου κι αν εκδηλώνονται, δεν αντιμετωπίζονται με χαρές και πανηγύρια και καταδίκες της βίας. Αυτή είναι η πιο καθαρή, παραδοσιακή, συντηρητική , βουτηγμένη στη φορμόλη συνταγή δουλόπρεπειας που υπάρχει.

Και όπως η εξέγερση δεν έχει φύλο άλλο τόσο δεν έχει και η υποταγή.

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΝΟΗΜΑΤΩΝ- Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Aναδημοσίευση από https://the-blast.espivblogs.net/2018/09/05/i-machi-ton-noimaton-i-koinonia/

Εδώ και αρκετά χρόνια (σχεδόν μία δεκαετία) σφοδρές αντιπαραθέσεις πλήττουν τον αναρχικό ριζοσπαστικό χώρο με αφορμή την πρόσληψη της έννοιας “κοινωνία”. Έχουν γραφτεί πολλά, έχουν ειπωθεί περισσότερα, έχουν διαμορφωθεί θέσεις, έχουν χωριστεί στρατόπεδα και έχουν σημειωθεί ρήξεις, εντάσεις και συγκρούσεις Ωστόσο αυτό που περισσότερο έχει μείνει στη δημόσια σφαίρα είναι ο καπνός από τις εντάσεις και τις προστριβές που εξακολουθεί να θολώνει το πεδίο και έτσι να μεγαλώνει το βαβελικό χάσμα που προκύπτει από την αμοιβαία πολλές φορές αδυναμία κατανόησης των θεωρητικών σχημάτων κάθε πλευράς.

Σε αυτό το σημείο θα ήταν ωφέλιμο να τεθούν οι βάσεις ενός ώριμου πολιτικού διαλόγου που ακόμα κι αν δεν καταφέρει να εξαφανίσει ως δια μαγείας όλες τις προκαταλήψεις που έχουν δημιουργηθεί, τουλάχιστον θα ξεκαθαρίσει λίγο το πεδίο γύρω από τη μυθολογία η οποία έχει περιβάλει τη λεγόμενη αντικοινωνική τάση της αναρχίας. Για να γίνει κάτι τέτοιο είναι μάλλον απαραίτητη μία σειρά διευκρινίσεων πάνω στην πρόσληψη κάποιων εννοιών όπως η κοινωνία, το αντικοινωνικό κτλ ώστε να μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος διάλογος. Ακόμα κι αν δεν προκύψουν συμφωνίες τουλάχιστον καλό είναι να ξέρουμε εμπεριστατωμένα γιατί διαφωνούμε.

i.Η κοινωνία ως έννοια και ιστορικές απαρχές των μεγάλων διαφωνιών

Θα υπάρχει ίσως σε κάποιους η εντύπωση πως η όλη αντιπαράθεση γύρω από την έννοια της κοινωνίας και τι είναι αυτή τελικά είναι κάπως πρόσφατη και απασχολεί αποκλειστικά τον ελληνικό αναρχικό χώρο. Οπωσδήποτε κάποιος κόσμος με περισσότερη εξοικείωση με την ιστορική παράδοση των ριζοσπαστικών κινημάτων θα είναι σε θέση να γνωρίζει ότι είναι ένα πολύ παλιό πεδίο γέννησης διαφωνιών και αντιπαραθέσεων και σίγουρα αυτός ο κόσμος δεν είναι λίγος. Ωστόσο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί κι εδώ πως το debate αυτό (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) ξεκινάει με το ξεπέρασμα του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα που κράτησε περίπου χίλια χρόνια και την επικράτηση του Αστικού Διαφωτισμού, των φιλελεύθερων ιδεών, την ανατροπή των παλιών συσχετισμών και τη δημιουργία νέων κοινωνικών διεργασιών που έφεραν στο προσκήνιο της ιστορίας τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Αρχικά η φιλελεύθερη σκέψη και διανόηση όπως αρχίζει και διατυπώνεται από τους πρώτους φιλοσόφους και διανοούμενους αυτού του ρεύματος αντιλαμβάνεται πως οι κοινωνίες εμφανίζονται ως το πλαίσιο των όρων συνύπαρξης μεταξύ των μελών μιας κοινότητας. Το λεγόμενο πέρασμά του ανθρώπου στην πολιτική κατάσταση συνοδεύεται ακριβώς από την αναγκαιότητα να τεθούν κάποια πλαίσια συλλογικής συνύπαρξης κι έτσι εμφανίζονται οι πολιτικές κοινωνίες που στην πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτά τα πλαίσια. Που όμως ακριβώς προκύπτει η διαφωνία και με ποιους;

Η “κοινωνία των πολιτών” αποτελεί για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία και ιδεολογία ένα σύνολο ατόμων που πρέπει να είναι ελεύθερα να συνέρχονται και να συνεταιρίζονται μεταξύ τους και καθώς το κάθε άτομο επιδιώκει το μέγιστο προσωπικό του συμφέρον , εν τέλει η συνολική επιδίωξη πολλών ατομικών προσωπικών συμφερόντων μαζί, λειτουργεί προς το συλλογικό συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας κρίνεται αναγκαία η τριπλή διάκριση των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική δηλαδή η πολιτική οργάνωση της κοινωνίας σε κράτος με σαφείς διαχωρισμένες αρμοδιότητες. Εδώ όμως προκύπτει η πρώτη σφοδρή ιδεολογική και φιλοσοφική σύγκρουση καθώς η Σοσιαλιστική σκέψη αντιλαμβάνεται την “κοινωνία των πολιτών” διαφορετικά. Για την ακρίβεια αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως το πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών, των τάξεων, οι οποίες έχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα και την μεταξύ τους σύγκρουση την ονομάζει ταξικό πόλεμο. Η σύγκρουση αυτή διεξάγεται με ευνοϊκούς όρους για μία τάξη, την αστική, η οποία και κατέχει τα μέσα παραγωγής που τροφοδοτούν την οικονομία της κοινωνίας και με δυσμενείς όρους για την άλλη τάξη την εργατική, της οποίας την δύναμη εκμεταλλεύεται η προηγούμενη. Στην σοσιαλιστική σκέψη το Κράτος είναι ο διαιτητής αυτής της σύγκρουσης με τρόπο που να υπερασπίζεται τη συνέχεια των συγκεκριμένων όρων με τους οποίους διεξάγεται η σύγκρουση, δηλαδή τη συνέχιση και μακροημέρευση της Ταξικής κοινωνίας.

Τετριμμένα και χιλιοειπωμένα πράγματα ωστόσο έχει μία σημασία να τα ξαναδούμε έστω και τόσο συνοπτικά για να σταθούμε σε ένα σημείο που ίσως φαντάζει λεπτομέρεια αλλά δεν είναι. Η σοσιαλιστική σκέψη δεν αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ταυτόσημη με την εργατική τάξη, δηλαδή το σώμα των καταπιεσμένων, των εκμεταλλευομένων, των κολασμένων, αλλά αντίθετα ως το ευρύτερο πεδίο μέσα στο οποίο μαίνεται ο ταξικός πόλεμος. Η κοινωνική επανάσταση λοιπόν δεν είναι η επανάσταση που θα κάνει η κοινωνία, αλλά η επανάσταση που θα κάνει η τάξη που είναι σε δυσμενέστερη θέση εντός της ταξικής κοινωνίας, δηλαδή το προλεταριάτο, κι αυτό με σκοπό να καταστρέψει την ταξική κοινωνία και να δημιουργήσει μία νέα, την αταξική κοινωνία. Λέξη κλειδί καταστρέψει. Η προλεταριακή κοινωνική επανάσταση πάνω από όλα είναι καταστροφή μιας κοινωνίας και δημιουργία μιας άλλης. Επομένως η προλεταριακή επανάσταση είναι εκ των πραγμάτων αντι-κοινωνική απέναντι στην ταξική κοινωνία. Δεδομένου ότι ανεξάρτητα από τις διαστάσεις που προέκυψαν εντός του σοσιαλιστικού κινήματος σε αναρχικό και κομμουνιστικό (και οι οποίες έχουν σχέση με το πώς θα διεξαχθεί η κοινωνική επανάσταση και πως θα οργανωθεί η αταξική κοινωνία μετέπειτα) το βασικό σκέλος περί ανατροπής των παλιών κοινωνικών συσχετισμών και της καταστροφής της προηγούμενης ταξικής κοινωνίας είναι κοινό στα περισσότερα σημεία επομένως και το πρόταγμα για την καταστροφη της παλιάς κοινωνιας για τη δημιουργία μιας νέας είναι κοινό και στα δύο ρεύματα. *1

ii. Η κοινωνία ως “μήλον της έριδος”

Στην διεξαγωγή της πολιτικής είναι πολύ σημαντικό να τίθεται πάντα ένα σημείο αναφοράς, ενα σύνολο, ένα σώμα, ένας πληθυσμός στο όνομα και για το συμφέρον του οποίου μιλάει κάθε πλευρά. Και επειδή ακριβώς αυτό είναι το επίδικο της πολιτικής βλέπουμε να σχηματίζονται όσο το δυνατόν πιο θολά και μη προσδιορισμένα σημεία αναφοράς στα οποία όλοι απευθύνονται και όλοι θέλουν το καλό τους και όλοι κατηγορούν τους άλλους για εχθρό των συμφερόντων αυτών των σημείων αναφοράς. Έτσι προκύπτει πως όλες οι πολιτικές προπαγάνδες απευθύνονται στο Λαό ή την Κοινωνία με σκοπό να τους πάρουν με το μέρος τους και να τους πάνε εκεί που υποτίθεται ότι βρίσκεται το συμφέρον τους. Λαός και Κοινωνία εξυπηρετούν σα σημεία αναφοράς την ίδια ακριβώς σκοπιμότητα αλλά επειδή η Κοινωνία φαντάζει κάπως πιο δόκιμη έννοια συνήθως επικρατεί η αναφορά σε αυτήν ενώ οι αναφορές στο Λαό είναι για λιγότερα εκλεπτυσμένα πλαίσια και πιο πλατιά ακροατήρια.

Βλέπουμε λοιπόν στον πολιτικό στίβο όλοι να μιλούν για την κοινωνία, όλοι να τη θέλουν με το μέρος τους και όλες οι πλευρές να επιζητούν το συμφέρον της. Για μεγάλο κομμάτι της αναρχίας και της αριστεράς για παράδειγμα η κοινωνία είναι μία οντότητα που αντιπροσωπεύει τους από τα κάτω και η οποία είναι δέσμια δύο άλλων οντοτήτων του Κράτους και του Κεφαλαίου που είναι αντικοινωνικές οντότητες γιατί καταδυναστεύουν και καταπιέζουν την κοινωνία. Μάλιστα όταν δυσκολεύονται στο έργο αυτό επιστρατεύουν μία ακόμα αντικοινωνική οντότητα το Παρακράτος για να τις συνδράμει στο αντικοινωνικό τους έργο που είναι η καταπίεση και η εκμετάλλευση της κοινωνίας. Αντίστοιχα το παραδοσιακό κομμάτι της Δεξιάς αντιλαμβάνεται ως κοινωνία το σώμα των ευυπόληπτων πολιτών που σέβονται τη νομιμότητα, την τάξη, την ιδιοκτησία και υπερασπίζονται τα εν λόγω κοινωνικά αγαθά ενώ οτιδήποτε και οποιοσδήποτε τα απειλεί τον θεωρούν αντικοινωνικό στοιχείο. Παρομοίως για το χώρο της ακροδεξιάς και του εθνικισμού κοινωνία είναι το σύνολο των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, την τιμούν και την υπερασπίζονται με κάθε τρόπο ενώ οι αναρχοάπλυτοι που καίνε σημαίες, το παρακράτος της αριστεράς και οι “λαθρομετανάστες” που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας είναι αντικοινωνικά στοιχεία. Για την σοσιαλδημοκρατία κοινωνία είναι οι πολίτες που σέβονται τα δημοκρατικά ιδεώδη, αποφεύγουν τον φανατισμό και την πόλωση και υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ενώ όσοι καταφεύγουν σε πολιτικούς φανατισμούς και σε λογικές των άκρων απ’ όπου κι αν προέρχονται είναι εξίσου αντικοινωνικά στοιχεία. Για την εκκλησία από την άλλη, κοινωνία είναι το σύνολο των πιστών, το χριστιανικό ποιμνίο και το σώμα των ευσεβών ενώ οι άθεοι, οι έχοντες και έχουσες αποκλίνουσες σεξουαλικές προτιμήσεις, οι αλλόθρησκοι αποτελούν αντικοινωνικά στοιχεία. Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά;

Το συμπέρασμα το οποίο αναπόφευκτα καταλήγουμε είναι πως η κοινωνία έχει μετατραπεί σε ένα μήλον της Έριδος μεταξύ διαφόρων διαφιλονικούμενων ιδεολογιών και ρητορειών που η κάθε μία επιλέγει ένα, ή και περισσότερα, πληθυσμιακά target group που κάπως ταιριάζουν στις προσλαμβάνουσες τους και τα βαφτίζουν τελείως αυθαίρετα “κοινωνία” και κατόπιν προσαρμόζουν το λόγο, τη δράση και την προπαγάνδα τους έτσι όπως φαντάζονται ότι θα έχει μεγαλύτερη απήχηση. Έτσι λοιπόν κάθε προπαγάνδα χτίζει το δικό της διαφορετικό αφήγημα για το τι είναι εν τέλει κοινωνία και κατά συνέπεια ποια πράγματα έχουν κοινωνικό ή αντικοινωνικό χαρακτήρα. Κοινός παρανομαστής όλων αυτών των ρητορειών είναι αυτό που περιγράφηκε και πριν ως ανάγκη για σημείο αναφοράς, όσο θολό εν τέλει κι αν προκύπτει αυτό, μία ανάγκη που μάλλον καταλήγει να είναι ψυχολογική περισσότερο και να υποκύπτει σε όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του πολιτικού λαϊκισμού, με μπόλικο δάνεια μάλιστα μεταφυσικής.

iii. Η κοινωνία ως ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης συσχετισμών και ισοροπιών

Όσο αυθαίρετες κι αν είναι οι αναλύσεις που επιλέγουν να βαφτίζουν συγκεκριμένα κοινωνικά σύνολα ως κοινωνία και να θεωρούν ότι δρουν υπέρ τους, στηρίζονται ωστόσο σε μία αλήθεια. Όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ένα ξεχωριστά και όλα μαζί ταυτόχρονα αποτελούν κομμάτια της κοινωνίας. Πρώτα από όλα το Κράτος και το Κεφάλαιο δεν είναι δύο ξεχωριστές οντότητες που έπεσαν από το διάστημα για να καταδυναστεύουν την κοινωνία. Το μεν Κράτος αποτελεί την πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας και το δε Κεφάλαιο την οικονομική. Και τα δύο αποτελούν εκφάνσεις μιας καπιταλιστικής κοινωνίας και ιστορικά έχουν προκύψει μάλιστα και τα δύο ως κοινωνικά προϊόντα συγκεκριμένων συσχετισμών, οι οποίοι μάλιστα είχαν το χαρακτήρα κοινωνικών επαναστάσεων στις οποίες οι μάζες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η πρόσληψη τους ως δύο ξεχωριστές οντότητες από την κοινωνία είναι ξεκάθαρα μεταφυσική και δεν πατάει πουθενά. Επιπλέον όλα τα προαναφερόμενα σύνολα, οι καταπιεσμένοι και οι κολασμένοι καθώς και οι ελίτ και οι ισχυροί, οι νομοταγείς και ευυπόληπτοι πολίτες καθώς και οι παραβατικοί και οι παράνομοι, οι ακροδεξιοί και οι εθνικιστές καθώς και οι αναρχικοί και οι αριστεροί, οι ευσεβείς και οι πιστοί χριστιανοί καθώς και οι άθεοι και τα άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, οι μετριοπαθείς και οι προοδευτικοί δημοκράτες καθώς και οι φανατικοί και οι ακραίοι, όλοι αυτοί λοιπόν, όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ξεχωριστά και ολα μαζί, είναι κομμάτια της κοινωνίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Η κοινωνία λοιπόν είναι το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα τα παραπάνω σύνολα μέσα από τα οποία μπορεί να εμφανιζονται άτομα που εναλλάσσονται σε διάφορους κοινωνικούς ρόλους. Ένας καταπιεσμένος μπορεί να είναι τόσο αναρχικός όσο και ακροδεξιός, τόσο αριστερός όσο και εθνικιστής, τόσο νομοταγής όσο και παραβατικός, τόσο χριστιανός όσο και άθεος. Επίσης, ακόμα και οι ισχυροί, οι κρατούντες ή τα μέλη της ελίτ μπορεί να έχουν διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς και συμφέροντα και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι αν όλες αυτές οι δυναμικές ήταν ελεύθερες να δράσουν κατά το δοκούν θα προέκυπτε το απόλυτο χάος και η αυτοδιάλυση της κοινωνίας. Αυτό που εμποδίζει όμως την επικράτηση του χάους είναι η διατήρηση μιας κανονικότητας, κι αυτή με την σειρά της, στηρίζεται στην διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, της κοινωνικής ομαλότητας και της κοινωνικής συνοχής. Αυτά τα τρία αποτελούν τους πυλώνες κάθε οργανωμένης κοινωνίας. Είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από μια διεργασία διαμόρφωσης κυρίαρχων συσχετισμών και ισοροπιών, τους οποίους αποδέχεται η πλειοψηφία (και στο βαθμό που δεν τους αποδέχεται της επιβάλλονται με ειδικό καθεστώς εξαίρεσης και τρομοκρατίας). Συνεπώς όταν εδώ και χρόνια διατυπώνονται φράσεις του τύπου: ” να σπάσουμε την κανονικότητα” , ” να διατάραξουμε την κοινωνική συνοχή” ” να ανατρέψουμε την κοινωνική ομαλότητα” στην ουσία έχουμε προτάγματα τα οποία μιλούν για την διάρηξη των ενοποιητικών παραγόντων μιας κοινωνίας , την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων ώστε να γίνει ορατή η ύπαρξη ενός κοινωνικού πολέμου που μαίνεται έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια, με το Κράτος να αποτελεί τον θεματοφύλακα μιας προσχηματικής,και μόνο στους τύπους, κοινωνικής ειρήνης.Η κοινωνία κατά συνέπεια δεν είναι ένα υποκείμενο ή κάποιο σώμα στο οποίο μπορούμε να μιλήσουμε ή να μην μιλήσουμε, να πάρουμε ή να μην πάρουμε με το μέρος μας , να του κάνουμε ή να μην του κάνουμε απεύθυνση. Τέτοιες προτάσεις έμπεριέχουν εξαρχής μια λάθος οπτική γωνία που γεννάει αρκετές στρεβλώσεις.

