Αίγινα 1934 – Η απόδραση των 8, μέρος δεύτερο.

Οι φυλακές της Αίγινας ήταν πραγματικά ένα παμπάλαιο και άθλιο κτίριο.Είχε κτιστεί στα χρόνια του Καποδίστρια και χρησιμοποιήθηκε αρχικά και για πολλά χρόνια, για στρατιωτική σχολή. Αργότερα έγινε ορφανοτροφείο και στη συνέχεια φυλακή.

Ήταν ένα ισόγειο πλακόστρωτο κατασκεύασμα με ξύλινη οροφή, που όπως όλα τα παλιά κτίρια, χωριζόταν από την κεραμόσκεπη στέγη μ’ ένα μεγάλο κενό.

Οι 86 κομμουνιστές κρατιόντουσαν σε 10 συνεχόμενα κελιά (από 7-10 σε κάθε κελί) στην Γ΄πτέρυγα, ενώ στις άλλες κρατιόντουσαν οι ποινικοί. Όλοι μαζί έφταναν τους 600. Την ίδια εποχή σε άλλες φυλακές (Ιτζεδίν, Γεντί Κουλέ, κ.α.) κρατιόντουσαν περί τους 1000 κομμουνιστές.

Ο διαχωρισμός ποινικών-πολιτικών, κρινόταν αναγκαίος,

“διότι -γράφει η Ακρόπολις- η διεύθυνσις των φυλακών εγνώριζεν εκ πείρας ότι οσάκις τους διασκόρπιζαν εις όλα τα κελιά, οι μεμυημένοι εις τας ιδέας του Μαρξ “διεφώτιζαν” και τους άλλους, τους ποινικούς κρατούμενους, και “εσήκωναν τη φυλακή στο πόδι”.

Η απόδραση αποφασίστηκε από τους αρχηγούς της κολλεχτίβας των φυλακισμένων σε συνεννόηση με το Κόμμα. Κριτήριο για το ποιοί θα δραπετεύσουν ήταν κι εδώ η ποινή που βάραινε τον καθένα και οι ανάγκες που είχε το Κόμμα.

“Το Κόμμα – έδινε στο σημείο αυτό την ερμηνεία της η Ακρόπολις – όχι μόνον είχε αναάγκη των δραπετών, αλλά και ενός εντυπωσιακού γεγονότος δια να μάθει η πτωχή προλεταρία ότι αν η αστική πολιτεία εξαπολύει τρομοκρατίαν κι έχει φυλακάς, οι κομμουνισταί ξεύρουν να τας καταργούν”.

Το εγχείρημα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες και απαιτούσε πολλή δουλειά και καλή “οργάνωση υποδοχής” απ’ έξω. Αποφάσισαν να φύγουν με τη μέθοδο του λαγουμιού, μ’ όλες τις δυσκολίες που παρουσίαζε.

Το πρόβλημα ήταν από πού θα άρχιζαν. Περισσότερο προσφερόταν ο χώρος κάτω από το πρεβάζι του παραθυριού του κελιού 7, που βρισκόταν μισό μέτρο πάνω από το δάπεδο: α) γιατί εκεί ο τοίχος έφτανε σε πάχος το ένα μέτρο, πράγμα που τους επέτρεπε να ανοίξουν μέσα στον ίδιο τον τοίχο το “πηγάδι” που θα οδηγούσε στο λαγούμι, β) μπορούσαν από τη θέση που βρισκόταν το παράθυρο να ελέγχουν εύκολα την έξω κίνηση, και γ) από ‘κει εξασφαλιζόταν ο ασφαλέστερος υπόγειος δρόμος προς την ελευθερία, αφού μόλις τέλειωνε το προαύλιο της φυλακής κι ένας μικρός δημόσιος δρόμος, άρχιζαν τα χωράφια και αμέσως μετά από ένα δασάκι απ’ όπου μπορούσαν εύκολα να εξαφανιστούν.

Στο κελλί 7 έμεναν οι Κλειδωνάρης, Βαβούδης, Θωμάζης, Βέργος, και Μαρμαρέλης (πρώην αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη). Οι δύο τελευταίοι που δεν άκολούθησαν τους δραπέτες, στάθηκαν από τους βασικούς συντελεστές της απόδρασης. Στους πέντε αυτούς έπεσε και το μεγαλύτερο μέρος της πρακτικής δουλειάς.

 

Το έργο άρχισε ττρεις μήνες πριν τελειώσει. Σήκωσαν πρώτα το ξύλινο βαρύ πρεβάζι του παραθυριού και άρχισαν σιγά σιγά να “τρώνε” το εσωτερικό του. Βασικό εργαλείο τους το σιδερένιο πόδι ενός κρεβατιού.

Ένας δούλευε κι οι άλλοι κράταγαν τσίλιες. Μόλις έβλεπαν κάποιο κίνδυνο έβαζαν γρήγορα το πρεβάζι στη θέση του και το κελί ξανάβρισκε τη συνηθισμένη εικόνα του. Εκείνο που τους ευκόλυνε αρκετά στο έργο τους, ήταν ότι τα παραθυρόφυλλα βρισκόντουσαν στην άκρη της εξωτερικής μεριάς του τοίχου και ακόμα ότι ένα μέρος του παραθυριού ήταν μόνιμα καλυμμένο με εφημερίδες για να μην μπαίνει ο ήλιος στο κελί.

 

Είχαν υπολογίσει από πριν πού θα έβαζαν τα χώματα και τις πέτρες. Άνοιξαν μια τρύπα στον “τσατιμά” που κάλυπτε το ταβάνι, ανέβηκε ένας απάνω κι άρχισε να τραβάει μ’ ένα σκοινί τα χώματα και τις πέτρες που έβαλαν σε σακούλες που είχαν φτιάξει με παλιόρουχα. Τις άδειασε και τις σκόρπισε κατά μήκος του ταβανιού.

Η δουλειά αυτή γινόταν συνήθως βράδυ. Μόλις τέλειωναν εφάρμοζαν στην τρύπα του ταβανιού δυό φαρδιές σανίδες ασβεστωμένες, από τον ασβέστη που η υπηρεσία παραχωρούσε, για λόγους καθαριότητας, πρόθυμα στους κρατούμενους.

Αργότερα, όταν τα μπάζα έγιναν πολλά, χρειάστηκε να κατασκευάσουν μικρά πατάρια, μεταξύ στέγης και ταβανιού, όπου συσσώρευαν τις πέτρες και τα χώματα.

