Αρχείο κατηγορίας σχόλια.

Η υποταγή δεν έχει φύλο

Αναδημοσίευση από https://the-blast.espivblogs.net/2018/10/02/i-ypotagi-den-echei-fylo/

Σε έναν κόσμο κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης είναι αναμενόμενο πως θα υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που θα είναι σε δυσμενέστερη θέση και ομάδες που θα βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη. Τα ζητήματα πάνω στα οποία μπορεί να δημιουργούνται τέτοιου τύπου μειονεκτικές και πλεονεκτικές καταστάσεις μπορεί να αντανακλούν μια ταξική, φυλετική, έμφυλη, εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική, σεξουαλική διάσταση. Έτσι λοιπόν ανάλογα τις συνθήκες κάθε περιβάλλοντος και τις ιδιαιτερότητες τις οποίες παρουσιάζει ως προς το σε ποιο από τα προαναφερόμενα πεδία κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης δίδεται παραπάνω προτεραιότητα κάθε φορά, εμφανίζονται και οι ανάλογες κοινωνικές ομάδες πίεσης , οι οποίες εγείρουν κοινωνικές διεκδικήσεις ενάντια στην δομική κοινωνική βία , εκμετάλευση και καταπίεση που υπόκεινται. Πολλές φορές αυτές οι ομάδες δεν βρίσκονται ούτε σε σύγκλιση, ούτε σε σύμπνοια . Αυτό είτε γιατι μπορεί να προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες ( κάποιες απο τις οποίες ίσως πιο προνομιούχες από κάποιες άλλες) , είτε γιατί αντιλαμβάνονται η κάθε μια για τον εαυτό της το δικό της ζήτημα ως κεντρικό και ως προτεραιότητα, είτε γιατί έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα ως προς την κοινωνική θέση που διεκδικούν είτε τέλος γιατί πολύ απλά δεν μπορούν να προκύψουν κοινοί κώδικες επικοινωνίας για κάτι τετοιο.
Υπάρχουν όμως στιγμές που η κυρίαρχη συστημική και κοινωνική βία μπορεί να εκφραστεί μέσα από ένα γεγονός με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφορά πλέον αποκλειστικά μια κοινωνική ομάδα (απλά και μόνο επειδή μπορεί το όποιο θύμα- ή θύματα- να ήταν κομμάτι της) αλλά να αφορά πολλές παραπάνω κοινωνικές ομάδες επειδή ακριβώς ο τρόπος που εκδήλωθηκε το γεγονός είναι δυνατόν να αντανακλά ευρύτερες κυριαρχικές, εκμεταλευτικές και καταπιεστικές συνθήκες .
Σε τέτοιες περιπτώσεις σχεδόν πάντοτε προκύπτουν και οι ανάλογες κοινωνικές δυναμικές εντός κάθε ομάδας οι οποίες κοπιάζουν έτσι ώστε να μονοπωλούν το θέμα ως “δικό τους” και το όποιο θύμα-ή θύματα- ως δικά τους. Αυτό όχι μόνο προκειμένου να εξυπηρετήσουν την προσωπική τους ατζέντα και να αναδείξουν σε πρώτο πλάνο τα δικά τους προβλήματα, αλλά κι επειδή προσβλέπουν σε μια προσπάθεια αποσύνδεσης του χ γεγονότος από ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να υπάγεται, και που θα μπορούσε να αναδεικνύει μεγαλύτερες, ευρύτερες και συνολικότερες προβληματικές του κοινωνικού συστήματος.
Αυτή η προσπάθεια αποσύνδεσης ποτέ δε γίνεται απροκάλυπτα αλλά για λόγους επικοινωνιακούς καμουφλάρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσει ιδεολογικό πρόσημο και να οχυρωθεί πίσω από τη δήθεν υπεράσπιση της πολύ ξεχωριστής ιδιαιτερότητας της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας , και έτσι καταφεύγει και στην καταγγελία, όσων έχουν αντίθετη άποψη με αυτήν την περιχαράκωση,  για “καπέλωμα” , για ασέβεια στα συλλογικά χαρακτηριστικά  που προκύπτει από ιδεοληψίες και κοινωνικά προνόμια τα οποία κατέχουν και διάφορα άλλα . Ανά περίσταση διαφορετικά,  αλλά με κοινούς άξονες, ύφος και στυλ επιχειρηματολογίας. Το ζητούμενο ωστόσο παραμένει πάντοτε ίδιο: ο διακαής πόθος να μην συναντηθούν διαφορετικά ζητήματα μεταξύ τους ούτως ώστε να προκύπτει η λιγότερη δυνατή ριζοσπαστικόποιηση, η πάση θυσία αποφυγή της εκτροπής σε βίαιες ατραπούς και η εκδήλωση οργής και η εμμονή σε μια δικαιωματικού τύπου εκτόνωση της κρίσης , πάντα στα δημοκρατικά πλαίσια της νομιμότητας και πάντα στα πλαίσια της λεγόμενης ενδιάμεσης καταστολής κι αν τύχει και χρειαστεί επιστρατεύεται και η άμεση καταστολή παρεκλίσεων.
Όλα τα παραπάνω προφανώς δεν προκύπτουν φυσικά έτσι απλά, αλλά στηρίζονται στην ύπαρξη διαχωρισμένων ρόλων μέσα στις εκάστοτε εξουσιαζόμενες, εκμεταλευόμενες και καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες , ρόλων που δημιουργούν μεσολαβητικές πρωτοπορείες που παραγοντίζουν και που συνήθως έχουν και αυξημένα προνόμια και βάσεις ακολουθητών των γραμμών που εκπορεύονται.
Όλα αυτά γίνονται πολύ ξεκάθαρα μέσα από την τροπή που έχουν πάρει οι εξελίξεις γύρω από τις διαμαρτυρίες και αντιδράσεις για το μέχρι θανάτου λιτζάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου ενός ατόμου που προέκυψε γνωστή προσωπικότητα και ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας,  οι οποίες τείνουν να γίνουν υπόδειγμα ενδοσυστημικής διαχείρισης κοινωνικών κρίσεων αντίστοιχου κινδύνου εκτροπής. Ο τρόπος που χαλιναγωγείται η οργή και που επιχειρείται να αποσοβηθεί η όποιαδηποτε εξεγερτική δυνατότητα αξίζει να έχει μια θέση σε νέα κοινωνιολογικά εγχειρίδια περί διαχείρησης έκρυθμων καταστάσεων και εξαγριωμένου ανθρώπινου δυναμικού. Κι αυτό όχι γιατί πρώτη φορά ακούγονται επιχειρήματα του τύπου :
α) η βία δεν οδηγεί πουθενά έτσι κι αλλιώς κι απλά μας δυσφημεί
β) δεν είναι ότι υπάρχει γενικά ζήτημα με τη βία απλά δεν είναι λύση για όλα και δεν προσφέρεται ειδικά αυτη τη στιγμή
γ) η περίπτωση βίας μπορεί να αποθαρύνει κόσμο που κατέβηκε πρώτη φορά στο δρόμο , ώστε να ξανακατέβει
δ) δεν είναι όλοι ή όλες ή όλα σε φυσική ή συναισθηματική ή άλλη κατάσταση να διαχειριστούν την εμπλοκή τους σε βίαια επεισόδια
ε) η βία λειτουργεί προβοκατόρικα και ενάντια στους αντικειμενικούς σκοπούς και διαθέσεις του συνολου.
Όλα τα παραπάνω δεν ακούγονται ούτε πρώτη φορά ούτε θα ακουστούν για τελευταία. Ίσα ίσα αποτελούν στανταράκι και συγκαταλέγονται στο πάνθεον των top 5 κλασικών επιχειρημάτων ενάντια στη βία. Όσοι/ες/@ ασχολούνται πραγματικα με τα κινήματα έχουν σιχαθεί να τα ακούνε για την ακρίβεια. Στα μαθητικά, στα φοιτητικά, στα εργατικά, στα αντιπολεμικά, στα αντιφασιστικά ή οπουδήποτε αλλού.
Το καινοτόμο , το ριζοσπαστικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι τώρα η διάθεση για εξεγερτική βία και η αντίστοιχη εκδήλωση της στιγματίζεται ως προϊόν ματσίλας, ως σύμφητη με την τοξική αρρενοπότητα, ως κάτι τόσο αυτονόητα αρνητικό και κάτι τόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την φύση της πατριαρχίας , προκειμένου να επιχειρηθεί με έναν ακόμα τρόπο η εξίσωση της εξεγερτικής βίας με κάποια πλευρά της κυριαρχίας. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η βίαιη αντιφασιστική δράση εξισώνεται γραφικά με τη βίαιη δράση των ναζί.
Η συγκεκριμενη όμως απόπειρα να στιγματιστεί η βία με τέτοιους όρους , πέρα απο το ότι φτύνει στα μούτρα την ιστορία του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος και των βίαιων αγώνων του, αποσκοπεί και σε μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση πρόκλησης αυτό-ενοχοποιητικών συναισθημάτων σε όσα υποκείμενα θέλουν να εκδηλώσουν την οργή τους. Η ταύτιση της βίας με το σεξισμό και την πατριαρχία , δεν αποσκοπεί σε μια απόπειρα να επιτευχθεί περαιτέρω εμβάνθυση της αναρχικής σκέψης και σε άλλους ορίζοντες , ούτε και σε μια διάθεση για πρόσκληση σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση. Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι η επιβολή της ειρηνικής πασιφιστικής διαμαρτυρίας πακέτο με χαρές και πανηγύρια ως μονόδρομο. Η νέα ριζοσπαστική πολιτική πρόταση λοιπόν είναι απο δω και πέρα ειρηνικά χάπενικγς με χαρές και πανηγύρια. Γιατί προφανώς ο σεξισμός, η πατριαρχία, η έμφυλη βία και καταπίεση, μόνο με χαρά, περηφάνια, αγάπη , κατανόηση, χορό, τραγούδι , γκλιτερ και πολύ πολύ δημοκρατία αντιμετωπίζεται.

Δε θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε. Κάποιοι/ες/α μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα έμφυλων διακρίσεων και να μην ξέρουμε πως είναι. Μπορεί επίσης να μην έχουμε υπάρξει θύματα ρατσιστικών επιθέσεων και να μην ξερουμε πως είναι. Μπορεί να μην βιώσαμε έναν πόλεμο για να ξέρουμε πως είναι και μπορεί να μην ξέρουμε πως είναι να ζεις το δράμα του πρόσφυγα πολέμου. Μπορεί να μην κλειστήκαμε σε φυλακές, ψυχιατρεία, στρατόπεδα κράτησης μεταναστών για να ξέρουμε τι σημαίνει εγκλεισμός. Μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα της αποικιοκρατίας, να μην ανήκουμε σε μια γενιά που επιβίωσε κάποιας γενοκτονίας, να μην έχουμε μεγαλώσει σε γκέτο, να μην ζήσαμε ποτέ σε καθεστώς απαρχαιντ, να μη τραυματιστήκαμε ποτέ σε εργατικό ατύχημα, να μην υπαγόμαστε σε διαφορετικό νομοθετικό καθεστως επειδή φοράμε ρούχα θρησκευτικής σημειολογίας . Υπάρχουν τόσα κι άλλα τόσα που μπορεί να μη βιώσαμε, και να μην ξέρουμε πως είναι να τα ζει κανείς η πως ακριβώς αισθάνεται. Και φυσικά δε μπορούμε να υποδείξουμε πως να αισθανθεί.

