Όλα τα άρθρα του/της a-politiko

Για τον αναρχικό διεθνισμό

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όπως ορθά το έχουν θέσει κάποιοι σύντροφοι: Εμείς οι αναρχικοί είμαστε διεθνιστές μέχρι να φτάσουμε στην καταστροφή των εθνών. Ακόμη κι αν το πρώτο βήμα είναι να μην τα αναγνωρίσουμε ή τα αποδεχτούμε, η καταστροφή τους είναι μέρος του σχεδίου της καταστροφής του Κράτους.

Η Αναρχία είχε και πάντα έχει μια δεθνιστική στάση. Γνωρίζουμε καλά πως θα πρέπει να λαμβάνουε υπ’όψη τις τοπικές συνθήκες, ο διεθνισμός όμως είναι ένα χαρακτηριστικό που δε διαχωρίζεται απ’ τη σκέψη η οποία προσπαθεί να εκμηδενίσει κάθε είδος Κράτους κι Εξουσίας, αντιτίθεται σε κάθε μορφή “ανάπτυξης” και προωθεί μια στάση ζωής σε διαρκή εξέγερση συνολικά ενάντα στο υπάρχον.

Η ανταλλαγή ιδεών και σκέψεων μεταξύ συντρόφων από διαφορετικά μήκη και πλάτη του πλανήτη, υπήρξε θεμελιώδης για την οικοδόμηση μιας διεθνιστικής αναρχικής προοπτικής, που απορρίπτει τους περιορισμούς συνόρων κι εθνοτήτων, διαδίδοντας για παράδειγμα τους αγώνες που διεξάγουν σύντροφοι σε δαφορετικές συνθήκες.  Η άμεση δράση καιι το σαμποτάζ έχουν επίσης επιτρέψει, ξεκινώντας από την ίδια την πρακτική,  το χτίσιμο διεθνών συνδέσμων μεταξύ αναρχικών από διαφορετικά μέρη.  Το ίδιο ισχύει και για την άμεση και προσωπική υποστήριξη μεταξύ συντρόφων από διαφορετικά μέρη,  μια υποστήριξη η οποία έχει σταθερά φωνή στον αγώνα και τα κοινά εγχειρήματα που καθημερινά δημιουργούνται.   Μεταφράσεις ανακοινώσεων, διάλογοι μεταξη συντρόφων,  δράσεις αλληλεγγύης, μπροσούρες για τη διάδοση των υποθέσεων των συντρόφων, στήριξη διάφορων εγχειρημάτων, έντυπα για ανταλλαγή σκέψεων, ιδεών και κριτικών, σαμποτάζ, στήριξη συντρόφων στην παρανομία,  η ύφανση αδελφικών σχέσεων μεταξύ συντρόφων, είναι μερικά παραδείγματα τρόπων με τους οποίους το (α/α) κίνημα έχει κάνει πράξη το διεθνισμό που το χαρακτηρίζει.

Από το κίνημα αληλεγγύης στους Σάκκο και Βαντσέτι, όταν πραγματοποιούνταν σαμποτάζ , μεταξύ άλλων από τους αναρχκούς κύκλους που βρίσκονταν κοντά στην εφημερίδα Culmine, ως τις δράσεις σαμποτάζ σε αλληλεγγύη με τις απεργίες πείνας των συντρόφων στην Ελλάδα, από τον συντονισμό και υποστήριξη μεταξύ συντρόφων των Η.Π.Α. και του Μεξικό για την οργάνωση και προπαγάνδιση των εξεγερσιακών αλλαγών του 1910 – περιλαμβανόμενης της υποστήριξης σε συντρόφους έγκλειστους ή στην παρανομία,  ως τις μπροσούρες αλληλεγγύης στους συντρόφους του 5Ε-Μ στο Μεξικό, ο αναρχισμός έχεi δείξει ξεκάθαρα πως δεν υπάρχουν σύνορα για την αλληλεγγύη και τον συντονισμό, δηλαδή για τον ίδιο τον αγώνα.  Από συντρόφους στη Νορβηγία ή τη Φινλανδία – χώρες με ισχυρά εδραιωμένη κοινωνική ειρήνη, μέχρι συντρόφους στην Τουρκία, τη Συρία ή τις αραβικές χώρες που χρόνια τώρα βρίσκονται σε μια κατάσταση μαινόμενου πολέμου,  οι αναρχικοί δε θα δημιουργήσουμε κοινωνικούς ή εθνικούς διαχωρισμούς, ούτε θα αναπαράξουμε αυτούς που το καπιταλιστικό σύστημα δημιούργησε για να διαιρεί. Δεν θα αντιμετωπίσουμε τους συντρόφους μας σα μικροαστούς εξαιτίας του ότι γεννήθηκαν σ’ ένα διαφορετικό απ’ το δικό μας τόπο, όπως και δε θα κάνουμε διάκριση (πόσο μάλλον θετική!!) απέναντι σε άλλους που γεννήθηκαν σε συνθήκες μεγαλύτερης καταστροφής και δαφθοράς απ’ ότι  εμείς.