Το ταβάνι εξ’ άλλου, ήταν και οασφαλέστερος τρόπος επικοινωνίας με τ’ άλλα κελιά. Όποιος χρειαζόταν άνοιγε εκεί μια τρύπα, ανέβαινε απάνω, προχωρούσε σκυφτά κι έφτανε στο 7.

Μόλις άνοιξαν ένα “πηγάδι” βάθους δυό μέτρων, άρχισαν να σκ΄βουν οριζόντια για το λαγούμι. Το έργο από εκεκί κι έπειτα παρουσιαζόταν αρκετά εύκολο, γιατί είχαν να κάνουν με μαλακό χώμα.

 

Οι σκαφτιάδες δούλευαν – κυρίως την ημέρα και σπάνια τη νύκτα- με βάρδιες που δεν ξεπερνούσαν τα 10 λεπτά, γιατί δυσκολευόντουσαν ν’ αναπνεύσουν. Τενεκεδάκια με λάδι και φυτίλι τους φώτιζαν στο έργο τους.

Η φύλαξη των κρατούμενων εκείνα τα χρόνια δεν ήταν πολύ αυστηρή. Λιγότερο ακόμη αυστηρή ήταν η φρούρηση στην Αίγινα, όπου οι ενδεχόμενοι δραπέτες είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και το πρόβλημα της απομάκρυνσης από το νησί.

Όλη τη μέρα οι κρατούμενοι ήταν ελεύθεροι να σουλατσάρουν στο προάυλιο της φυλακής ή να ασχολούνται με έργα “ειρηνικά” – μαστορέματα, νοικοκυριό, κατασκευή διαφόρων σουβενίρ κτλ- και μόνο το βράδυ, μετά το καθιερωμένο προσκλητήριο, κλεινόντουσαν στα κελιά. Τα μέτρα έγιναν αυστηρά μετά την απόδραση.

 

Δουλεύοντας αλλά και υπολογίζοντας το μάκρος της υπόγειας διαδρομής, αφού πέρασαν σκάβοντας τον δημόσιο δρόμο, κατάληξαν πίσω από τη μάντρα ενός περιβολιού. Άνοιξαν μια μικρή τρύπα και κατόπτευσαν τον γύρω χώρο. Καμιά διακοσαριά μέτρα από ‘κει ήταν ένα μικρό καλύβι και κάμποσα μέτρα απέναντί τους άρχιζε ένα δασάκι. Την ξανάκλεισαν και ξαναγύρισαν στη φυλακή τους, για να προετοιμάσουν την τελική φάση του εγχειρήματος.

 

Στις 7 Μαϊου ημέρα Δευτέρα ήταν όλοι έτοιμοι. Και αυτοί που θα έγφευγαν και αυτοί που τους περίμεναν απ’ έξω. Στους τελευταίους αυτούς ήταν και πάλι ο Θανάσης Κλάρας, ο οποίος είχε κάνει στις φυλακές Αίγινας στο τέλος του 1929 για 45 μέρες, για παράβαση του “ιδιώνυμου”. Στις ίδιες φυλακές ξανακλείστηκε ο Κλάρας το 1936 από τη δικτατορία του Μεταξά.

Εκέινο το βράδυ, όπως είπαν αργότερα οι φύλακες, επικρατούσε μεγάλη ευθυμία στην πτέρυγα των κομμουνιστών, λες και κάτι γιόρταζαν. Ένα από τα τραγούδια που έλεγαν και ξανάλεγαν κατάληγε σε τούτο το δίστιχο :

Ρία ρία ρο

θα σε πάρω Μαριγώ!

Στις 10 ή ώρα όμως, μόλις σήμανε σιωπητήριο, όλοι σταμάτησαν κι έπεσαν στα κρεβάτια τους. Την ίδια ώρα άρχιζε η προετοιμασία για την απόδραση.

Για τους κρατούμενους του 7 δεν υπήρχε πρόβλημα. Η τρύπα άρχιζε από το κελί τους. Έπρεπε όμως να περιμένουν και τους άλλους. Οι Δερβίσογλου, Σαρίκας και Δουλγέρης βρισκόντουσαν στο κελί 6, ενώ οι Σακαρέλλος και Φλωράκος στο 1. Και οι μεν όμως και οι δε ήρθαν από τον ίδιο δρόμο στο 7: από το ταβάνι. Σχετικά εύκολα οι πρώτοι. Κάπως πιο δύσκολα οι δεύτεροι αφού έπρεπε να περάσουν πάνω από έξι κελιά.

Όλοι οι κρατούμενοι κομμουνιστές συνεργάστηκαν εκείνη τη νύχτα, άλλος λίγο άλλος πολύ, για την απόδραση των συντρόφω τους.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα βρισκόντουσαν και οι 8 στο κελί 7. Σήκωσαν το σκέπασμα του “πηγαδιού”, αποχαιρέτησαν τους Βέργο και Μαρμαρέλη που απόμειναν και άρχισαν ένας ένας να κατεβαίνουνκαι στη συνέχεια να σέρνονται στη σήραγγα που φωτιζόταν από τα λυχνάρια που είχαν τοποθετήσει κατά μήκος της.

Ο Βέργος κι ο Μαρμαρέλης έκλεισαν με φροντίδα το άνοιγμα του “πηγαδιού”, φούσκωσαν με παλιόρουχα τα κρεβάτια των συντρόφων τους που έφυγαν -το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι που έμειναν στα κελιά 6 και 1- και ξάπλωσαν.

 

Με λίγα χτυπήματα από τους δύο πρώτους, η τρύπα στην άλλη άκρη της σήραγγας άνοιξε. Έριξαν μια αρπαχτή ματιά. Απόλυτη ησυχία. Ένας ένας έβγαινε και κατευθυνόταν στο δασάκι, όπου σε λίγο είχαν συγκεντρωθεί και οι οχτώ. Κοίταξαν προς τη μεριά της φυλακής. Απόλυτη ηλικία κι εκεί.

Σιγυρίστηκαν και κάθισαν στις πέτρες να φουμάρουν. Λίγο πριν κινήσουν κατά το γυαλό, κάποιος έριξε την ιδέα: \

-Δεν τους γράφουμε κι ένα ραβασάκι;

-Να τους γράψουμε.

Το κάρφωσαν σ’ ένα δέντρο και ξεκίνησαν.