Υπάρχει ένα πράγμα όμως που σίγουρα ξέρουμε. Η αδικία , η καταπίεση, η εκμετάλευση, η εξουσία ότι πρόσωπο κι αν έχουν, όπως και όπου κι αν εκδηλώνονται, δεν αντιμετωπίζονται με χαρές και πανηγύρια και καταδίκες της βίας. Αυτή είναι η πιο καθαρή, παραδοσιακή, συντηρητική , βουτηγμένη στη φορμόλη συνταγή δουλόπρεπειας που υπάρχει.

Και όπως η εξέγερση δεν έχει φύλο άλλο τόσο δεν έχει και η υποταγή.

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΝΟΗΜΑΤΩΝ- Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Aναδημοσίευση από https://the-blast.espivblogs.net/2018/09/05/i-machi-ton-noimaton-i-koinonia/

Εδώ και αρκετά χρόνια (σχεδόν μία δεκαετία) σφοδρές αντιπαραθέσεις πλήττουν τον αναρχικό ριζοσπαστικό χώρο με αφορμή την πρόσληψη της έννοιας “κοινωνία”. Έχουν γραφτεί πολλά, έχουν ειπωθεί περισσότερα, έχουν διαμορφωθεί θέσεις, έχουν χωριστεί στρατόπεδα και έχουν σημειωθεί ρήξεις, εντάσεις και συγκρούσεις Ωστόσο αυτό που περισσότερο έχει μείνει στη δημόσια σφαίρα είναι ο καπνός από τις εντάσεις και τις προστριβές που εξακολουθεί να θολώνει το πεδίο και έτσι να μεγαλώνει το βαβελικό χάσμα που προκύπτει από την αμοιβαία πολλές φορές αδυναμία κατανόησης των θεωρητικών σχημάτων κάθε πλευράς.

Σε αυτό το σημείο θα ήταν ωφέλιμο να τεθούν οι βάσεις ενός ώριμου πολιτικού διαλόγου που ακόμα κι αν δεν καταφέρει να εξαφανίσει ως δια μαγείας όλες τις προκαταλήψεις που έχουν δημιουργηθεί, τουλάχιστον θα ξεκαθαρίσει λίγο το πεδίο γύρω από τη μυθολογία η οποία έχει περιβάλει τη λεγόμενη αντικοινωνική τάση της αναρχίας. Για να γίνει κάτι τέτοιο είναι μάλλον απαραίτητη μία σειρά διευκρινίσεων πάνω στην πρόσληψη κάποιων εννοιών όπως η κοινωνία, το αντικοινωνικό κτλ ώστε να μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος διάλογος. Ακόμα κι αν δεν προκύψουν συμφωνίες τουλάχιστον καλό είναι να ξέρουμε εμπεριστατωμένα γιατί διαφωνούμε.

i.Η κοινωνία ως έννοια και ιστορικές απαρχές των μεγάλων διαφωνιών

Θα υπάρχει ίσως σε κάποιους η εντύπωση πως η όλη αντιπαράθεση γύρω από την έννοια της κοινωνίας και τι είναι αυτή τελικά είναι κάπως πρόσφατη και απασχολεί αποκλειστικά τον ελληνικό αναρχικό χώρο. Οπωσδήποτε κάποιος κόσμος με περισσότερη εξοικείωση με την ιστορική παράδοση των ριζοσπαστικών κινημάτων θα είναι σε θέση να γνωρίζει ότι είναι ένα πολύ παλιό πεδίο γέννησης διαφωνιών και αντιπαραθέσεων και σίγουρα αυτός ο κόσμος δεν είναι λίγος. Ωστόσο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί κι εδώ πως το debate αυτό (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) ξεκινάει με το ξεπέρασμα του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα που κράτησε περίπου χίλια χρόνια και την επικράτηση του Αστικού Διαφωτισμού, των φιλελεύθερων ιδεών, την ανατροπή των παλιών συσχετισμών και τη δημιουργία νέων κοινωνικών διεργασιών που έφεραν στο προσκήνιο της ιστορίας τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Αρχικά η φιλελεύθερη σκέψη και διανόηση όπως αρχίζει και διατυπώνεται από τους πρώτους φιλοσόφους και διανοούμενους αυτού του ρεύματος αντιλαμβάνεται πως οι κοινωνίες εμφανίζονται ως το πλαίσιο των όρων συνύπαρξης μεταξύ των μελών μιας κοινότητας. Το λεγόμενο πέρασμά του ανθρώπου στην πολιτική κατάσταση συνοδεύεται ακριβώς από την αναγκαιότητα να τεθούν κάποια πλαίσια συλλογικής συνύπαρξης κι έτσι εμφανίζονται οι πολιτικές κοινωνίες που στην πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτά τα πλαίσια. Που όμως ακριβώς προκύπτει η διαφωνία και με ποιους;

Η “κοινωνία των πολιτών” αποτελεί για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία και ιδεολογία ένα σύνολο ατόμων που πρέπει να είναι ελεύθερα να συνέρχονται και να συνεταιρίζονται μεταξύ τους και καθώς το κάθε άτομο επιδιώκει το μέγιστο προσωπικό του συμφέρον , εν τέλει η συνολική επιδίωξη πολλών ατομικών προσωπικών συμφερόντων μαζί, λειτουργεί προς το συλλογικό συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας κρίνεται αναγκαία η τριπλή διάκριση των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική δηλαδή η πολιτική οργάνωση της κοινωνίας σε κράτος με σαφείς διαχωρισμένες αρμοδιότητες. Εδώ όμως προκύπτει η πρώτη σφοδρή ιδεολογική και φιλοσοφική σύγκρουση καθώς η Σοσιαλιστική σκέψη αντιλαμβάνεται την “κοινωνία των πολιτών” διαφορετικά. Για την ακρίβεια αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως το πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών, των τάξεων, οι οποίες έχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα και την μεταξύ τους σύγκρουση την ονομάζει ταξικό πόλεμο. Η σύγκρουση αυτή διεξάγεται με ευνοϊκούς όρους για μία τάξη, την αστική, η οποία και κατέχει τα μέσα παραγωγής που τροφοδοτούν την οικονομία της κοινωνίας και με δυσμενείς όρους για την άλλη τάξη την εργατική, της οποίας την δύναμη εκμεταλλεύεται η προηγούμενη. Στην σοσιαλιστική σκέψη το Κράτος είναι ο διαιτητής αυτής της σύγκρουσης με τρόπο που να υπερασπίζεται τη συνέχεια των συγκεκριμένων όρων με τους οποίους διεξάγεται η σύγκρουση, δηλαδή τη συνέχιση και μακροημέρευση της Ταξικής κοινωνίας.

Τετριμμένα και χιλιοειπωμένα πράγματα ωστόσο έχει μία σημασία να τα ξαναδούμε έστω και τόσο συνοπτικά για να σταθούμε σε ένα σημείο που ίσως φαντάζει λεπτομέρεια αλλά δεν είναι. Η σοσιαλιστική σκέψη δεν αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ταυτόσημη με την εργατική τάξη, δηλαδή το σώμα των καταπιεσμένων, των εκμεταλλευομένων, των κολασμένων, αλλά αντίθετα ως το ευρύτερο πεδίο μέσα στο οποίο μαίνεται ο ταξικός πόλεμος. Η κοινωνική επανάσταση λοιπόν δεν είναι η επανάσταση που θα κάνει η κοινωνία, αλλά η επανάσταση που θα κάνει η τάξη που είναι σε δυσμενέστερη θέση εντός της ταξικής κοινωνίας, δηλαδή το προλεταριάτο, κι αυτό με σκοπό να καταστρέψει την ταξική κοινωνία και να δημιουργήσει μία νέα, την αταξική κοινωνία. Λέξη κλειδί καταστρέψει. Η προλεταριακή κοινωνική επανάσταση πάνω από όλα είναι καταστροφή μιας κοινωνίας και δημιουργία μιας άλλης. Επομένως η προλεταριακή επανάσταση είναι εκ των πραγμάτων αντι-κοινωνική απέναντι στην ταξική κοινωνία. Δεδομένου ότι ανεξάρτητα από τις διαστάσεις που προέκυψαν εντός του σοσιαλιστικού κινήματος σε αναρχικό και κομμουνιστικό (και οι οποίες έχουν σχέση με το πώς θα διεξαχθεί η κοινωνική επανάσταση και πως θα οργανωθεί η αταξική κοινωνία μετέπειτα) το βασικό σκέλος περί ανατροπής των παλιών κοινωνικών συσχετισμών και της καταστροφής της προηγούμενης ταξικής κοινωνίας είναι κοινό στα περισσότερα σημεία επομένως και το πρόταγμα για την καταστροφη της παλιάς κοινωνιας για τη δημιουργία μιας νέας είναι κοινό και στα δύο ρεύματα. *1

ii. Η κοινωνία ως “μήλον της έριδος”

Στην διεξαγωγή της πολιτικής είναι πολύ σημαντικό να τίθεται πάντα ένα σημείο αναφοράς, ενα σύνολο, ένα σώμα, ένας πληθυσμός στο όνομα και για το συμφέρον του οποίου μιλάει κάθε πλευρά. Και επειδή ακριβώς αυτό είναι το επίδικο της πολιτικής βλέπουμε να σχηματίζονται όσο το δυνατόν πιο θολά και μη προσδιορισμένα σημεία αναφοράς στα οποία όλοι απευθύνονται και όλοι θέλουν το καλό τους και όλοι κατηγορούν τους άλλους για εχθρό των συμφερόντων αυτών των σημείων αναφοράς. Έτσι προκύπτει πως όλες οι πολιτικές προπαγάνδες απευθύνονται στο Λαό ή την Κοινωνία με σκοπό να τους πάρουν με το μέρος τους και να τους πάνε εκεί που υποτίθεται ότι βρίσκεται το συμφέρον τους. Λαός και Κοινωνία εξυπηρετούν σα σημεία αναφοράς την ίδια ακριβώς σκοπιμότητα αλλά επειδή η Κοινωνία φαντάζει κάπως πιο δόκιμη έννοια συνήθως επικρατεί η αναφορά σε αυτήν ενώ οι αναφορές στο Λαό είναι για λιγότερα εκλεπτυσμένα πλαίσια και πιο πλατιά ακροατήρια.