Είναι σαφές πως κάθε μέρος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, που με κάποιο τρόπο καθορίζουν τις συνθήκες του αγώνα,  και πως το εξεγερσιακό σχέδιο οφείλει να προσαρμοστεί σε αυτά τα χαρακτηριστικά, ακόμη όμως και ως τέτοιος, ο αναρχικός αγώνας δεν ανταποκρίνεται απλά στις τοπικές ιδιαιτερότητες του αγώνα.  Το αντίθετο:  Ο αγώνας προσπαθεί να είναι η παγκόσμια πραγματικότητα της επίθεσης ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο.  Ως τέτοιος, βρίσκεται πολύ μακριά από τον αριστερίστικο ρεαλισμό, αυτόν το ρεαλισμό που υποκινεί την παθητικότητα, την αναμονή, το ρεφορμισμό,  και σκοτώνει τα όνειρα και τις επθυμίες για μια ποιοτική ζωή, μιλώντας για το τί είναι εφικτό και τί “πρέπει να γίνει”, βασισμένος στην πραγματικότητα που ζούμε.

Τελειώνοντας, θεωρούμε πως θα πρέπει να διαμορφώσουμε τις θέσεις μας ξεκινώντας από το τί βώνουμε τοπικά – γι’ αυτό και η ομάδα συντρόφων που συμμετέχουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από τη στιγμή που ξεκίνησε να εκδίδεται αυτή η εφημερίδα, ξεκαθαρίζουμε τα ζητήματα ξεκινώντας από αυτά που βρίσκονται μπροστα στα μάτια μας (κι αυτό, γκρεμίζει το μεγάλο ψέμα που λέει πως υπάρχε κάποιο είδος “Ευρωπαιοποίησης” ή ευρωπαϊκής προέλευσης εξαγωγών, στο Μεξικό).   Την ίδια στιγμή όμως, αρνούμαστε να θυσιάσουμε τα όνειρά μας στο βωμό του πολιτικού ρεαλισμού, και πιστεύουμε επίσης ότι οι συνεισφορές από συντρόφους του εξωτερικού όπως και η διεθνής αλληλεγγύη δε θα εγκαταλειφθούν, γιατί είναι πάνω απ’ όλα ένα από τα θεμέλια της  Αναρχίας, στην προσπάθειά της να καταστρέψει κάθε περιορισμό.

Είμαστε ιντιβιντουαλιστές, καθώς πiστεύουμε στους εαυτούς μας και δρούμε με συνέπεια, κi επίσης μοιραζόμαστε σχεδιασμούς και προοπτικές με πολλούς ακόμη συντρόφους. Μαθαίνουμε από το παρελθόν και τις εμπειρίες μας αλλά και από τα αντίστοιχα συντρόφων του εξωτερικού που μας “εμπλουτίζουν”.  Με κάθε τρόπο, αρνούμαστε να κυλήσουμε στην ιδεολογικοποίηση.

Αν οι σύντροφοι στο Μεξικό έχουν κατά καιρούς υιοθετήσει τα ακρωνύμια της Σ.Π.Φ. και της F.A.I.  για να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων σαμποτάζ, δε νομίζουμε πως το κάναν λογω μιας ολικής έλλειψης δικής του ανάλυσης, ούτε  σε μιια προσπάθεια λογοκλοπής.  Παρ’ όλο που ασκούμε κριτική στα ακρωνύμια των αναλήψεων και ό,τι κοινώς αποκαλείται “νεομηδενισμός”,  δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως αυτοί και άλλοι σύντροφοι προώθησαν στην πράξη την παρουσία του ζώντος αναρχικού διεθνισμού, παίρνοντας μέρος στην επίθεση ενάντια στην εξουσία, σύμφωνα με τα προτάγματα και τις αντιλήψεις τους.

Αντίστοιχα υπάρχουν στις μέρες μας εκδοτικά εγχειρήματα σε συγγένεια με το εξεγερσιακό σχέδιο που δε συμφωνεί με τα ακρωνύμια. Τα εγχειρήματα αυτά προσπαθούν να αποτελούν συνδέσμους μεταξύ αναρχικών απ’ όλο τον κόσμο· υπάρχει όμως επίσης η πράξη, αδιαχώριστη απ’ τη θεωρία, να δηλώνει ξεκάθαρα πως η αναρχία ποτέ δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε μια εναλλακτική στερούμενη μιας επιθετικής προς την εξουσία αντίληψης, ούτε σ’ ένα τοπικιστικό λόγο στηριγμένο σε αίολα επιχειρήματα, στερούμενα επομένως κάθε πιθανότητας για πραγματική κι όχι κατά φαντασία αντιπαράθεση.