Η κοινωνία προκύπτει λοιπόν πως είναι αυτή η διαδικασία, ή το σύνολο των διαδικασιών ,( γνωστό και ως προτσές) που διαμορφώνουν τους όρους της συλλογικής συνύπαρξης των μελών μιας κοινότητας. Όροι οι οποίοι πλάθονται από την επικράτηση συσχετισμών και ισοροπιών, βάσει των οποίων είμαστε σε θέση να μιλάμε για συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού περιβάλλοντος και να το αξιολογούμε. Μιλάμε πχ για κλειστές και ανοιχτές κοινωνίες, για προοδευτικές και συντηρητικές, για κοινωνίες ανοικτές και κοινωνίες ξενοφοβικές. Εν πάση περιπτώσει είμαστε σε θέση να κατανοούμε πως υφίστανται διαφοροποιήσεις στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού περιβάλλοντος και ότι αυτό οφείλεται στο ότι από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή είναι διαφορετικές οι ιστορικές διεργασίες που διαμορφώνουν τους εκάστοτε κοινωνικούς συσχετισμούς και ισορροπίες. Όταν λέμε κλειστές κοινωνίες για παράδειγμα δεν εννοόυμε κάποιες κοινότητες των οποίων τα μελη είναι κλειστοί άνθρωποι και δςν εξωτερικεύουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους ή ότι ζουν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους αλλά κοινότητες μικρού μεγέθους συνήθως με πολύ σφιχτούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ των μελών τους και ελάχιστη ως μηδαμινή αλληλεπίδραση με τον έξω από αυτές κοσμο. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί ίσως να γίνουν πιο κατανοητά προτάγματα που ακούγονται χρόνια τώρα και που λένε ” να σαμποτάρουμε την κοινωνική μηχανή” ή ” ενάντια στην κοινωνία-εργόστασιο”. Προφανώς οι αναφορες σε κοινωνία-μηχανή ή κοινωνία-εργοστάσιο έχουν να κάνουν ακριβώς με την αντίληψη της κοινωνίας ως αυτήν ακριβώς τη διαδικασία που περιγραφηκε πως διαμορφώνει συγκεκριμένους συσχετισμούς και ισοροπίες κάθε φορά. Επίσης είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε την ουσία πολύ παλιών αναρχικών συνθημάτων όπως το ” Όλα τα ιδανικά αυτής της κοινωνίας βρίσκονται στις κλούβες της αστυνομίας” ή αναφορών σε κείμενα και αναλύσεις ακόμα και της πλέον κλασσικής αναρχίας περί ” κοινωνίας ελέγχου και επιτήρησης” ή “κοινωνιας φυλακής”. Προφανώς και στις δυο περιπτώσεις είναι δεδομένο πως γίνεται λόγος για κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία η αστυνομοκρατία η καταστολή , ο αυξημένος έλεγχος με κάθε μέσο ( κάμερες, παρακολουθήσεις, υποκλοπές) , η προστασία της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, όχι μόνο αποτελούν κυριάρχες κοινωνικές αξίες αλλά αποτελούν και κομμάτι μιας αντιλαμβανόμενης ως “φυσιολογικής” κοινωνικής κανονικότας. Κι αυτό λόγω διαμόρφωσης συγκεκριμένων συσχετισμών και ισοροπιών.

Κατά συνέπεια, λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο η έννοια του κοινωνικού, όσο και η έννοια του αντικοινωνικού είναι σχετικά ευέλικτες. Το τι είναι τι την κάθε φορά κρίνεται από το κατά πόσο είναι υπέρ ή κατά των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών, κι αυτό φυσικά αλλάζει από περιβάλλον σε περιβάλλον. Κάτι που σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Χ, θεωρείται αποδεκτή αξία και συμπεριφορά, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Υ μπορεί να εκλαμβάνεται ως αντικοινωνική αξία και συμπεριφορά. Το ίδιο προφανώς μπορεί να ισχύει με τις ιδέες, τα κινήματα κτλ. Κάθε τι κρίνεται σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία εμφανίζονται ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσο ήταν ή είναι κοινωνικό και αντικοινωνικό και δεν υπάγεται σε μία σταθερή και πάγια αξιολόγηση. Το χριστιανικό κίνημα για παράδειγμα υπήρξε μία εσωτερική αντικοινωνική απειλή για το Ρωμαϊκό κοινωνικό προτσες αλλά αφού κατόρθωσε να επιβάλλει την ιδεολογική του ηγεμονία (χωρίς να αλλάξει η πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας σημειωτέον) και να διαμορφώσει τους δικούς του συσχετισμούς έχτισε το δικό του προτσές με πυρήνα το χριστιανικό φονταμενταλισμό, με την περίοδο επικράτησης του να ονομάζεται ευρωπαϊκός μεσαίωνας. Μέχρι το μετασχηματισμό και αυτής της κοινωνίας με τη σειρά της στις πρόιμες καπιταλιστικές κοινωνίες, οτιδήποτε απειλούσε τα ειδοποιά ποιοτικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης κοινωνικής συνοχής προφανώς ήταν αντικοινωνικό και αντιμετωπιζόταν ως τέτοιο. Πέρα από τις παραστάσεις που έχουμε με τις δημόσιες εκτελέσεις και τα βασανιστήρια που οργάνωνε η πολιτική και θρησκευτική εξουσία έχουμε παραστάσεις εξάρσεων μαζικής υστερίας των απλών μαζών που προχωρούσαν σε λιντσαρίσματα μέχρι θανάτου σε οτιδήποτε ένιωθαν ότι απειλεί το ύψιστο κοινωνικό αγαθό τους : τη χριστιανική πίστη.

Αντίστοιχα μπορούμε να φανταστούμε πως μία σειρά από πράγματα τα οποία κάπως έχουν βρει τη θέση τους μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα κάπου αλλού αδυνατούν να τη βρουν επειδή δεν το επιτρέπουν ακόμα οι κυρίαρχοι συσχετισμοί και ισοροπίες. Ενώ πχ σε συγκεκριμένες δυτικές κοινωνίες σήμερα θεωρείται κάπως αυτονόητο οι γυναίκες να αποφασίζουν για τη συνέχιση ή τη διακοπή της κύησης τους, σε κάποιες άλλες όχι μόνο δεν είναι αυτονόητο αλλά είναι παράνομο και κοινωνικά κατακριτέο. Κι αυτό όχι μόνο σε χώρες και κοινωνίες όπου επικρατεί ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ως πυρήνας της κοινωνικής συνοχής αλλά και σε δυτικές κοινωνίες που μπορεί να θεωρούνται πιο προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές. Μόλις πρόσφατα καθιερώθηκε στην Ιρλανδία η αναγνώριση του δικαιώματος της άμβλωσης κι αυτό μετά από το ιστορικό δημοψήφισμα που διεξήχθη, ενώ στην Αργεντινή παρά το γεγονός ότι έχουν διαμορφωθεί αγώνες από ριζοσπαστικά κινήματα που προωθούν αυτό το αίτημα, δεν κατάφερε να περάσει από τη Βουλή τους ως σχέδιο νόμου. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για κοινωνίες στις οποίες η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία διατηρεί ακόμα σε αρκετά μεγάλο βαθμό την επιρροή της έτσι ώστε η χριστιανική καθολική ηθική να αποτελεί κομμάτι των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών.

Το παράδειγμα των αμβλώσεων δεν επιλέγεται τυχαία γιατί είναι ενδεικτικό για να καταλάβουμε πως δεν είναι μονάχα η πολιτική και η οικονομική εξουσία σε μια κοινωνία που διαμορφώνουν συσχετισμούς και ισορροπίες. Αν και ασφαλώς αποτελούν δύο πολύ βασικούς πυλώνες, δεν είναι παρά μόνο δύο εκφάνσεις σε ένα ευρύτερο σύνολο στοιχείων που συνθέτουν ένα κοινωνικό προτσές και που έχουν σχέση με τη συλλογική κουλτούρα και τις ιδεολογίες που μπορεί να επικρατούν, τις κυρίαρχες αξίες και ηθική που μπορεί να έχουν σχέση και με την επικράτηση κάποιας θρησκείας, τις κοινωνικά διαμορφωμένες συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό, τις τέχνες, τη συλλογική διασκεδαση και ψυχαγωγία. Στοιχεία τα οποία έχουν μια τεράστια δυναμική αλληλεπίδραση μέσα στους πληθυσμούς και που μπορεί να αποτελούν τόσο σφιχτούς συνεκτικούς αρμούς ενός κοινωνικού συνόλου που αν μια εξουσία τολμήσει να τα αμφισβητήσει, να τα καταστείλει και να τα ξεριζώσει από έναν πληθυσμό, ενδεχομένως να συναντήσει από τις πιο ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις που θα μπορούσε να συναντήσει ποτέ. Αντίστοιχα τις ίδιες αντιστάσεις μπορεί να συναντήσει και ένα ανατρεπτικό κίνημα που θα επιχειρήσει να ανατρέψει όλα τα παραπάνω ή έστω να αναμετρηθεί και να επιχειρήσει να υπερκεράσει αυτό που ο κομμουνιστής θεωρητικός Αντόνιο Γκράμσι, αναλύοντας την πνευματική ηγεμονία της κυριαρχίας, αποκαλούσε “προκεχωρημένο χαράκωμα, πίσω από το οποίο βρίσκεται μια ισχυρή αλυσίδα από οχυρά και πολυβολεία”. *2
Σε ένα φιλελεύθερο προοδευτικό καπιταλιστικό σύστημα σαν αυτό της Αργεντινής πχ η νομιμοποίηση των αμβλώσεων θα μπορούσε να ωφελήσει το κεφάλαιο καθώς η αγορά των αμβλώσεων ενδεχομένως να αποτελούσε ένα επικερδές επιχειρηματικό πεδίο. Ωστόσο η πολιτική εξουσία υποκύπτει στις πολιτικές πιέσεις που ασκούν οι κοινωνικές δυνάμεις που είναι ενάντια στις αμβλώσεις γιατί προφανώς αυτές είναι πιο ισχυρές. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αντικοινωνικό είναι το αίτημα για νομιμοποίηση των αμβλώσεων γιατί αυτό εναντιώνεται στους κυρίαρχους κοινωνικούς συσχετισμούς και ισοροπίες.

Αυτό μπορεί να σημαίνει στις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες ότι μια γυναίκα που θα θελήσει να προβεί για οποιονδήποτε λόγο σε μια διακοπή της κύησης της θα έχει να αντιμετωπίσει πέρα από τις όποιες ποινικές συνέπειες που ορίζει ο νόμος και την ενδεχόμενη σκληρότητα του κοινωνικού αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, της περιφρόνησης της από τον κοινωνικό της περίγυρο, ενδεχομένως και από το οικογενειακό της περιβάλλον, θα είναι θύμα ενός παντοδύναμου κοινωνικού ρατσισμού που είναι πιο δύσκολος να αντιμετωπιστεί. Ακόμα και οι ποινικές συνέπειες ίσως να φαντάζουν πιο ανώδυνες σε σχέση με το πόσο συντριπτική μπορεί να φτάσει να γίνει η δύναμη αυτής της κοινωνικής πίεσης.

Αντίστοιχα φυσικά με το θέμα των αμβλώσεων σε μια σειρά από χώρες μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλά ακόμα ζητήματα που ενώ μπορεί να θεωρούνται λυμένα ή μερικώς λυμένα σε κάποιες κοινωνίες, σε κάποιες άλλες αποτελούν σκληρά ταμπού. Η ανεξιθρησκεία, η υπεράσπιση των γυναικείων δικαιωμάτων, η ελευθερία στη σεξουαλική επιλογή δεν είναι σε όλες τις κοινωνίες το ίδιο εξασφαλισμένα. Ορισμένες κοινωνίες, για παράδειγμα στηρίζουν την κοινωνική τους συνοχή στο σκληροπυρηνικό ισλαμικό φονταμενταλισμό και την αδυσώπητη πατριαρχία. Η κοινωνική θέση της γυναίκας μπορεί να είναι στην χαμηλότερη υποστάθμη ενώ οι σεξουαλικές αποκλίσεις από την ετεροκανονικότητα μπορεί να τιμωρούνται ακόμα και με θάνατο. Η κοινωνική πρόοδος φαντάζει τόσο μακρινή όσον αφορά κάποια ζητήματα σε κάποιες κοινωνίες που αυτό που για άλλες κοινωνίες ίσως φαντάζει αυτονόητο, εκεί να εκλαμβάνεται πλήρως αντικοινωνικό.

Δε χρειάζεται να ταξιδέψουμε βέβαια πολύ μακριά για να βάλουμε με το μυαλό μας παρόμοιες καταστάσεις. Δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι συμβαίνει στη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν ή το Ιράν. Αρκεί να φέρουμε στο μυαλό μας μια τυπική κλειστή κοινωνία της ελληνικής υπαίθρου λίγες δεκαετίες πίσω και να συλλογιστούμε το μέγεθος της κοινωνικής πίεσης που θα μπορούσε να τεθεί πάνω σε μια γυναίκα που θα ήθελε να ζήσει σύμφωνα με τις αρχές του ελεύθερου έρωτα. Η προκατάληψη, ο ρατσισμός, η περιφρόνηση, το μίσος εναντίον της θα προερχόταν από όλο το κοινωνικό περιβάλλον της. Ακόμα και από την ίδια την οικογένεια της ενδεχομένως και πολύ πιθανόν θα δεχόταν τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχολογική, και ενδεχομένως και σωματική, βία πρώτα απ’ όλα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Γιατί καταλαβαίνουμε πως από τη στιγμή που σε ένα τέτοιο περιβάλλον η πατριαρχία είναι μια πανίσχυρη κοινωνική δομή, πλήρως αποδεκτή και αφομειώσιμη από όλα σχεδόν τα μέλη της κοινωνίας, οτιδήποτε απέκλινε από τα στάνταρντ της πατριαρχίας, θα προσέκρουε σε ένα τέτοιο κοινωνικό αυτοματισμό. Αλλά δε χρειάζεται να μπούμε καν σε χρονοκαψουλα και να ταξιδέψουμε στο παρελθόν των ελληνικών επαρχιών παλιότερων δεκαετιών , η πατριαρχία αποτελεί μια τόσο ισχυρή κοινωνική δομή ακομα και σήμερα που ο σεξισμός και ο κοινωνικός ρατσισμός ενάντια στο διαφορετικό είναι εξαιρετικά απλωμένος στον κοινωνικό ιστό. Για να μην μπούμε στον κόπο να αναφέρουμε κάποιο από τα απειράριθμα τέτοια κρούσματα αρκεί να σημειώσουμε τις ενστάσεις ενός προοδευτικού κιόλας υποτίθεται κόμματος όπως το ΚΚΕ κάθε φορά που έρχεται προς ψηφιση κάποιο νομοσχέδιο που αφορά τα δικαιώματα καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων με διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα και οι οποίες ξεκινούν πάντα με τη φράση ” Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να δεχτεί…” Τι να εννοεί άραγε το ΚΚΕ ( και άλλα συντηρητικά κομμάτια της αριστεράς) σε τέτοιες περιπτώσεις, και γιατί δεν μπορεί να τοποθετηθεί ξεκάθαρα είτε υπερ είτε κατά τέτοιων αλλαγών, παρά μονάχα κρύβεται πίσω απο το δάχτυλο του παίρνοντας στην ουσία πολεμική θέση ενάντια σε προοδευτικά αιτήματα χαρακτηρίζοντας τα μεταμοντέρνα ή νεοφιλελεύθερη δικαιωματική ατζέντα; Μα γιατί είτε τα θεωρεί είτε τα αντιμετωπίζει ως αντι-κοινωνικά επιδιώκοντας άνοιγμα σε πιο διευρυμένα ακροατήρια κι επειδή γνωρίζει πως μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνιάς ρέπουν ακόμα προς την παραδοσιακή συντήρηση . Τέτοιου τύπου πολιτική συμπεριφορά που συνειδητά επιλέγει την πολιτική οπισθοχώρηση απο προοδευτικές και ριζοσπαστικές θέσεις ώστε να μην προκύψει σύγκρουση με κάποιο συντηρητικό κοινωνικό αυτοματισμό, είναι που σχηματικά έχει ονομαστεί”κοινωνισμός”. Ίσως όχι ο πιο δόκιμος η αλήθεια είναι αλλά εν πάση περιπτώση αυτό το νοήμα αποπειράθηκε να πλαισιώσει άλλο που δεν κατάφερε να το κάνει κατανοητό.

Αυτού του είδους ωστόσο ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι τυπικό δείγμα της κοινωνικής ψυχολογίας και της συλλογικής συμπεριφοράς, αυτό που δηλαδή ονομάζεται και πιο κοινά , ψυχολογία του όχλου. Κάθε κοινωνικό σύνολο με μια ορισμένη συνοχή τείνει να συμπεριφέρεται σαν ένα σώμα, σαν ένας οργανισμός. Κι όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία ή την εισβολή ενός ξένου στοιχείου, κάτι διαφορετικού, αντιδρά όπως αντιδρά το ανοσοποιητικό σύστημα ενός οργανισμού απέναντι στην εισβολή ενός ιού ή ενός παθογόνου μικροοργανισμού: προσπαθεί να το καταστείλει και να εξαλείψει την απειλή της εξάπλωσης του. Κι αυτό το κάτι διαφορετικό, το κάτι ξένο, μπορεί να είναι στην περίπτωση ενός κοινωνικού συνόλου μια ιδέα, μια αξία ή και μια επιστημονική αλήθεια. Κάποτε σε κάποια εποχή θα μπορούσε να είναι απλά η διακήρυξη ότι η γη γυρίζει. Όλα αυτά κάτω υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είναι ή να έχουν υπάρξει αντικοινωνικά, και η προώθηση ή η υπεράσπιση τους να αποτελούν αντικοινωνικές πρακτικές. Από αυτήν την άποψη δε χωρά καμιά αμφιβολία πως φρασεολογίες τύπου ” Ενάντια στις αντικοινωνικές πρακτικές” που συναντάται σε κείμενα ή και σε υπογραφές συνελεύσεων (μετωπικών ή μη) είναι το λιγότερο ατυχείς, αν όχι σκόπιμα πολωτικές προφανώς για λόγους μικροπολιτικής. Επειδή δε μιλάμε για υποκείμενα που τα παραπάνω νοήματα τους διαφεύγουν.

Η διαπίστωση αυτή βοηθάει να γίνει αντιληπτό σε ποια βάση γειώνεται πλέον αυτή η διαμάχη γύρω από την κοινωνία, το τι είναι κοινωνικό και τι αντικοινωνικό, και κυρίως το ότι οι όποιες διαφωνίες, αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις δεν αφορούσαν απλά μια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος κουβέντα, αλλά μια ολόκληρη σειρά στρατηγικών, προταγμάτων και πολιτικών προτάσεων.