Βλέπουμε λοιπόν στον πολιτικό στίβο όλοι να μιλούν για την κοινωνία, όλοι να τη θέλουν με το μέρος τους και όλες οι πλευρές να επιζητούν το συμφέρον της. Για μεγάλο κομμάτι της αναρχίας και της αριστεράς για παράδειγμα η κοινωνία είναι μία οντότητα που αντιπροσωπεύει τους από τα κάτω και η οποία είναι δέσμια δύο άλλων οντοτήτων του Κράτους και του Κεφαλαίου που είναι αντικοινωνικές οντότητες γιατί καταδυναστεύουν και καταπιέζουν την κοινωνία. Μάλιστα όταν δυσκολεύονται στο έργο αυτό επιστρατεύουν μία ακόμα αντικοινωνική οντότητα το Παρακράτος για να τις συνδράμει στο αντικοινωνικό τους έργο που είναι η καταπίεση και η εκμετάλλευση της κοινωνίας. Αντίστοιχα το παραδοσιακό κομμάτι της Δεξιάς αντιλαμβάνεται ως κοινωνία το σώμα των ευυπόληπτων πολιτών που σέβονται τη νομιμότητα, την τάξη, την ιδιοκτησία και υπερασπίζονται τα εν λόγω κοινωνικά αγαθά ενώ οτιδήποτε και οποιοσδήποτε τα απειλεί τον θεωρούν αντικοινωνικό στοιχείο. Παρομοίως για το χώρο της ακροδεξιάς και του εθνικισμού κοινωνία είναι το σύνολο των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, την τιμούν και την υπερασπίζονται με κάθε τρόπο ενώ οι αναρχοάπλυτοι που καίνε σημαίες, το παρακράτος της αριστεράς και οι “λαθρομετανάστες” που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας είναι αντικοινωνικά στοιχεία. Για την σοσιαλδημοκρατία κοινωνία είναι οι πολίτες που σέβονται τα δημοκρατικά ιδεώδη, αποφεύγουν τον φανατισμό και την πόλωση και υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ενώ όσοι καταφεύγουν σε πολιτικούς φανατισμούς και σε λογικές των άκρων απ’ όπου κι αν προέρχονται είναι εξίσου αντικοινωνικά στοιχεία. Για την εκκλησία από την άλλη, κοινωνία είναι το σύνολο των πιστών, το χριστιανικό ποιμνίο και το σώμα των ευσεβών ενώ οι άθεοι, οι έχοντες και έχουσες αποκλίνουσες σεξουαλικές προτιμήσεις, οι αλλόθρησκοι αποτελούν αντικοινωνικά στοιχεία. Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά;

Το συμπέρασμα το οποίο αναπόφευκτα καταλήγουμε είναι πως η κοινωνία έχει μετατραπεί σε ένα μήλον της Έριδος μεταξύ διαφόρων διαφιλονικούμενων ιδεολογιών και ρητορειών που η κάθε μία επιλέγει ένα, ή και περισσότερα, πληθυσμιακά target group που κάπως ταιριάζουν στις προσλαμβάνουσες τους και τα βαφτίζουν τελείως αυθαίρετα “κοινωνία” και κατόπιν προσαρμόζουν το λόγο, τη δράση και την προπαγάνδα τους έτσι όπως φαντάζονται ότι θα έχει μεγαλύτερη απήχηση. Έτσι λοιπόν κάθε προπαγάνδα χτίζει το δικό της διαφορετικό αφήγημα για το τι είναι εν τέλει κοινωνία και κατά συνέπεια ποια πράγματα έχουν κοινωνικό ή αντικοινωνικό χαρακτήρα. Κοινός παρανομαστής όλων αυτών των ρητορειών είναι αυτό που περιγράφηκε και πριν ως ανάγκη για σημείο αναφοράς, όσο θολό εν τέλει κι αν προκύπτει αυτό, μία ανάγκη που μάλλον καταλήγει να είναι ψυχολογική περισσότερο και να υποκύπτει σε όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του πολιτικού λαϊκισμού, με μπόλικο δάνεια μάλιστα μεταφυσικής.

iii. Η κοινωνία ως ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης συσχετισμών και ισοροπιών

Όσο αυθαίρετες κι αν είναι οι αναλύσεις που επιλέγουν να βαφτίζουν συγκεκριμένα κοινωνικά σύνολα ως κοινωνία και να θεωρούν ότι δρουν υπέρ τους, στηρίζονται ωστόσο σε μία αλήθεια. Όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ένα ξεχωριστά και όλα μαζί ταυτόχρονα αποτελούν κομμάτια της κοινωνίας. Πρώτα από όλα το Κράτος και το Κεφάλαιο δεν είναι δύο ξεχωριστές οντότητες που έπεσαν από το διάστημα για να καταδυναστεύουν την κοινωνία. Το μεν Κράτος αποτελεί την πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας και το δε Κεφάλαιο την οικονομική. Και τα δύο αποτελούν εκφάνσεις μιας καπιταλιστικής κοινωνίας και ιστορικά έχουν προκύψει μάλιστα και τα δύο ως κοινωνικά προϊόντα συγκεκριμένων συσχετισμών, οι οποίοι μάλιστα είχαν το χαρακτήρα κοινωνικών επαναστάσεων στις οποίες οι μάζες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η πρόσληψη τους ως δύο ξεχωριστές οντότητες από την κοινωνία είναι ξεκάθαρα μεταφυσική και δεν πατάει πουθενά. Επιπλέον όλα τα προαναφερόμενα σύνολα, οι καταπιεσμένοι και οι κολασμένοι καθώς και οι ελίτ και οι ισχυροί, οι νομοταγείς και ευυπόληπτοι πολίτες καθώς και οι παραβατικοί και οι παράνομοι, οι ακροδεξιοί και οι εθνικιστές καθώς και οι αναρχικοί και οι αριστεροί, οι ευσεβείς και οι πιστοί χριστιανοί καθώς και οι άθεοι και τα άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, οι μετριοπαθείς και οι προοδευτικοί δημοκράτες καθώς και οι φανατικοί και οι ακραίοι, όλοι αυτοί λοιπόν, όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ξεχωριστά και ολα μαζί, είναι κομμάτια της κοινωνίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Η κοινωνία λοιπόν είναι το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα τα παραπάνω σύνολα μέσα από τα οποία μπορεί να εμφανιζονται άτομα που εναλλάσσονται σε διάφορους κοινωνικούς ρόλους. Ένας καταπιεσμένος μπορεί να είναι τόσο αναρχικός όσο και ακροδεξιός, τόσο αριστερός όσο και εθνικιστής, τόσο νομοταγής όσο και παραβατικός, τόσο χριστιανός όσο και άθεος. Επίσης, ακόμα και οι ισχυροί, οι κρατούντες ή τα μέλη της ελίτ μπορεί να έχουν διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς και συμφέροντα και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι αν όλες αυτές οι δυναμικές ήταν ελεύθερες να δράσουν κατά το δοκούν θα προέκυπτε το απόλυτο χάος και η αυτοδιάλυση της κοινωνίας. Αυτό που εμποδίζει όμως την επικράτηση του χάους είναι η διατήρηση μιας κανονικότητας, κι αυτή με την σειρά της, στηρίζεται στην διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, της κοινωνικής ομαλότητας και της κοινωνικής συνοχής. Αυτά τα τρία αποτελούν τους πυλώνες κάθε οργανωμένης κοινωνίας. Είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από μια διεργασία διαμόρφωσης κυρίαρχων συσχετισμών και ισοροπιών, τους οποίους αποδέχεται η πλειοψηφία (και στο βαθμό που δεν τους αποδέχεται της επιβάλλονται με ειδικό καθεστώς εξαίρεσης και τρομοκρατίας). Συνεπώς όταν εδώ και χρόνια διατυπώνονται φράσεις του τύπου: ” να σπάσουμε την κανονικότητα” , ” να διατάραξουμε την κοινωνική συνοχή” ” να ανατρέψουμε την κοινωνική ομαλότητα” στην ουσία έχουμε προτάγματα τα οποία μιλούν για την διάρηξη των ενοποιητικών παραγόντων μιας κοινωνίας , την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων ώστε να γίνει ορατή η ύπαρξη ενός κοινωνικού πολέμου που μαίνεται έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια, με το Κράτος να αποτελεί τον θεματοφύλακα μιας προσχηματικής,και μόνο στους τύπους, κοινωνικής ειρήνης.Η κοινωνία κατά συνέπεια δεν είναι ένα υποκείμενο ή κάποιο σώμα στο οποίο μπορούμε να μιλήσουμε ή να μην μιλήσουμε, να πάρουμε ή να μην πάρουμε με το μέρος μας , να του κάνουμε ή να μην του κάνουμε απεύθυνση. Τέτοιες προτάσεις έμπεριέχουν εξαρχής μια λάθος οπτική γωνία που γεννάει αρκετές στρεβλώσεις.

Η κοινωνία προκύπτει λοιπόν πως είναι αυτή η διαδικασία, ή το σύνολο των διαδικασιών ,( γνωστό και ως προτσές) που διαμορφώνουν τους όρους της συλλογικής συνύπαρξης των μελών μιας κοινότητας. Όροι οι οποίοι πλάθονται από την επικράτηση συσχετισμών και ισοροπιών, βάσει των οποίων είμαστε σε θέση να μιλάμε για συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού περιβάλλοντος και να το αξιολογούμε. Μιλάμε πχ για κλειστές και ανοιχτές κοινωνίες, για προοδευτικές και συντηρητικές, για κοινωνίες ανοικτές και κοινωνίες ξενοφοβικές. Εν πάση περιπτώσει είμαστε σε θέση να κατανοούμε πως υφίστανται διαφοροποιήσεις στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού περιβάλλοντος και ότι αυτό οφείλεται στο ότι από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή είναι διαφορετικές οι ιστορικές διεργασίες που διαμορφώνουν τους εκάστοτε κοινωνικούς συσχετισμούς και ισορροπίες. Όταν λέμε κλειστές κοινωνίες για παράδειγμα δεν εννοόυμε κάποιες κοινότητες των οποίων τα μελη είναι κλειστοί άνθρωποι και δςν εξωτερικεύουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους ή ότι ζουν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους αλλά κοινότητες μικρού μεγέθους συνήθως με πολύ σφιχτούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ των μελών τους και ελάχιστη ως μηδαμινή αλληλεπίδραση με τον έξω από αυτές κοσμο. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί ίσως να γίνουν πιο κατανοητά προτάγματα που ακούγονται χρόνια τώρα και που λένε ” να σαμποτάρουμε την κοινωνική μηχανή” ή ” ενάντια στην κοινωνία-εργόστασιο”. Προφανώς οι αναφορες σε κοινωνία-μηχανή ή κοινωνία-εργοστάσιο έχουν να κάνουν ακριβώς με την αντίληψη της κοινωνίας ως αυτήν ακριβώς τη διαδικασία που περιγραφηκε πως διαμορφώνει συγκεκριμένους συσχετισμούς και ισοροπίες κάθε φορά. Επίσης είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε την ουσία πολύ παλιών αναρχικών συνθημάτων όπως το ” Όλα τα ιδανικά αυτής της κοινωνίας βρίσκονται στις κλούβες της αστυνομίας” ή αναφορών σε κείμενα και αναλύσεις ακόμα και της πλέον κλασσικής αναρχίας περί ” κοινωνίας ελέγχου και επιτήρησης” ή “κοινωνιας φυλακής”. Προφανώς και στις δυο περιπτώσεις είναι δεδομένο πως γίνεται λόγος για κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία η αστυνομοκρατία η καταστολή , ο αυξημένος έλεγχος με κάθε μέσο ( κάμερες, παρακολουθήσεις, υποκλοπές) , η προστασία της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, όχι μόνο αποτελούν κυριάρχες κοινωνικές αξίες αλλά αποτελούν και κομμάτι μιας αντιλαμβανόμενης ως “φυσιολογικής” κοινωνικής κανονικότας. Κι αυτό λόγω διαμόρφωσης συγκεκριμένων συσχετισμών και ισοροπιών.