Αν είμαστε ιντιβιντουαλιστές, δεν εξιδανικεύουμε τίποτα “δικό μας ή αλλότριο”  και δεν αντιπροσωπεύουμε παρά τους εαυτούς μας. Το κοινωνικό προϊόν παραμονεύει και η ζωή μας αποτελεί το αυθεντικό πεδίο μάχης.

Νegacion. Μεξικό, Μάρτης 2015.

 

**5E : https://325.nostate.net/2014/03/18/5e-letter-from-amelie-mexico/

Η υποταγή δεν έχει φύλο

Αναδημοσίευση από https://the-blast.espivblogs.net/2018/10/02/i-ypotagi-den-echei-fylo/

Σε έναν κόσμο κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης είναι αναμενόμενο πως θα υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που θα είναι σε δυσμενέστερη θέση και ομάδες που θα βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη. Τα ζητήματα πάνω στα οποία μπορεί να δημιουργούνται τέτοιου τύπου μειονεκτικές και πλεονεκτικές καταστάσεις μπορεί να αντανακλούν μια ταξική, φυλετική, έμφυλη, εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική, σεξουαλική διάσταση. Έτσι λοιπόν ανάλογα τις συνθήκες κάθε περιβάλλοντος και τις ιδιαιτερότητες τις οποίες παρουσιάζει ως προς το σε ποιο από τα προαναφερόμενα πεδία κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης δίδεται παραπάνω προτεραιότητα κάθε φορά, εμφανίζονται και οι ανάλογες κοινωνικές ομάδες πίεσης , οι οποίες εγείρουν κοινωνικές διεκδικήσεις ενάντια στην δομική κοινωνική βία , εκμετάλευση και καταπίεση που υπόκεινται. Πολλές φορές αυτές οι ομάδες δεν βρίσκονται ούτε σε σύγκλιση, ούτε σε σύμπνοια . Αυτό είτε γιατι μπορεί να προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες ( κάποιες απο τις οποίες ίσως πιο προνομιούχες από κάποιες άλλες) , είτε γιατί αντιλαμβάνονται η κάθε μια για τον εαυτό της το δικό της ζήτημα ως κεντρικό και ως προτεραιότητα, είτε γιατί έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα ως προς την κοινωνική θέση που διεκδικούν είτε τέλος γιατί πολύ απλά δεν μπορούν να προκύψουν κοινοί κώδικες επικοινωνίας για κάτι τετοιο.
Υπάρχουν όμως στιγμές που η κυρίαρχη συστημική και κοινωνική βία μπορεί να εκφραστεί μέσα από ένα γεγονός με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφορά πλέον αποκλειστικά μια κοινωνική ομάδα (απλά και μόνο επειδή μπορεί το όποιο θύμα- ή θύματα- να ήταν κομμάτι της) αλλά να αφορά πολλές παραπάνω κοινωνικές ομάδες επειδή ακριβώς ο τρόπος που εκδήλωθηκε το γεγονός είναι δυνατόν να αντανακλά ευρύτερες κυριαρχικές, εκμεταλευτικές και καταπιεστικές συνθήκες .
Σε τέτοιες περιπτώσεις σχεδόν πάντοτε προκύπτουν και οι ανάλογες κοινωνικές δυναμικές εντός κάθε ομάδας οι οποίες κοπιάζουν έτσι ώστε να μονοπωλούν το θέμα ως “δικό τους” και το όποιο θύμα-ή θύματα- ως δικά τους. Αυτό όχι μόνο προκειμένου να εξυπηρετήσουν την προσωπική τους ατζέντα και να αναδείξουν σε πρώτο πλάνο τα δικά τους προβλήματα, αλλά κι επειδή προσβλέπουν σε μια προσπάθεια αποσύνδεσης του χ γεγονότος από ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να υπάγεται, και που θα μπορούσε να αναδεικνύει μεγαλύτερες, ευρύτερες και συνολικότερες προβληματικές του κοινωνικού συστήματος.
Αυτή η προσπάθεια αποσύνδεσης ποτέ δε γίνεται απροκάλυπτα αλλά για λόγους επικοινωνιακούς καμουφλάρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσει ιδεολογικό πρόσημο και να οχυρωθεί πίσω από τη δήθεν υπεράσπιση της πολύ ξεχωριστής ιδιαιτερότητας της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας , και έτσι καταφεύγει και στην καταγγελία, όσων έχουν αντίθετη άποψη με αυτήν την περιχαράκωση,  για “καπέλωμα” , για ασέβεια στα συλλογικά χαρακτηριστικά  που προκύπτει από ιδεοληψίες και κοινωνικά προνόμια τα οποία κατέχουν και διάφορα άλλα . Ανά περίσταση διαφορετικά,  αλλά με κοινούς άξονες, ύφος και στυλ επιχειρηματολογίας. Το ζητούμενο ωστόσο παραμένει πάντοτε ίδιο: ο διακαής πόθος να μην συναντηθούν διαφορετικά ζητήματα μεταξύ τους ούτως ώστε να προκύπτει η λιγότερη δυνατή ριζοσπαστικόποιηση, η πάση θυσία αποφυγή της εκτροπής σε βίαιες ατραπούς και η εκδήλωση οργής και η εμμονή σε μια δικαιωματικού τύπου εκτόνωση της κρίσης , πάντα στα δημοκρατικά πλαίσια της νομιμότητας και πάντα στα πλαίσια της λεγόμενης ενδιάμεσης καταστολής κι αν τύχει και χρειαστεί επιστρατεύεται και η άμεση καταστολή παρεκλίσεων.