Γιατί όλα αυτά είναι ζητήματα που εν τέλει τα συναντάμε μπροστά μας, μέσα σε επιλογές αγώνα που έχουμε να κάνουμε κάθε φορά, μέσα σε διλήμματα, τα οποία προκύπτουν και χρήζουν απαντήσεων, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Το πως ζυγίζονται τα πράγματα κάθε φορά, τι βαραίνει περισσότερο και ποιες επιλογές αγώνα μπαίνουν επιτακτικά ως προτεραιότητα στρατηγικής, η επιλογή της συλλογικής δράσης, η ατομική εξέγερση, όλα τα παραπάνω ,έχουν άμεση σχέση με τα παραπάνω. Γιατί η συμπεριφορά του κοινωνικού αυτοματισμού που εχθροποιεί κάθε τι ξένο, διαφορετικό, νεοτερικό που εμφανίζεται μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αφορά ασφαλώς και τα ανατρεπτικά ριζοσπαστικά κινήματα αμφισβήτησης που έχουν πέρα από να αντιμετωπίσουν την θεσμική καταστολή της κυριαρχίας, και να συγκρουστούν και με τις κραταιές κοινωνικές προκαταλήψεις. Κάτι που σήμερα κιόλας με την έξαρση του εθνικισμού με αφορμή το Μακεδονικό αποκτά επικαιρο χαρακτήρα. Ακριβώς λοιπόν πάνω σε όλα αυτά προκύπτουν οι διαφοροποιήσεις και στους όρους και τις συνθήκες της κοινωνικής απεύθυνσης.
Αυτό όμως είναι μια ολόκληρη άλλη συζήτηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*1: Αξίζει να αναφερθεί πως στη σοσιαλιστική Μαρξιστική σκέψη ως κοινωνική επαναστάση δεν λογίζεται μονάχα η ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών ενός κοινωνικού περιβάλλοντος αποκλειστικά από μια προλεταριακή εξέγερση ή έστω από τον ξεσηκωμό ενός καταπιεσμένου πληθυσμού. Η κοινωνική επαναστάση μπορεί να συντελεστεί σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αν οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες στο εσωτερικό του μετασχηματιστούν με την έλευση της κοινωνικής προόδου όπως κι αν αυτή συντελεστεί. Για παράδειγμα περιγράφει ο Καρλ Μαρξ στο άρθρο του ” Η Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία” που γράφτηκε στις 10 Ιουνίου 1853 και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη New York Daily Tribune στις 25 Ιουνίου 1853 για το πως η αγγλική αποικιοκρατία επιτάχυνε την κοινωνική πρόοδο στην Ινδία συμβάλωντας στην κοινωνική επανάσταση του Ινδοσταν. Λέει συγκεκριμένα:
{” Η εγγλέζικη παρέμβαση έβαλε το κλωστήριο στο Λανκασάιαρ και τον αργαλειό στη Βεγγάλη ή σάρωνε τον Ινδό κλωστοϋφαντουργό, διαλύοντας αυτές τις μισοβάρβαρες-μισοπολιτισμένες κοινότητες, ανατινάζοντας την οικονομική τους βάση, και παράγοντας έτσι τη μεγαλύτερη και, για να πούμε την αλήθεια, τη μοναδική κοινωνική επανάσταση που συντελεστηκε ποτέ στην Ασία”.}
Στη συνέχεια κι αφού προχωρήσει σε μια εκτενή περιγραφή των προηγούμενων κοινωνικών συνθηκών που ανατράπηκαν ,όχι χωρίς να προβάλει έντονη την πρωτοκοσμική του αποστροφή απέναντι στην αναχρονιστική κοινωνια του ινδοστάν περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα τις αγροτικές παραδοσιακές κοινότητες (το “στέρεο θέμελιο του ανατολικού δεσποτισμού” που ” περιόριζαν το ανθρώπινο πνεύμα στη στενότερη δυνατη περίμετρο, μετατρέποντας το σε ένα χωρίς αντιστάσεις εργαλείο της πρόληψης, υποδουλώνοντάς το σε παραδοσιακούς κανόνες, στερώντας του κάθε μεγαλείο και ιστορική ενεργητικότητα…. δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτές οι μικρές κοινότητες ήταν μολυσμένες με διακρίσεις κάστας και με δουλεία) και την περιφρόνηση του για το παθητικό πνεύμα του λαού ( “προσηλωμένος μπροστά σε ένα κομματάκι γης, παρέμενε ατάραχος θεατής μπροστά στην ερείπωση ολόκληρων αυτοκρατοριών, μπροστά στην εκτέλεση ανείπωτων βιαιοπραγιών, τη σφαγή του πληθυσμού των μεγάλων πόλεων….. μένοντας ο ίδιος αβοήθητη λεία οποιουδήποτε επιδρομέα τον έβαζε στόχο”) κι αφού εκφραστεί όσο πιο απαξιωτικά μπορεί για το επίπεδο της προηγούμενης κοινωνικής ζωής ( ” αυτή η ανάξια, τελματωμένη και φυτοζοούσα ζωή, αυτό το παθητικό είδος ύπαρξης) θα προχωρήσει στην ριζοσπαστική διαπίστωση του πως επήλθε η μοναδική κοινωνική επανάσταση της Ασίας όπως την ονομάζει και ο ίδιος:

{“Η Αγγλία είναι η αλήθεια, προκαλώντας μια κοινωνική επανάσταση στο Ινδοστάν , έδρασε μονάχα προς όφελος των πιο βρομερών συμφερόντων της, και τα επέβαλε με τον πιο βλακώδη τρόπο. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι άλλο: Μπορεί η ανθρωπότητα να εκπληρώσει το πεπρωμένος της χωρίς μια ριζική επανάσταση στην κοινωνική κατάσταση της Ασίας; Αν όχι, τότε, όποια κι αν είναι τα εγκλήματα της Αγγλίας, αυτή ήταν το ασυνείδητο όργανο της Ιστορίας για να επέλθει η εν λόγω επανάσταση.
Τότε, όποια κι αν είναι η πικρία και τα προσωπικά μας αισθήματα μπροστά στο θέαμα του καταποντισμού ενός αρχαίου κόσμου, έχουμε το δικαίωμα από τη σκοπιά της Ιστορίας, να φωνάξουμε μαζί με τον Γκαίτε:
Sollte diese Qual uns quallen
Da sie unsre Lust vermehrt
Hat nicht myriaden Seelen
Timurs Herrschaft aufgezehrt?
(Γιατί το βάσανο εμάς να βασανίζει
Αφού στη μέγιστη χαρά μας οδηγεί,
Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν
Απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ;)”}

Αναμφίβολα εδώ η σκέψη του Μαρξ όσο ανατριχιαστική κι αν είναι, είναι παράλληλα βαθύτατα αποκαλυπτική της μαρξιστικής νομοτελειακής ντετερμινιστικής αντίληψης για την κοινωνική πρόοδο . Αν πρέπει να παραγνωρίζουμε την προσωπική μας πικρία για τα βάσανα του λαού της ινδίας απο την Αγγλική αποικιοκρατία, αν πρέπει να απαγγέλουμε χαρωπά Γκαίτε δηλώνοντας πως μας διακατέχει ύψιστη χαρά και πως βάσανο δε μας βασανίζει ακόμα κι αν μυριάδες ζωές χάθηκαν, επειδή το πεπρωμένο της ανθρωπότητας βαδίζει το δρόμο της εκπλήρωσης του με την κοινωνικη επανάσταση στην Ασία (η οποία δε θα συνέβαινε αν η Αγγλία δεν λειτουργούσε άθελα της ως ασυνείδητο όργανο της ιστορίας), τότε θα πρέπει να είμαστε πανευτυχείς που συνολικά η Γηραιά Ήπειρος υπήρξε το συλλογικό όργανο της ιστορίας που συνέβαλε στις κοινωνικές επαναστάσεις σε παρόμοια αναχρονιστικές και προ-νεοτερικές κοινωνίες της Ασιατικής, Αμερικανικής και Αφρικανικής Ηπείρου. Θα πρέπει να μαστε ευτυχείς για την μαζική γενοκτονία των εκατομυρίων γηγενών της Αμερικανικής Ηπείρου , για τους αιώνες της δουλοκτητικής αποικιοκρατικής περιόδου στην Αφρική και το δράμα του μαύρου πληθυσμού που υπέμενε τα πάνδεινα. Γιατί άλλωστε αυτά τα βάσανα εμάς να βασανίζουν; Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ; Αν εδώ δεν πρόκειται για τον ορισμό του πιο αμείλικτου ελιτισμού τότε απλά έχει υπερσχετικοποιηθεί η έννοια του ελιτισμού.

*2: Στα Τετράδια Φυλακής ο Γκράμσι αναφέρεται επίσης στην κοινωνία ως « πεδίο ελευθερίας, πεδίο δράσης των ιδεολογικών μηχανισμών που έχουν στόχο την άσκηση ηγεμονίας και μέσω αυτής την εξασφάλιση της συναίνεσης..»

Πολιτική τοποθέτηση αναρχικών/αντιεξουσιαστών για τα γεγονότα του πολυτεχνείου 2017

Από το πρώτο κάλεσμα της κατάληψης του Πολυτεχνείου [1] για ενίσχυση έως και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, τα γεγονότα του φετινού Νοέμβρη έχουν πυροδοτήσει μια σειρά πολιτικών κειμένων και θέσεων από ένα ευρύτατο ιδεολογικό φάσμα επιχειρώντας το καθένα από την πλευρά του να κάνει την ανάλυση του όσον αφορά τη κατάληψη του Πολυτεχνείου και κυρίως το πρωτοφανές σπάσιμο της. Εμείς από την μεριά μας συμμετείχαμε από την πρώτη στιγμή στα γεγονότα και μάλιστα από τη θέση των δρώντων πολιτικών υποκειμένων και όχι των παρατηρητών. Έτσι κάποιοι από εμάς βρεθήκαμε στη συνέλευση που καλέστηκε από την κατάληψη πολυτεχνείου για να παρέμβουμε, κάποιοι βρεθήκαμε στον δρόμο την μέρα του σπασίματος της κατάληψης – όχι γιατί το στηρίζαμε αλλά για να είμαστε παρόντες σε αυτή τη στιγμή ενδοκινηματικής σύγκρουσης και να πράξουμε ανάλογα αν χρειαστεί – ενώ συνολικά σταθήκαμε και στεκόμαστε απέναντι και από τις δύο εκατέρωθεν αντιμαχόμενες αντιλήψεις.

Αυτές τις μέρες αποδείχτηκε για ακόμη μια φορά ότι δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό. Έτσι, διανύοντας το 44ο έτος από την εξέγερση του πολυτεχνείου, που δυστυχώς έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξία του σαν ιστορικό σημείο αναφοράς, είναι αξιοσημείωτο ότι η συγκεκριμένη επέτειος ξαναβρέθηκε στο προσκήνιο εξαιτίας δύο πολιτικά διαφορετικών επιλογών. Τα γεγονότα της 16/11 αποτελούν ένα σημείο έκρηξης των πολιτικών (και όχι μόνο) αντιφάσεων που αναπτύσσονται σταθερά στο εσωτερικό του α/α χώρου και συνεπώς έχουν βάθος, αιτίες και παράγοντες που πρέπει να αναλυθούν προκειμένου να επανακτηθεί ο αναγκαίος προσανατολισμός για να ξεπεραστεί μία περίοδος όπου εντός του κινήματος επικρατούν οι πολιτικοί ανταγωνισμοί. Ταυτόχρονα έχουμε την πεποίθηση πως τα γεγονότα αυτών των δύο ημερών, έτσι όπως έχουν αποτυπωθεί μέχρι στιγμής, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η πλειοψηφία των πολιτικών κειμένων που καταθέτουν το τι συνέβη ακριβώς είναι χρωματισμένα από τη μία ή από την άλλη πλευρά μη καταφέρνοντας να αποδώσουν μια επαρκή εικόνα είτε με υπεκφυγές και ανακρίβειες, είτε ακόμη και με συνολικά ψευδείς πληροφορίες. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν η καταγραφή των γεγονότων να είναι αντικειμενική, προερχόμενη από συντρόφους και συντρόφισσες, οι οποίοι/ες παρότι είχαν σοβαρές έως και κάθετες διαφωνίες σε σχέση και με τις δύο πλευρές, παρευρέθηκαν σε όσες διεργασίες ήταν δυνατό και επιχείρησαν μέσω διαλεκτικής να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Από το Πολυτεχνείο του ’73 στο Πολυτεχνείο του ’95

Ξεκινώντας από το ιστορικό συμβάν θεωρούμε ότι η 17/11 του ’73 και τα γεγονότα που τη στιγμάτισαν και την καθιέρωσαν ως μια εξεγερτική επέτειο δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία ούτε κατέλυσαν από μόνα τους, ως δια μαγείας, το δικτατορικό καθεστώς. Αποτέλεσαν την κορύφωση του αντιδικτατορικού αγώνα ενός κομματιού της κοινωνίας και παρότι η σπίθα άναψε από φοιτητές, μαθητές και νέους, πλαισιώθηκε στην πορεία από ένα πλήθος κόσμου με πολύμορφα και διαταξικά χαρακτηριστικά. Ο κεντρικός άξονας ήταν η πτώση της χούντας και το κύριο αίτημα ήταν η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Όπως όλες οι εξεγέρσεις όμως, έτσι κι αυτή ξεπέρασε τις προσδοκίες των υποκειμένων που πραγματοποίησαν και τροφοδότησαν την τριήμερη κατάληψη. Η εξέλιξη του εγχειρήματος και τα επιθετικά χαρακτηριστικά της κατάληψης, έφεραν τη συσπείρωση, την εκτόξευση της αλληλεγγύης και τη μαζικότητα. Η παρουσία εξεγερτικών πρακτικών ήταν μεγάλης σημασίας, καθότι έλαβε χώρα εν μέσω ολοκληρωτισμού και μιας ακραίας καθεστωτικής, και όχι μόνο, προπαγάνδας περί ταραξιών, πρακτόρων και προβοκατόρων ανάλογα την ιδεολογική αφετηρία της πλευράς που την εξαπέλυε.

Εν τέλει παρότι δε μπορεί να υπάρξει απόλυτη ιδεολογική ταύτιση του Πολυτεχνείου με την αναρχική ιδεολογία και τα προτάγματα της, η (αν και μικρή) συμμετοχή αναρχικών το ’73 παραμένει ιστορικά υπαρκτή. Η μετέπειτα δυναμική παρουσία του α/α κινήματος σε όλες τις επετείους με καταλήψεις, μαζικές συγκρούσεις και πληθώρα δράσεων αλλά κυρίως τα χαρακτηριστικά αυτοοργάνωσης κατά τη διάρκεια του τότε τριημέρου, η εξεγερσιακή διάθεση και πράξη, δημιούργησαν τους δικούς τους δεσμούς με τον αναρχικό χώρο πέρα από τους μεσσιανισμούς και την θυματοποίηση της αριστερής οπτικής.

Από εκείνη τη χρονιά και έκτοτε η 17/11 αποτελεί, μεταξύ άλλων, ημερομηνία ορόσημο της κοινωνικής σύγκρουσης, ενώ κάποιες χρονιές υπάρχουν ακόμα και νεκροί στις μάχες που μαίνονται στους δρόμους της Αθήνας και όλων των μεγάλων πόλεων. Τον Νοέμβρη του ΄95 πραγματοποιείται κατάληψη αναρχικών στο Πολυτεχνείο με ανοιχτό κάλεσμα στο οποίο ανταποκρίνονται 800 και πλέον αναρχικοί. Τα χαρακτηριστικά της κατάληψης είναι αμιγώς αντικρατικά και αντιεξουσιαστικά, ο ελληνικός τύπος “ωρύεται” με το κάψιμο της σημαίας και τις γενικευμένες συγκρούσεις και σαν γεγονός παίρνει κεντρική θέση στο δημόσιο λόγο. Η κατάληψη έρχεται να κορυφώσει μια περίοδο έντονων συγκρουσιακών γεγονότων, μαθητικών και εργατικών κινητοποιήσεων (τις οποίες πλαισιώνουν πολλοί αναρχικοί) ενώ την περίοδο που λαμβάνει χώρα εξελίσσεται η απεργία πείνας των Καλαρέμα – Μαρίνου. Ταυτόχρονα η εξαπόλυση έντονης κατασταλτικής βίας, τα κρατικά και παρακρατικά πογκρόμ αλλά και η δυναμική εξέγερση στις φυλακές του Κορυδαλλού που λειτουργεί συσπειρωτικά για το κίνημα, θα αποτελέσουν όλα μαζί το εκρηκτικό και εξεγερσιακό σκηνικό που κορυφώνεται στην κατάληψη του ΄95.

Σχετικά με τη κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 15/11/2017

Το πρωί της Τετάρτης 15 Νοέμβρη πραγματοποιείται κατάληψη στο Πολυτεχνείο και η πρώτη της ανακοίνωση εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το πλαίσιο και το πολιτικό της περιεχόμενο. Η εικόνα αποτυπώνεται ως εξής. Τα μέλη της κατάληψης βρίσκονται μέσα στον χώρο και πλήθος αριστερών οργανώσεων βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής περιμετρικά. Τα πολιτικά υποκείμενα τα οποία αποτέλεσαν τη συνέλευση της κατάληψης δημιούργησαν ένα ετερόκλητο σώμα με διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες, ενώ πολλοί από αυτούς πιθανόν δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την διαμορφούμενη κοινωνική και κινηματική κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση κάποιοι από αυτούς είναι σύντροφοι με διαρκή παρουσία στον αναρχικό χώρο και σε αγώνες που έχει δώσει το κίνημα όπως το καταληψιακό, το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων και η αλληλεγγύη στους μετανάστες κ.ά. Δυστυχώς η πολυμορφία του σώματος δεν είχε θετικό αποτέλεσμα, ενώ τα μέλη της συνέλευσης έπεσαν σε αντιφάσεις τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε σχέση με πρακτικά ζητήματα – δείγμα ενδεχομένως της έλλειψης προεργασίας, απαραίτητης ζύμωσης αλλά και υπευθυνότητας που απαιτούν όχι μόνο το συγκεκριμένο εγχείρημα αλλά και οτιδήποτε με το οποίο καταπιανόμαστε πολιτικά. Τα αιτήματα που εκ των υστέρων μπήκαν και η απουσία σύνδεσής τους με την κατάληψη [2] καθώς και η μη πρόβλεψη ενός ελάχιστου σχεδίου – κάτι που αποδείχτηκε μετά από ερώτηση συντρόφου – για την ικανοποίησή τους, αποτελούν κι αυτά μια ένδειξη απουσίας πολιτικής υπευθυνότητας. Η απονευρωμένη κοινωνική κατάσταση, σε συνάρτηση με τη κατάσταση στο εσωτερικό του α/α χώρου δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ευνοϊκή για τη στόχευση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η συνθήκη αυτή όμως εξωραΐστηκε εύκολα από τη λογική των επαναλαμβανόμενων πειραμάτων, μια λογική αυτοεκπληρούμενης προφητείας, η οποία επανέρχεται ξανά και ξανά αρκούμενη στο ίδιο της το κάλεσμα και μόνον, χωρίς καμία ουσιαστική προεργασία, αλλά και προσέγγιση για την πραγματοποίησή της. Παρ’ όλες τις προθέσεις, ένα τέτοιο μοτίβο κενού ή ελλιπούς πολιτικού περιεχομένου είναι καταδικασμένο να αποτύχει, λειτουργώντας σε βάθος χρόνου ακόμα και ανασταλτικά ως προς το στόχο τους.

Όσον αφορά το πολιτικό περιεχόμενο, ήταν περιοριστικό και αυτοαναφορικό με απόγειο την εξίσωση κομματικών μηχανισμών με πολιτικές οργανώσεις, χωρίς καμία επιχειρηματολογία. Ο ιδιότυπος αυτός πολιτικός αποκλεισμός έρχεται σε αντίθεση με τη λογική της πολυμορφίας και της ζύμωσης. Η εικόνα των καταληψιών στον χώρο, με όρους επίδειξης ισχύος και πραγματοποιώντας face control, απέκλειε πρακτικά κι ας μην απαγόρευε, την είσοδο σε ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που επιθυμούσε να μπει στον χώρο ή ακόμα και να πλαισιώσει το εγχείρημα. Η απαγόρευση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εγείρει το ερώτημα του σε ποιόν τελικά απευθύνθηκε η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Ακόμα και ο τρόπος λήψης της απόφασης προμήνυε τον εσωστρεφή και κλειστό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Στη συνέχεια, η ανοιχτή συνέλευση ήρθε να επιβεβαιώσει την εντύπωση αυτή, καθώς όπως φάνηκε τελικά ήμασταν εκεί προκειμένου να επικυρώσουμε ή όχι την ατζέντα των καταληψιών και όχι να συνδιαμορφώσουμε όπως αρμόζει σε μια ανοιχτή διαδικασία.

Στη διαδικασία που είχε καλέσει η κατάληψη [3] το ίδιο βράδυ παρευρέθηκαν περίπου 100 σύντροφοι/ισες, μέρος των οποίων, με τις τοποθετήσεις τους εξέφρασαν τις πολιτικές τους διαφωνίες σχετικά με το εγχείρημα. Να σημειωθεί εδώ, πως παρά τις διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις η διαδικασία πλαισιώθηκε από διάφορες ατομικότητες και οι τοποθετήσεις καθότι προσωπικές, οι οποίες σε σημεία συνέκλιναν και σε άλλα διέφεραν, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν ενιαίο πολιτικό μέτωπο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι παρά τα όσα υπονοούνται στο κείμενο της Τ.Α [4], όσοι από εμάς παρευρέθηκαν στη συνέλευση, ούτε συναίνεσαν στο σπάσιμο της κατάληψης την επόμενη μέρα, ούτε θεώρησαν ότι αποτελεί λογική συνέχεια της παρέμβασης τους στη συνέλευση. Τα μέλη της Τ.Α επέλεξαν να μην τοποθετηθούν στη συνέλευση της κατάληψης, αλλά να συγκαλέσουν την δική τους πολιτική διαδικασία, μακριά από το όποιο κινηματικό πεδίο, και μέσα από τη διαδικασία αυτή να καταλήξουν στην λύση της επιβολής. Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι και η στάση των καταληψιών, οι προειλημμένες αποφάσεις των οποίων απέκλειαν οποιαδήποτε ουσιαστική συνδιαμόρφωση, δεν εμπεριείχε σε καμία περίπτωση εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην λύση του ζητήματος με διαλεκτικούς όρους. Έπειτα από αρκετές ώρες, κατά τις οποίες η διαδικασία στερούνταν εναλλακτικών προτάσεων διαχείρισης, εν τέλει έληξε χωρίς κάποια σοβαρή διαφοροποίηση και ενώ αποκρυσταλλώθηκε η εντύπωση πως τα χαρακτηριστικά της κατάληψης δεν ήταν προς συνδιαμόρφωση. Επιπροσθέτως, η αίσθηση πως τα υποκείμενα που αποτελούσαν το σώμα της κατάληψης δεν θα μπορούσαν να υποστηρίξουν με συνοχή και αίσθημα ευθύνης τόσο πολιτικά όσο και ενδεχομένως πρακτικά την κατάληψη ήταν μετά και την ανοιχτή διαδικασία ισχυρή σε όλους.

Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να καταθέσουμε κάπως πιο συγκεκριμένα την άποψή μας για τη κατάληψη του Πολυτεχνείου και πως αυτή εξελίχθηκε. Αρχικά, να κάνουμε σαφές ότι, δεν θεωρούμε εξ’ ορισμού προβληματική την επιλογή της κατάληψης ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος. Για την ακρίβεια κάτω από άλλες συνθήκες πολύ πιθανόν να μας έβρισκε σύμφωνους ένα τέτοιο εγχείρημα. Αν για παράδειγμα είχε προηγηθεί μια κεντρική συνέλευση αναρχικών για να συζητηθεί η θέση μας, ως χώρος, απέναντι στη φιέστα του Πολυτεχνείου και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικές συγκυρίες επιτάσσουν μια σειρά δράσεων, ανάμεσα τους και τη κατάληψη του Πολυτεχνείου, ούτως ώστε να προωθηθούν οι στόχοι μας και τα προτάγματα μας (όπως έχει συμβεί σε ανάλογες περιπτώσεις), τότε η στήριξη μας θα ήταν δεδομένη.

Αυτό που μας έφερε απέναντι λοιπόν από το συγκεκριμένο εγχείρημα δεν ήταν αυτή καθ’ αυτή η επιλογή της κατάληψης, αλλά ο τρόπος και οι όροι κάτω από τους οποίους πραγματοποιήθηκε. Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασίας λήψης της απόφασης, αλλά και η απόπειρα των καταληψιών να φέρουν το σύνολο του κινήματος προ τετελεσμένων γεγονότων, κλείνοντας κάθε δίοδο συνδιαμόρφωσης, ήταν οι λόγοι που οδήγησαν κάποιους από εμάς να τοποθετηθούμε με σκληρή κριτική απέναντι στο σώμα της κατάληψης. Οι τοποθετήσεις μας κινήθηκαν, λίγο-πολύ, γύρω από έναν βασικό άξονα, ο οποίος ήταν ο επαναπροσδιορισμός των χαρακτηριστικών της κατάληψης. Δηλαδή – εφόσον οι καταληψίες δεν είχαν καμία διάθεση να λήξουν την κατάληψη – να αποτραπεί η είσοδος των κοινοβουλευτικών κομμάτων και να παραμείνει η κατάληψη στο κτήριο Γκίνη, ούτως ώστε να διαφυλάξει αυτή την απόφαση και να δημιουργηθεί η δική μας εστία προπαγάνδησης και αγώνα στο Πολυτεχνείο στο τριήμερο της 15-17 Νοέμβρη. Φυσικά αυτό είναι μόνο ένα θραύσμα από το τι συνολικά ειπώθηκε στη διαδικασία της συνέλευσης, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο να μεταφέρουμε το σύνολο της σε ένα κείμενο τοποθέτησης. Εν ολίγοις η αντίθεση μας με την εν λόγω κατάληψη οδήγησε στη σύγκρουση (λεκτικά) με τους καταληψίες και προφανώς στη συνέχιση της κατάληψης καθώς όπως προείπαμε η παρουσία μας στη συνέλευση ήταν πρωτοβουλιακή χωρίς κάποια προαποφασισμένη συνεκτική θέση. Εν τέλει αυτό που θεωρήσαμε καίριας σημασίας, σε πρώτο χρόνο, ήταν η παρουσία μας στη συνέλευση της κατάληψης έτσι ώστε μέσα από την ανοιχτή διαδικασία να προβάλλουμε τις ενστάσεις μας αποσκοπώντας σε μια διαλεκτική εξισορρόπηση των αντίθετων θέσεων (αντιθέσεων).

Η “παρέμβαση” στη κατάληψη και το τέλος της

Το πρωί της Πέμπτης δημοσιεύεται το κάλεσμα της Ταξικής Αντεπίθεσης [5], το οποίο παρότι κι αυτό διαφωνεί με την κατάληψη, εντούτοις κινείται σε μια λογική πολιτικής απομόνωσης και συκοφάντησης προλειαίνοντας το έδαφος μιας κατασταλτικής επέμβασης. Με μια φρασεολογία που παραπέμπει στα σταλινικά πρότυπα προπαγάνδας, εξισώνουν τους καταληψίες με τους ακροδεξιούς, χουντικούς δολοφόνους της ΕΚΟΦ εντελώς ανυπόστατα, μιλώντας και πράττοντας βάσει μιας λογικής η οποία προστάζει πως όποιος διαφοροποιείται πολιτικά αποτελεί εχθρό του κινήματος και θα εκδιωχθεί από αυτό. Παρενθετικά, η απόπειρα εξαφάνισης των καταληψιών του πολυτεχνείου από την κινηματική πραγματικότητα («περίπου 15 άτομα, που καμία σχέση δεν έχουν με το ανταγωνιστικό κίνημα και τις διαδικασίες του»), δυστυχώς αξιοποιήθηκε σε ένα βαθμό από το κράτος όσον αφορά την εκκένωση της Gare. Τα συστημικά ΜΜΕ ανάπτυξαν τη θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δύο αναρχικοί χώροι – οι “ιδεολόγοι” και οι “μπαχαλάκηδες” – ενδύοντας την κατασταλτική επίθεση σαν προσπάθεια του κράτους “να καθαρίσει τον αναρχικό χώρο από μια εγκληματική συμμορία που λυμαίνεται τις δομές του”. Στις αναφορές της Τ.Α, είναι ξεκάθαρη η λογική της πολιτικής πρωτοπορίας που μπορεί να αποφασίζει ποιος ανήκει στο ανταγωνιστικό κίνημα και ποιος όχι, ποιος λειτουργεί προωθητικά και ποιος αποτελεί τροχοπέδη και συνεπώς πρέπει να κατασταλεί. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο κείμενο της Τ.Α δεν βρίσκεται ούτε μια φράση σχετικά με την απονοηματοδότηση της εξέγερσης από τις αριστερές γκρούπες ή ακόμα περισσότερο με την νοηματοδότηση του πολυτεχνείου σαν φιέστα της αστικής δημοκρατίας από το επίσημο κράτος. Αποκορύφωμα είναι η υπόνοια για την αντιμετώπιση των καταληψιών «αν χρειαστεί», με τρόπους και πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς ενάντια στους φασίστες. Έτσι η Τ.Α. υιοθετώντας μια στρεβλή αφήγηση των συμβάντων, καταλήγει να πράττει ανάλογα με τις υποτιθέμενες διαθέσεις της κοινής γνώμης. Συμπερασματικά λοιπόν, αυτό που περιφρουρήθηκε από την Τ.Α είναι στην ουσία η διατήρηση της κανονικότητας και ο εορτασμός του Πολυτεχνείου ως μια δημοκρατική φιέστα ενώ ταυτόχρονα η δράση της λειτούργησε ενισχυτικά στο κάλεσμα αριστερών και κομματικών μηχανισμών [6] ανοίγοντας τους κυριολεκτικά το δρόμο. Στο κάλεσμα της, ανταποκρίθηκαν ορισμένες αναρχικές συλλογικότητες και ατομικότητες καθώς και μέλη αριστερών οργανώσεων που συμμετείχαν ατομικά.

Στις τέσσερις το μεσημέρι ένα πλήθος τουλάχιστον 150 ατόμων επεμβαίνει στο κτήριο και ουσιαστικά εξασφαλίζει την είσοδο των αριστερών οργανώσεων στον χώρο του πολυτεχνείου μαζί με τις οποίες στην συνέχεια πραγματοποιεί συζήτηση σχετικά με τα γεγονότα. Εν τέλει, οι οργανωμένες περιφρουρήσεις των ΕΑΑΚ και κάποιων άλλων πολιτικών κομματιδίων εισέρχονται τελικά από τη Στουρνάρη, κάτω από αποδοκιμασίες μελών της κατάληψης αλλά και άλλων αναρχικών συντρόφων. Σημαντική λεπτομέρεια εδώ, είναι ότι τα μέλη του security team διατηρούν την τάξη στην πόρτα και μπαίνουν στη μέση σε κάποιες ελάχιστες αψιμαχίες που σημειώνονται. Μερικές ώρες αργότερα, πραγματοποιείται η συζήτηση που έχει καλέσει η Ταξική Αντεπίθεση με κοινή συμμετοχή τμήματος του α/α χώρου και αριστερών οργανώσεων και κομμάτων, κατά την οποία οι ομιλητές επιδίδονται σε αυτοαναφορικές συγχαρητήριες τοποθετήσεις, ενώ ταυτόχρονα αναρχικοί σύντροφοι τοποθετούνται είτε ατομικά είτε συλλογικά και κάποιοι από αυτούς αποχωρούν, μη επιθυμώντας οποιαδήποτε συνδιαλλαγή με αριστερούς.

*

Αναζητώντας τις βαθύτερες αιτίες των ενδοκινηματικών αντιφάσεων δεν γίνεται να μην σταθούμε και στο ζήτημα των υποκειμένων, τόσο αυτών που οριοθετούν πολιτικά τις δύο αντιμαχόμενες κινήσεις, όσο και των υποκειμένων στα οποία αυτές απευθύνονται. Το διαρκές κάλεσμα της εξέγερσης από την μία και η επίκληση του «λαού» και του κοινωνικού κινήματος – της αγωνιζόμενης δηλαδή έκφρασης του – από την άλλη, αλλάζουν τους όρους και τοποθετούν το ζήτημα, ως ζήτημα ταυτοτήτων. Πέρα όμως και από τις ταυτότητες, εμφανίζεται αναπόφευκτα η σημαντική και ουσιώδης διαφοροποίηση: η μια πλευρά αναγνωρίζει στο υποπρολεταριάτο τον κατάλληλο πυροκροτητή κοινωνικών εκρήξεων, ενώ η άλλη προσπαθεί να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στην αναρχία και σε κομματίδια της αριστεράς στα πλαίσια ενός υποτιθέμενου κοινού κινήματος, αποκρύπτοντας τις γνωστές ουσιώδεις πολιτικές διαφορές. Διαφορές οι οποίες δεν είναι λεπτομερειακού επιπέδου, αλλά δομικές και έχουν να κάνουν με τον επιδιωκόμενο τρόπο κοινωνικής οργάνωσης.

*

Στους λόγους για τους οποίους καταλήξαμε στα γεγονότα της 16/11, στο σπάσιμο δηλαδή της κατάληψης θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και την αδυναμία εξεύρεσης κινηματικής λύσης. Αυτή η αδυναμία αποδίδεται αναμφίβολα στον κατακερματισμό του α/α χώρου – είναι χαρακτηριστικό ότι στην κατηγορία απέναντι στους καταληψίες, για ποιό λόγο δεν καλούσαν ανοιχτή διαδικασία για να προετοιμαστεί καλύτερα η κατάληψη, εκείνοι απάντησαν δικαίως ότι δεν θα παρευρίσκονταν κανένας. Παράλληλα, το μερίδιο της ευθύνης των συγκεκριμένων συντρόφων για αυτόν ακριβώς τον κατακερματισμό που στηλιτεύουν είναι δεδομένο, όπως αντίστοιχα για τον καθένα/καθεμία από εμάς που συμμετέχουν στον α/α χώρο. Συνεπώς, η ολοκληρωτική απουσία κεντρικών δομών που θα μπορούσαν να παίξουν οποιοδήποτε ρόλο ήταν καταλυτική με αποτέλεσμα το βάρος να πέσει στις πλάτες ατομικοτήτων που αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην συνέλευση της κατάληψης και εκεί να δηλώσουν ξεκάθαρα την διαφωνία τους με τα περιεχόμενα και τις επιλογές των καταληψιών. Στον αντίποδα, η εξέλιξη των πραγμάτων θέτει και το ερώτημα που περιμένει απάντηση: μέχρι πού μπορεί μια πολιτική ομάδα/συλλογικότητα να παρεμβαίνει σε δράσεις και επιλογές άλλων πολιτικών ομαδοποιήσεων και αντίστροφα;

Η περίοδος σκληρής καταστολής των πρώτων μνημονιακών χρόνων και οι μέρες αφομοίωσης μέσω της αριστερής διαχείρισης της εξουσίας που την διαδέχτηκαν, οδήγησαν ένα κομμάτι αγωνιστών μακριά από τις κεντρικές διαδικασίες. Αντίστροφα η αναγωγή των Εξαρχείων στο κυρίαρχο πεδίο δράσης και οι πολιτικοί ηγεμονισμοί ανάμεσα σε διαφορετικές τάσεις, που οξύνονται τώρα που το ακροατήριο είναι μικρό, είναι δυσεπίλυτα προβλήματα που έχουν σαφέστατα άμεσα σύνδεση με τα γεγονότα που περιγράφονται. Από τα προηγούμενα δεδομένα προκύπτει και η τοποθέτηση όσων συνυπογράφουμε αυτό το κείμενο, ενώ δυστυχώς οι συνθήκες δεν ευνοούν την οικοδόμηση μιας συνολικής συνεκτικής αφήγησης που να ξεπερνάει τις δύο εκατέρωθεν πολιτικές στρατηγικές. Η συγγραφή αυτού του κειμένου, ωστόσο, δεν προκύπτει από κάποια αναγκαιότητα έκφρασης μιας συμφιλιωτικής αντίληψης, ενός κακώς εννοούμενο “όλοι μαζί”, αλλά σαν ανάγκη κατάδειξης και ξεπεράσματος των δύο συγκρουόμενων αντιλήψεων και των λογικών που εισάγουν στον α/α χώρο.

*

Είναι δεδομένο ότι η περίοδος που διανύουμε είναι κομβικής σημασίας για τις προοπτικές του α/α χώρου, των ομάδων και συνολικότερα των δομών που αυτός εμπεριέχει. Η αδυναμία να αρθρωθεί και να γειωθεί συνολικός αντικρατικός λόγος τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης, να δομηθεί δηλαδή μια πολιτική και στρατηγική πρόταση για το πώς μπορεί να οργανωθεί η κοινωνία χωρίς εξουσία, ακόμα και όταν υπήρχαν κοινωνικές αναταραχές και συνεπώς μεγαλύτερη δυνατότητα κοινωνικής παρέμβασης, οδήγησε ένα πλήθος αγωνιστών/στριών στις εύκολες λύσεις: ένα τμήμα εμμένει στην αναζήτηση της εξέγερσης ως αυταπόδεικτη λύση και απάντηση σε όλα τα πολιτικά ερωτήματα, ενώ άλλα τμήματα καταφεύγουν στα μαρξιστικά και λενινιστικά εγχειρίδια, ως έτοιμη λύση. Ένα σύνολο παραγόντων, σε συνδυασμό με τις δικές μας ελλείψεις και ανεπάρκειες ταΐζουν την αποστασιοποίηση, τις λογικές ισχύος, πρωτοπορίας και εν τέλει εξουσίας στο εσωτερικό μας. Σκοπός και χρέος μας είναι να βρούμε αυτές ακριβώς τις απαραίτητες απαντήσεις, χωρίς δογματικές αγκυλώσεις, αλλά ούτε αξιακές και πολιτικές στρεβλώσεις, καθώς και τις δομές που θα τις υλοποιήσουν.

Δεν διεκδικούμε πρωτεία πολιτικής καθαρότητας, ούτε αξιώνουμε για τους ευατούς μας τον ρόλο του κριτή ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις του κινήματος. Σκοπός μας δεν είναι να κουνήσουμε επιδεικτικά το δάχτυλο σε ανθρώπους και ομάδες που έπραξαν έξω από τα δικά μας πολιτικά κριτήρια σε ένα πλαίσιο σωστού και λάθους. Άλλωστε η ίδια η φύση του σωστού και του λάθους σε έναν πολιτικό αγώνα φέρει μια βαθιά υποκειμενικότητα και ως εκ τούτου μια ανάλυση σε αυτή την κατεύθυνση θα ήταν εκ προοιμίου άτοπη και άκαιρη. Η τοποθέτηση αυτή είναι για εμάς μια ευκαιρία να ανοίξει ένας πολιτικός διάλογος στο εσωτερικό του κινήματος και ει δυνατόν να βρεθούν κάποιες απαντήσεις/λύσεις στις χρόνιες παθογένειες που δυστυχώς χαρακτηρίζουν τον ριζοσπαστικό/ανατρεπτικό χώρο. Για μας ο δρόμος προς την διαλεκτική ενότητα (που καλώς ή κακώς είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να αξιώνουμε χαρακτηριστικά κινήματος) περνάει μέσα από την οργάνωση και την θεωρητική εξέλιξη κάθε ατόμου, πολιτικής ομάδας και συλλογικότητας. Καταθέτουμε την άποψή μας λοιπόν εκθέτοντας και τους εαυτούς μας στην σφαίρα του διαλόγου αυτού που θεωρούμε απαραίτητο να ανοίξει. Σε μία εποχή που το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα φαίνεται να ακολουθεί την πορεία των ευρωπαικών κινημάτων στις δεκαετίες του 70′-80′ είναι χρέος μας να δώσουμε έναν παράλληλο και πολύπλευρο αγώνα, όχι μόνο ενάντια σε κράτος και εξουσία, αλλά και με τους ίδιους τους εαυτούς μας. Έναν αγώνα να ξεπεράσουμε αγκυλώσεις, εξουσιαστικές νοοτροπίες, δογματισμούς και λογικές ανάθεσης, έναν αγώνα για οργάνωση του χώρου μας στη κατεύθυνση ενός δυναμικού κινήματος, έναν αγώνα διάχυσης εκ νέου των προταγμάτων μας μακριά από στρεβλές αντανακλάσεις εξουσιαστικών ιδεολογημάτων. Έναν αγώνα για την αναρχία, με την αναρχία για πυξίδα.

Πρωτοβουλία αναρχικών/αντιεξουσιαστών

[1] https://athens.indymedia.org/post/1580023/
[2] https://athens.indymedia.org/post/1580020/
[3] https://athens.indymedia.org/post/1580051/
[4] https://athens.indymedia.org/post/1580424/
[5] https://athens.indymedia.org/post/1580079/
[6] http://www.alfavita.gr/arthron/koinonia/koini-dilosi-organoseon-ohi-ston-apokleismo-toy-polytehneioy-kai-sti-akyrosi-toy

Το κείμενο σε pdf 17Ν-2017

ΛΙΓΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΜΠΑΤΣΟΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΙΣ 29/6

 Εδώ και κάποιες μέρες δημοσιοποιήθηκε η πρόθεση των μπάτσων της π.ο.ασ.υ. για πραγματοποίηση εκδήλωσης στην πλατεία εξαρχείων, με θέμα “ανοιχτές κι ελεύθερες πόλεις” και αναφέρει πως είναι “ενάντια σε κάθε μορφή βίας και αυταρχισμού”.

 Η έκπληξή μας για την απόφαση τους αυτή, θα έπρεπε να είναι τόση όση και για το ότι ο ήλιος ανατέλλει το πρωί. Ως φυσική συνέχεια ενός κλίματος “δημοκρατικής λαϊκής αγανάκτησης” για τα φαινόμενα βίας στην περιοχή, καθώς και των καλεσμάτων του Τόσκα σε “φορείς και συλλογικότητες της περιοχής”, εδραιώνει επικοινωνιακά την “ηθική” νομιμοποίηση της διαρκούς -και με λυμμένα χέρια-παρουσίας μπάτσων στα εξάρχεια.

 Αποτελεί όμως κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό επικοινωνιακό παιχνίδι. Πέρα από λογικές μιας ιδιότυπης “φετιχοποίησης” των εξαρχείων από πλευράς μας, έχει σημασία να μπορέσουμε να ..δούμε με τα μάτια του εχθρού, προσπαθώντας να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε βαθύτερα. Φυσικά τα διαφορετικά σκεπτικά και αναλύσεις μας ως α/α, οδηγούν σε διαφορετικές ερμηνείες και εκτιμήσεις-άρα εν μέρει και διαφορετικές επιλογές δράσης, κάτι που έχει γίνει σαφές όλο αυτό το διάστημα. Υπάρχουν επιλογές που ανεξαρτήτως πρόθεσης δεν βοήθησαν να ξεκαθαριστεί μια και καλή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ.. ημών και της ποικίλων μορφών αυλικών του σύριζα. Κι αυτό δε θα φαινόταν εύκολα παρά με τον καιρό, κάτι που τώρα πλέον γίνεται σε όλο και πιο πολύ κόσμο ορατό.