Μια βάρκα τους περίμενε στην ακροθαλασσιά. Δεν ήταν δική τους. Ήξεραν όμως ότι βρισκόταν εκεί κάθε βράδυ. Μόνο που ο ψαράς που την είχε έπαιρνε τα βράδια , για κάποια ασφάλεια, τα κουπιά. Τα αντικατάστησαν με δυό γερές σανίδες, έσπρωξαν τη βάρκα στη θάλασσα, μπήκαν μέσα κι άρχισαν να απομακρύνονται με απαλές κινήσεις. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, ο καιρός καθαρός, είχε αρχίσει το καλοκαίρι.

Τρία μίλια από την Αίγινα βρίσκεται το νησάκι Μονή. Εκεί τους περίμενε μια βενζινάκατος με τους συντρόφους τους απ’ έξω. Αντάμωσαν συγκινημένοι.

Δεν είχαν καιρό για χάσιμο. Άλλαξαν ρούχα. Λίγο αργότερα η βενζινάκατος κατευθυνόταν στον Σαρωνικό.

 

 

Η απόδραση των οχτώ της Αίγινας θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες αποδράσεις που έγιναν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Θαυμάστηκε απ’ όλους – ακόμα και εμπειρογνώμονες από το εξωτερικό ήρθαν για να μελετήσουν το άνοιγμα της σήραγγας – τραγουδήθηκε από τους κομμουνιστές και υπήρξε το πρότυπο της μεγάλης απόδρασης των Βούρλων που ακολούθησε 31 χρόνια αργότερα…

ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ-Του Γιόχαν Μοστ και της Έμμα Γκόλντμαν

ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ

Για τους περισσότερους Αμερικάνους η Αναρχία είναι μια κακόφημη λέξη˙ ένα άλλο όνομα για την ανομία, τη διαστροφή και το χάος. Οι Αναρχικοί θεωρούνται σαν ένα κοπάδι αχτένιστων, άπλυτων και άθλιων τυχοδιωκτών, που έχουν την τάση να σκοτώνουν τους πλούσιους και να μοιράζονται το κεφάλαιό τους. Η Αναρχία ωστόσο στην ουσία εκφράζει, για τους υποστηρικτές της, μια κοινωνική θεωρία η οποία αφορά την συνένωση των κοινωνικών τάξεων με την απουσία κάθε κυβέρνησης ανθρώπου από άνθρωπο˙ εν συντομία, εκφράζει την απόλυτη ατομική ελευθερία.

Αν η έννοια της Αναρχίας έχει μέχρι τώρα ερμηνευθεί ως ένα στάδιο υπέρτατης αναταραχής, αυτό γίνεται επειδή οι άνθρωποι έχουν διδαχτεί πως τα ζητήματά τους είναι ρυθμιζόμενα (στμ. από το Κράτος), ότι κυβερνώνται σωστά και πως η εξουσία είναι αναγκαία.

 

Τους περασμένους αιώνες καθένας που υποστήριζε πως η ανθρωπότητα θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς την βοήθεια εγκόσμιας και πνευματικής εξουσίας, θεωρούνταν τρελός και είτε τον έστελναν στο φρενοκομείο είτε καιγόταν στην πυρά˙ σήμερα ωστόσο, εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες είναι άπιστοι/ες που περιφρονούν την ιδέα ενός υπερφυσικού όντος.

Οι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι του σήμερα, για παράδειγμα, εξακολουθούν να πιστεύουν στην αναγκαιότητα του Κράτους, το οποίο προστατεύει την κοινωνία˙ δεν επιθυμούν να γνωρίζουν την ιστορία των βάρβαρων θεσμών μας. Δεν καταλαβαίνουν πως κυβέρνηση δεν μπορούσε και δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς καταπίεση˙ πως κάθε κυβέρνηση έχει κάνει σκοτεινές πράξεις και τεράστια εγκλήματα ενάντια στην κοινωνία. Η ανάπτυξη της κυβέρνησης έχει βασιστεί στην τάξη, το δεσποτισμό, τη μοναρχία, την ολιγαρχία, την πλουτοκρατία, αλλά πάντα γινόταν τυραννία.

Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ορθολογικών και καλοπροαίρετων ανθρώπων που αγωνιούν ώστε να καλυτερέψουν τις υπάρχουσες συνθήκες, αλλά δεν έχουν χειραφετηθεί επαρκώς από τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες των σκοτεινών εποχών, έτσι ώστε να καταλάβουν την αληθινή ουσία του οργάνου που ονομάζεται κυβέρνηση.

«Πως μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς κυβέρνηση;» ρωτούν οι άνθρωποι. «Αν η κυβέρνησή μας είναι κακή ας έχουμε μία καλή, αλλά πρέπει να έχουμε κυβέρνηση οπωσδήποτε».

Το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «καλή κυβέρνηση», επειδή η ύπαρξή της βασίζεται από την υποταγή μιας τάξης στη δικτατορία μιας άλλης. «Αλλά οι άνθρωποι πρέπει να κυβερνώνται», επισημάνει κάποιος˙ «πρέπει να καθοδηγούνται από νόμους». Ωραία, αν οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται σαν παιδιά τα οποία πρέπει να καθοδηγηθούν, τότε ποιος είναι τόσο τέλειος, τόσο συνετός, τόσο άψογος ώστε να δύναται να κυβερνήσει και να καθοδηγήσει τους υπηκόους του;

Εμείς υποστηρίζουμε πως ο κάθε άνθρωπος μπορεί και πρέπει να κυβερνάται από τον εαυτό του μόνο. Αν οι άνθρωποι είναι ανώριμοι, τότε και ο κάθε εξουσιαστής είναι εξίσου ανώριμος. Πρέπει ένας άνθρωπος, ή ένας μικρός αριθμός ανθρώπων, να ηγείται όλων των εκατομμυρίων τυφλών ανθρώπων που συνθέτουν ένα έθνος;

«Αλλά πρέπει να έχουμε κάποια εξουσία, στην τελική», είπε ένας αμερικάνος φίλος μας. Ουσιαστικά πρέπει, και την έχουμε˙ είναι η αναπόφευκτη εξουσία των φυσικών νόμων, που εκφράζονται ως τέτοιοι στον υλικό και κοινωνικό κόσμο. Μπορεί να τους καταλαβαίνουμε ή να μην τους καταλαβαίνουμε αυτούς τους νόμους, αλλά πρέπει να υπακούμε σ’ αυτούς σαν να είναι μέρος της ύπαρξής μας˙ είμαστε οι απόλυτοι σκλάβοι αυτών των νόμων, αλλά σε μια τέτοια σκλαβιά δεν υπάρχει ταπείνωση. Η σκλαβιά όπως νοείται σήμερα, σημαίνει έναν εξωτερικό αφέντη, ένα νομοθέτη εκτός αυτών τους οποίους ελέγχει˙ ενώ οι φυσικοί νόμοι δεν είναι έξω από εμάς- είναι μέσα μας˙ ζούμε, σκεφτόμαστε, κινούμαστε μόνο μέσω αυτών των νόμων˙ είναι επομένως ευεργέτες και όχι εχθροί μας.