Όλα τα παραπάνω προφανώς δεν προκύπτουν φυσικά έτσι απλά, αλλά στηρίζονται στην ύπαρξη διαχωρισμένων ρόλων μέσα στις εκάστοτε εξουσιαζόμενες, εκμεταλευόμενες και καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες , ρόλων που δημιουργούν μεσολαβητικές πρωτοπορείες που παραγοντίζουν και που συνήθως έχουν και αυξημένα προνόμια και βάσεις ακολουθητών των γραμμών που εκπορεύονται.
Όλα αυτά γίνονται πολύ ξεκάθαρα μέσα από την τροπή που έχουν πάρει οι εξελίξεις γύρω από τις διαμαρτυρίες και αντιδράσεις για το μέχρι θανάτου λιτζάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου ενός ατόμου που προέκυψε γνωστή προσωπικότητα και ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας,  οι οποίες τείνουν να γίνουν υπόδειγμα ενδοσυστημικής διαχείρισης κοινωνικών κρίσεων αντίστοιχου κινδύνου εκτροπής. Ο τρόπος που χαλιναγωγείται η οργή και που επιχειρείται να αποσοβηθεί η όποιαδηποτε εξεγερτική δυνατότητα αξίζει να έχει μια θέση σε νέα κοινωνιολογικά εγχειρίδια περί διαχείρησης έκρυθμων καταστάσεων και εξαγριωμένου ανθρώπινου δυναμικού. Κι αυτό όχι γιατί πρώτη φορά ακούγονται επιχειρήματα του τύπου :
α) η βία δεν οδηγεί πουθενά έτσι κι αλλιώς κι απλά μας δυσφημεί
β) δεν είναι ότι υπάρχει γενικά ζήτημα με τη βία απλά δεν είναι λύση για όλα και δεν προσφέρεται ειδικά αυτη τη στιγμή
γ) η περίπτωση βίας μπορεί να αποθαρύνει κόσμο που κατέβηκε πρώτη φορά στο δρόμο , ώστε να ξανακατέβει
δ) δεν είναι όλοι ή όλες ή όλα σε φυσική ή συναισθηματική ή άλλη κατάσταση να διαχειριστούν την εμπλοκή τους σε βίαια επεισόδια
ε) η βία λειτουργεί προβοκατόρικα και ενάντια στους αντικειμενικούς σκοπούς και διαθέσεις του συνολου.
Όλα τα παραπάνω δεν ακούγονται ούτε πρώτη φορά ούτε θα ακουστούν για τελευταία. Ίσα ίσα αποτελούν στανταράκι και συγκαταλέγονται στο πάνθεον των top 5 κλασικών επιχειρημάτων ενάντια στη βία. Όσοι/ες/@ ασχολούνται πραγματικα με τα κινήματα έχουν σιχαθεί να τα ακούνε για την ακρίβεια. Στα μαθητικά, στα φοιτητικά, στα εργατικά, στα αντιπολεμικά, στα αντιφασιστικά ή οπουδήποτε αλλού.
Το καινοτόμο , το ριζοσπαστικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι τώρα η διάθεση για εξεγερτική βία και η αντίστοιχη εκδήλωση της στιγματίζεται ως προϊόν ματσίλας, ως σύμφητη με την τοξική αρρενοπότητα, ως κάτι τόσο αυτονόητα αρνητικό και κάτι τόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την φύση της πατριαρχίας , προκειμένου να επιχειρηθεί με έναν ακόμα τρόπο η εξίσωση της εξεγερτικής βίας με κάποια πλευρά της κυριαρχίας. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η βίαιη αντιφασιστική δράση εξισώνεται γραφικά με τη βίαιη δράση των ναζί.
Η συγκεκριμενη όμως απόπειρα να στιγματιστεί η βία με τέτοιους όρους , πέρα απο το ότι φτύνει στα μούτρα την ιστορία του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος και των βίαιων αγώνων του, αποσκοπεί και σε μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση πρόκλησης αυτό-ενοχοποιητικών συναισθημάτων σε όσα υποκείμενα θέλουν να εκδηλώσουν την οργή τους. Η ταύτιση της βίας με το σεξισμό και την πατριαρχία , δεν αποσκοπεί σε μια απόπειρα να επιτευχθεί περαιτέρω εμβάνθυση της αναρχικής σκέψης και σε άλλους ορίζοντες , ούτε και σε μια διάθεση για πρόσκληση σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση. Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι η επιβολή της ειρηνικής πασιφιστικής διαμαρτυρίας πακέτο με χαρές και πανηγύρια ως μονόδρομο. Η νέα ριζοσπαστική πολιτική πρόταση λοιπόν είναι απο δω και πέρα ειρηνικά χάπενικγς με χαρές και πανηγύρια. Γιατί προφανώς ο σεξισμός, η πατριαρχία, η έμφυλη βία και καταπίεση, μόνο με χαρά, περηφάνια, αγάπη , κατανόηση, χορό, τραγούδι , γκλιτερ και πολύ πολύ δημοκρατία αντιμετωπίζεται.