Κατά συνέπεια, λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο η έννοια του κοινωνικού, όσο και η έννοια του αντικοινωνικού είναι σχετικά ευέλικτες. Το τι είναι τι την κάθε φορά κρίνεται από το κατά πόσο είναι υπέρ ή κατά των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών, κι αυτό φυσικά αλλάζει από περιβάλλον σε περιβάλλον. Κάτι που σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Χ, θεωρείται αποδεκτή αξία και συμπεριφορά, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Υ μπορεί να εκλαμβάνεται ως αντικοινωνική αξία και συμπεριφορά. Το ίδιο προφανώς μπορεί να ισχύει με τις ιδέες, τα κινήματα κτλ. Κάθε τι κρίνεται σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία εμφανίζονται ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσο ήταν ή είναι κοινωνικό και αντικοινωνικό και δεν υπάγεται σε μία σταθερή και πάγια αξιολόγηση. Το χριστιανικό κίνημα για παράδειγμα υπήρξε μία εσωτερική αντικοινωνική απειλή για το Ρωμαϊκό κοινωνικό προτσες αλλά αφού κατόρθωσε να επιβάλλει την ιδεολογική του ηγεμονία (χωρίς να αλλάξει η πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας σημειωτέον) και να διαμορφώσει τους δικούς του συσχετισμούς έχτισε το δικό του προτσές με πυρήνα το χριστιανικό φονταμενταλισμό, με την περίοδο επικράτησης του να ονομάζεται ευρωπαϊκός μεσαίωνας. Μέχρι το μετασχηματισμό και αυτής της κοινωνίας με τη σειρά της στις πρόιμες καπιταλιστικές κοινωνίες, οτιδήποτε απειλούσε τα ειδοποιά ποιοτικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης κοινωνικής συνοχής προφανώς ήταν αντικοινωνικό και αντιμετωπιζόταν ως τέτοιο. Πέρα από τις παραστάσεις που έχουμε με τις δημόσιες εκτελέσεις και τα βασανιστήρια που οργάνωνε η πολιτική και θρησκευτική εξουσία έχουμε παραστάσεις εξάρσεων μαζικής υστερίας των απλών μαζών που προχωρούσαν σε λιντσαρίσματα μέχρι θανάτου σε οτιδήποτε ένιωθαν ότι απειλεί το ύψιστο κοινωνικό αγαθό τους : τη χριστιανική πίστη.

Αντίστοιχα μπορούμε να φανταστούμε πως μία σειρά από πράγματα τα οποία κάπως έχουν βρει τη θέση τους μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα κάπου αλλού αδυνατούν να τη βρουν επειδή δεν το επιτρέπουν ακόμα οι κυρίαρχοι συσχετισμοί και ισοροπίες. Ενώ πχ σε συγκεκριμένες δυτικές κοινωνίες σήμερα θεωρείται κάπως αυτονόητο οι γυναίκες να αποφασίζουν για τη συνέχιση ή τη διακοπή της κύησης τους, σε κάποιες άλλες όχι μόνο δεν είναι αυτονόητο αλλά είναι παράνομο και κοινωνικά κατακριτέο. Κι αυτό όχι μόνο σε χώρες και κοινωνίες όπου επικρατεί ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ως πυρήνας της κοινωνικής συνοχής αλλά και σε δυτικές κοινωνίες που μπορεί να θεωρούνται πιο προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές. Μόλις πρόσφατα καθιερώθηκε στην Ιρλανδία η αναγνώριση του δικαιώματος της άμβλωσης κι αυτό μετά από το ιστορικό δημοψήφισμα που διεξήχθη, ενώ στην Αργεντινή παρά το γεγονός ότι έχουν διαμορφωθεί αγώνες από ριζοσπαστικά κινήματα που προωθούν αυτό το αίτημα, δεν κατάφερε να περάσει από τη Βουλή τους ως σχέδιο νόμου. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για κοινωνίες στις οποίες η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία διατηρεί ακόμα σε αρκετά μεγάλο βαθμό την επιρροή της έτσι ώστε η χριστιανική καθολική ηθική να αποτελεί κομμάτι των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών.

Το παράδειγμα των αμβλώσεων δεν επιλέγεται τυχαία γιατί είναι ενδεικτικό για να καταλάβουμε πως δεν είναι μονάχα η πολιτική και η οικονομική εξουσία σε μια κοινωνία που διαμορφώνουν συσχετισμούς και ισορροπίες. Αν και ασφαλώς αποτελούν δύο πολύ βασικούς πυλώνες, δεν είναι παρά μόνο δύο εκφάνσεις σε ένα ευρύτερο σύνολο στοιχείων που συνθέτουν ένα κοινωνικό προτσές και που έχουν σχέση με τη συλλογική κουλτούρα και τις ιδεολογίες που μπορεί να επικρατούν, τις κυρίαρχες αξίες και ηθική που μπορεί να έχουν σχέση και με την επικράτηση κάποιας θρησκείας, τις κοινωνικά διαμορφωμένες συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό, τις τέχνες, τη συλλογική διασκεδαση και ψυχαγωγία. Στοιχεία τα οποία έχουν μια τεράστια δυναμική αλληλεπίδραση μέσα στους πληθυσμούς και που μπορεί να αποτελούν τόσο σφιχτούς συνεκτικούς αρμούς ενός κοινωνικού συνόλου που αν μια εξουσία τολμήσει να τα αμφισβητήσει, να τα καταστείλει και να τα ξεριζώσει από έναν πληθυσμό, ενδεχομένως να συναντήσει από τις πιο ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις που θα μπορούσε να συναντήσει ποτέ. Αντίστοιχα τις ίδιες αντιστάσεις μπορεί να συναντήσει και ένα ανατρεπτικό κίνημα που θα επιχειρήσει να ανατρέψει όλα τα παραπάνω ή έστω να αναμετρηθεί και να επιχειρήσει να υπερκεράσει αυτό που ο κομμουνιστής θεωρητικός Αντόνιο Γκράμσι, αναλύοντας την πνευματική ηγεμονία της κυριαρχίας, αποκαλούσε “προκεχωρημένο χαράκωμα, πίσω από το οποίο βρίσκεται μια ισχυρή αλυσίδα από οχυρά και πολυβολεία”. *2
Σε ένα φιλελεύθερο προοδευτικό καπιταλιστικό σύστημα σαν αυτό της Αργεντινής πχ η νομιμοποίηση των αμβλώσεων θα μπορούσε να ωφελήσει το κεφάλαιο καθώς η αγορά των αμβλώσεων ενδεχομένως να αποτελούσε ένα επικερδές επιχειρηματικό πεδίο. Ωστόσο η πολιτική εξουσία υποκύπτει στις πολιτικές πιέσεις που ασκούν οι κοινωνικές δυνάμεις που είναι ενάντια στις αμβλώσεις γιατί προφανώς αυτές είναι πιο ισχυρές. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αντικοινωνικό είναι το αίτημα για νομιμοποίηση των αμβλώσεων γιατί αυτό εναντιώνεται στους κυρίαρχους κοινωνικούς συσχετισμούς και ισοροπίες.

Αυτό μπορεί να σημαίνει στις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες ότι μια γυναίκα που θα θελήσει να προβεί για οποιονδήποτε λόγο σε μια διακοπή της κύησης της θα έχει να αντιμετωπίσει πέρα από τις όποιες ποινικές συνέπειες που ορίζει ο νόμος και την ενδεχόμενη σκληρότητα του κοινωνικού αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, της περιφρόνησης της από τον κοινωνικό της περίγυρο, ενδεχομένως και από το οικογενειακό της περιβάλλον, θα είναι θύμα ενός παντοδύναμου κοινωνικού ρατσισμού που είναι πιο δύσκολος να αντιμετωπιστεί. Ακόμα και οι ποινικές συνέπειες ίσως να φαντάζουν πιο ανώδυνες σε σχέση με το πόσο συντριπτική μπορεί να φτάσει να γίνει η δύναμη αυτής της κοινωνικής πίεσης.

Αντίστοιχα φυσικά με το θέμα των αμβλώσεων σε μια σειρά από χώρες μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλά ακόμα ζητήματα που ενώ μπορεί να θεωρούνται λυμένα ή μερικώς λυμένα σε κάποιες κοινωνίες, σε κάποιες άλλες αποτελούν σκληρά ταμπού. Η ανεξιθρησκεία, η υπεράσπιση των γυναικείων δικαιωμάτων, η ελευθερία στη σεξουαλική επιλογή δεν είναι σε όλες τις κοινωνίες το ίδιο εξασφαλισμένα. Ορισμένες κοινωνίες, για παράδειγμα στηρίζουν την κοινωνική τους συνοχή στο σκληροπυρηνικό ισλαμικό φονταμενταλισμό και την αδυσώπητη πατριαρχία. Η κοινωνική θέση της γυναίκας μπορεί να είναι στην χαμηλότερη υποστάθμη ενώ οι σεξουαλικές αποκλίσεις από την ετεροκανονικότητα μπορεί να τιμωρούνται ακόμα και με θάνατο. Η κοινωνική πρόοδος φαντάζει τόσο μακρινή όσον αφορά κάποια ζητήματα σε κάποιες κοινωνίες που αυτό που για άλλες κοινωνίες ίσως φαντάζει αυτονόητο, εκεί να εκλαμβάνεται πλήρως αντικοινωνικό.

Δε χρειάζεται να ταξιδέψουμε βέβαια πολύ μακριά για να βάλουμε με το μυαλό μας παρόμοιες καταστάσεις. Δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι συμβαίνει στη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν ή το Ιράν. Αρκεί να φέρουμε στο μυαλό μας μια τυπική κλειστή κοινωνία της ελληνικής υπαίθρου λίγες δεκαετίες πίσω και να συλλογιστούμε το μέγεθος της κοινωνικής πίεσης που θα μπορούσε να τεθεί πάνω σε μια γυναίκα που θα ήθελε να ζήσει σύμφωνα με τις αρχές του ελεύθερου έρωτα. Η προκατάληψη, ο ρατσισμός, η περιφρόνηση, το μίσος εναντίον της θα προερχόταν από όλο το κοινωνικό περιβάλλον της. Ακόμα και από την ίδια την οικογένεια της ενδεχομένως και πολύ πιθανόν θα δεχόταν τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχολογική, και ενδεχομένως και σωματική, βία πρώτα απ’ όλα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Γιατί καταλαβαίνουμε πως από τη στιγμή που σε ένα τέτοιο περιβάλλον η πατριαρχία είναι μια πανίσχυρη κοινωνική δομή, πλήρως αποδεκτή και αφομειώσιμη από όλα σχεδόν τα μέλη της κοινωνίας, οτιδήποτε απέκλινε από τα στάνταρντ της πατριαρχίας, θα προσέκρουε σε ένα τέτοιο κοινωνικό αυτοματισμό. Αλλά δε χρειάζεται να μπούμε καν σε χρονοκαψουλα και να ταξιδέψουμε στο παρελθόν των ελληνικών επαρχιών παλιότερων δεκαετιών , η πατριαρχία αποτελεί μια τόσο ισχυρή κοινωνική δομή ακομα και σήμερα που ο σεξισμός και ο κοινωνικός ρατσισμός ενάντια στο διαφορετικό είναι εξαιρετικά απλωμένος στον κοινωνικό ιστό. Για να μην μπούμε στον κόπο να αναφέρουμε κάποιο από τα απειράριθμα τέτοια κρούσματα αρκεί να σημειώσουμε τις ενστάσεις ενός προοδευτικού κιόλας υποτίθεται κόμματος όπως το ΚΚΕ κάθε φορά που έρχεται προς ψηφιση κάποιο νομοσχέδιο που αφορά τα δικαιώματα καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων με διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα και οι οποίες ξεκινούν πάντα με τη φράση ” Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να δεχτεί…” Τι να εννοεί άραγε το ΚΚΕ ( και άλλα συντηρητικά κομμάτια της αριστεράς) σε τέτοιες περιπτώσεις, και γιατί δεν μπορεί να τοποθετηθεί ξεκάθαρα είτε υπερ είτε κατά τέτοιων αλλαγών, παρά μονάχα κρύβεται πίσω απο το δάχτυλο του παίρνοντας στην ουσία πολεμική θέση ενάντια σε προοδευτικά αιτήματα χαρακτηρίζοντας τα μεταμοντέρνα ή νεοφιλελεύθερη δικαιωματική ατζέντα; Μα γιατί είτε τα θεωρεί είτε τα αντιμετωπίζει ως αντι-κοινωνικά επιδιώκοντας άνοιγμα σε πιο διευρυμένα ακροατήρια κι επειδή γνωρίζει πως μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνιάς ρέπουν ακόμα προς την παραδοσιακή συντήρηση . Τέτοιου τύπου πολιτική συμπεριφορά που συνειδητά επιλέγει την πολιτική οπισθοχώρηση απο προοδευτικές και ριζοσπαστικές θέσεις ώστε να μην προκύψει σύγκρουση με κάποιο συντηρητικό κοινωνικό αυτοματισμό, είναι που σχηματικά έχει ονομαστεί”κοινωνισμός”. Ίσως όχι ο πιο δόκιμος η αλήθεια είναι αλλά εν πάση περιπτώση αυτό το νοήμα αποπειράθηκε να πλαισιώσει άλλο που δεν κατάφερε να το κάνει κατανοητό.