Είναι οι νόμοι του ανθρώπου, οι νόμοι στα νομικά μας βιβλία, σε συμφωνία με τους νόμους της Φύσης; Κανένας, νομίζουμε, δεν μπορεί να έχει την τόλμη να επιβεβαιώσει πως είναι.

Είναι επειδή οι νόμοι που ορίζονται για μας δεν είναι σε συμφωνία με τους νόμους της Φύσης και η ανθρωπότητα υποφέρει από τόσες πολλές αρρώστιες. Είναι παράλογο να μιλάμε για ανθρώπινη ευτυχία εφόσον οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι.

Δεν ανησυχούμε που πολλοί άνθρωποι εναντιώνονται με τόση πικρία στην Αναρχία και τους υπέρμαχούς της, γιατί απαιτεί πολύ ριζοσπαστικές αλλαγές στις υπάρχουσες αντιλήψεις, αφού αυτές προσβάλλουν αντί να κατευνάζουν με τον ζήλο της προπαγάνδας τους.

Κυρήσσουν την υπομονή και αποδοχή του αναπόφευκτου στους φτωχούς και τους υπόσχονται ανταμοιβή στη συνέχεια. Τι νόημα έχει για τον εξαθλιωμένο περιθωριακό, ο οποίος δεν έχει τόπο που να μπορεί να αποκαλέσει δικό του, που λαχταρά ένα κομμάτι ψωμί, ότι οι πύλες του Παράδεισου θα είναι πιο ανοιχτές γι’ αυτόν παρά για τον πλούσιο στο μέλλον; Στην όψη της τεράστιας αθλιότητας των μαζών τέτοιες υποσχέσεις μοιάζουν με πικρή ειρωνεία.

Έχω συναντήσει ελάχιστες έξυπνες γυναίκες και άντρες που έντιμα και συνειδητά μπορούν να υπερασπίζονται τις υπάρχουσες κυβερνήσεις˙ συμφωνούν ακόμα σε πολλά σημεία μαζί μου, αλλά τους λείπει το ηθικό σθένος να κάνουν ένα βήμα μπροστά και να δηλώσουν τη συμπάθειά τους στις αναρχικές αρχές.

Εμείς που έχουμε επιλέξει αυτό το μονοπάτι, που ορίζεται από τις πεποιθήσεις μας, αντιτασόμαστε στην οργάνωση που αποκαλείται Κράτος, βάση αρχών, διεκδικώντας το δικαίωμα του να δουλεύεις και να απολαμβάνεις τη ζωή εξ’ ίσου με όλους τους άλλους.

Όταν κάποτε απελευθερωθούν από τους περιορισμούς της εξωτερικής εξουσίας, οι άνθρωποι θα περάσουν στις ελεύθερες σχέσεις˙ αυθόρμητες οργανώσεις θα ξεφυτρώσουν σε όλα τα μέρη του κόσμου και καθένας θα συμβάλει στη δική του και την κοινή ευημερία μέσω όσης εργασίας μπορεί αυτός ή αυτή να κάνει και επίσης καταναλώνοντας σύμφωνα με τις ανάγκες του. Όλες οι σύγχρονες τεχνικές εφευρέσεις και ανακαλύψεις θα χρησιμοποιηθούν για να κάνουν την εργασία εύκολη κι ευχάριστη. Η επιστήμη, η κουλτούρα και η τέχνη θα χρησιμοποιούνται ελεύθερα για να τελειοποιήσουν και να ανυψώσουν την ανθρώπινη φυλή, ενώ ταυτόχρονα η γυναίκα θα είναι ισότιμη με τον άντρα.

«Ωραία ακούγονται», απαντά κάποιος, «αλλά οι άνθρωποι δεν είναι άγγελοι, είναι εγωιστές».

Και τι έγινε; Ο εγωισμός δεν είναι έγκλημα˙ έγκλημα γίνεται μόνο όταν οι συνθήκες είναι τέτοιες που δίνουν σ’ ένα άτομο την ευκαιρία να ευχαριστεί τον εγωισμό του εις βάρος των άλλων. Σε μια αναρχική κοινωνία ο καθένας θα ψάχνει να ικανοποιήσει το εγώ του˙ όμως, όπως η Μητέρα Φύση έχει κανονίσει τα πράγματα έτσι ώστε να επιβιώνουν μόνο όσοι έχουν τη βοήθεια των γειτόνων τους [1], ο άνθρωπος, για την ικανοποίηση του εγώ του, θα επεκτείνει τη βοήθειά του σ’ αυτούς που θα τον βοηθούν, και τότε ο εγωισμός δεν θα είναι κατάρα αλλά ευλογία.

Ένα στιλέτο στο ένα χέρι, μια δάδα στο άλλο, και όλες οι τσέπες του γεμάτες με βόμβες δυναμίτη: αυτή είναι η εικόνα του Αναρχικού, όπως την έχουν σχηματίσει οι εχθροί του. Του φαίνονται σαν μια απλή μίξη ενός ανόητου και ενός απατεώνα, που μοναδικός του σκοπός είναι να φέρει στον κόσμο τα πάνω κάτω (topsy turvy), και τα μόνα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού, είναι να σκοτώνει οποιονδήποτε διαφέρει από τον ίδιο. Η εικόνα είναι μια άσχημη καρικατούρα, αλλά για τη γενική της αποδοχή δεν είναι για να απορεί κανείς, εξετάζοντας το πόσο επίμονα έχει σχηματιστεί αυτή η ιδέα στο μυαλό του κοινού. Εν τούτοις, πιστεύουμε πως η Αναρχία (η οποία είναι η ελευθερία κάθε ατόμου από τον επιβλαβή περιορισμό των άλλων, είτε αυτοί οι άλλοι είναι άτομα είτε μια οργανωμένη κυβέρνηση) δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη βία, και αυτή η βία είναι η ίδια που νίκησε στις Θερμοπύλες και τον Μαραθώνα.