Δε θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε. Κάποιοι/ες/α μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα έμφυλων διακρίσεων και να μην ξέρουμε πως είναι. Μπορεί επίσης να μην έχουμε υπάρξει θύματα ρατσιστικών επιθέσεων και να μην ξερουμε πως είναι. Μπορεί να μην βιώσαμε έναν πόλεμο για να ξέρουμε πως είναι και μπορεί να μην ξέρουμε πως είναι να ζεις το δράμα του πρόσφυγα πολέμου. Μπορεί να μην κλειστήκαμε σε φυλακές, ψυχιατρεία, στρατόπεδα κράτησης μεταναστών για να ξέρουμε τι σημαίνει εγκλεισμός. Μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα της αποικιοκρατίας, να μην ανήκουμε σε μια γενιά που επιβίωσε κάποιας γενοκτονίας, να μην έχουμε μεγαλώσει σε γκέτο, να μην ζήσαμε ποτέ σε καθεστώς απαρχαιντ, να μη τραυματιστήκαμε ποτέ σε εργατικό ατύχημα, να μην υπαγόμαστε σε διαφορετικό νομοθετικό καθεστως επειδή φοράμε ρούχα θρησκευτικής σημειολογίας . Υπάρχουν τόσα κι άλλα τόσα που μπορεί να μη βιώσαμε, και να μην ξέρουμε πως είναι να τα ζει κανείς η πως ακριβώς αισθάνεται. Και φυσικά δε μπορούμε να υποδείξουμε πως να αισθανθεί.

Υπάρχει ένα πράγμα όμως που σίγουρα ξέρουμε. Η αδικία , η καταπίεση, η εκμετάλευση, η εξουσία ότι πρόσωπο κι αν έχουν, όπως και όπου κι αν εκδηλώνονται, δεν αντιμετωπίζονται με χαρές και πανηγύρια και καταδίκες της βίας. Αυτή είναι η πιο καθαρή, παραδοσιακή, συντηρητική , βουτηγμένη στη φορμόλη συνταγή δουλόπρεπειας που υπάρχει.

Και όπως η εξέγερση δεν έχει φύλο άλλο τόσο δεν έχει και η υποταγή.

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΝΟΗΜΑΤΩΝ- Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Aναδημοσίευση από https://the-blast.espivblogs.net/2018/09/05/i-machi-ton-noimaton-i-koinonia/

Εδώ και αρκετά χρόνια (σχεδόν μία δεκαετία) σφοδρές αντιπαραθέσεις πλήττουν τον αναρχικό ριζοσπαστικό χώρο με αφορμή την πρόσληψη της έννοιας “κοινωνία”. Έχουν γραφτεί πολλά, έχουν ειπωθεί περισσότερα, έχουν διαμορφωθεί θέσεις, έχουν χωριστεί στρατόπεδα και έχουν σημειωθεί ρήξεις, εντάσεις και συγκρούσεις Ωστόσο αυτό που περισσότερο έχει μείνει στη δημόσια σφαίρα είναι ο καπνός από τις εντάσεις και τις προστριβές που εξακολουθεί να θολώνει το πεδίο και έτσι να μεγαλώνει το βαβελικό χάσμα που προκύπτει από την αμοιβαία πολλές φορές αδυναμία κατανόησης των θεωρητικών σχημάτων κάθε πλευράς.