 Η εκδήλωση αυτή λοιπόν των ένστολων δολοφόνων, είτε ακυρωθεί απ το κράτος είτε όχι, ΔΕΝ πρέπει να γίνει. Όχι λόγω μιας ανυπομονησίας για ..μπάχαλα, όχι λόγω υπερεκτίμησης της σημασίας της ή των δυνατοτήτων μας, αλλά επειδή η θιγμένη μας αξιοπρέπεια αντιδρά.

 Αντιδρά επειδή έχουμε Μνήμη. Επειδή δεν ξεχνάμε τους δολοφονημένους από μπάτσους στα εξάρχεια αδερφούς μας Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο και Μιχάλη Καλτεζά. Δεν ξεχνάμε τις επιδρομές των μπάτσων και τα όργια καταστολής με κάθε κυβέρνηση. Δεν ξεχνάμε τους “φίλα προσκείμενους” συριζαίους και τη μάσκα αληλεγγύης τους που έκρυβε το άθλιο πραγματικό τους πρόσωπο για κάποιο κόσμο, ούτε και το ρόλο των κεκαλυμμένων παρατρεχάμενών τους.

 Αντιδρά επίσης, επειδή θέλουμε και θα έχουμε προοπτική. Προοπτική πολύμορφων δράσεων, για τη διάχυση του αναρχικού λόγου και πρακτικών. Για την εδραίωση του φυσικού δικαιώματος να ζούμε και να κινούμαστε ελεύθερα όπου όπως και όταν το επιθυμούμε εμείς και όχι οποιαδήποτε κρατική ή άλλη εξουσία.

 Έτσι λοιπόν απλώνουμε ένα χέρι αλληλεγγύης σε κάθε άτομο ή ομάδα, σε κάθε σύντροφο και συντρόφισσα, στα εξάρχεια ή οπουδήποτε που επιλέγει τη μάχη των οδοφραγμάτων στον καθημερινό κι αδιαπραγμάτευτο αγώνα μας ενάντια στο κράτος, τους μπάτσους και σε ό,τι πρεσβεύουν.

 ΕΞΩ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΑΠ ΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ ΚΙ ΑΠ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ.

 A-politiko.

Καταστροφή και γλώσσα, του Alfredo Bonanno

[μεταφραση: aixmi]

αναδημοσίευση από: https://artbloggr.wordpress.com/2015/10/04/1058/

(…) Η δομή της κυριαρχίας, οι όροι της σύγκρουσης και η σύνθεση της εκμεταλλευόμενης τάξης έχουν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό ώστε μια επιχείρηση όπως «η κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων» με τη μαρξιστική έννοια ή μια απελευθέρωση από τα κάτω με τtumblr_n1996knoae1sgw0cbo1_500ην αναρχική έννοια έχουν γίνει εντελώς αδιανόητες. Αυτές οι δύο προσπάθειες είναι αντιθετικές, αλλά μοιράζονται την ιδέα της κατάληψης των μέσων παραγωγής και της παράδοσής τους στα χέρια των αντιπροσώπων της εκμεταλλευόμενης τάξης που θα οργανώσει την απελευθερωμένη κοινωνία. Τότε τί απομένει;

Αυτό που απομένει είναι η καταστροφική επίθεση… και αυτό είναι ένα πολύ διφορούμενο σημείο… Τί σημαίνει καταστροφή; Τί σημαίνει να καταστρέφεις έναν πυλώνα, όταν εκατό χιλιάδες, ίσως ένα εκατομμύριο από αυτούς είναι ακόμα όρθιοι; Ποιά είναι η σημασία της;

Νομίζω πως θα πρέπει να σκεφτούμε για λίγο, να κάνουμε ένα βήμα πίσω. Καθένας από μας έχει φτιάξει μια θετική και μια αρνητική αντίληψη της πραγματικότητας μέσα του. Ζούμε σε ένα πλαίσιο που λαμβάνουμε σαν πραγματικό (εκτός αν αποδεχόμαστε την ιδέα της πεταλούδας και του ονείρου), πραγματικό και θετικό, δηλαδή, αντίστοιχο με μια εποικοδομητική διάσταση προμηθευμένη με χαρακτηριστικά που εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου, και που ορίζουμε την εξέλιξη αυτή σαν ιστορία. Από την ομίχλη ενός υποθετικού αρνητικού σκοταδισμού, μεσαίωνα, έχουμε φτάσει στο σύγχρονο πολιτισμό. Τώρα υπάρχει η πενικιλίνη, και οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν πλέον από την πανώλη ή ακόμη από την ελονοσία, τουλάχιστον εντός ορισμένων ορίων, δεδομένου ότι εξακολουθούν να υπάρχουν μέρη στον πλανήτη όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν από αυτά τα πράγματα.

Έτσι, μέσα μας, δίνουμε μια θετική αξία στην εποικοδομητική διάσταση, δεδομένου ότι είμαστε ένας οργανισμός (ακόμη και από βιολογική άποψη) και φοβόμαστε το θάνατο σαν την ακραία ιδέα της καταστροφής. Νομίζουμε ότι η ζωή μας είναι μια συσσώρευση θετικών. Είμαστε μωρά, μεγαλώνουμε, γινόμαστε πιο δυνατοί, γινόμαστε ενήλικες, μετά ηλικιωμένοι, και μετά πεθαίνουμε. Το τελευταίο πάντα μετατίθεται στο μέλλον, αλλά κατά τη διάρκεια της ζωής μας θέλουμε μόνο να αποκτήσουμε… αναγνώριση (αλλά όχι ακίνητη περιουσία, δεδομένου ότι ως αναρχικοί και επαναστάτες δεν κατέχουμε ιδιοκτησία). Αλλά αυτό δεν είναι εκείνο που θέλουμε να κάνουμε. Από τη στιγμή που σκεφτόμαστε την ανάπτυξη και την απόκτηση ως θετικές, θεωρούμε την ποσότητα θετική. Με άλλα λόγια, αν ξέρουμε τρεις γλώσσες, θεωρούμε τους εαυτούς μας καλύτερους από κάποιον που ξέρει μόνο μία ή δύο. Δεν συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει μια λειτουργιστική υπόθεση, μια υλιστική υπόθεση, σε όλα αυτά. Υπάρχουν υπολείμματα της παλιάς αυτής διαδικασίας του 18ου αιώνα η οποία νόμιζε ότι με την επιδίωξη αυτού που είναι χρήσιμο στο επιμέρους άτομο αυξάνεται συνολικά εκείνο που είναι χρήσιμο στην ανθρωπότητα. Αυτή είναι η πιο αισχρή ιδέα που είχε πολλές αρνητικές συνέπειες. Τί συμβαίνει όταν θεωρούμε την ποσότητα, την καθημερινή ποσότητα, σαν την ποιότητα της ζωής μας;

Στην αγωνιώδη επιθυμία να έχουμε κάτι στην κατοχή μας, έχουμε χάσει κάτι ώστε να είμαστε κάποιοι, έχουμε χάσει την ποιότητα του να είμαστε κάποιοι, και δεν είμαστε πλέον σε θέση να διακρίνουμε αυτή την πραγματικότητά μας, αυτό το πράγμα για το οποίο αξίζει τον κόπο να ζει κανείς.

Εδώ βρίσκεται ο λόγος που φοβόμαστε την καταστροφή: Πρώτον, διότι μας θυμίζει το θάνατο. Δεύτερον, διότι μας θυμίζει την άρνηση της λειτουργικότητας. Εκείνος που καταστρέφει δεν είναι λειτουργικός σε τίποτα.

Δεν είναι, στην πραγματικότητα, αλήθεια — τουλάχιστον όχι εντελώς — ότι καταστρέφοντας έναν πυλώνα προκαλείται πραγματική ζημιά στα συμφέροντα της ENEL (η ιταλική ενεργειακή εταιρία). Δεν υπάρχει εξίσωση με την οποία «ένας λιγότερος πυλώνας» ισούται με «μια μεγαλύτερη ζημιά στην ENEL.» Μια απόλυτη σχέση αυτού του είδους δεν υπάρχει, και όποιος προσπαθεί να αποδείξει μια τέτοια εξίσωση λέει ανοησίες. Γιατί λοιπόν φοβόμαστε την καταστροφή; Φοβόμαστε κάτι μέσα μας, όχι κάτι έξω από μας. Μπορούμε να κατανοήσουμε την ποσότητα, την ανάπτυξη και την απόκτηση μέσω της λογικής. Μπορούμε να κατανοήσουμε την κριτική όλων αυτών μέσω της λογικής, που οδηγεί στην αδύναμη σκέψη που ανέφερα προηγουμένως, στην αβεβαιότητα, την αμφιβολία, κλπ. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την καταστροφή μέσω της λογικής, διότι το να κατανοήσουμε την ιδέα της καταστροφής στην πιο ριζοσπαστική της έννοια, καθένας από μας θα έπρεπε να έχει μια αίσθηση αποστροφής για την προσβεβλημένη αξιοπρέπειά μας, προκειμένου να κατανοήσουμε τη σημασία της καταστροφής, ο καθένας μας θα έπρεπε να εμπλακεί σε προσωπικό επίπεδο.

Δεν μπορούμε να καταστρέψουμε κάτι αν δεν είμαστε πρόθυμοι να καταστρέψουμε τον εαυτό μας τη στιγμή που καταστρέφουμε αυτό το πράγμα. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι η ιδέα της συμμετοχής στην καταστροφική πράξη. Μπορούμε να διαχωρίσουμε την άπληστη, εποικοδομητική πράξη από τον εαυτό μας και να πούμε: «Κοιτάξτε, έχω ένα σπίτι και μια βιβλιοθήκη 10.000 τόμων», αλλά δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την ιδέα της καταστροφής από τους εαυτούς μας. Με άλλα λόγια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα για να αναδείξουμε την άπληστη ιδέα, το σπίτι, τα βιβλία, τον πολιτισμό, την ανάπτυξη, τις τρεις γλώσσες που έχουμε μάθει, αλλά δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα για να διευκρινίσουμε το πρόβλημα της καταστροφής. Οι λέξεις μου δεν έχουν κανένα νόημα. Αυτός είναι ο λόγος που πέφτουν βροχή στα κεφάλια σας σαν να στερούνται νοήματος, διότι το να μιλάς για καταστροφή δεν έχει κανένα νόημα παρά μόνον μέσω μιας άλλου είδους γλώσσας. Αυτό το άλλο είδος γλώσσας… δεν αποτελείται απλώς από λέξεις, αλλά από αυτόν τον εξαιρετικά πολύπλοκο συνδυασμό που πραγματώνεται μεταξύ θεωρίας και πράξης. Η ολότητα του καθενός μας, της ανθρώπινης ύπαρξής μας, η βαθύτερη ουσία του σώματός μας και της σκέψης μας, είναι η συνύπαρξη θεωρίας και πράξης, όχι μόνο το ρίσκο, αλλά επίσης η επιθυμία, η ευχαρίστηση, η λαχτάρα να ζήσουμε τη ζωή μας ολοκληρωμένα, αυτό είναι μια διαφορετική γλώσσα. Και δεν είναι μια γλώσσα που μπορεί να ταξινομηθεί σε λέξεις…

…Η καταστροφή δεν είναι μια μεταφυσική ιδέα. H καταστροφή έγκειται στο να πας σε ένα μέρος και να καταστρέψεις κάτι, αλλά η διαδικασία που μπορεί να μας επιτρέψει να πραγματοποιήσουμε αυτή την ενέργεια είναι μια διαδικασία που πρέπει να μας εμπλέξει στο σύνολό μας, ως ολοκληρωμένες ανθρώπινες υπάρξεις, όπως οι άνδρες και οι γυναίκες είναι ικανοί να εκφράζουν τους εαυτούς τους με πληρότητα, όχι στο διαχωρισμό που θέλει να μας διακρίνει από αυτό που έχουμε αποκτήσει, από αυτό που γνωρίζουμε, από αυτό που κατέχουμε, όχι σε αυτό το διαχωρισμό, διότι η γλώσσα των λέξεων κυριαρχεί σε αυτό τον διαχωρισμό. Και αυτή είναι μια γλώσσα που υπαγορεύεται από την ορθολογικότητα αιώνων καταπίεσης, εν ολίγοις, την Καρτεσιανή γλώσσα εκείνων που κατασκευάζουν φυλακές, βασανιστήρια, ανακρίσεις· τη γλώσσα των ιερέων, των Φραγκισκανών, των Δομηνικανών που έστειλαν τον Τζορντάνο Μπρούνο στην πυρά στην Campo di Fiori. Όμως στην καταστροφή άλλη γλώσσα επικρατεί, στην καταστροφή άλλη γλώσσα είναι απαραίτητη.

Στην καταστροφή, η γλώσσα της γενναιοδωρίας, της απογύμνωσης, η γλώσσα του μύθου, του Διονύσου, ανθεί. Ο Διόνυσος είναι ο θεός της παραδοξότητας, ο θεός που έρχεται σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα, που διεισδύει μέσα μας. Ο Διόνυσος είναι ο θεός των γυναικών, όχι των ανδρών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η ιδέα της καταστροφής είναι πιο κατανοητή στις γυναίκες παρά στους άνδρες που είναι πολύ πιο φοβισμένοι από τις γυναίκες.

Γιατί η ιδέα της καταστροφής συνδέεται με το Διόνυσο, το θεό που ήρθε μέσα στη νύχτα σαν κλέφτης, ο θεός που δεν είχε μέρος λατρείας αλλά ήταν ένας ξένος παντού και παντού διείσδυε στη λατρεία άλλων θεών; Επειδή η λατρεία του Διονύσου βασίζεται κυρίως στην καταστροφή, μάλιστα, στο σκίσιμο σε κομμάτια (σπαραγμός) του εχθρού. Το θύμα είναι διαμελισμένο, συντριμμένο, σπασμένο, και αυτή είναι η αποτελεσματική σημασία της καταστροφής, στην οποία βλέπουμε τη διονυσιακή συμμετοχή στην πρωτογενή πράξη της ριζικής καταστροφής του εχθρού στη βαθύτερη ρίζα της. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με ποσοτική επίθεση.

Για πρώτη φορά, μπαίνουμε σε μια σειρά προβλημάτων που είναι διαφορετικά, που δεν έχουν καμία σχέση με την παραδοσιακή κριτική του κόμματος, του συνδικάτου, κλπ. Φυσικά, όταν μιλάμε για καταστροφή, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα επικίνδυνο ναρκοπέδιο στο οποίο υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις, η συζήτηση θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Αυτός είναι ο λόγος που θέλω να τελειώσω λέγοντας ότι η ιδέα της καταστροφής είναι εκφράσιμη μέσα από το σύνολο του προσώπου που την πραγματώνει με πράξεις, και τη στιγμή που την πραγματώνει στην πράξη, είναι μια θεωρία, η δυνατότητα να γίνει κατανοητή από τους άλλους. Σε αντίθεση με την εποικοδομητική ιδέα, η οποία μπορεί να διαχωριστεί από αυτόν που την πραγματοποιεί, που μπορεί έπειτα να είναι πολύ καλός στο να μιλάει για τα προβλήματα που σχετίζονται με την κατασκευή, και ούτω καθεξής.

…Θέλω να γίνω πλήρως κατανοητός στο ότι δεν υπάρχει μόνο η γλώσσα των λέξεων που όλοι μας γνωρίζουμε, αλλά επίσης άλλες δυνατότητες για επικοινωνία. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο καθένας από μας έχει τη δική του γλώσσα. Γι’ αυτό, όταν καταλάβουμε τι είναι η καταστροφή, όταν αντιληφθούμε ότι δεν πρόκειται μόνο για σπάσιμο υπολογιστών, όταν γινόμαστε γνώστες του ότι αυτό είναι μόνο η παιχνιδιάρικη άποψη του προβλήματος, αλλά ότι υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να μελετήσουμε, κάτι που εμπλέκει εμάς προσωπικά στις βαθύτερες ρίζες μας, και ότι αυτό έχει την αρχική του ώθηση σε εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας που αναφέρεται στην πληγωμένη αξιοπρέπεια που σίγουρα γνωρίζουμε, διότι αλλιώς δεν θα ήμασταν εδώ, δεν θα είμασταν καν ένας από τους συντρόφους, τότε κατέχουμε ήδη την καταστροφική γλώσσα, μπορούμε να αρχίσουμε να γινόμαστε καταστροφικοί.

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί γιατί αηδιάζετε όταν βλέπετε ένα φασίστα; Είναι ένας άνθρωπος, όπως εσείς, όπως εγώ. Ή μάλλον, αφού οι φασίστες είναι μερικές φορές ακόμα και όμορφοι νέοι άνδρες και γυναίκες, γιατί σας κάνουν να αηδιάζετε; Γιατί η αστυνομία σας αηδιάζει; Επειδή είναι επικίνδυνοι; Γι’ αυτά που λένε; Όχι. Αυτό είναι κάτι που δεν είναι πλήρως κατανοητό. Όταν είμαι στη φυλακή, το χειρότερο πράγμα που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου είναι ο άνθρωπος με τη στολή. Γι’ αυτό κλείνω την πόρτα μου ώστε να αποφύγω να τους βλέπω, να αποφύγω να τους ακούω να μιλάνε. Μπορεί να λένε ακόμα έξυπνα πράγματα (πράγμα δύσκολο από μόνο του), αλλά υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να κατανοηθεί, κάτι που αηδιάζει.

Όταν μιλάμε για το πρόβλημα της καταστροφής, υπάρχει επίσης η αντίρρηση ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ του βάνδαλου που σπάει τα πάντα και του επαναστάτη που επιτίθεται ύστερα από μια ακριβή διαδικασία συλλογισμού. Το πρόβλημα παραμένει και δεν είναι εύκολα εντοπίσιμο. Μια «αντικειμενική» διαφορά μεταξύ της καταστροφικής επαναστατικής πράξης και της πράξης βανδαλισμού δεν μπορεί να καθοριστεί, δίχως να υπεισέλθουμε σε ορισμένες πολύ μεγάλες δυσκολίες. Δεν μπορούμε να επιδιώξουμε μια «αντικειμενική» διαφορά που να μας καθησυχάζει μια για πάντα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι σπάζοντας το βαν της αστυνομίας και καταστρέφοντας τον πυλώνα είναι επαναστατικές πράξεις από μόνες τους, ενώ μαλώνοντας στα γήπεδα είναι χουλιγκανισμός. Η γενναιοδωρία δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για το πώς ένας αποφασίζει τη διάκριση μεταξύ χουλιγκανισμού και επαναστατικής πράξης. Αν ήταν, για ακόμη μια φορά η λειτουργιστική υπόθεση θα ήταν εκεί, ο στόχος που θα είχε επιτευχθεί θα καταλάμβανε εξ’ ολοκλήρου το χώρο του συλλογισμού. Αν νομίζουμε ότι με την καταστροφή ενός πυλώνα της ENEL, χτυπάμε την καρδιά του κράτους, τότε είμαστε πραγματικά χαμένοι στο διάστημα, ακόμη και αν ήταν εκατοντάδες πυλώνες. Δεν είναι η μαθηματική λογική που μετράει.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η διαφορά που υπάρχει πρέπει να αναζητηθεί στην ατομική ωριμότητα των ανθρώπων που πραγματοποιούν αυτές τις πράξεις, στο τί αισθάνονται, τί επιθυμούν, και ακόμα τί είναι ικανοί να προβάλλουν πρακτικά, μετατρέποντας το όνειρο σε συγκεκριμένη δραστηριότητα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο χούλιγκαν βρίσκει κανείς, και αντιτάσσεται, μια περίεργη συσσώρευση συναισθημάτων. Υπάρχει η γενναιοδωρία της πράξης, η άγνοια, η ανικανότητα του βάνδαλου να αντιληφθεί τα στοιχεία που καθορίζουν την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Αλλά υπάρχει επίσης μια αίσθηση εξέγερσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η εξέγερση βρίσκεται σε προτεραιότητα, δεδομένου ότι συχνά στο χούλιγκαν, επικρατεί το ένστικτο της αγέλης. Δεν είναι, στην ουσία, αλήθεια ότι εκείνοι που μαλώνουν μεταξύ τους στα γήπεδα εξεγείρονται ατομικά. Είναι σχεδόν πάντα συνταγμένοι μέσω διαδικασιών συγκέντρωσης, χρηματοδοτούμενες από διάφορους συλλόγους, συγκεντρωμένοι μέσω των δομών της ομάδας, συμβόλων, συνθημάτων, υπολειμμάτων παλαιών ιδεολογιών, κλπ.