Η λαϊκή απαίτηση για ελευθερία είναι δυνατότερη και πιο ξεκάθαρη από ποτέ και οι συνθήκες για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι περισσότερο ευνοϊκές. Είναι εμφανές πως κατά τη διάρκεια όλης τη πορείας της ιστορίας εκτελείται μια εξέλιξη όπου οποιουδήποτε είδους σκλαβιά, κάθε μορφής καταναγκασμός, πρέπει να καταρρεύσει, και από την οποία πρέπει να έρθει η ελευθερία, ολοκληρωμένη και απεριόριστη, για όλους και από όλους.

Έτσι, ο Αναρχισμός δεν γίνεται να είναι ένα οπισθοδρομικό κίνημα, όπως έχει υπαινιχθεί, διότι οι αναρχικοί βαδίζουν προς την πρωτοπορεία και όχι στο πίσω μέρος του “στρατού της ελευθερίας”.

Θεωρούμε πως είναι απολύτως αναγκαίο, οι άνθρωποι πρέπει να μη ξεχάσουν ούτε για μια στιγμή τον γιγάντιο αγώνα που πρέπει να γίνει πριν οι ιδέες μπορούν να πραγματωθούν, και ως εκτούτου να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο έχουν στη διαθεσή τους (το λόγο, τον τύπο, την πράξη) για να επιταχύνουν την επαναστατική ανάπτυξη.

Η ευτυχία της ανθρωπότητας, η οποία πρέπει και θα έρθει στο μέλλον, εξαρτάται απ’ τον κομμουνισμό. Το σύστημα του κομμουνισμού λογικά αποκλείει κάθε σχέση μεταξύ αφέντη και υπηρέτη, και αυτό σημαίνει πραγματικός Αναρχισμός, και ο δρόμος που οδηγεί σε τούτο τον στόχο είναι η κοινωνική επανάσταση.

Όσον αφορά τη βία την οποία ο λαός θεωρεί το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των Αναρχικών, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αμφισβητηθεί πως οι περισσότεροι Αναρχικοί αισθάνονται πεπεισμένοι πως η «βία» δεν είναι πια κατακριτέα χρησιμοποιούμενη για την εκτέλεση των σχεδίων τους από ότι είναι όταν χρησιμοποιείται από έναν καταπιεσμένο λαό για την ελευθερία του. Οι εξεγέρσεις των καταπιεσμένων ήταν πάντα καταδικασμένες από τους τύραννους: η Περσία εξεπλάγην στην Ελλάδα, η Ρώμη στα Caudine Forks [2], και η Αγγλία στο Μπάνκερ Χιλ (Bunker Hill) [3]. Μπορεί η Αναρχία να αναμένει λιγότερα, ή να απαιτεί νίκες χωρίς να αγωνίζεται για αυτές;

Πηγή: Metropolitan Magazine, vol. IV, No. 3.

Οκτώβρης 1896

______________________________________________________________

Σημειώσεις της μετάφρασης:

1) Για την επιβίωση και την πρόοδο των ειδών μέσω της αλληλοβοήθειας έχει κάνει μια εξαιρετική επιστημονική μελέτη ο Πετρ Κροπότκιν στο βιβλίο «Αλληλοβοήθεια»

2) Η μάχη των Caudine Forks (ή κατά μια άλλη αναζήτηση Claudine Forks) έγινε το 321 π.χ (ή κατά μια άλλη αναζήτηση το 327-304) και ήταν μεταξύ των επιτιθέμενων Ρωμαίων και των αμυνόμενων Σαμνιτών που είχαν αναπτύξει σπουδαίο πολιτισμό στην Κάτω Ιταλία. Αυτός ο πόλεμος έχει ονομαστεί Β΄ Σαμνίτικος Πόλεμος. Πηγές, για περισσότερα, στα ελληνικά, στα αγγλικά εδώ κι εδώ.

3) Η μάχη του Μπάνκερ Χιλ ήταν η αρχή του τέλους της Βρετανικής αποικιοκρατικής δύναμης στα εδάφη των σημερινών ΗΠΑ. Η μάχη δόθηκε στις 17 Ιουνίου 1775 στη χερσόνησο Charlestown στη βόρεια πλευρά του λιμανιού της Βοστώνης. Οι «Αμερικάνοι» ήταν οι εξεγερμένοι πολίτες των αποικιών οι οποίοι δεν άντεχαν κάτω από τον Βρετανικό νόμο και αποφάσισαν την απόσχιση από το διοικητικό κέντρο της Μασαχουσέτης των Βρετανών. Οι δυνάμεις που συγκρούστηκαν ήταν 2,400 Βρετανοί στρατιώτες ενάντια σε 1,500 Αμερικάνους πολιτοφύλακες.

Αίγινα 1934 – Η απόδραση των 8, μέρος πρώτο.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη “Οι μεγάλες αποδράσεις”. Ένα βιβλίο του 1976

(εκδόσεις Τετράδιο) που περιγράφει περιπτώσεις αποδράσεων από κομμουνιστές κρατούμενους, μεταξύ του 1925 και του 1955 :

1) 1925, απόδραση του Ν. Ζαχαριάδη από το γεντί-κουλέ,

2) 1929, απόδραση του Ν. Ζαχαριάδη από την “Παλιά Στρατώνα”,

3) 1931, απόδραση των 7 και του δεκανέα από τις φυλακές Συγγρού,

4) 1932, απόδραση του Μ. Μπεζεντάκου από τις φυλακές Συγγρού,

5) 1933, απόδραση της Κ. Εμμανουηλίδου από τις φυλακές Αβέρωφ,

6) 1934, απόδραση των 8 από τις φυλακές Αίγινας,

7) 1955, απόδραση των 27 από τα Καμμένα Βούρλα.

Οι αποδράσεις αυτές πέρα από μία, αυτήν της Κ.Εμμανουηλίδου, είναι αποδειγμένο ότι οργανώθηκαν από -ή με τη βοήθεια του- κ.κ.ε. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη… Έγιναν σε πολύ ιδιαίτερες εποχές, χαρακτηρισμένες από έντονες κοινωνικές διεργασίες και αναταραχές. Από δυναμικά εργατικά και κοινωνικά κινήματα, από έντονες αντιπαραθέσεις εμφυλιακού τύπου καθώς και από κυριαρχία πολύ δεξιών συντηρητικών λογικών και πρακτικών, και σε επίπεδο κοινωνίας και σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας.