Σε αυτό το σημείο θα ήταν ωφέλιμο να τεθούν οι βάσεις ενός ώριμου πολιτικού διαλόγου που ακόμα κι αν δεν καταφέρει να εξαφανίσει ως δια μαγείας όλες τις προκαταλήψεις που έχουν δημιουργηθεί, τουλάχιστον θα ξεκαθαρίσει λίγο το πεδίο γύρω από τη μυθολογία η οποία έχει περιβάλει τη λεγόμενη αντικοινωνική τάση της αναρχίας. Για να γίνει κάτι τέτοιο είναι μάλλον απαραίτητη μία σειρά διευκρινίσεων πάνω στην πρόσληψη κάποιων εννοιών όπως η κοινωνία, το αντικοινωνικό κτλ ώστε να μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος διάλογος. Ακόμα κι αν δεν προκύψουν συμφωνίες τουλάχιστον καλό είναι να ξέρουμε εμπεριστατωμένα γιατί διαφωνούμε.

i.Η κοινωνία ως έννοια και ιστορικές απαρχές των μεγάλων διαφωνιών

Θα υπάρχει ίσως σε κάποιους η εντύπωση πως η όλη αντιπαράθεση γύρω από την έννοια της κοινωνίας και τι είναι αυτή τελικά είναι κάπως πρόσφατη και απασχολεί αποκλειστικά τον ελληνικό αναρχικό χώρο. Οπωσδήποτε κάποιος κόσμος με περισσότερη εξοικείωση με την ιστορική παράδοση των ριζοσπαστικών κινημάτων θα είναι σε θέση να γνωρίζει ότι είναι ένα πολύ παλιό πεδίο γέννησης διαφωνιών και αντιπαραθέσεων και σίγουρα αυτός ο κόσμος δεν είναι λίγος. Ωστόσο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί κι εδώ πως το debate αυτό (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) ξεκινάει με το ξεπέρασμα του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα που κράτησε περίπου χίλια χρόνια και την επικράτηση του Αστικού Διαφωτισμού, των φιλελεύθερων ιδεών, την ανατροπή των παλιών συσχετισμών και τη δημιουργία νέων κοινωνικών διεργασιών που έφεραν στο προσκήνιο της ιστορίας τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Αρχικά η φιλελεύθερη σκέψη και διανόηση όπως αρχίζει και διατυπώνεται από τους πρώτους φιλοσόφους και διανοούμενους αυτού του ρεύματος αντιλαμβάνεται πως οι κοινωνίες εμφανίζονται ως το πλαίσιο των όρων συνύπαρξης μεταξύ των μελών μιας κοινότητας. Το λεγόμενο πέρασμά του ανθρώπου στην πολιτική κατάσταση συνοδεύεται ακριβώς από την αναγκαιότητα να τεθούν κάποια πλαίσια συλλογικής συνύπαρξης κι έτσι εμφανίζονται οι πολιτικές κοινωνίες που στην πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτά τα πλαίσια. Που όμως ακριβώς προκύπτει η διαφωνία και με ποιους;

Η “κοινωνία των πολιτών” αποτελεί για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία και ιδεολογία ένα σύνολο ατόμων που πρέπει να είναι ελεύθερα να συνέρχονται και να συνεταιρίζονται μεταξύ τους και καθώς το κάθε άτομο επιδιώκει το μέγιστο προσωπικό του συμφέρον , εν τέλει η συνολική επιδίωξη πολλών ατομικών προσωπικών συμφερόντων μαζί, λειτουργεί προς το συλλογικό συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας κρίνεται αναγκαία η τριπλή διάκριση των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική δηλαδή η πολιτική οργάνωση της κοινωνίας σε κράτος με σαφείς διαχωρισμένες αρμοδιότητες. Εδώ όμως προκύπτει η πρώτη σφοδρή ιδεολογική και φιλοσοφική σύγκρουση καθώς η Σοσιαλιστική σκέψη αντιλαμβάνεται την “κοινωνία των πολιτών” διαφορετικά. Για την ακρίβεια αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως το πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών, των τάξεων, οι οποίες έχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα και την μεταξύ τους σύγκρουση την ονομάζει ταξικό πόλεμο. Η σύγκρουση αυτή διεξάγεται με ευνοϊκούς όρους για μία τάξη, την αστική, η οποία και κατέχει τα μέσα παραγωγής που τροφοδοτούν την οικονομία της κοινωνίας και με δυσμενείς όρους για την άλλη τάξη την εργατική, της οποίας την δύναμη εκμεταλλεύεται η προηγούμενη. Στην σοσιαλιστική σκέψη το Κράτος είναι ο διαιτητής αυτής της σύγκρουσης με τρόπο που να υπερασπίζεται τη συνέχεια των συγκεκριμένων όρων με τους οποίους διεξάγεται η σύγκρουση, δηλαδή τη συνέχιση και μακροημέρευση της Ταξικής κοινωνίας.