Αυτού του είδους ωστόσο ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι τυπικό δείγμα της κοινωνικής ψυχολογίας και της συλλογικής συμπεριφοράς, αυτό που δηλαδή ονομάζεται και πιο κοινά , ψυχολογία του όχλου. Κάθε κοινωνικό σύνολο με μια ορισμένη συνοχή τείνει να συμπεριφέρεται σαν ένα σώμα, σαν ένας οργανισμός. Κι όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία ή την εισβολή ενός ξένου στοιχείου, κάτι διαφορετικού, αντιδρά όπως αντιδρά το ανοσοποιητικό σύστημα ενός οργανισμού απέναντι στην εισβολή ενός ιού ή ενός παθογόνου μικροοργανισμού: προσπαθεί να το καταστείλει και να εξαλείψει την απειλή της εξάπλωσης του. Κι αυτό το κάτι διαφορετικό, το κάτι ξένο, μπορεί να είναι στην περίπτωση ενός κοινωνικού συνόλου μια ιδέα, μια αξία ή και μια επιστημονική αλήθεια. Κάποτε σε κάποια εποχή θα μπορούσε να είναι απλά η διακήρυξη ότι η γη γυρίζει. Όλα αυτά κάτω υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είναι ή να έχουν υπάρξει αντικοινωνικά, και η προώθηση ή η υπεράσπιση τους να αποτελούν αντικοινωνικές πρακτικές. Από αυτήν την άποψη δε χωρά καμιά αμφιβολία πως φρασεολογίες τύπου ” Ενάντια στις αντικοινωνικές πρακτικές” που συναντάται σε κείμενα ή και σε υπογραφές συνελεύσεων (μετωπικών ή μη) είναι το λιγότερο ατυχείς, αν όχι σκόπιμα πολωτικές προφανώς για λόγους μικροπολιτικής. Επειδή δε μιλάμε για υποκείμενα που τα παραπάνω νοήματα τους διαφεύγουν.

Η διαπίστωση αυτή βοηθάει να γίνει αντιληπτό σε ποια βάση γειώνεται πλέον αυτή η διαμάχη γύρω από την κοινωνία, το τι είναι κοινωνικό και τι αντικοινωνικό, και κυρίως το ότι οι όποιες διαφωνίες, αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις δεν αφορούσαν απλά μια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος κουβέντα, αλλά μια ολόκληρη σειρά στρατηγικών, προταγμάτων και πολιτικών προτάσεων.

Γιατί όλα αυτά είναι ζητήματα που εν τέλει τα συναντάμε μπροστά μας, μέσα σε επιλογές αγώνα που έχουμε να κάνουμε κάθε φορά, μέσα σε διλήμματα, τα οποία προκύπτουν και χρήζουν απαντήσεων, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Το πως ζυγίζονται τα πράγματα κάθε φορά, τι βαραίνει περισσότερο και ποιες επιλογές αγώνα μπαίνουν επιτακτικά ως προτεραιότητα στρατηγικής, η επιλογή της συλλογικής δράσης, η ατομική εξέγερση, όλα τα παραπάνω ,έχουν άμεση σχέση με τα παραπάνω. Γιατί η συμπεριφορά του κοινωνικού αυτοματισμού που εχθροποιεί κάθε τι ξένο, διαφορετικό, νεοτερικό που εμφανίζεται μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αφορά ασφαλώς και τα ανατρεπτικά ριζοσπαστικά κινήματα αμφισβήτησης που έχουν πέρα από να αντιμετωπίσουν την θεσμική καταστολή της κυριαρχίας, και να συγκρουστούν και με τις κραταιές κοινωνικές προκαταλήψεις. Κάτι που σήμερα κιόλας με την έξαρση του εθνικισμού με αφορμή το Μακεδονικό αποκτά επικαιρο χαρακτήρα. Ακριβώς λοιπόν πάνω σε όλα αυτά προκύπτουν οι διαφοροποιήσεις και στους όρους και τις συνθήκες της κοινωνικής απεύθυνσης.
Αυτό όμως είναι μια ολόκληρη άλλη συζήτηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*1: Αξίζει να αναφερθεί πως στη σοσιαλιστική Μαρξιστική σκέψη ως κοινωνική επαναστάση δεν λογίζεται μονάχα η ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών ενός κοινωνικού περιβάλλοντος αποκλειστικά από μια προλεταριακή εξέγερση ή έστω από τον ξεσηκωμό ενός καταπιεσμένου πληθυσμού. Η κοινωνική επαναστάση μπορεί να συντελεστεί σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αν οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες στο εσωτερικό του μετασχηματιστούν με την έλευση της κοινωνικής προόδου όπως κι αν αυτή συντελεστεί. Για παράδειγμα περιγράφει ο Καρλ Μαρξ στο άρθρο του ” Η Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία” που γράφτηκε στις 10 Ιουνίου 1853 και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη New York Daily Tribune στις 25 Ιουνίου 1853 για το πως η αγγλική αποικιοκρατία επιτάχυνε την κοινωνική πρόοδο στην Ινδία συμβάλωντας στην κοινωνική επανάσταση του Ινδοσταν. Λέει συγκεκριμένα:
{” Η εγγλέζικη παρέμβαση έβαλε το κλωστήριο στο Λανκασάιαρ και τον αργαλειό στη Βεγγάλη ή σάρωνε τον Ινδό κλωστοϋφαντουργό, διαλύοντας αυτές τις μισοβάρβαρες-μισοπολιτισμένες κοινότητες, ανατινάζοντας την οικονομική τους βάση, και παράγοντας έτσι τη μεγαλύτερη και, για να πούμε την αλήθεια, τη μοναδική κοινωνική επανάσταση που συντελεστηκε ποτέ στην Ασία”.}
Στη συνέχεια κι αφού προχωρήσει σε μια εκτενή περιγραφή των προηγούμενων κοινωνικών συνθηκών που ανατράπηκαν ,όχι χωρίς να προβάλει έντονη την πρωτοκοσμική του αποστροφή απέναντι στην αναχρονιστική κοινωνια του ινδοστάν περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα τις αγροτικές παραδοσιακές κοινότητες (το “στέρεο θέμελιο του ανατολικού δεσποτισμού” που ” περιόριζαν το ανθρώπινο πνεύμα στη στενότερη δυνατη περίμετρο, μετατρέποντας το σε ένα χωρίς αντιστάσεις εργαλείο της πρόληψης, υποδουλώνοντάς το σε παραδοσιακούς κανόνες, στερώντας του κάθε μεγαλείο και ιστορική ενεργητικότητα…. δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτές οι μικρές κοινότητες ήταν μολυσμένες με διακρίσεις κάστας και με δουλεία) και την περιφρόνηση του για το παθητικό πνεύμα του λαού ( “προσηλωμένος μπροστά σε ένα κομματάκι γης, παρέμενε ατάραχος θεατής μπροστά στην ερείπωση ολόκληρων αυτοκρατοριών, μπροστά στην εκτέλεση ανείπωτων βιαιοπραγιών, τη σφαγή του πληθυσμού των μεγάλων πόλεων….. μένοντας ο ίδιος αβοήθητη λεία οποιουδήποτε επιδρομέα τον έβαζε στόχο”) κι αφού εκφραστεί όσο πιο απαξιωτικά μπορεί για το επίπεδο της προηγούμενης κοινωνικής ζωής ( ” αυτή η ανάξια, τελματωμένη και φυτοζοούσα ζωή, αυτό το παθητικό είδος ύπαρξης) θα προχωρήσει στην ριζοσπαστική διαπίστωση του πως επήλθε η μοναδική κοινωνική επανάσταση της Ασίας όπως την ονομάζει και ο ίδιος:

{“Η Αγγλία είναι η αλήθεια, προκαλώντας μια κοινωνική επανάσταση στο Ινδοστάν , έδρασε μονάχα προς όφελος των πιο βρομερών συμφερόντων της, και τα επέβαλε με τον πιο βλακώδη τρόπο. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι άλλο: Μπορεί η ανθρωπότητα να εκπληρώσει το πεπρωμένος της χωρίς μια ριζική επανάσταση στην κοινωνική κατάσταση της Ασίας; Αν όχι, τότε, όποια κι αν είναι τα εγκλήματα της Αγγλίας, αυτή ήταν το ασυνείδητο όργανο της Ιστορίας για να επέλθει η εν λόγω επανάσταση.
Τότε, όποια κι αν είναι η πικρία και τα προσωπικά μας αισθήματα μπροστά στο θέαμα του καταποντισμού ενός αρχαίου κόσμου, έχουμε το δικαίωμα από τη σκοπιά της Ιστορίας, να φωνάξουμε μαζί με τον Γκαίτε:
Sollte diese Qual uns quallen
Da sie unsre Lust vermehrt
Hat nicht myriaden Seelen
Timurs Herrschaft aufgezehrt?
(Γιατί το βάσανο εμάς να βασανίζει
Αφού στη μέγιστη χαρά μας οδηγεί,
Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν
Απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ;)”}

Αναμφίβολα εδώ η σκέψη του Μαρξ όσο ανατριχιαστική κι αν είναι, είναι παράλληλα βαθύτατα αποκαλυπτική της μαρξιστικής νομοτελειακής ντετερμινιστικής αντίληψης για την κοινωνική πρόοδο . Αν πρέπει να παραγνωρίζουμε την προσωπική μας πικρία για τα βάσανα του λαού της ινδίας απο την Αγγλική αποικιοκρατία, αν πρέπει να απαγγέλουμε χαρωπά Γκαίτε δηλώνοντας πως μας διακατέχει ύψιστη χαρά και πως βάσανο δε μας βασανίζει ακόμα κι αν μυριάδες ζωές χάθηκαν, επειδή το πεπρωμένο της ανθρωπότητας βαδίζει το δρόμο της εκπλήρωσης του με την κοινωνικη επανάσταση στην Ασία (η οποία δε θα συνέβαινε αν η Αγγλία δεν λειτουργούσε άθελα της ως ασυνείδητο όργανο της ιστορίας), τότε θα πρέπει να είμαστε πανευτυχείς που συνολικά η Γηραιά Ήπειρος υπήρξε το συλλογικό όργανο της ιστορίας που συνέβαλε στις κοινωνικές επαναστάσεις σε παρόμοια αναχρονιστικές και προ-νεοτερικές κοινωνίες της Ασιατικής, Αμερικανικής και Αφρικανικής Ηπείρου. Θα πρέπει να μαστε ευτυχείς για την μαζική γενοκτονία των εκατομυρίων γηγενών της Αμερικανικής Ηπείρου , για τους αιώνες της δουλοκτητικής αποικιοκρατικής περιόδου στην Αφρική και το δράμα του μαύρου πληθυσμού που υπέμενε τα πάνδεινα. Γιατί άλλωστε αυτά τα βάσανα εμάς να βασανίζουν; Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ; Αν εδώ δεν πρόκειται για τον ορισμό του πιο αμείλικτου ελιτισμού τότε απλά έχει υπερσχετικοποιηθεί η έννοια του ελιτισμού.