Ο σύντροφος που δρα επιτιθέμενος σε μια δομή του εχθρού, ενώ δεν θέλει να κάνει χρήση της ταυτότητας ενός καθαρά «αντικειμενικού» σχεδίου, ξεκινά από διαφορετικά κίνητρα, από μια πιο σύνθετη κοινωνική ωρίμανση. Αν, στην ατομική σφαίρα, ο χούλιγκαν δεν ξέρει πώς να περνάει ευχάριστα την Κυριακή, ο σύντροφος, αντίθετα, εμπλέκει ολόκληρη την ύπαρξή του επιτιθέμενος σε ένα στόχο. Εισερχόμενος στην καταστροφική διάσταση έρχεται σε ρήξη με την επίμονη παράδοση της ποσοτικής διάστασης, την ανάπτυξη και τη θεσμοθέτηση της ζωής που έχει συνταχθεί από άλλους. Αυτή είναι η διαφορά.

Κατά τη γνώμη μου, το κλειδί της εξήγησης βρίσκεται στις συμπεριφορές που έχουν μια υποκειμενική σπουδαιότητα, δίχως τέτοιες συμπεριφορές να εγκαταλείπονται, έτσι, στον ατομισμό, στη στοιχειώδη κατάσταση των ξεχωριστών στοιχείων δίχως συνοχή μεταξύ τους. Και είναι προφανές ότι φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε ότι είναι δυνατόν ένα μεμονωμένο κίνητρο να είναι ένα σημείο καμπής. Και φοβόμαστε διότι για εκατόν πενήντα χρόνια μας έχει επισημανθεί ότι δεν είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από το άτομο, αλλά από την τάξη, από αντικειμενική ανάλυση, από την ιστορία, από τους εσωτερικούς μηχανισμούς της ιστορίας, από αυτό το πράγμα που ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός. Δεν έχουμε απελευθερωθεί ακόμα από την κληρονομιά αυτή.

1996

Σημειώσεις: Κάτω από τον τίτλο Distruzione e linguaggio, το κείμενο αυτό πάρθηκε από μια σειρά τεσσάρων αυτο-διαχειριζόμενων ομιλιών που έλαβαν χώρα στη Σχολή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου La Sapienza στη Ρώμη από της 23 Φεβρουαρίου μέχρι και της 25 Μαρτίου 1996. Η σειρά των ομιλιών είχε τίτλο «Κυριαρχία και Εξέγερση στη Μετα-Βιομηχανική Κοινωνία: Εσωκλεισμένοι και Αποκλεισμένοι». Η μεταγραφή εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή στα Ιταλικά στο βιβλίο Dominio e rivolta (Κυριαρχία και Εξέγερση) από την Edizione Anarchismo, Κατάνια, Ιταλία, Δεκέμβριος 2000. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή στα Αγγλικά στο πρώτο (και μοναδικό μέχρι σήμερα) θέμα του Outsiders, δημοσιευμένο από τις Vagabond Publications (Όκλαντ) τον Ιανουάριο του 2009. Στα Ελληνικά κυκλοφορεί στο βιβλίο Κυριαρχία και Εξέγερση στη Μετα-Βιομηχανική Κοινωνία: Εσωκλεισμένοι και Αποκλεισμένοι από το Ελευθεριακό Ινστιτούτο Κοινωνικών Μελετών, Ιωάννινα, 2008.

ΠΗΓΗ-Άλφα στερητικό

Η επίθεση είναι η καλύτερη μορφή άμυνας. Γιόχαν Μοστ – 1884.

12921039_978755975545102_175467906_n

Εφόσον πιστεύουμε ότι η προπαγάνδα στην πράξη είναι χρήσιμη, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για οποιεσδήποτε επακόλουθες καταστάσεις αυτή αφορά.

Όλοι τώρα γνωρίζουν εμπειρικά πως, όσο πιο υψηλό το επίπεδο του στόχου που θα πυροβοληθεί ή ανατιναχτεί, και όσο πιο άψογα έρθει σε πέρας η ενέργεια, τόσο μεγαλύτερο και το προπαγανδιστικό αποτέλεσμα.

Οι βασικές προϋποθέσεις της επιτυχίας είναι η μεθοδική προετοιμασία, η εξαπάτηση του αντιπάλου και το ξεπέρασμα των όποιων εμποδίων παρουσιάζονται μεταξύ αυτού που είναι να επιτελέσει τη δράση και του εχθρού.

Τα έξοδα που προκύπτουν λόγω τέτοιων επιχειρήσεων, είναι κατά κανόνα αρκετά υψηλά. Στην ουσία, θα μπορούσε κανείς να φτάσει να πει ότι η πιθανότητα τέτοιων δράσεων να επιτύχουν συχνά εξαρτάται από το αν είναι διαθέσιμα τα απαραίτητα οικονομικά μέσα ώστε να ξεπεραστούν οι δυσκολίες. Στις μέρες μας , τα χρήματα ανοίγουν πόρτες που κανείς δε θα μπορούσε να σπάσει, με μια σιδερένια μπάρα. Ο πειστικός ήχος των κερμάτων τυφλώνει και χαζεύει τους ανθρώπους. Η ισχύς του τραπεζικού λογαριασμού υπερνικά κάθε διάταγμα.

Κάποιος που δεν έχει λεφτά, δεν μπορεί να πλασαριστεί στην “υψηλή κοινωνία” χωρείς να φανέι “ύποπτος”, χωρίς να μπει σε επιτήρηση και έιτε να συλληφθεί συνοπτικά είτε τουλάχιστον να προληφθεί με κάποιο τρόπο απ το να πραγματοποιήσει την επαναστατική του πρόθεση. Αντιθέτως, παρουσιάζοντας το νεαυτό του ως ελκυστικό και “διακεκριμένο”, ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να κυκλοφορεί ελύθερος και χωρίς να κινεί υποψίες, επιφέροντας πιθανώς την αποφασιστική έκρηξη, ή εκκινώντας μια κολασμένη μηχανή που απο πριν είχει κρυφτεί κατάλληλα σε κάποιο καλό κρησφύγετο.

Αν λοιπόν κάποιοι σύντροφοι εμπνευστούν από τέτοιες ιδέες, αν πάρουν την απόφαση να ρισκάρουν τις ζωές τους για να πραγματοποιήσουν μια επαναστατική δράση, και αν -συνειδητοποιώντας οτι η συνεισφορά των εργατών δεν είναι παρά μια σταγόνα στον ωκεανό- απαλλοτριώσουν τα μέσα που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση της πράξης, κατά τη γνώμη μας οι πράξεις τους είναι απόλυτα σωστές και καθόλου αφύσικες.

Για την ακρίβεια, είμαστε απόλυτα πεισμένοι ότι δεν υπάρχει καν η πιθανότητα να έρθουν σε πέρας αξιοσημέιωτες επιχειρήσεις, εκτός αν έχουν από πριν απαλλοτριωθεί τα απαραίτητα ποσά απο το στρατόπεδο του εχθρού.

Επομένως, οποιοσδήποτε που, ενώ εγκρίνει μια δράση ενάντια σε κάποιο αντιπρόσωπο της σύγχρονης “τάξης των κλεφτών” την ίδια στιγμή, απορρίπτει τον τρόπο με τον οποίο μαζεύονται τα χρήματα, είναι ένοχος για χοντροειδέστατη ασυνέπεια. Κανείς που να θεωρεί ότι η πράξη είναι από μόνη της σωστή δε νοείται να προσβάλει τον τρόπο με τον οποίο αποκτούνται τα απαραίτητα χρήματα, γιατί θα ήταν σαν κάποιος που γιορτάζει την ύπαρξή του να καταριέται τη γέννησή του. Ας μην ακούμε λοιπόν πια αυτές τς ηλίθιες κουβέντες περί “ηθικής αγανάκτησης” απέναντι στη “ληστεία” ή την “κλοπή” ˙ από τα στόματα των σοσιαλιστών, αυτό το είδος παρλαπίπας είναι πραγματικά η πιο ανόητη ηλιθιότητα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Αφού χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, ληστεύουν από τους εργάτες τα πάντα εκτός από τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση, αυτός που επιθυμεί να αναλάβει δράση προς το συμφέρον του προλεταριάτου ενάντια στους εχθρούς του, υποχρεούται να ανακατευτεί με τους προνομιούχους κλέφτες και ληστές προκειμένου να απαλλοτριώσει τουλάχιστον αυτά που μπορεί από όσα παρήξαν οι ίδοι οι εργάτες, και να τα χρησιμοποιήσει για τους κατάλληλους σκοπούς. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι κλοπή και ληστεία αυτό που αντιμετωπίζουμε, αλλά ακριβώς το αντίθετο.

Επομένως, αυτοί που καταδικάζουν τέτοιες επιχειρήσεις χρηματοδότησης στις οποίες αναφερόμαστε, είναι επίσης εναντίον των ατομικών επαναστατικών πράξεων˙ αυτοί που απεχθάνονται τέτοιες πράξεις είναι απόλυτα ασόβαροι, κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους όταν αυτοαποκαλούνται επαναστάτες, αποθαρρύνουν τους πιο δραστήριους και αφοσιωμένους πρωτοπόρους του προλεταριάτου, αντιμετωπίζουν το εργατικό κίνημα ως την ¨πόρνη τους”, και δεν είναι όταν τους δει κανείς καθαρά στο φως, τίποτα παρά προδότες και αχρείοι.

Επιπλέον, οποιαδήποτε “παράνομη” πράξη -είτε είναι απλά μια προπαρασκευαστική πράξη για κάποια άμεσα επαναστατική δράση είτε όχι- μπορεί εύκολα να επιφέρει απρόβλεπτες συνέπειες, οι οποίες από τη φύση τους συνηθίζουν να εμφανίζονται εν τω μέσω μιας κρίσιμης κατάστασης.

Προκύπτει λοιπόν από τα επιχειρήματά μας μέχρι τώρα, ότι αυτές οι δευτερεύουσες συνθήκες (τυχαίες συμπτώσεις) δεν μπορούν να αποκοπούν απ τις ίδιες τις πράξεις και να κριθούν με ειδικά κριτήρια.

Αν για παράδειγμα ένας επαναστάτης κατά τη διαδικασία διεκπεραίωσης μιας πράξης εκδίκησης ή κάτι αντίστοιχου, ή εξασφαλίζοντας τα μέσα για μια τέτοια πράξη (χρήματα, όπλα, δηλητήριο, εκρηκτικά κτλ) ξαφνικά βλέπει ότι κάποιος τον εμποδίζει, και αν αυτό τον θέτει σε πολύ σοβαρό κίνδυνο, τότε όχι απλά έχει το δικαίωμα, από τη συνήθη οπτική γωνιά της αυτοάμυνας και της αυτοσυντήρησης, να καταστρέψει οποιονδήποτε τον προδίδει με μια τέτοια παρέμβαση , αφού η άφιξη του όποιου ατόμου μπορεί να τον στείλει στη φυλακή ή την κρεμάλα, αλλά έχει και το καθήκον για χάρη του σκοπού για τον οποίο πολεμά, να βγάλει από το δρόμο του το απρόσκλητο σκουπίδι.

Σίντνεϋ Πάρκερ (1973) – Κάποιες σημειώσεις για τον αναρχισμό και τον προλεταριακό μύθο.

Λύσσα και συνείδηση αρνηση και βία να σπείρουμε το χάος και την αναρχία Ⓐ

Το ζήτημα του Αναρχισμού δεν είναι θέμα μιας μόνο τάξης, επομένως ούτε και της εργατικής τάξης, είναι ζήτημα κάθε ατόμου που θεωρεί ότι η προσωπική του ελευθερία έχει αξία..”

John Henry Mackay.

Oι αφέντες ποτέ δεν στερήθηκαν μια καλοσυνάτη και εργατική δύναμη, για να επαναφέρουν τους Φυγάδες. Ούτε και σήμερα τη στερούνται. Πείτε τους όπως θέλετε, συνηθισμένους ανθρώπους, μάζες, προλετάριους, είναι πάντοτε το πρώτο ανάμεσα σε άλλα μέσα συμμόρφωσης.

Paul Herr.

1

Για πολλά χρόνια, ο Τύπος και οι ιστορικοί συνέδεαν τον Αναρχισμό με ένα είδος αντιπολιτικού κρατικού σοσιαλισμού, βασισμένου στο μεσσιανικό ρόλο του “λαού” ή και των “εργατών”. Αυτήν την οπτική ενθάρρυναν και αρκετοί αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί, που στην ουσία είναι κολλεκτιβιστές που απεχθάνονται τον συγκεντρωτισμό. Παρά τις όποιες τροποποιήσεις επέβαλε η ίδια η πραγματικότητα στους πιο αδιάλλακτους λαϊκιστές, η ψευδαίσθηση επιμένει ακόμα όπως κάνουν συνήθως οι ψευδαισθήσεις.

Το πρώτο μέρος αυτού του δοκιμίου είναι αφιερωμένο σε μια κριτική της ψευδαίσθησης αυτής. Γιατί οι “μάζες” συνεχίζουν να μην ανταποκρίνονται στο “αναρχικό” μήνυμα; Ίσως επειδή αυτό απευθύνεται μόνο σε μια μειοψηφία; Κι αν ναι, τότε δε θα ήταν καλύτερα να προσαρμόσει κανείς αντίστοιχα τις απόψεις του;

Ένα σημαντικό στοιχείο του λαϊκίστικου μύθου, είναι η αντίληψη ότι κατά τη διάρκεια των ιστορικών επαναστάσεων, είναι ότι ο “λαός” ξεσηκώνεται ως ολότητα και ανατρέπει τους αφέντες του. Υποτίθεται ότι βρίσκονται ενστικτωδώς από την πλευρά της “ελευθερίας”. Αυτή η υπόθεση γίνεται επειδή ο εργάτης είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, γιατί υπόκειται στις επιθυμίες των αφεντικών του, επομένως πρέπει εξατίας αυτής της κατάστασής του να επιθυμεί να είναι “ελεύθερος” κι έτσι να ανταποκρίνεται ευκολότερα στις αναρχικές ιδέες απ’ ότι μέλη άλλων τάξεων.

Υποστηρικτικά ως προς το συλλογισμό αυτό, οι προλεταρικοί μυθολόγοι συλλέγουν με επιμέλεια δείγματα πληροφοριών σε σχέση με την “άμεση δράση των μαζών”. Μας λένε για τη μάυρη σημαία που ανέμιζε πάνω απο εργοστάσια κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, εκστασιάζονται όταν μιλούν για την εξέγερση του Βερολίνου το 1953, αυτή στην Ουγγαρία το 1956, ενθουσιάζονται με τις πρώτες μέρες του καθεστώτος Κάστρο στην Κούβα και τις μέρες του Μάη στο Παρίσι του 1968, πόσο μάλλον με την Παρισινή Κομμούνα, τη Μεξικανική, τη Σοβιετική και την Ισπανική επανάσταση. Αυτό που δεν ξεψαχνίζουν είναι τα πολύ πιο πολυάριθμα και επίμονα παραδείγματα των προλετάριων που υποστηρίζουν τους κυβερνώντες που τους ταϊζουν- που στελεχώνουν τη μεγάλη μάζα του προσωπικού φυλακών, αστυνομίας και στρατιωτικών υπηρεσιών, που είναι “πάντοτε το πρώτο ανάμεσα σε άλλα μέσα συμμόρφωσης” και που καταδιώκουν το ξεχωριστό άτομο κραυγάζοντας για κονφορμισμό.

Ένα από τα πιο βαριά φορτία που έχουν να κουβαλάνε οι αναρχικοί είναι αυτή η σύνδεση με την ανιαρή “εργατική” κουλτούρα αυτών των “συνηθσιμένων και προσγειωμένων” εκατομμυρίων, που έγιναν εθελοντικά το ποίμνιο των κηρύκων και των αφεντών τους δια μέσου των αιώνων. Οι προλεταριακοί μυθολόγοι μπορούν να πάνε όσο πίσω χρειαστεί στο παρελθόν για να βρουν παραδείγματα “άμεσης δράσης” και ”δημιουργικότητας” από πλευράς του “λαού”. Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν είναι να δείξουν πώς αυτά ποτέ υποκατέστησαν εξουσιαστικά συστήματα, ή ότι δεν έφεραν μέσα τους τους σπόρους νέων μορφών εξουσίας. Πράγματι, τα συντριπτικά ιστορικά στοιχεία υποστηρίζουν την προκλητική θέση του Έρικ Χόφφερ στο “Ο πραγματικός πιστός” ότι συνήθως οι μάζες παίρνουν αυτά που θέλουν από “επιτυχημένες” επαναστάσεις – ένας ισχυρός αφέντης – κι ότι οι μόνοι που απογοητεύτηκαν ήταν οι πνευματικοί τους πρόδρομοι (όταν αποδεκατίστηκαν). Υποστηρίζουν επίσης τα μελαγχολικά συμπεράσματα της Σάημον Γουέι στις συνδικαλιστικές μέρες της:

Μπορούν οι εργατικές οργανώσεις να δώσουν στο προλεταριάτο τη δύναμη που του λείπει; Η ίδια η πολυπλοκότητα του καπιταλιστικού συστήματος κι επακόλουθα των ζητημάτων που αναδεικνύει ο αγώνας που πρέπει να έρθει σε πέρας, φέρουν μέσα στην ίδια την καρδιά του κινήματος της εργατικής τάξης, τον υποτιμητικό διαχωρισμό της εργασίας σε χειρωνακτική και πνευματική. Ο αυθόρμητος αγώνας αποδείχτηκε σχεδόν πάντα αναποτελεσματικός και η οργανωμένη δράση σχεδόν αυτόματα αποκρύπτει ένα διαχειριστικό μηχανισμό ο οποίος αργά ή γρήγορα γίνεται καταπιεστικός.”

2

Θ’ αρνιόμουν την ύπαρξη της ταξικής πάλης λοιπόν; Όχι δεν το κάνω. Υπάρχει όμως αξιοσημείωτη σύγχυση ανάμεσα στο γεγονός της ταξικής πάλης και στη θεωρία της.

Το γεγονός είναι η αναντίρρητη ύπαρξη μιας σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ εργαζομένων κι εργοδοτών- είτε κρατικών είτε ιδιωτικών. Η αυνειδητοποίηση και η έκταση αυτής της σύγκρουσης δεν έιναι τόσο διαδεδομένες όσο οι κήρυκες του “ταξικού πολέμου” θα ήθελαν να πιστεύουν αυτοί και άλλοι διάφοροι, υπάρχει όμως και έχει κατά καιρούς καταλήξει σε βελτιωμένες συνθήκες για τους εργαζόμενους. Είναι τόσο φυσικό να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του κάποιος που ζει από το μισθό του, όσο είναι και το να υπερασπίζεται τα δικά του αυτός που πληρώνει το μισθό. Αυτό είναι γεγονός και μόνο ένας κουτός θα το αρνούνταν.

Από την άλλη, η θεωρία βασίζεται στην αναπόδεικτη πεποίθηση ότι αυτή η σύγκρουση θα ή και μπορεί να οδηγήσει σταδιακά στην κατάργηση της εκμετάλλευσης και την εγκατάσταση μιας αταξικής κοινωνίας. Είτε ως λογική βάση νοείται η Μαρξιστική οπτική μιας ιστορικής διαλεκτικής που ωθεί την ταξική πάλη ως την τελική κατάληξη όλων των συγκρούσεων στον κομμουνισμό, είτε η Μπακουνική/Κροποτκινική πίστη στην αυθόρμητη “δημιουργικότητα των μαζών”, έχει μικρή διαφορά ως προς τη βασική ιδέα ότι η ταξική πάλη είναι ο βασιλικός δρόμος προς την ουτοπία. Όσο και να τροποποιήθηκε από διάφορες αλλαγές και βελτιώσεις ή να καταπνίγηκε από επιστημονικές αρλούμπες, η θεωρία παραμένει μια εκλαϊκευμένη εκδοχή της μεσσιανικής αντίληψης περί έλευσης του “βασιλείου του παραδείσου” στη γη, και έχει περίπου τις ίδιες αποδείξεις να την στηρίζουν. Για πάνω από 150 χρόνια οι προλετάριοι ιδεολόγοι παρότρυναν τους “εργάτες” να είναι αυτό ή εκείνο, να κάνουν αυτό ή εκείνο, και η απόκρισή τους ήταν ουσιαστικά μηδενική – εκτός αν ήταν κάποιο κάλεσμα για πόλεμο. Μετά από περισσότερα χρόνια απ’ όσα οποιοσδήποτε απο εμάς τους ζωντανούς μπορεί να θυμηθεί, η ανταπόκριση της συντριπτική πλειοψηφίας των εργατών στις αναρχικές ιδέες ήταν είτε αδιάφορη είτε εχθρική.