Τετριμμένα και χιλιοειπωμένα πράγματα ωστόσο έχει μία σημασία να τα ξαναδούμε έστω και τόσο συνοπτικά για να σταθούμε σε ένα σημείο που ίσως φαντάζει λεπτομέρεια αλλά δεν είναι. Η σοσιαλιστική σκέψη δεν αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ταυτόσημη με την εργατική τάξη, δηλαδή το σώμα των καταπιεσμένων, των εκμεταλλευομένων, των κολασμένων, αλλά αντίθετα ως το ευρύτερο πεδίο μέσα στο οποίο μαίνεται ο ταξικός πόλεμος. Η κοινωνική επανάσταση λοιπόν δεν είναι η επανάσταση που θα κάνει η κοινωνία, αλλά η επανάσταση που θα κάνει η τάξη που είναι σε δυσμενέστερη θέση εντός της ταξικής κοινωνίας, δηλαδή το προλεταριάτο, κι αυτό με σκοπό να καταστρέψει την ταξική κοινωνία και να δημιουργήσει μία νέα, την αταξική κοινωνία. Λέξη κλειδί καταστρέψει. Η προλεταριακή κοινωνική επανάσταση πάνω από όλα είναι καταστροφή μιας κοινωνίας και δημιουργία μιας άλλης. Επομένως η προλεταριακή επανάσταση είναι εκ των πραγμάτων αντι-κοινωνική απέναντι στην ταξική κοινωνία. Δεδομένου ότι ανεξάρτητα από τις διαστάσεις που προέκυψαν εντός του σοσιαλιστικού κινήματος σε αναρχικό και κομμουνιστικό (και οι οποίες έχουν σχέση με το πώς θα διεξαχθεί η κοινωνική επανάσταση και πως θα οργανωθεί η αταξική κοινωνία μετέπειτα) το βασικό σκέλος περί ανατροπής των παλιών κοινωνικών συσχετισμών και της καταστροφής της προηγούμενης ταξικής κοινωνίας είναι κοινό στα περισσότερα σημεία επομένως και το πρόταγμα για την καταστροφη της παλιάς κοινωνιας για τη δημιουργία μιας νέας είναι κοινό και στα δύο ρεύματα. *1

ii. Η κοινωνία ως “μήλον της έριδος”

Στην διεξαγωγή της πολιτικής είναι πολύ σημαντικό να τίθεται πάντα ένα σημείο αναφοράς, ενα σύνολο, ένα σώμα, ένας πληθυσμός στο όνομα και για το συμφέρον του οποίου μιλάει κάθε πλευρά. Και επειδή ακριβώς αυτό είναι το επίδικο της πολιτικής βλέπουμε να σχηματίζονται όσο το δυνατόν πιο θολά και μη προσδιορισμένα σημεία αναφοράς στα οποία όλοι απευθύνονται και όλοι θέλουν το καλό τους και όλοι κατηγορούν τους άλλους για εχθρό των συμφερόντων αυτών των σημείων αναφοράς. Έτσι προκύπτει πως όλες οι πολιτικές προπαγάνδες απευθύνονται στο Λαό ή την Κοινωνία με σκοπό να τους πάρουν με το μέρος τους και να τους πάνε εκεί που υποτίθεται ότι βρίσκεται το συμφέρον τους. Λαός και Κοινωνία εξυπηρετούν σα σημεία αναφοράς την ίδια ακριβώς σκοπιμότητα αλλά επειδή η Κοινωνία φαντάζει κάπως πιο δόκιμη έννοια συνήθως επικρατεί η αναφορά σε αυτήν ενώ οι αναφορές στο Λαό είναι για λιγότερα εκλεπτυσμένα πλαίσια και πιο πλατιά ακροατήρια.