*2: Στα Τετράδια Φυλακής ο Γκράμσι αναφέρεται επίσης στην κοινωνία ως « πεδίο ελευθερίας, πεδίο δράσης των ιδεολογικών μηχανισμών που έχουν στόχο την άσκηση ηγεμονίας και μέσω αυτής την εξασφάλιση της συναίνεσης..»

Σχετικά με τους σχολιαστές διαδικτυακών καφενείων.

856673_1436892166532407_1215229958_oΤο σχόλιο στις μέρες μας έχει αποκτήσει τη δύναμή του από την επιρροή που ασκεί στο επίπεδο των εντυπώσεων. Έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει και να χρωματίζει τις σκέψεις κενών ανθρώπων. Είναι τέτοια η δυναμική του που ακόμα και οι πολιτικοί, τα διάφορα καθεστωτικά μπλογκς και διαδικτυακές σελίδες εφημερίδων, χρησιμοποιούν ψεύτικους σχολιαστές αν χρειαστεί, για να γεμίσουν το μενού που συνοδεύει την είδηση και να στείλουν το μήνυμά τους.

Σιχαίνομαι τους σχολιαστές και ειδικά αυτούς της ψηφιακής πραγματικότητας. Το σχόλιο γι’ αυτούς έχει την έννοια της άποψης. Το ξεστομίζουν πάντα χωρίς να βουτήξουν τη γλώσσα στο μυαλό τους, απλώς γιατί έτσι έχουν μάθει. Το ντύνουν με ιδεολογικά προσχήματα και θεωρίες που βρίσκουν μέσα στα βιβλία ώστε να φανεί ποιοτικό, να δημιουργήσουν εντυπώσεις, να προσπαθήσουν να διαμορφώσουν γνώμες. Σχόλιο και άποψη είναι λέξεις αντίθετες. Το ένα είναι περιστασιακό και ευκαιριακό, κάτι σαν πολλούς παράλληλους μονόλογους, το άλλο είναι ολοκληρωμένη θέση, κατάλληλα επεξεργασμένη ώστε να εμπλουτίσει μια ζωντανή συνθήκη. Στην πραγματικότητα όταν ξεκίνησαν να μιλάνε ή να γράφουν όλοι αυτοί οι σχολιαστές, είχαν στο μυαλό τους ένα απλό πρόσημο συμπάθειας ή αντιπάθειας για το υποκείμενο στο οποίο αναφέρονται, με κριτήρια τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με αυτά τα οποία θα εκφράσουν στη συνέχεια. Απλώς πρέπει να τα εκφράσουν σωστά όπως επιβάλει η κοινωνική πραγματικότητα της πολιτικής σοβαροφάνειας, της ολοκληρωμένης άποψης, της απίστευτης βλακείας. Η ουσία του πράγματος είναι ότι όλοι αυτοί είναι κάτι σαν τις πορδές, άλλες φορές ευχάριστες με το μορφή της ανακούφισης, άλλες φορές δυσάρεστες, ενοχλητικές και προσβλητικές. Όπως και να ‘χει δεν παύουν να σέρνουν πίσω τους μπόχα. Για να μην παρεξηγηθώ, ο σχολιαστής για μένα είναι ιδιότητα υπεράνω πολιτικών ταυτοτήτων. Μπορεί να είναι σοσιαλιστής ή νεοφιλελεύθερος, δημοκράτης ή φασίστας, αναρχικός ή κομμουνιστής. Ένας αργόσχολος άνθρωπος θα απαντήσω σε κάποιον αν με ρωτήσει, και ας ρισκάρω να ρίξω τις μετοχές μου στο χρηματιστήριο της πολιτικής ευγένειας, εκεί όπου όλα ειπώνονται με τρόπο.

Έχοντας έναν συγκεκριμένο ατομικό προσδιορισμό οι πιο ενοχλητικοί για μένα είναι οι τελευταίοι, για έναν απλό λόγο: απλώς παριστάνουν κάτι που δεν είναι. Η μέρα τους προβλέψιμη και μονότονα βαρετή, ξυπνάν το πρωί και ανοίγουν τον υπολογιστή αναζητώντας ένα καυτό κινηματικό νέο για να ασχοληθούν με αυτό, ξεκινάν να χτυπούν τα πλήκτρα με αυθάδεια και έπαρση, γράφοντας ένα κατεβατό από μπούρδες με το περιτύλιγμα της πολιτικής άποψης ή της κριτικής. Σε χρόνο μηδέν κι άλλοι αργόσχολοι τυπάδες σαν αυτούς μπαίνουν στο χορό και τα αίματα ανάβουν, δημιουργούν μια ψηφιακή ένταση βάζοντας φωτιές μέσα από τα πλήκτρα του υπολογιστή τους, και η διαδικτυακή ονείρωξη δεν έχει τελειωμό. Συμμετέχουν σε ψηφιακές επαναστάσεις, τσακώνονται για το τί θα γίνει την ημέρα που τα κράτη δε θα έχουν πια καμία εξουσία, πνίγουν στο αίμα τους εχθρούς τους και μετά ανακατεύουν το φλυτζάνι του καφέ τους με τη δολοφονική ηρεμία του δήμιου που ετοιμάζεται να αποκεφαλίσει το επόμενο θύμα του, ή μάλλον με την ηρεμία ενός ανθρώπου η αποφασιστικότητα του οποίου φτάνει μέχρι κάποιο μπαρ στην περιοχή των Εξαρχείων. Εκεί όπου θα ακούσει μπόλικες επαναστατικές ιστορίες φτιάχνοντας έτσι στον εαυτό του την εντύπωση ότι έχει κάποιο ρόλο, κάποια θέση σε όλα αυτά. Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας σχολιαστής- κάτι σα ρεπόρτερ που θα ακούσει, θα δει και μετά θα σχολιάσει, χωρίς (κατά κανόνα) να έχει συμμετάσχει ποτέ σε τίποτα. Από τη θέση του θεατή, εκεί όπου οι ιδέες παραμένουν καθαρές και προσεγμένες στα ράφια των ιδεολογικών σουπερμάρκετ. Όμως οι ιδέες διαμορφώθηκαν μέσα απο πράξεις και όσο πιο ισχυρές ήταν αυτές τόσο πιο μεγάλη επιρροή άσκησαν και οι ιδέες. Ψιλά λόγια για τον τυφλοπόντικα σχολιαστή που μόλις κατάφερε να αποστηθίσει κάποια τσιτάτα του Μπακούνιν, του Μαρξ ή του Φεραλ Φον, ανάλογα με τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Ετσι αυτός ο πραγματικά ενοχλητικός μπάσταρδος, γυρνώντας σπίτι του το βράδυ θα ανοίξει τον υπολογιστή για να συνεχίσει τον πόλεμο αντιπαραθέσεων που έχει ξεκινήσει, τώρα αισθάνεται πιο σίγουρος για τις απόψεις του αν και σαν αναρχικός απεχθάνεται τις αυθεντίες, άκουσε με μεγάλη προσοχή οτι το υποκείμενο το οποίο σχολιάζει είναι μαλάκας σύμφωνα με τα ιερατεία των ιερών αγελάδων του “χώρου” μας. Για την ακρίβεια το μαλάκας είναι η εντύπωση που του σχηματίστηκε. Όπως γίνεται πάντα το μαλάκας στο χώρο μας έχει ένα πολιτικό λεξιλόγιο που μπορεί να τον χαρακτηρίζει; “εξουσιαστικές τάσεις”, “πολιτικάντης”, “οπορτουνιστής”.

Φυσικά όλα αυτά υπάρχουν και με το παραπάνω – δεν έχει κανείς την εντύπωση ότι ζούμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, απλώς η ύπαρξή τους έχει γίνει το όχημα, ώστε ο καθένας να μπορεί να εκφράσει μια τέτοια θέση για τον οποιονδήποτε. Εξ άλλου αναρχικοί είμαστε, ελευθερία γνώμης έχουμε, μπορεί ο καθένας να λέει ότι θέλει. Επίσης ο σχολιαστής εκτός από το πολιτικό του ενδιαφέρον, όλως τυχαίως έμαθε για τις σεξουαλικές συναναστροφές, τα τσιγάρα που καπνίζει, τα ποτά που πίνει, τη μηχανή που οδηγάει το υποκείμενο που σχολιάζει, ενώ βάζω ένα παρελθοντικό χρόνο στα ρήμματα αν μιλάμε για κάποιον φυλακισμένο. Πλέον ο σχολιαστής έχει αρχίσει να αισθάνεται ότι αναπτύσει μια προσωπική σχέση με το υποκείμενο, μια σχέση άλλοτε αγάπης και άλλοτε μίσους. Εξ άλλου ξέρει τόσα πολλά πια γι’ αυτόν. Σβήνοντας το φως του δωματίου του πριν πέσει για ύπνο, ο σχολιαστής μας έχει υπερκαλύψει όλα τα κόμπλεξ κατωτερότητας που τον διακατέχουν, έχει καταφέρει να θάψει την ανυπαρξία του κάτω από το χαλάκι των πολιτικών διαφωνιών, και πάνω απ’ όλα έχει μια άποψη για τα πάντα. Ίσως κάποια στιγμή στη νύχτα σηκωθεί για να ελέγξει αν οι “πολιτικές του θέσεις” έχουν σχολιαστεί από κάποιους άλλους στο διαδικτυακό τρενάκι των αργόσχολων, που εξακολουθούν και επιμένουν να μας βρωμίζουν τον αέρα με την ύπαρξή τους – όπως οι πορδές έτσι κι αυτοί. Λύση προς το παρόν δεν έχει βρεθεί οπότε τουλάχιστον ας γνωρίζουν ότι αποτελούν μια βρωμερή κένωση που σέρνεται πίσω από ένα σύμπλεγμα θέσεων, απόψεων και πρακτικών, πραγματικών ανθρώπων που κάνουν επιλογές, αγωνίζονται και ζουν στην πραγματική ζωή. Εκεί που κάποιοι ματώνουν ενώ οι σχολιαστές συνεχίζουν να πίνουν μπύρες. Αυτή είναι η δική μου επώνυμη αλήθεια.

A-politiko.

Για τα 25 χρόνια από την εκτέλεση του Μπακογιάννη.