Καμία εξέγερση των προλετάριων ή των προγόνων τους στην επαναστατική μυθολογία δεν έβαλε ποτέ κάποιο τέλος στην υποτακτικότητά τους. Η υποτιθέμενη “δημιουργικότητά” τους και η “επιθυμία για ελευθερία”, ως τάξη, είναι απλά λαϊκίστικες ανοησίες και κατά βάση αποτελούν το προϊόν ενοχικών μεσοαστών ή μεγαλοαστών διαννοούμενων που ψάχνουν να εξιλεωθούν για τις κοινωνικές τους αμαρτίες. Ο Κροπότκιν που είναι ένα τυπικό παράδειγμα, επαναλαμβάνει ξανά και ξανά ότι “ο Αναρχισμός είναι η ¨δημιουργικότητα” των μαζών”, αλλά ποτέ δεν εξηγεί την αιτιολογική σύνδεση μεταξύ των δύο. Αυτό που κάνει είναι να παραθέτει κάποια επιλεγμένα ιστορικά γεγονότα τα οποία ερμηνεύει ως τέτοια, κι αυτά συνήθως είναι δημοκρατικά παρά αναρχικά ως προς το χαρακτήρα τους.

3

Το πρόβλημα με μεγάλο μέρος όσων καλούνται σήμερα “αναρχισμός” είναι το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί του κυριαρχούνται από “κοινωνιοποιημένες νοοτροπίες”. Εννοώ με αυτό μια εμμονή με την αντίληψη ότι η απελευθέρωση του ατόμου έρχεται μέσα από την σύμπλευση με την “κοινωνία”. Όχι, σε αυτήν την περίπτωση, μια υπαρκτή αλλά μια ιδεώδη αταξική/ακρατική κοινωνία, την οποία το απροσδιόριστο μέλλον υποτίθεται ότι θα φέρει.

Το διακριτικό χαρακτηριστικό αυτού του τύπου κοινωνιοποιημένης νοοτροπίας είναι ότι διακατέχεται από την πεποίθηση ότι ο αναρχισμός ισούται με τον αντικρατισμό. Από τη στιγμή που θα εκμηδενιστεί το κράτος, όπως λέει η άποψη, η ανθρωπότητα θα ζει στην ελευθερία. Δυστυχώς όμως αυτό δε συμβαίνει, αφού η εξουσία έχει κι άλλα μέσα/πηγές πέρα από το κράτος. Ένα από αυτά είναι η “κοινωνία”. Πράγματι, τα κοινωνικά ήθη κι έθιμα μη ώντας καθορισμένα σε και από κάποια νομικά διατάγματα, μπορούν να έιναι πιο επίμονα καταπιεστικά απ’ ότι οι νόμοι του κράτους, ενάντια στους οποίους, κατά καιρούς, υπάρχει κάποιο επίπεδο νομικής προστασίας. Πολλοί αποκαλούμενοι αναρχικοί αναγνωρίζουν την καταπιεστικότητα του κράτους, είναι όμως τυφλοί μπροστά σε αυτήν της κοινωνίας. Η “αναρχία” τους επομένως, συνίσταται στο να αντικατασταθεί η κάθετη εξουσία του κράτους, από την οριζόντια εξουσία της κοινωνίας.

Ως αναρχικός ατομικιστής δεν αναγνωρίζω ούτε την νομιμότητα του κρατικού ελέγχου πάνω μου, ούτε αυτή ενός ακέφαλου πλήθους που θα αυτοαποκαλείται “αναρχικό”. Συμφωνώ με τον Ρέντσο Νοβατόρε όταν έγραφε:

Η αναρχία δεν έιναι μια κοινωνική νόρμα, αλλά μια μέθοδος ατομικοποίησης. Καμία κοινωνία δε θα μου προσδώσει πιο πολύ από μια περιορισμένη ελευθερία και μια ευημερία που εξασφαλίζει σε κάθε ένα από τα μέλη της. Δε με ικανοποιεί όμως αυτό και θέλω περισσότερα. Θέλω όλα όσα έχω τη δύναμη να κατακτήσω. Κάθε κοινωνία ζητά να με περιορίσει στα αξιοσέβαστα όρια του επιτρεπόμενου και του απαγορευμένου. Δεν αναγνωρίζω όμως αυτά τα όρια, γιατί τίποτα δεν απαγορεύεται και όλα επιτρέπονται σε αυτούς που έχουν τη δύναμη και το θάρρος.

Επομένως, αναρχία δεν είναι η ανοικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας που κι αυτή θα υποφέρει. Είναι μια αποφασιστική μάχη ενάντια σε κάθε κοινωνία- τη χριστιανική, τη δημοκρατική, τη σοσιαλιστική, την κομμουνιστική, κτλ. Αναρχισμός είναι η αιώνια μάχη μιας μικρής μειοψηφίας αριστοκρατικών αουτσάηντερς ενάντια σε όλες τις κοινωνίες που ακολουθούν η μία την άλλη στην πίστα της ιστορίας.”

Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι αναρχικές ιδέες δεν ήταν ποτέ κτήμα περισσότερο απο ενός μικρού αριθμού ατόμων που οικειοποιήθηκαν τον αναρχισμό και τον προώθησαν ως τέτοιο. Η επένδυση των εκμεταλλευόμενων μαζών με επαναστατικά προτερήματα, η υπερανάλυση πάνω σε αυτά μέσω κειμένων με ενός λεπτού διάρκεια ζωής που δε διαβάζουν οι ίδοι ποτέ, είναι συχνά μια απλή μεταμφίεση ενός ηθικισμού που μιλά για το πώς θα ‘πρεπε να φέρονται, πετώντας έναν πολύχρωμο μανδύα πάνω στο πώς έχουν ήδη φερθεί, πώς φέρονται και πώς θα φερθούν- με δεδομένη την έλευση της δευτέρας παρουσίας του Ιησού Χριστού, του Καρλ Μαρξ και του Μιχαήλ Μπακούνιν, ξεχωριστά ή όλων μαζί…

Όσοι θεωρούν ότι ο αναρχισμός συνδέεται οργανικά με την ταξική πάλη βρίσκονται πραγματικά κάπου στη μέση μεταξύ αναρχισμού και σοσιαλσμού. Από τη μία προσπαθούν να εξυψώνουν την αυτοκυριαρχία που είναι η ουσία του αναρχισμού. Από την άλλη παραμένουν αιχμάλωτοι δημοκρατικών, κολλεκτιβίστικων, προλεταριακών μύθων. Μέχρι να μπορέσουν να κόψουν αυτόν τον ομφάλιο λώρο που τους κρατά προσδεμένους στο σοσιαλισμό, δε θα μπορέσουν ποτέ να φτάσουν στο ζενίθ της δύναμής τους ως αυτεξούσια άτομα. Θα άγονται και θα φέρονται ακόμα κατά μήκος του ουτοπικού μονοπατιού που υποτίθεται ότι οδηγεί στις πηγές με τη λεμονάδα και τα τσιγαρόδεντρα του μεγάλου ζαχαρωτού βραχοβουνού.

4

Όποιες κι αν είναι οι ελπίδες μου, όσο αποκρουστικές και να βρίσκω τη μιζέρια και τις ιεραρχίες που συναντώ, γνωρίζω πως οι κυβερνώντες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τη συνεργασία των κυβερνόμενων, και είναι γελοίο να υποθέτουμε ότι οι πλούσιοι είναι απλώς παράγωγα της κυβέρνησης. Χωρίς την υποτακτικότητα των πολλών, οι λίγοι που έχουν τα προνόμια θα έχαναν την εξουσία τους. Αφού δεν εξαρτώμαι από τη μελλοντική πραγματοποίηση κάποιας ιδανικής κοινωνίας ως το “λόγο ύπαρξής μου”, δεν έχω ανάγκη να προστρέξω σε κάποια τάξη ή ομάδα για να επικυρώσει τις ιδέες μου.

Η απόρριψη όμως των κοινωνικοπολιτικών μύθων δεν έιναι συνώνυμη με την απόρριψη κάθε πράξης, από πλευράς ατόμου. Εάν οι μάζες είναι αδιάφορες ή εχθρικές, αν το μέλλον υπόσχεται πως θα είναι ένα ταραχώδες μείγμα του 1984 με τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο, παρ’ όλες τις όποιες ατέλειες αντρών και γυναικών που, μέχρι την τελική ρομποτοποίηση, θα αφήνουν ακόμη κενά και ρωγμές στο κοινωνικό εργοστάσιο. Σε αντίστοιχες χαραμάδες της οργανωμένης Συλλογικότητας θα είναι ακόμη πιθανό, εδώ κι εκεί, να δημιουργούνται συμπαθητικοί χώροι, οάσεις ασύλου και αντίστασης, γι’ αυτούς που έχουν κόψει δεσμούς με τα ήθη και τις αξίες του Καθεστώτος και την ίδια στιγμή έχασαν την πίστη σε κολλεκτιβίστικες αλλά και εξουσιαστικές λύσεις των προβλημάτων τους. Ένας τέτοιος τρόπος να προχωράς, πάντως, δεν είναι προϊόν της “ταξικής πάλης”. Είναι πρώτα και κύρια μια ιντιβιντουαλιστική απόπειρα: η δημιουργία μιας εγωιστικής ευισθησίας.

Επιστροφή στα βασικά: άτομο-κοινότητα-κοινωνία, κάποιες βασικές σημειώσεις.

10365757_567645886714931_4250189439103496166_n

Πόσο και πόσο μελάνι έχει ξοδευτεί από ατομικιστές αναρχικούς και όχι μόνο, στην ιστορία, για να τονιστούν και να αναπτυχθούν οι θέσεις περί θεμελιακότητας του ατόμου. Πόσες και πόσες κουβέντες έχουν γίνει, επίσημες, φιλικές, έντονες, αφοριστικές, υμνητικές, σε καταλήψεις, σχολές, παρέες, για να αναπτυχθούν οι σχετικές απόψεις, καθώς το άτομο -όχι απλά η μονάδα, όχι ο ιδιώτης αλλά το άτομο ως ον ξεχωριστό και μοναδικό- οφείλει μακριά από ακαδημαϊκής πρέλευσης και κατάληξης υπερβολές να κατακτήσει τη θέση που του αξίζει. Και πόσα -κι από τα δύο- πρέπει ακόμα να γίνουν...

Το ζήτημα του ατόμου, η σύλληψη, η έννοια, η ερμηνεία και ό,τι το αφορά, δε θα πάψουν ποτέ να απασχολούν τα μυαλά εκείνων, που ψάχνουν να δημιουργήσουν δρόμους ζωής και αγώνα, ατομικά και συλλογικά μονοπάτια ελευθερίας. Εκείνων που την ελευθερία αυτή δεν την αναζητούν σε δοκιμασμένα αποτυχημένες αλλά και προκαθορισμένες συνταγές που το παραγκωνίζουν χάριν της μάζας -και όχι χάρην της συλλογικότητας όπως αρέσκονται οι θιασώτες αυτών να πιστεύουν-, αλλά το βρίσκουν να μάχεται εναντίον της, στο λόγο ή και στην πράξη.

Δε θα πάψει ποτέ, παράλληλα, να αποτελεί κι ένα σημείο τριβής ανάμεσα σε τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κοσμοθεωρίες, αντιλήψεις, στάσεις ζωής. Λογικό μάλλον…

Άλλωστε για κάποιους άτομο και μοναδικότητα είναι βάση της ελευθερίας, το απαραίτητο πρώτο βήμα που παράλληλα οφείλει να παύει να είναι πρώτο συντροφεύοντας τους/τις αγωνιζόμενους/ες σε κάθε βήμα τους. Για άλλους αποτελούν δυνητικά απειλή για την ελευθερία, καθώς τα θεωρούν ως άλλωθι ακατάσχετων ακαδημαϊσμών και ένδειξη φιλελεύθερων ή και μικροαστικών νοοτροπιών που στρέφονται ουσιαστικά εναντίον της επανάστασης. Για κάποιους τρίτους είναι το ίδιο το ζητούμενο και αποτελούν ενα διαρκή αυτοσκοπό που επισκιάζει κάθε τί πέρα απ’ αυτό.

Χωρίς λοιπόν να αποτελεί πρόθεση η επιστημονικοποιημένη ανάλυση, το ίδιο συμβαίνει και με την απλουστευμένη κι επιφανειακή ματιά. Ούτε στα επιτηδευμένα “δύσκολα” λόγια κατανοητά μεταξύ μιας κλειστής κάστας αυτοεπίλεκτων διανοούμενων βρίσκεται η αναρχία μας, ούτε και στα υπερλαϊκευμένα σε μορφή και περιεχόμενο λόγια όσων αυτοψαλιδίζονται τόσο που φτάνουν να ενσωματώσουν το ψαλίδισμα…

Στο κείμενο που ακολουθεί κατατίθενται θέσεις, απόψεις αλλά και ερωτήματα, με σκοπό να καταστούν πιο σαφείς και ξεκάθαρες κάποιες ερμηνείες και τα αναλυτικά εργαλεία τους. Αναλυτικά εργαλεία απαλλαγμένα από τακτικίστικες “αναγκαιότητες”, απο πολιτικάντικες εμμονές, κι από κάθε είδους παρελθοντικά βαρίδια σοβαροφάνειας. Για να μπορούμε να κάνουμε πιο αποτελεσματικές τις δράσεις μας, πιο υγιείς τις μεταξύ μας σχέσεις, πιο εύκολη τη συνεννόησή μας. Στην τελική για να μπορούμε να βρίσκουμε στη ζωή και τους αγώνες όλο και μεγαλύτερα κομμάτια μας, κι όχι μια φτηνή ρουτινιάρικη αντανάκλασή μας. Για να μπορούμε να είμαστε κύριοι/ες των ζωών μας και να τις ζούμε εδώ και τώρα, όχι προσμένοντας κάποιο προκαθορισμένο μέλλον, αλλά ούτε και αδιαφορώντας γι’ αυτό.

Περί ατόμου.

Για τον γράφοντα, άτομο δε σημαίνει απομόνωση και υπεροψία, όπως επίσης συλλογικότητα και κοινότητα δε σημαίνει μάζα και απώλεια των ιδιατεροτήτων μας αντίστοιχα. Ίσως για κάποιους είναι ψιλά γράμματα διακρίσεις όπως αυτές ή απλές παιδιάστικες προσωπικές αναζητήσεις χωρίς ουσία ή πρακτικό αντίκρυσμα. Είναι όμως έτσι? Μπορούμε να αγνοούμε θεμελιακής σημασίας κομμάτια της αναρχικής σκέψης ή και να τα προσπερνάμε με την υπεροψία της ημιμάθειας? Τι πραγματικά προσφέρει μια τέτοια στάση είτε σ’ εμάς και την πορεία μας στη ζωή είτε στους αγώνες που θέλουμε να λέμε ΄τι ως αναρχικοί/ες διεξάγουμε?

Μια αλυσίδα για να είναι δυνατή πρέπει να έχει γερούς τους κρίκους της. Και από την άλλη, ένας κρίκος μόνος του δεν φτιάχνει αλυσίδα…

Είναι πλούσια τα παραδείγματα στην καθημερινή ζωή κάποιου/ας, που αφορούν το ζήτημα, που προκαλούν προβληματισμό και σκέψη πάνω σε αυτό. Κι έχουν να κάνουν με ποικίλες πτυχές της καθημερινότητας, τόσες που ίσως να μην το είχαμε καν σκεφτεί κάποιες φορές. Παραδείγματα που δοκιμάζουν την πρακτική εφαρμογή των θέσεών μας ή στρώνουν το έδαφος για νέες. Στιγμιότυπα που οι περισσότεροι/ες έχουμε βιώσει ή συναντήσει. Η θεωρία άλλωστε παράγεται μέσα από τη ζωή αλλά και βοηθάει παράλληλα στην καλύτερη κατανόησή της, σε μια διαρκή ενεργή αλληλεπίδραση με την πράξη. Αλλιώς παραμένει ανέξοδο μελάνι σε σελίδες χαρτιού αλλά και ευαγγέλιο για τους κάθε λογής βοσκούς και τα αντίστοιχα ποίμνια.

Στην οικογένεια λοιπόν, στο σχολείο, στην παρέα, στη δουλειά, στη γειτονιά, στο λάηφσταηλ, στο στρατό, στο ψυχιατρείο, στη φυλακή, παντού μα παντού μέσα σε αυτήν την κοινωνία αναπαράγεται η βάση της καταπίεσης της ατομικότητας. Αλλού πολύ κι αλλού λίγο, αλλού άμεσα κι αλλού έμμεσα. Ακόμη και σε εγχειρήματα που αποκαλούνται απελευθερωτικά, κάποιες φορές.

Κι εκεί είναι που δημιουργούνται, γιγανώνονται και βρίσκουν διέξοδο οι όποιοι προβληματισμοί. Αυτοί που βάζουν ή κρατούν το μυαλό σε κίνηση, σε εγρήγορση ενάντια στη σκουριά της ομογενοποίησης και στην υποκρισία της υποτιθέμενης -συνειδητής ή μη- ανωτερότητας.Αυτοί που αποτελούν το γόνιμο έδαφος στο οποίο ανθίζει ο σπόρος της άρνησης. Της μόνιμης βάσης για κάθε ανατρεπικό βήμα μας, σ’ ‘ενα μακρύ δρόμο που καθημερινά διαμορφώνουμε.

Περί κοινότητας.

Κοινότητα για τον γράφοντα, είναι το πρακτικό αποτέλεσμα, η πρακτική έκφραση της συνύπαρξης ανεξάρτητων αυτοκαθοριζόμενων και συνειδητά συνεργαζόμενων ατομικοτήτων. Η έννοια της κοινότητας δεν ταυτίζεται με αυτήν της κοινωνίας, είναι βάση για μια ζωή ελευθερίας και αλληλεγγύης, δεν διέπεται από τις συμβάσεις που διατρέχουν το κοινωνικό σώμα ακόμα και σε φαντασιακό επίπεδο. Οι όποιοι κανόνες της, είναι απλά κοινές συμφωνίες για την εξασφάλιση της ύπαρξης της, της συνύπαρξης των μελών της και την εξυπηρέτηση των επιθυμιών και των αναγκών τους. Η κοινότητα πρώτα απ όλα είναι έννοια και αντίληψη – η αίσθηση του να μοιράζεσαι ισότιμα κι ελεύθερα, μακριά από καταναγκασμούς κι έξωθεν ή άνωθεν επιβολές. Δεν καταπιέζει τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου αλλά προσφέρει τα μέσα και τις συνθήκες -ή τουλάχιστον δεν αποκρύπτει αυτά- για την άνθιση των κλίσεων και των τάσεων του καθενός και της καθεμιάς μας. Συμπορεύεται με το άτομο αλληλοσυμπληρώνοντας το ένα το άλλο.

Κοινότητα, μεταξύ άλλων, είναι οι σχέσεις των μελών μιας ένοπλης οργάνωσης, των κατοίκων που πολεμούν ενάντια στην καταστροφή της φύσης στον τόπο τους, των συντρόφων που λειτουργούν έναν αυτοδιαχειριζόμενο χώρο, που μοιράζονται κοινά οράματα, κοινές ανησυχίες κτλ… Απ’ τους όρους που τις διέπουν καθορίζεται όχι μόνο η ποιότητα και το περιεχόμενό τους αλλά και η πορεία τους.

Περί κοινωνίας.