Έγιναν λοιπόν τρομάζοντας και σοκάροντας το δεξιό κράτος της εποχής. Έγιναν ρεζιλεύοντας τους ανθρωποφύλακες και τα “σωφρονιστικά συστήματά τους. Έτσι και σήμερα, 97 χρόνια μετά την πρώτη από τις περιγραφόμενες αποδράσεις, το κράτος και η κοινωνία του, βρίσκονται σε αναταραχή. Ο καπιταλισμός, προσεγγίζει το ζενίθ του κι οι ανοχές όλο και περισότερων ανθρώπων, το ναδίρ. Οικονομική αφαίμαξη, αυξανόμενη καταστολή, απονοηματοδότηση εννοιών και αξιών, κατακερματισμός και αποξένωση, περιβαλλοντική καταστροφή, ανασφάλεια και φόβος.. Ένα εκρηκτικό μείγμα , που παρά το πέρασμα του χρόνου και την αναδιάρθρωση των δομών των διάφορων οικονομικών και πολιτικών εξουσιών, μοιάζει σε πολλά με την εποχή του βιβλίου αυτού. Και μέσα στην εποχή αυτή, ακούμε και βλέπουμε κατά καιρούς αποδράσεις από αστυνομικά τμήματα καθώς και από τα σιχαμένα κολαστήρια της ελληνικής δημοκρατίας. Πράξεις που ξεφτιλίζουν τα υπερσύγχρονα συστήματα ασφαλείας. Που φοβίζουν και οργίζουν το κράτος και τους μηχανισμούς του. Που στέλνουν ουσιαστικό μήνυμα ελπίδας και θάρρους στους υπόλοιπους φυλακισμένους αλλά και σε εμάς τους -ακόμη – εκτός : Κανένα κελί δεν περιορίζει την αγάπη μας για ελευθερία και το μίσος μας για κάθε εξουσία. Κανένας τοίχος δεν είναι αρκετός για να συγκρατήσει την παθιασμένη πορεία μας προς την ατομική και συλλογική κατάκτηση του αυτοκαθορισμού και της αυτοδιεύθυνσης.

Μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή.

Εκείνο το πρωί της Τρίτης 8 Μάη 1934 στο παμπάλαιο συγκρότημα των φυλακών της Αίγινας, οι φύλακες κάναν μια από τις ρουτινιάρικες φροντίδες της ημέρας: πρωινό προσκλητήριο. Περνούσαν έξω από τα κελιά των φυλακισμένων, ρίχναν μια ματιά και φώναζαν τα ονόματα. Κ΄θε όνομα λαι “παρών”. Όλοι ακούστηκαν να είναι παρόντες, και κυρίως οι 83 κομμουνιστές που κρατιόντουσαν στη Γ΄ακτίνα, την επονομαζόμενη “κόκκινη ακτίνα”.

Το προσκλητήριο εκείνο σφραγίστηκε με την αναφορά που καταχωρήθηκε στις 9.30 στο επίσημο βιβλίο της επιθεώρησης των φυλακών:

“Επιθεωρήσαντες τας κλινοστρωμνάς, τους τοίχους και τα δάπεδα εύρομεν έχοντα αυτά εν τάξει τους δε κρατούμενους άπαντας καλώς έχοντας και παρόντας”.

 

Η βόμβα έσκασε μισή ώρα πιο μετά, όταν ο αρχιφύλακας Χατζόγλου περνώντας από την “κόκκινη ακτίνα “είδε” τον κρατούμενο Σακαρέλλο να κοιμάται κουκουλωμένος μέχρι την κορυφή, την ώρα που οι άλλοι σουλάτσαραν στο προαύλιο. – Ε , του φωνάζει, ξύπνα, 10 η ώρα!

Αλλά εκείνος δε σαλεύει. Μπαίνει μέσα, τον σκουντάει, και τότε αντιλαμβάνεται ότι το “πράγμα” που είναι στο κρεβάτι δεν είναι ο Σακαρέλλος, αλλά ένας σωρός από παλιόρουχα, κατάλληλα φτιαγμένα ώστε να φαίνεται σαν ανθρώπινο σώμα.

Μένει εμβρόντητος για μια στιγμή κι όταν συνέρχεται σημαίνει έκτακτο προσκλητήριο, οπότε οι απόντες βγαίνουν οχτώ!

-Πού είναι οι άλλοι, ρωτούν εναγώνια οι επικεφαλής της φυλακής που έχουν καταφτάσει εσπευσμένα. Κανένας από τους φυλακισμένους δεν απαντάει. Μερικοί μόνο χαμογελάνε. Η ερώτηση απευθύνεται σε έναν από τους “χαμογελαστούς”. -Δεν ξέρουμε ούτε και θα μάθετε, λέει εκέινος σαρκαστικά.

Η ίδια απάντηση βγαίνει και από τους άλλους.

 

Διατάζεται το κλείσιμο όλων των κρατούμενων στα κελιά τους, και αρχίζει μια απεγνωσμένη έρευνα κελί προς κελί, που δεν αποδίδει τίποτα.

Η απελπισία τους έχει φτάσει στο έπακρο, όταν τις πρώτες απογευματινές ώρες παρουσιάζεται σαν “από μηχανής θεός” ένας αγρότης που είχε το καλύβι του λίγο πιο έξω από τη φυλακή, για να τους πει ότι ανακάλυψε μια μεγάλη τρύπα κοντά στο πεζούλι του περιβολιού του, που δεν ήταν χτες και δίπλα πεταμένο ένα αμπέχωνο. Στο σημείο αυτό καταφτάνουν έπειτα από λίγο οι επικεφαλής της φυλακής. Ήταν δυνατό να έχει σχέση με την απόδραση;

Πριν χωθούν στην τρύπα που έχασκε μπροστά τους, έκαναν μια έρευνα γύρω. Στο δασάκι που άρχιζε πιο πέρα βρήκαν πεταμένα άδεια πακέτα τσιγάρα, σπίρτα, αποτσίγαρα. Εκείνο όμως που τους έπεισε ότι πέρασαν από εδώ οι δραπέτες, ήταν ένα σημείωμα που βρήκαν καρφωμένο σε ένα δέντρο. Έγραφε: “Είμαστε ασύλληπτα πουλιά, και όπως εφύγαμε εμείς, έτσι θα φύγουν και οι άλλοι”!