παμπακ

26/9 . Σαν σήμερα η Ε.Ο. 17Ν εκτέλεσε τον Παύλο Μπακογιάννη.
Σαν σήμερα πριν 25 χρόνια, κάποιοι, ένοπλοι αντάρτες, με τις όποιες κι όχι ασήμαντες διαφορές που έχουμε πολιτικά, επέλεξαν να δώσουν μια δυναμική απάντηση, ένα καίριο χτύπημα στην σιχαμένη αντίληψη της “εθνικής συμφιλίωσης”.
Ο εμφύλιος ξεθώριασε, η χούντα πέρασε, η σκατοκρατία αποκαταστάθηκε, και κάπως έπρεπε να καναλιζαριστεί η όποια πιθανή ανάφλεξη αντίστοιχων “παθών”, ιδιαίτερα σε μια περίοδο επερχόμενης ανάπτυξης.
Τί πιο αποτελεσματικό από την συμφιλίωση? ομορφη λέξη. αγάπες και λουλούδια, συγχώρεση, μεγαλοψυχία, το κκε πλέον νόμιμο χρόνια πριν, όλα βολικά.
Πέρα από αυτά,το καλοκαιρι του 89 μορφοποιήθηκε μια ακόμα πτυχή της ..εθνικής συμφιλίωσης, η κυβέρνηση τζανετάκη. Για τους πασόκους ήταν το βρώμικο 89, στην ουσία το στρώμα που έστρωσαν οι ίδοι να κοιμηθούν. Για το κκε ήταν μια συμμαχία με το διάβολο που λεγε κι οΧαρίλαος για να έρθει η κάθαρση. για το τότε κόμα της αριστεράς και της προόδου, ήταν απλά ξεβράκωμα. Διάχυτη η προσπάθεια να πειστεί ο “γλαρωμένος γίγαντας” λαός ότι πρέπει να τελειώνουν τα μίση κι ότι αυτά μας πάνε πίσω σαν έθνος και λαό.
Αφού λοιπον τα κοινωνικά εργατικά κι άλλα κινήματα της εποχής, υστερούσαν σε ανατρεπτική/επαναστατική ανάλυση και πρακτική,όντας πάνω στη θολούρα των νέων εξελίξεων, κάποιοι αποφάσισαν να δράσουν.
Και το έκαναν. Με τις όποιες ενστάσεις μπορεί ο καθένας να έχει για τις οπτικές και τις θέσεις τους. ήταν όμως εκεί, και πήραν τα ρίσκα τους. Ήταν εκεί και κάναν κάτι που θα θέλαν πολλοί να κάνουν. Κι έπρεπε να γίνει. Και πρέπει να γίνεται οτιδήποτε στέλνει στο παρελθόν τους φορείς της εθνικής συμφιλίωσης. Καμία ειρήνη δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχει κράτος. Καμία δικαιοσύνη όσο υπάρχουν εξουσίες. Καμία ισότητα όσο υπάρχει καπιταλισμός. Μόνο με πόλεμο αλλάζουν αυτά. Άλλωστε το λέει το τραγούδι “από στόμια βγαίνει η δύναμη όχι απο στόματα” τελεια και παύλα.

υ.γ. το λέγαμε τότε , το λέμε και τώρα : σκατά στον τάφο του κάθε μπακογιάννη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΡΑΜΠΟΥΚΝΙΤΕΣ ΣΤΟ ΒΟΛΟ…

Δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά για τις νοοτροπίες των κόκκινων φασιστών της κνε.
Ούτε πχ για το ρόλο τους σε καταλήψεις (πχ Χημείο), πορείες (πχ Πολυτεχνειο ’98), εξεγερτικά γεγονότα (πχ προβοκατορολογία κτλ), περιφρούρηση κοινοβουλίου (σε προ διετίας πορεία), κ.α.
Ίσως ούτε καν για το κόμμα/εργοδότη (πχ απολύσεις στον 902). Είναι όλα γνωστά σε όποιον/α σηκώνεται συχνά-πυκνά από τον καναπέ και συμμετέχει στα “κοινά”. Κι αν κάποιος δεν τα βλέπει, έιναι βλάκας, κνίτης ή και τα δύο.
Θα σταθώ μόνο στο πρόσφατο παράδειγμα τραμπουκισμού τους στο Βόλο. Όχι σαν παράπονο ή κλάψα, όχι για να δειχτεί τι κακοί και αυταρχικοί που είναι. Αλλά για να μην ξεχνάμε ούτε στιγμή τί αντιπροσωπεύει αυτός ο άθλιος κομματικός μηχανισμός. Για να μην ξεχνάμε ότι η στάση τους στους αγώνες των εργατών που τόσο θωπεύουν λεκτικά, είναι φυσικό αποτέλεσμα τους πώς αντιμετωπίζουν την ίδια τη ζωή σε κάθε πτυχή και έκφανσή της. Να μην ξεχνάμε ότι μια κόκκινη σημαία και ένα χαμηλό είσοδημα δεν κάνουν κάποιον έστω και εν δυνάμει σύμμαχο.
Πρόσφατα λοιπόν, το ιερατείο του Περισσού -ή και περιττού- έβγαλε μια ανακοίνωση ενάντια στο σύμφωνο συμβίωσης όταν αφορά ομόφυλα ζευγάρια και στο δικαίωμα αυτών να υιοθετούν παιδί. Φαίνεται, η αξιοπρέπεια κι η ποιότητα των ανθρώπων, κρίνεται από το φύλο και τις ερωτικές επιλογές τους. Παιδί με δυό μπαμπάδες ή με δυό μαμάδες δε νοοείται. Άλλωστε ο πατερούλης , ο φιντέλ και άλλα εικονίσματα, το έλυναν συνοπτικότατα το ζήτημα: Φυλακή, ξύλο περιθωριοποίηση.
Σαν μια πρώτη αντίδραση, βγήκαν δύο σατυρικά αυτοκόλλητα τα οποία και παραθέτω εδώ, αναδεικνύοντας το θέμα. Καυστικά, δηκτικά, ενοχλητικά, αθυρόστομα. Αλλά με άποψη. Όχι με επίκληση στην κοινή κινηματική λογική ώστε να προβληματιστούν ίσως οι κνίτες και να βάλουν μυαλό (τέτοιες αυταπάτες έχουν ψοφήσει χρόνια τώρα). Αλλά με ένα σκεπτικό που λέει ότι αυτοί οι νεκροθάφτες ανθρώπων και αγώνων, αυτά τα όρθια κόκκινα ντουβάρια, έχουν τόση σχέση με ο,τιδήποτε απελευθερωτικό, όση και η Λωζάνη με την Κοζάνη. Φαινομενική.
Τα αυτοκόλλητα αυτά κολλήθηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης του Βόλου, και φυσικά κολλήθηκαν και στην είσοδο των γραφείων του κώματος. Αυτό προφανώς ενόχλησε, και μάλιστα πολύ, τα δίποδα απόβλητα του Στάλιν. -Μα τόσο θράσος πια? Τέτοια ασέβεια προς το ιστορικό κόμμα του λαού?
Η απάντηση στην βάρβαρη αυτή δράση των αυτοκόλλητων ήταν άμεση και δραστική. 5 κνίτες της πόλης, 5 νέοι γεμάτοι με όρεξη για αγώνα και ανατροπή, 5 πιστοί πατριώτες, κινήθηκαν την Τετάρτη το μεσημέρι προς κατάστημα όπου καθόταν ο “δράστης”, με απειλητικές διαθέσεις. Ο τσοπάνης του εν λόγω κοπαδιού, λίγο πιο θρασύς, ήταν μάλλον και ο μόνος που ήξερε να μιλάει. Μπήκε κραδαίνοντας ένα κομματικό αυτοκόλλητο (βαρύ ωσάν πυρότουβλο) και έφτασε σε απόσταση αναπνοής:
-θα σ αρέσει ρε να σου κολλήσω κι εγώ το αυτοκόλλητο στη μάπα?
-εγώ σε τοίχο το έβαλα, εκτός αν η μάπα σου είναι ντουβάρι /η απάντηση.

-Τί νομίζετε ότι κάνετε ρε κωλόπαιδα και κολλάτε αυτά? Νομίζετε ότι είναι αστείο?
-Ας μη βγάζατε τέτοιες ανακοινώσεις να μέναμε ήσυχοι /η απάντηση.

-Σε είδα ρε που τα κόλλησες, και σ έχω ξαναπροσέξει, να ξέρεις ότι θα σ έχουμε υπόψη μας και να προσέχεις. Άμα ξανακάνεις μαλακία …εδώ είμαστε.
-Ωραία και τί θα κάνεις, θα βαρέσεις? Ή μήπως θα με γαμήσετε κι όλας? Αν βέβαια το επιτρέπει το κόμμα/η απάντηση.

-Κάνουμε και χιούμορ ρε? Μαζέψου γιατί θα μας δεις αλλιώς. Εντάξει… αγαπούλα?
-Ανταποδίδω, και να ξέρεις ότι η πόλη είναι μικρή και όλοι είναι γνωστοί. Έτσι κι απλώσεις χέρι δε θα είμαι εγώ που θα μετανιώσω.
Αυτά είναι κάποιοι ενδεικτικοί από τους διαλόγους που εκτυλίχθηκαν κατά τα 5 λεπτάκια της επίσκεψης από τους κνίτες. Η οποία, πέρα από τη λεκτική ένταση περιείχε και μια λάητ σωματική επαφή – δυστυχώς μείναμε στις υποσχέσεις… Πέρα λοιπόν από το ότι έγιναν ρόμπα στον κόσμο που βρισκόταν εκεί, απέδειξαν ότι η απόσταση από τα μέλη/στελέχη τους ως την κορυφή του κκε είναι μηδενική. Όσο βρωμάει το κεφάλι βρωμάει και το υπόλοιπο ψάρι.
Κι επί του συγκεκριμένου θέματος των αυτοκόλλητων δυο λόγια.
Χαλινάρι στις επιθυμίες κάποιου και το πώς θα διαθέσει το κορμί του, δε θα βάλει κανένα κόμμα, καμία θρησκεία, καμία ιδεολογία. Το φύλο του συντρόφου που επιλέγει κάποιος θα το καθορίσουν οι δυο τους και κανένα π.γ. ή κ.ε. ή κάποιος/α γ.γ. Αν τα λοβοτομημένα μπατσάκια του περισσού θεωρούν περιθώριο και ίσως μίασμα τους γκέη, τις λεσβίες, τις τρανς, δεν είναι δικό τους πρόβλημα – είναι δικό μας που τους ανεχόμαστε. Όταν μάλιστα βγάζουν ξετσίπωτα προς τα έξω αντίστοιχο λόγο και πρακτικές, τότε η η θιγμένη μας αξιοπρέπεια ενδέχεται να αντιδράσει ποικιλότροπα…
Το περιεχόμενο των κομματικών ευαγγελίων, όχι μόνο δεν είναι προς ακολούθηση από ανθρώπους που λένε ότι αγωνίζονται ενάντια στην κρατική και καπιταλιστική κυριαρχία, αλλά πρέπει να πολεμιέται με κα΄θε ευκαιρία. Η πανούκλα του σταλινισμού, είναι εχθρική προς κάθε τί που σκέπτεται και δρα ελεύθερα και αυτόνομα. Ως τέτοια οφείλει να αντιμετωπίζεται, με το λόγο και τις πράξεις.10533454_546888738774181_609893934163128255_n

Περί μηδενισμού και άλλων δαιμόνων…(με αφορμή κείμενο που ανέβηκε πρόσφατα σε μηδενιστικό μπλογκ