Κοινωνία από την άλλη δεν είναι το άθροισμα των κοινοτήτων ή και των ατόμων απλά. Ούτε και είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, ενιαίο και ομοιογενές ώστε να μπορεί να υμνηθεί ως τέτοιο. Η κοινωνία χρειάζεται για την εδραίωσή και αναπαραγωγή της- μέσα στην πολυπλοκότητά της- αποδιοπομπαίους τράγους. Όσο θετικά φορτισμένη κι αν είναι γενικά, στην πράξη και κοιτώντας τα ιστορικά παραδείγματα διάφορων κοινωνιών μέχρι τώρα, η κοινωνία κατα κανόνα εννοείται ως από τη μία το σύνολο ατόμων, ομάδων και ιδεών ενός γεωγραφικού χώρου, και άρα ως τέτοια αν δεν υμνείται τουλάχιστον δεν καταδικάζεται στο βαθμκό που θα έπρεπε αποκτώντας ελφρυντικά για ευθύνες που σαφώς έχει. Από την άλλη εννοείται ως το σύνολο των κυρίαρχων αξιών και αντιλήψεων, ενίοτε και πρακτικών, μαζί με τους φορείς αυτών. Και στο βαθμό που -προφανώς είναι και η άποψη του γράφοντος- ισχύει το δεύτερο, δεν μπορεί παρά η πολύμορφη σύγκρουση με ό,τι καταστρέφει το ατομικό και απονοηματοδοτεί το συλλογικό,να είναι έντονη και καθημερινή.

Αυτό το “αυτή η κοινωνία προωθεί τη ρουφιανιά το γλείψιμο και την υποταγή” δεν το ανακάλυψαν φορείς αντικοινωνικών ιδεών και πρακτικών, είναι απλά μια πραγματικότητα. Και με αυτό το σύνθημα γίνεται πολύ αντιληπτό σε όποιον/αν θέλει να καταλάβει πέρα από εμμονές, το υπόβαθρο στο οποίο αναπτύχθηκαν οι όποιες σχετικές απόψεις και κινήσεις. Γιατί μπορεί να ζούμε μέσα σε αυτήν την κοινωνία αλλά δεν είμαστε όλοι/ες κομμάτι της. Είναι απαραίτητη η επίγνωση όχι μόνο των “δεινών” αυτής, αλλά και των δικών μας ατελειών, ώστε ο αγώνας για την καταστροφή της και την δημιουργία (μέσα και από την ατομική εξέλιξη) μιας ζωής που θα την ζούμε με όρους που θα θέτουμε εμείς και καμιά εξουσία ό,τι κι αν χρησιμοποιεί για βιτρίνα, να μην είναι σαν αυτόν του σίσσυφου, να ριζώσει βαθιά σε συνειδήσεις και να επεκταθεί καταστρέφοντας τις νευρικές απολήξεις του κρατικού/ καπιταλιστικού τέρατος και της εθελοδουλείας ως βασικού συστατικού του.

΄Ατομο-ατομικό-συλλογικό.

Ατομικό και συλλογικό συνυπάρχουν. Όχι υποχρεωτικά και για κάθε στιγμή της ζωής μας φυσικά. Μόνος, ουσιαστικά μόνος δεν καταφέρνεις ούτε σκοπούς και σχεδιασμούς να πραγματοποιήσεις, ούτε και να ολοκληρώνεσαι ως άτομο εκτός αν δεν υπάρχει ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο.

Πέρα από αυτά, η παρεξήγηση της θεμελιώδους έννοιας του ατόμου εκτρέπει τις ερμηνείες άρα και τις σχετικές αποφάσεις προς ατραπούς που μόνο φιλικές δεν είναι προς την αναρχία. Για παράδειγμα, το να αρνηθώ να δεσμευτώ για κάποια δράση ή σε κάποιο εγχείρημα επειδή με …καταπιέζει, γίνεται τις περισσότερες φορές, η ιδεοληπτική επικάλυψη της ανευθυνότητας και της χομπίστικης νοοτροπίας αρκετών, το ίδιο αν όχι πιο ενοχλητική απ την αδράνεια άλλων.

Η αλληλοβοήθεια πχ, πέρα από την αρρωστημένη χριστιανική εκδοχή της και τις διάφορες “φιλικές” ή μη προς εμάς παραλλαγές της, είναι απαραίτητη, είναι ένδειξη αλληλεγγύης, αξία και στάση ζωής. Η συνεργασία δε σημαίνει περιορισμός της ατομικής ελευθερίας κάποιου/ας, αλλά ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του/της. Όχι νομοτελειακά βέβαια, καθώς όλα κρίνονται από τους όρους με τους οποίους διεξάγεται.

Συλλογικό δε σημαίνει μαζικό. Ουσιαστικά, το συλλογικό αντιμάχεται το μαζικό σαν όρο, έννοια και συνθήκη. Όταν κάτι γίνεται μαζικά, χάνεται η προσωπική πινελιά του καθενός. Σταματά να αναγνωρίζει κάποιος τον εαυτό του εκεί μέσα εκτός αν έχει ήδη αποδεχτεί συνειδητά ή όχι, τις αρχές της αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης. Με λίγα λόγια το συλλογικό προϋποθέτει αλλά και αναδεικνύει τις δυνατότητες του καθενός και μπορεί να τις πάει πολύ μπροστά, ενώ το μαζικό απονοηματοδοτεί τη συλλογικότητα καταπιέζει την ατομικότητα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό κανενός και στην ουσία είναι ένας θολός, ξένος, και εύκολα κατευθυνόμενος απο ηγέτες κι εξουσίες μέσος όρος. Γκρεμίζουμε τα θεμελια της καταπιεσης, μόνο όταν τα αναγνωρίζουμε.

Κλείνοντας.

Όλα αυτά δε γράφτηκαν απλά για εξωτερίκευση σκέψεων. Γράφτηκαν για τη μετάδοσή τους, για τη γέννηση νέων προβληματισμών και κυρίως πράξεων. Και ενώ το μεγαλύτερο μέρς τους είχε γραφτεί πάνω από ένα χρόνο πριν, η μπροσούρα του Γεράσιμου Τσάκαλου “Ατομικότητα και αναρχική ομάδα” ξανάδωσε το κίνητρο να τελειώσει το κείμενο (δύναμη και καλή λευτεριά).

Και προφανώς δεν “ξεχειλώθηκαν” στη γραφή, γιατί η ακαδημαϊκού τύπου αναρχολογία δε μας αφορά, όσο δε μας αφορά και η οικειοποίηση ξένων προς την αναρχία αντιλήψεων, στο βωμό της αποτελεσματικότητας…

Είναι άμεση η επίδραση του πώς βλέπουμε αυτά τα ζητήματα – αν τα βλέπουμε- στον τρόπο που αναλύουμε τη ζωή και τους αγώνες μας. Διαμορφώνει, ανάλογα τις επιλογές δέσμευσης, το πώς κινούμαστε και δρούμε.

Διαφορές ανάμεσα στα αναρχικά ρεύματα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Συχνά μεγάλες και κάποιες φορές θεμελιώδεις σε “θεωρητικά” ζητήματα. Οι πολιτικές διαφορές όμως είναι υγεία, και είναι απ τα στοιχεία που ομορφαίνουν την αναρχία. Όσο αυτές δε γίνονται η δικαιολογία για εξυπηρέτηση προσωπικών φιλοδοξιών ή εξωτερίκευση εμμονών, τότε στα πλαίσια της πολυμορφίας που οφείλει να διέπει τον αγώνα μας δεν αποτελούν εμπόδιο αλλά προωθητικό στοιχείο.

Ούτε φιλόσοφοι του καναπέ και πύρινοι πληκτρολόγοι, ούτε μπολσεβίκοι – απλά αναρχικοί/ές.

 

Λίγα λόγια με αφορμή την ανάληψη ευθύνης για την εκτέλεση του χαμπίμπι

σχετικο λινκ  http://mpalothia.net/liga-logia-aformi-tin-analipsi-efthynis-gia-tin-ektelesi-tou-chabibi/

Λίγα λόγια με αφορμή την ανάληψη ευθύνης για την εκτέλεση του χαμπίμπι.

Επειδή πάρα πολλά έχουν ήδη ειπωθεί και θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα, ένα ακόμα κείμενο γεμάτο ύμνους ή αφορισμούς δε θα είχε τίποτα να προσθέσει και να προσφέρει.

Γι’ αυτό, εδώ θα γραφτούν, με αφορμή τα γεγονότα του τελευταίου καιρού, μόνο όσα κρίνεται απαραίτητο για το πριν το τώρα και το μετά μιας κατάστασης που αφορά άμεσα όχι μόνο την πλατεία και τον κόσμο εκεί αλλά όλους κι όλες μας. Δημόσια και ανοιχτά, όχι εκθέτοντας ή λασπώνοντας άτομα κι εγχειρήματα. Και σίγουρα όχι με περισσή ευκολία ή έπαρση όπως συνηθίζεται.

Το τί συμβαίνει στην περιοχή των εξαρχείων (και όχι μόνο) με το εμπόριο και τις μαφίες, το γνωρίζει όλος ο κόσμος χρόνια τώρα. Κι όντως, έπρεπε κάτι επιτέλους ν’ αρχίσει να γίνεται απο πλευράς α/α για το ζήτημα, γιατί δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια σε μια τέτοια φθοροποιό και υποτιμητική κατάσταση. Είναι όντως κατάντια και πρέπει ν’ αλλάξουν πολλά, κι αυτό δε γίνεται ανώδυνα και ειρηνικά σε καμία περίπτωση. Οι όποιες διαφωνίες πάνω σε χειρισμούς και ατομικές ή λιγότερο ατομικές στάσεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες σχετικά με το θέμα αυτό, δεν είναι καθόλου μα καθόλου ασήμαντες, αλλά επίσης, δεν είναι προς τέρψιν κανιβαλιστικών ορέξεων σε δημόσια φόρουμ ανευθυνότητας.

Στο ζουμί λοιπόν.

Αρχικά, μια παραδοχή μάλλον αυτονόητη: Κανείς δε λυπήθηκε για το θάνατο του χαμπίμπι. Οι φιλανθρωπικού τύπου ευαισθησίες περί δολοφονίας και χαμένης ανθρώπινης ζωής είναι από απλά φωνές του σαλονιού και ρεφορμιστικές παράφωνες κορώνες, ως και κατευθυνόμενες. (Το ποιός πώς και γιατί τον έφαγε και το πού και αν αυτό οδηγεί, είναι σαφώς άλλη παράμετρος, που αφορά εσωτερικές κουβέντες ενός χώρου ή κινήματος). Για να τεθεί ευγενικά: ο κάθε χαμπίμπι θα λείψει μόνο στ’ αφεντικά του, δηλαδή στο κράτος και τις μαφίες.

Για να μην ξεχνάμε όμως και τ’ αυτονόητα, θα πρέπει να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα.

Ερχόμαστε λοιπόν στην ανάληψη ευθύνης… Πέρα από κάποιες γενικά και ίσως επιφανειακά διατυπωμένες θέσεις που πιο πολύ δείχνουν να γράφτηκαν για να εκμαιεύσουν στήριξη ή συμπάθεια από πλευράς αναρχικών, το κείμενο βρίθει απολυταρχικών νοοτροπιών που παραπέμπουν σε καθεστώτα και λειτουργίες που μόνο ξένες είναι προς κάθε αναρχικό/ή, προς κάθε έννοια της λέξης απελευθερωτικό κίνημα.

Από πότε μια τέτοια λογική αποτελεί μέρος του πολιτικού (με ή χωρίς εισαγωγικά) αγώνα? Ποιος αναρχικός ή κομμουνιστής μπορεί να νιώθει κοντά σε μια ανοιχτή διατύπωση απειλών για χρήση βίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τας υποδείξεις? Κι όχι απειλών προς το κράτος, όχι προς φασίστες ή δικαστικούς, ρουφιάνους των μ.μ.ε. ή μπάτσους, αλλά προς τοξικομανείς ή απλούς “καπνιστές”. Πώς μπορεί να θεωρεί κανείς ότι αντιπροσωπεύεται αξιακά από έναν λόγο που προκρίνει την αντιμετώπιση των εξαρτημένων μέσω της βίαιης απομάκρυνσή τους ή που εξισώνει ψυχικά ασθενείς με δολοφόνους?

Είναι θεμιτό να παραγνωρίζουμε ότι το κράτος επιδιώκει τον διαχωρισμό ανθρώπων σε κοινωνικά στρατόπεδα, την περιθωριοποίηση των «προβληματικών» που αλλοιώνουν την εικόνα μιας εύρυθμης, λειτουργικής και απαστράπτουσας – μα τόσο υποκριτικής τελικά- κοινωνίας? Πώς γίνεται να μην ανα-γνωρίζουμε τις μεθοδεύσεις του κράτους προκειμένου “εγκληματίες”, παράνομοι και «ψυχάκηδες» να στιγματιστούν αμετάκλητα και να βρεθούν στις φυλακές και τα ψυχιατρεία ξεθωριάζοντας στη λήθη χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς την αναγκαία σε αρκετές περιπτώσεις θεραπεία? Ποιος αναρχικός δεν ανα-γνωρίζει τελικά ότι εξαρτημένοι και ψυχικά ασθενείς αποτελούν θύματα του ίδιου του καπιταλισμού?

Εν ολίγοις η ελαφρά τη καρδία χρήση όρων όπως «παρανοϊκός», ψυχωτικός» και ακόμα περισσότερο ο συσχετισμός αυτών με «δολοφόνους» και «καθάρματα» είναι συνδέσεις που χρησιμοποιεί η κυριαρχία και οι κάθε λογής εξουσιαστές, είτε από άγνοια αφού το προφίλ του ψυχωτικού αιμοσταγή δολοφόνου έχει προμοταριστεί με άκρως επιδέξιο τρόπο κυρίως από τα μίντια διαστρεβλώνοντας την πραγματική εικόνα σε σχέση με τις ψυχικές νόσους, είτε επιτηδευμένα αφού οι εξαρτήσεις από ναρκωτικά, φάρμακα, ουσίες και η παθητικοποίηση χρηστών και παθόντων είναι ένα ακόμα κατασταλτικό μέσο του κράτους.

Υπάρχει κάποια αναρχική επαναστατική αξιακή συγκρότηση που να μπορεί ν’ ανέχεται αυτήν την αβίαστη, πρωτοφανή και αδιάκριτη γενίκευση εκ μέρους αυτόκλητων σωτήρων και εκκαθαριστών σκληρής σταλινικής λογικής (στην καλύτερη περίπτωση)?

Αλλά και σχετικά με τις αναφορές σε «αντικοινωνισμό» και «απειθαρχία», ποιος οριοθετεί τα πλαίσια μέσα στα οποία η αναρχική διάδραση και δράση (δεν) κρίνεται μεμπτή? Ποιος ορίζει τα πλαίσια μιας κάποιας αναρχικής πειθαρχίας? Ποιος στην τελική θεωρεί ότι μπορεί να υφίσταται ένας κεντρικός μπούσουλας ή μια πεπατημένη έξω από την οποία ένα υποκείμενο θα χαρακτηρίζεται απείθαρχο και θα αντιμετωπίζεται ως τέτοιο?

Όμως στο κείμενο της ανάληψης τα προβλήματα δε σταματούν εδώ… Δε στέκει με κανένα βάσιμο ειρμό σκέψης η σύγκριση των συνθηκών στα εξάρχεια με αυτά του ira ή της Τουρκίας που αναφέρονται, καθώς εκεί τα σχετικά παραδείγματα αφορούν ριζωμένα κινήματα, τα οποία είναι σε ανοιχτό πόλεμο με το κράτος τους. Αν θέλουμε να έιμαστε ειλικρινείς τότε η όποια σύγκριση μάλλον θα πρέπει να θεωρείται δυσανάλογη και άστοχη… Άλλωστε το πρόβλημα δεν είναι μόνο της πλατείας, ούτε καν μόνο των εξαρχείων ευρύτερα. Δε νοείται να λέμε για ”ανακούφιση” μιας γειτονιάς απλά ,γιατί έτσι θα υπάρξει μετακίνηση και όχι λύση του όποιου προβλήματος. Και κοιτώντας ακόμα πιο βαθιά το ζήτημα, δεν μπορεί παρα να μας ενοχλούν και οι παλαιότερες “εξυγιαντικές” απόπειρες μαγαζατόρων και δήθεν κατοίκων(μεγαλοϊδιοκτητών) της περιοχής, που μπορεί να μην είναι τόσο εξώφθαλμες, είναι όμως στα πλαίσια μιας βολικής για το κράτος και την οικονομία λογικής…

Όλοι -ή σχεδόν- και όλες, συμφωνούμε ότι όντως υπάρχουν ζητήματα είτε κατά καιρούς είτε πιο μόνιμα με άτομα, συμπεριφορές και νοοτροπίες που κακώς ανθούν στο χώρο μας, αλλά και γενικότερα στην πολύπαθη κι αγαπημένη μας πλατεία και τα πέριξ. Αλλά οι διαπιστώσεις είναι το εύκολο, είτε γίνονται «ακαδημαϊκά» για χάρη της ίδιας της ανάλυσης, είτε συνοδεύονται από κάποια πράξη μέσω της οποίας προκύπτουν και επιμέρους πορίσματα. Ακόμα όμως κι όταν αφορούν τη δεύτερη περίπτωση, δεν χρησιμεύουν χωρίς ουσιώδεις αντιπροτάσεις ή όταν συνοδεύονται από αοριστολογίες. Όταν ακόμα ακόμα δεν υπάρχει ανάλυση εκ των βάθρων για καταστάσεις όπως οι ψυχικές ασθένειες και όταν η ανάλυση αυτή δεν ξεπερνά μια κατ επίφαση εκτίμηση τύπου ο παρανοϊκός είναι δολοφόνος και κάθαρμα, εκτίμηση που ταυτίζεται με εκείνη της ίδιας της εξουσίας αλλά και της πλειονότητας της κοινωνίας που τους αντιμετωπίζει, είτε επιθετικά είτε παθητικά, σαν παράσιτα και ενίοτε σαν εχθρούς.

Κανείς δεν προωθεί την ανοχή στις μαφίες, ούτε τη χουλιγκανοποίηση της δράσης μας. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι την άκρως ιεραρχικοποιημένη και κυριαρχική λογική των συγγραφέων της ανάληψης ευθύνης, υπάρχει τεράστιο χάσμα. Ποιό κοντινό μας επαναστατικό σχέδιο οργάνωσης έχει ποτέ ξαναεκφραστεί με αυτήν την εξουσιαστική γλώσσα? Σε ποιας επανάστασης το όνομα εξαπολύονται διάχυτες απειλές ωμής καταστολής? Ποια αναρχία μιλάει σα να ξεκαθαρίζει λογαριασμούς?

Όταν κάτι δε μας αρέσει πολιτικά κι ανθρώπινα, αγωνιζόμαστε και πολεμάμε να το αλλάξουμε ή να το καταργήσουμε. Με τι κόστος όμως? Με τί περιεχόμενο? Ο σκοπός εξυπηρετείται από οποιοδήποτε μέσο ή από μέσα που συμβαδίζουν με αυτόν, όποιο κι αν είναι το προσωπικό τους κόστος? Είμαστε άνθρωποι ή ρομποτάκια? Όταν το πολιτικό και αξιακό περιεχόμενο είναι τόσο κραυγαλέα μη οικείο μας, τότε είτε η ποιότητα χάθηκε στο δρόμο κυνηγώντας τον σκοπό είτε δεν υπήρξε ποτέ.

Οι προτάσεις, οι λογικές, τα σχέδια, και η συνείδηση που μέσα από αυτά προκύπτει ή και εκφράζεται, αυτά είναι που καίνε… Εκεί είναι που φαίνεται όντως αν τα λόγια κι οι πράξεις συμβαδίζουν κινούμενα προς αναρχική απελευθερωτική κατεύθυνση ή αν απ’ την άλλη εκφράζουν λογικές τελείως ξένες προς αυτή.

Κάποιες φορές ενώ νομίζουμε ότι το πρόβλημά μας είναι απέναντι, αυτό βρίσκεται μέσα ή ανάμεσά μας.

Καλή μας δύναμη. Πόλεμος σε κάθε μαφία και κάθε εξουσία.

Πρωτοβουλία συντρόφων και συντροφισσών από τον αναρχικό χώρο