Η υποψία ότι η τρύπα του περιβολιού οδηγούσε σε κάποιο κελί, έγινε βεβαιότητα.

Λίγο αργότερα ένας ντόπιος σερνόταν μ’ ένα σκοινί στο χέρι κάτω από τη γη, κι έφτανε στο κελί 7. Η σήραγγα μήκους 24 μέτρων και ανοίγματος ενός μέτρου, κατάληγε κάτω από το περβάζι του παραθυριού του κελιού αυτού, που ήταν το τελευταίο της “κόκκινης ακτίνας”.

Το ίδιιο απόγευμα -16 ώρες μετά την απόδραση- έφτανε στην αστυνομική διεύθυνση Πειραιώς και στο υπουργείο εσωτερικών, ένα κατπληκτικό τηλεγράφημα:

“Οι βαρυποινίτες κομμουνισταί Δημ. Σκαρέλλος, Ζανής Φλωράκος, Κ. Σαρίκας, Αβραάμ Δερβίσογλου, Ευάγγ. Θωμάζης, Απόστ. Κλειδωνάρης, Μόσχος Δουλγέρης και Ν. Βαβούδης, εδραπέτευσαν δια διατρήσεως υπονόμου. Ενεργούμεν τα δέοντα άνευ αποτελέσματος μέχρι στιγμής”.

Όπως ήταν φυσικό, το τηλεγράφημα αυτό αναστάτωσε τις αρχές και τους υπεύθυνους. Ο τ΄τοε υπουργός Ταλιαδούρος διέταξε ανακρίσεις και σε δηλώσεις του αναφέρθηκε στην άθλιακατάσταση των φυλακών, ενώ ο εισαγγελέας πειραιώς διέταξεμε τη σειρά του ανακρίσεις, στέλνοντας τον εισαγγελέα Οικονομόπουλο να παρακολουθήσει από κοντά την πορεία τους.

 

Ηαπόδραση τούτη πήρε μεγάλη έκταση στις εφημερίδες της εποχής, οι οποίες δεν έκρυβαν τον θαυμασμό τους για το εγχέιρημα. Να πώς την χρωματίζει σε ολοσέλιδη ανταπόκρισή του ο απεσταλμένος της “Ακροπόλεως” :

“Τύφλα να ‘χουν όλοι οι μυθιστοριογράφοι του κόσμου. Ό,τι συνέβη εδώ εις το τεράστιον μεν πανάρχαιον δε και “σαράβαλον” οικοδόμημα των φυλακών Αιγίνης και εξετυλίχθη με διαβολική μαεστρία, δεν υπάρχει γραμμένο εις καμίαν σελίδα κανενός και από τα πλέον τερατολόγα μυθιστορήματα. Οι 8 που έφυγαν και οι 75 που συνέπραξαν -83 εν συνόλω άτομα- όπως θα ίδωμεν κατέστρωσαν και εξετέλεσαν την “μεγαλειώδη” απόδρασιν -ξεπέρασαν και τους φαντομάδες και τους Ροκαμβόλ εις έμπνευσιν και εκτέλεσιν”.

Την προηγούμενη, η ίδια εφημερίδα, αναφερόμενη στην απόδραση των “κόκκινων φαντομάδων” όπως τους αποκαλεί, γράφει με δέος:

“Αι φυλακαί τους κρατούν εφ’ όσον αυτοί το θέλουν! Όταν δεν το θέλουν, όταν τας…βαρεθούν, το ευκολότερον πράγμα δι’ αυτούς, είναι να τας εγκαταλείψουν”!

 

Διαφορετική φυσικά είναι η στάση του Ριζοσπάστη. Την πρώτη ημέρα η είδηση δώθηκε σ’ ένα λιτό δίστηλο με τίτλο : “Οχτώ σύντροφοί μας δραπέτευσαν προχθές από τις φυλακές της Αίγινας”.

Την επόμενη όμως, η θέση της εφημερίδας είναι ανοιχτά με το μέρος των δραπετών : “Οχτώ αγωνιστές της εργατικής τάξης δραπέτευσαν από τα μπουντρούμια της κεφαλαιοκρατίας”, γράφει σε ημισέλιδο τίτλο στην πρώτη σελίδα και ακολουθεί λεπτομερειακό ρεπορτάζ που αρχίζει έτσι :

“Η είδηση έσκασε σα μπόμπα… οχτώ σύντροφοί μας, παληοί αγωνιστές, βαρυποινίτες για την επαναστατική τους δράση, άφησαν “γειά” στα βαρειά σίδερα της ελληνικής δημοκρατίας. Αχρηστέψανε τις σκοπιές, τα κάστρα, τα κάγκελα και τα μπουντρούμια και φύγανε εκεί που τους καλεί το επαναστατικό τους καθήκον. Ο αστικός τύπος ξερνάει τη χολή του με επικεφαλής τον “Ανεξάρτητο” που ούτε λίγο ούτε πολύ, ονομάζει τους συντρόφους μας “εγκληματίες”. Οι αρχές της Αθήνας και του Πειραιά κινητοποιήθηκαν δραστήρια. Ο Σαρωνικός γέμισε ατμάκατες που ερευνούν τα καράβια μήπως… βρίσκονται μέσα οι κομμουνιστές. Άνω κάτω έγινε η Αίγινα, τα χωριά της, τα βουνά της, κι ακόμα η αστυνομία ψάχνει στον Πόρο, στα Μέθανα, στον Πειραιά, στην Αθήνα. Ψάχνει, ψάχνει παντού, μα πάει το πουλάκι πέταξε…”

 

Οι αστικές εφημερίδες συμπλήρωσαν τα δημοσιεύματά τους, κατά το προηγούμενο της Εμμανουηλίδου και του Μπεζεντάκου, με την πληροφορία ότι τους δραπέτες παράλαβε στα ανοιχτά του Σαρωνικού το σοβιετικό ατμόπλοιο “Νοβοροσίσκυ”, το οποίο είχε αναχωρήσει την ίδια νύχτα από τον Πειραιά για το Πορτ Σάιντ.