63
Πολύς ο λόγος εσχάτως για το μηδενισμό. Προφανώς όχι γενικά στην …κοινωνία, αλλά στα πλαίσια του α/α χώρου και κατά κύριο λόγο σε αυτόν του αθηναϊκού κέντρου.
Καταδικαστική κατά κανόνα η ετυμηγορία των αναρχοδικείων, του αποδίδει την ευθύνη για τα όποια κουτσά, στραβά κι αναποτελεσματικά του χώρου, καθιστώντας αυτόν και τους –κάθε μορφής- εκφραστές του συλλογικά , αποδιοπομπαίους τράγους. Τον χρησιμοποιεί , μέρος των α/α, ως χαλάκι κάτω από το οποίο κρύβει τα προβλήματα του, αντί να αντιμετωπίσει κατάματα και να τα καταπολεμήσει.
Φυσικά και αναντίρρητα κανείς δεν είναι τέλειος, άμεμπτος και αλάνθαστος. Κάθε ένας και μία από εμάς, κάθε ομάδα , κατάληψη, οργάνωση, κάνει και λάθη, άλλοι λίγα άλλοι πολλά, άλλοι ασυνείδητα άλλοι συνειδητά. Υπάρχουν όμως κάποιες βασικές αξιακές σταθερές που στη συγκεκριμένη περίπτωση καταστρατηγούνται αν όχι κατακρεουργούνται. Κι αυτό συνοδεύεται από συμπεριφορές και πρακτικές που μόνο πολύ περιληπτικά θα αναφερθούν στο παρόν κείμενο – η ουσία άλλωστε πρέπει να αναλύεται κυρίως στην καθημερινή ζωή και δράση κάποιου/ας, όχι απλά σε μια κόλα χαρτί.
Διαχωρισμός. Η επιθυμία για κάτι τέτοιο αρχικά και μόνο πατάει σε κάτι υγειές. Εννοείται πως το «όλοι μαζί» αυτή η οριακά ανόητη φαντασιακή ενότητα έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Μόνο που δε θάφτηκε όσο βαθιά θα έπρεπε και η δυσωδία της αναδύεται ακόμη κατά καιρούς. {Η όποια ενότητα, οφείλει να βασίζεται σε ειλικρινείς προθέσεις και καθαρές εξηγήσεις και όχι σε ευκαιριακές και θολές συνεργασίες κα συμμαχίες}. Η ουσία όμως δε βρίσκεται στο να μετατραπεί αυτό σε μονομανία και αυτοσκοπό, αλλά να γίνει με όρους που θα βοηθήσουν τον αγώνα μας κι εμάς τους /τις ίδιους/ες, να πάμε ατομικά και συλλογικά μπροστά.
Είναι άλλο να κατακρίνει κανείς , όσο σκληρά κι αν το κάνει, νοοτροπίες και πρακτικές έχοντας πολιτικό υπόβαθρο κα στόχευση και άλλον να δαιμονοποιεί συλλογικά τάσεις ή κομμάτια α/α. Κομμάτια μάλιστα που συμφωνούμε ή διαφωνούμε, υπήρξαν πάντα ζωντανά κομμάτια της αναρχικής επαναστατικής ιστορία. Η αναρχική ιστορία άλλωστε, γράφεται πολυμορφικά και όχι μονοτασικά, κι εκεί είναι η ομορφιά της… όσο τη μικραίνουμε τόσο την φτωχαίνουμε.
Η πρεμούρα λοιπόν για …αποκήρυξη από μικρή μερίδα ατόμων σημαίνει απλά ότι το «αγνό» αγωνιστικό προσωπείο ξεπλένει το μαύρο λεκέ που του χαλάει το αποτέλεσμα της κρέμας κοινωνικού προσώπου που με τόσο κόπο κι αριστερόστροφη αγωνία κατασκεύασε. Έτσι η κατά κανόνα φοβισμένη κοινωνία θα μπορέσει να προσεγγίσει – ο σκύλος δε δαγκώνει αδιάκριτα… Και τα μικροσυλλογικά καβούκια μας θα κλείσουν ακόμα πιο ερμητικά, θα διωχτούν τα φαιδρά βαρίδια από το στιβαρό κινηματικό μας αερόστατο.
Μέσα λοιπόν στο θεόστραβο αυτό γιαλό, κάποιοι έρχονται ν’ αρμενίσουν εξίσου στραβά αλλά από την άλλη μπάντα. Έρχονται να βγάλουν τα μάτια τους από μόνοι τους αδιαφορώντας ή αγνοώντας επιδεικτικά για το ότι βγάζουν και μάτια άλλων.
Για τον γράφοντα, ο μηδενισμός είναι φιλοσοφικό ρεύμα, στάση-μα όχι τρόπος- ζωής, και πολύ χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο. Αλλά μέχρι εκεί. Απέχει αφάνταστα από το να αποτελεί μια ακόμη πολιτική ιδεολογία, ένα ακόμη σιδερόφραχτο δόγμα, που υπεροπτικά και με περίσσεια θα κατακεραυνώνει ανελέητα τους πάντες και τα πάντα. Απέχει όμως εξ’ ίσου και από το να αποτελεί στέγαστρο και «ορμητήριο» λογοτεχνιζόντων διανοούμενων, ποιητών του τίποτα και του πουθενά.
Αν δηλαδή ο φορέας του δε βάζει το χέρι κι όχι μόνο στη φωτιά, μετατρέπεται μέσα από τη συνειδητή ή όχι υποκρισία του ε μηδενικό πιθανότερο και όχι σε μηδενιστή. Προσβάλλει την ιστορία του ίδιου του μηδενισμού γενικότερα αλλά και πιο συγκεκριμένα του αναρχικού μηδενισμού. Αυτού που ποθεί να ισοπεδώσει τον παλιό κόσμο κι όχι τον κόσμο γενικά. Που αποτελεί την ολική άρνηση των κυρίαρχων ηθών κα αξιών και όχι όλων των αξιών.
Αυτού που κατανοεί ότι οι λύκοι ούτε ήταν, ούτε είναι, ούτε και θα γίνουν ποτέ μοναχικοί αλλά ζουν και θα ζουν σε αγέλες. Γιατί το Εγώ που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τις συνθήκες γύρω του ψάχνει κι άλλα Εγώ ώστε να χαράξουν μαζί και παράλληλα το δρόμο για την ελευθερία και τον αυτοκαθορισμό αυτού και όλων, για την Αναρχία. Δεν οχυρώνεται πίσω από πομπωδέστατους βερμπαλισμούς, πάνω από πληκτρολόγια και στο πλάι της επιτηδευμένης μελαγχολίας. Μισεί αλλά όχι τυφλά, αγαπά αλλά όχι χριστιανικά, αγωνίζεται αλλά όχι δογματκά. Κι έχει πείσμα, πάθος κι επιμονή.
Υ.γ. Όσο αφορά το κομμάτι στο κείμενο όπου ασκείται «κριτική» στη Νέα Αναρχία, δύο μόνο λόγια. ΔΕΝ είναι θέμα ταύτισης, απόλυτης συμφωνίας ή οπαδικής υποστήριξης στους συντρόφους της Σ.Π.Φ. –δε θα μπορούσε άλλωστε. Η όποια κριτική όμως, για να θεωρείται σοβαρή θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχει απτές και συμπαγείς βάσεις και όχι λόγια του αέρα. Και θα πρέπει να συμπορεύεται με την πράξη αν δε θέλει να απορρίπτεται εξ’ αρχής ως αβάσιμη, ανούσια κι αδιέξοδη. Εκτός αν αδιαφορεί για την ουσιαστική προώθηση απελευθερωτικών σχέσεων, ιδεών και πρακτικών και στοχεύει απλά στην αυτοανύψωση του αφηρημένου αλλά και θεοποιημένου εγώ, μέχρι τις απομακρυσμένες από τα πάντα βουνοκορφές της άρνησης, ιερής, άνυδρης και αυτοαναφορικής.
Κρίνοντας πάντα υποκειμενικά, η Ν.Α. δεν διεκδίκησε ποτέ άλλωστε το αλάθητο, δεν πλασαρίστηκε ως νέο δόγμα, δε μίλησε αβάσιμα και αφηρημένα-αν μη τι άλλο. Με τα όποια λάθη ή υπερβολές, τις καλές και κακές επιλογές, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε τη συνεισφορά της στον Αγώνα για ατομική και συλλογική Ελευθερία.
Κι αν για κάποιους αυτά είναι λίγα ή λάθος, η συνεισφορά με ποιότητα και ειλικρίνεια, η βουτιά στην πράξη, είναι προτιμότερη και πιο αποτελεσματική από την αφ’ υψηλού και σαλονιού «κριτική».
Αυτά προς το παρόν, και η πρό-σ-κληση για δημιουργική συνέχεια διαλόγου και αλληλεπίδρασης, είναι ανοιχτή.
A-politiko.

Η άτακτη ανταρσία.

65Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να διδάξεις να μιλάει σε κάποιον που δεν έχει γλώσσα. Δεν έχει νόημα να φοβάσαι τα ουρλιαχτά και τις ριψοκίνδυνες κινήσεις. Δεν έχει νόημα να προτείνεις διαμεσολαβήσεις σε κάποιον που θέλει το αδύνατο. Δεν έχει νόημα να ικετεύεις για ελευθερία αυτόν που επιβάλλει τη σκλαβιά…

Οι βάρβαροι ας ορμήσουν, ας ακονίσουν τα μαχαίρια, ας αρπάξουν τα τσεκούρια και ας χτυπήσουν ανελέητα τους εχθρούς τους. Το μίσος ας αντικαταστήσει την ανοχή, η λύσσα ας αντικαταστήσει την παραίτηση, η προσβολή ας αντικαταστήσει το σεβασμό.

Οι βάρβαροι ας εξαπολύσουν -αυτόνομα και με τους τρόπους που επιθυμούν- την έφοδο και μετά το πέρασμά τους ας μη φυτρώσει ποτέ πια κανένα κοινοβούλιο, πιστωτικό ίδρυμα, σούπερ μάρκετ, στρατόπεδο, εργοστάσιο.

Ενώπιον του τσιμέντου που χαστουκίζει και της μόλυνσης που ρυπαίνει τον ουρανό μπορούμε να πούμε, μαζί με τον Dejacque, πως “Αυτήν τη φορά οι Βάρβαροι δε θα φέρουν στον κόσμο τις στάχτες αλλά το φως”.

Από την μπροσούρα “Βάρβαροι” των εκδόσεων Τζεντάι. Αθήνα 2005.

 

Με αφορμή την ερτ, ένας σύντομος και μερικός προβληματισμός.

Υπάρχει κανείς που να μην κατάλαβε ακόμη τη διαφορά του “κρατικού” με το “δημόσιο”?
Υπάρχει κανείς που εξακολουθεί να πιστεύει έστω και με το ζόρι, πως ο,τιδήποτε ανήκει στο κράτος ή τους δήμους , μπορεί να λογιστεί ως δημόσιο? Ότι δηλαδή είναι κάτι που όποιος επιθυμεί μπορεί να έχει σε αυτό άμεση και ελεύθερη πρόσβαση και χρήση?
Θεωρεί κανείς ότι υπάρχει οποιουδήποτε είδους ελπίδα για κάτι αν όχι καλό τουλάχιστον καλύτερο, από την παρούσα κοινωνία ?
Αν η βλακεία είναι ανίκητη, έχουμε πολύ πείσμα και θα φάει τα μούτρα της μ’ εμάς.
Μόνο με την καταστροφή του κράτους και του κεφαλαίου, και την οικοδόμηση νέων σχέσεων και δομών μπορούμε να πάρουμε πίσω τις ζωές μας – να τους δώσουμε το νόημα που θέλουμε να έχουν.
Κι αυτό απαιτεί κάθε μα κάθε δυνατό μέσο.

Χαοτικά Μανιφέστα – του Feral Faun

Παραθέτω το λινκ για το αρχείο του πολύ σημαντικού και ιδιαίτερου αυτού έργου του Feral Faun.  Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι..γιατί το χάος δεν είναι ένα μπάχαλο, ούτε ένα μπάχαλο φέρνει το χάος…

http://www.anarxeio.gr/files/pdf/DaimonTupografeiou_FeralFaun_Xaotika-manifesta_1995-04_BR.pdfχαος