Η κατοπινή δράση τους δεν επιβεβαιώνει την πρόσθετη πληροφορία ότι βολεύτηκαν στη Σοβιετική Ένωση. Μερικοί απ’ αυτούς όπως ο Σακαρέλλος, ο Φλωράκος, ο Θωμάζης και ο Δερβίσογλου, βρέθηκαν μεν στο εξωτερικό αλλά κατευθύνθηκαν στην Ισπανία, όπου έλαβαν μέρος στον Εμφύλιο πόλεμο, στο πλευρό των δημοκρατικών δυνάμεων. Ο Βαβούδης επέστρεψε αργότερα στην Ελλάδα και “αυτοκτόνησε το 1951 σε μια επίθεση της αστυνομίας σε ένα σπίτι στην Καλλιθέα όπου κρυβόταν, λίγο μετά αφ’ ότου πιάστηκε ο Μπελογιάννης.

Αποσπάσματα από το “Διαμαρτυρία ενώπιον των ελευθεριακών του παρόντος και του μέλλοντος για τους συμβιβασμούς του 1937.

•Κανένας, ή σχεδόν κανένας, δε νοιάστηκε ποτέ για μας. Η κατάπληξη των αστών βλέποντάς μας να εγκαταλείπουμε το κάτεργο, όχι μόνο δεν έπαψε να υπάρχει αλλά και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο μέχρι αυτήν τη στιγμή· έτσι ώστε αντί να μας εκτιμήσουν, να μας υποστηρίξουν και να μας βοηθήσουν, μας μεταχειρίστηκαν σαν ληστές, μας κατηγόρησαν ότι είμαστε ανεξέλεγκτοι : επειδή δεν υποτάσσουμε το ρυθμό της ζωής μας, που την θελήσαμε και την θέλουμε ελεύθερη, στις ηλίθιες ιδιοτροπίες ορισμένων που, από τη στιγμή που βρέθηκαν σε ένα υπουργείο ή σε μια επιτροπή, θεώρησαν τους εαυτούς τους -ανόητα και αλαζονικά- ιδιοκτήτες των ανθρώπων· επειδή, απ’ τα χωριά που περάσαμε, αφού αποσπάσαμε από τον φασίστα την ιδιοκτησία του, αλλάξαμε το σύστημα ζωής εκμηδενίζοντας τους θηριώδεις “κάσικους” που κατατυραννούσαν ολάκερη την ύπαρξη των αγροτώναφού πρώτα τους είχαν κατακλέψει,και ξαναδίνοντας τον πλούτο στα χέρια των μόνων που μπόρεσαν να τον δημιουργήσουν, στα χέρια των εργαζομένων.

•Κανένας, απολύτως κανένας, δεν μπορεί να κατακρίνει αυτήν τη Φάλαγγα πουμόνη, αβοήθητη και, πρέπει μάλιστα να πούμε, παρεμποδιζόμενη, βρέθηκε απ’ την αρχή στην πρωτοπορία, Κανένας δεν μπορεί να την κατηγορήσει για έλλειψη αλληλεγγύης ή για δεσποτισμό, για αδράνεια ή για ανανδρία όταν επρόκειτο να πολεμήσει, ή για αδιαφορία προς τον χωρικό είτε για έλλειψη επαναστατικού πνεύματος, εφ’ όσον η τόλμη και η γενναιότητα στον αγώνα υπήρξε ο κανόνας μας, η ευγένεια απέναντι στον ηττημένο ο νόμος μας, η ειλικρίνεια με τ’ αδέρφια μας το έμβλημά μας, και η καλοσύνη και ο σεβασμός τα κριτήρια με τα οποία κύλησε όλη μας η ζωή.

• Ο ψυχή τε και σώματι αστός, που είναι ό,τι πιο μέτριο και δουλικό υπάρχει, τρέμει στην ιδέα μήπως χάσει την ησυχία του, το πούρο και τον καφέ του, τις ταυρομαχίες του, το θέατρό του και τις εκπορνευμένες σχέσεις του. ..Γιατί τον αστό και μόνο τον αστό, μπόρεσαν και μπορούν ακόμα να βλάψουν οι δραστηριότητές μας, οι εξεγέρσεις μας και οι ασυγκράτητες επιθυμίες που παρασέρνουν τρελά τις καρδιές μας, η επιθυμία του να είμαστε ελεύθεροι σαν τους αετούς στις πιο ψηλές κορφές ή σαν τα λιοντάρια στην καρδιά του δάσους.

•Μερικές νύχτες, από αυτές τις σκοτεινές νύχτες όπου με το όπλο στο χέρι και το αυτί τεντωμένο στις ενέδρες, προσπαθούσα να διεισδύσω στα βάθη της γειτονικής περιοχής, καθώς επίσης και στα μυστήρια των πραγμάτων, δεν έβρισκα άλλο φάρμακο, όπως και στους εφιάλτες, απ’ το να βγαίνω έξω από το καταφύγιό μου, όχι για να ξεμουδιάσω τα μέλη μου που είναι ατσαλένια γιατί έχουν περάσει από τη δοκιμασία του χρόνου, αλλά για να σφίξω με μεγαλύτερη λύσσα το όπλο μου, νιώθοντας την ανάγκη να πυροβολήσω όχι μόνο τον εχθρό που ήταν κρυμμένος το λιγότερο εκατό μέτρα μακριά από ‘μένα, αλλά επίσης και τον άλλο εχθρό, αυτόν που δεν έβλεπα, αυτόν που κρυβόταν δίπλα μου και που δίπλα μου βρίσκεται ακόμα και τώρα, αυτόν που με φωνάζει σύντροφο ενώ με εξαπατά, εφ’ όσον δεν υπάρχει απάτη πιο άναδρη από αυτήν που τρέφεται με προδοσίες.

•Εμείς μέσα στα χαρακώματα ζούσαμε ευτυχισμένοι. Βλέπαμε βέβαια γύρω μας να πέφτουν σύντροφοι που άρχισαν μαζί μας αυτόν τον πόλεμο. Ξέρουμε επιπλέον, ότι ανά πάσα στιγμή μια σφαίρα μπορεί να μας αφήσει ξαπλωμένους κατά γης – είναι η ανταμοιβή που έριμένει ένας επαναστάτης – , αλλά ζούσαμ ευτυχισμένοι. Τρώγαμε όταν κάτι υπήρχε – όταν δεν υπήρχαν τρόφιμα νηστεύαμε. Κι ήμασταν ‘όλοι ευχαριστημένοι. Γιατί; Διότι κανείς δεν ήταν ανώτερος από κανέναν. Όλοι φίλοι, όλοι σύντροφοι, όλοι γκερριλέρος της Επανάστασης.