Βλέπουμε λοιπόν στον πολιτικό στίβο όλοι να μιλούν για την κοινωνία, όλοι να τη θέλουν με το μέρος τους και όλες οι πλευρές να επιζητούν το συμφέρον της. Για μεγάλο κομμάτι της αναρχίας και της αριστεράς για παράδειγμα η κοινωνία είναι μία οντότητα που αντιπροσωπεύει τους από τα κάτω και η οποία είναι δέσμια δύο άλλων οντοτήτων του Κράτους και του Κεφαλαίου που είναι αντικοινωνικές οντότητες γιατί καταδυναστεύουν και καταπιέζουν την κοινωνία. Μάλιστα όταν δυσκολεύονται στο έργο αυτό επιστρατεύουν μία ακόμα αντικοινωνική οντότητα το Παρακράτος για να τις συνδράμει στο αντικοινωνικό τους έργο που είναι η καταπίεση και η εκμετάλλευση της κοινωνίας. Αντίστοιχα το παραδοσιακό κομμάτι της Δεξιάς αντιλαμβάνεται ως κοινωνία το σώμα των ευυπόληπτων πολιτών που σέβονται τη νομιμότητα, την τάξη, την ιδιοκτησία και υπερασπίζονται τα εν λόγω κοινωνικά αγαθά ενώ οτιδήποτε και οποιοσδήποτε τα απειλεί τον θεωρούν αντικοινωνικό στοιχείο. Παρομοίως για το χώρο της ακροδεξιάς και του εθνικισμού κοινωνία είναι το σύνολο των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, την τιμούν και την υπερασπίζονται με κάθε τρόπο ενώ οι αναρχοάπλυτοι που καίνε σημαίες, το παρακράτος της αριστεράς και οι “λαθρομετανάστες” που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας είναι αντικοινωνικά στοιχεία. Για την σοσιαλδημοκρατία κοινωνία είναι οι πολίτες που σέβονται τα δημοκρατικά ιδεώδη, αποφεύγουν τον φανατισμό και την πόλωση και υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ενώ όσοι καταφεύγουν σε πολιτικούς φανατισμούς και σε λογικές των άκρων απ’ όπου κι αν προέρχονται είναι εξίσου αντικοινωνικά στοιχεία. Για την εκκλησία από την άλλη, κοινωνία είναι το σύνολο των πιστών, το χριστιανικό ποιμνίο και το σώμα των ευσεβών ενώ οι άθεοι, οι έχοντες και έχουσες αποκλίνουσες σεξουαλικές προτιμήσεις, οι αλλόθρησκοι αποτελούν αντικοινωνικά στοιχεία. Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά;

Το συμπέρασμα το οποίο αναπόφευκτα καταλήγουμε είναι πως η κοινωνία έχει μετατραπεί σε ένα μήλον της Έριδος μεταξύ διαφόρων διαφιλονικούμενων ιδεολογιών και ρητορειών που η κάθε μία επιλέγει ένα, ή και περισσότερα, πληθυσμιακά target group που κάπως ταιριάζουν στις προσλαμβάνουσες τους και τα βαφτίζουν τελείως αυθαίρετα “κοινωνία” και κατόπιν προσαρμόζουν το λόγο, τη δράση και την προπαγάνδα τους έτσι όπως φαντάζονται ότι θα έχει μεγαλύτερη απήχηση. Έτσι λοιπόν κάθε προπαγάνδα χτίζει το δικό της διαφορετικό αφήγημα για το τι είναι εν τέλει κοινωνία και κατά συνέπεια ποια πράγματα έχουν κοινωνικό ή αντικοινωνικό χαρακτήρα. Κοινός παρανομαστής όλων αυτών των ρητορειών είναι αυτό που περιγράφηκε και πριν ως ανάγκη για σημείο αναφοράς, όσο θολό εν τέλει κι αν προκύπτει αυτό, μία ανάγκη που μάλλον καταλήγει να είναι ψυχολογική περισσότερο και να υποκύπτει σε όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του πολιτικού λαϊκισμού, με μπόλικο δάνεια μάλιστα μεταφυσικής.

iii. Η κοινωνία ως ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης συσχετισμών και ισοροπιών

Όσο αυθαίρετες κι αν είναι οι αναλύσεις που επιλέγουν να βαφτίζουν συγκεκριμένα κοινωνικά σύνολα ως κοινωνία και να θεωρούν ότι δρουν υπέρ τους, στηρίζονται ωστόσο σε μία αλήθεια. Όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ένα ξεχωριστά και όλα μαζί ταυτόχρονα αποτελούν κομμάτια της κοινωνίας. Πρώτα από όλα το Κράτος και το Κεφάλαιο δεν είναι δύο ξεχωριστές οντότητες που έπεσαν από το διάστημα για να καταδυναστεύουν την κοινωνία. Το μεν Κράτος αποτελεί την πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας και το δε Κεφάλαιο την οικονομική. Και τα δύο αποτελούν εκφάνσεις μιας καπιταλιστικής κοινωνίας και ιστορικά έχουν προκύψει μάλιστα και τα δύο ως κοινωνικά προϊόντα συγκεκριμένων συσχετισμών, οι οποίοι μάλιστα είχαν το χαρακτήρα κοινωνικών επαναστάσεων στις οποίες οι μάζες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η πρόσληψη τους ως δύο ξεχωριστές οντότητες από την κοινωνία είναι ξεκάθαρα μεταφυσική και δεν πατάει πουθενά. Επιπλέον όλα τα προαναφερόμενα σύνολα, οι καταπιεσμένοι και οι κολασμένοι καθώς και οι ελίτ και οι ισχυροί, οι νομοταγείς και ευυπόληπτοι πολίτες καθώς και οι παραβατικοί και οι παράνομοι, οι ακροδεξιοί και οι εθνικιστές καθώς και οι αναρχικοί και οι αριστεροί, οι ευσεβείς και οι πιστοί χριστιανοί καθώς και οι άθεοι και τα άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, οι μετριοπαθείς και οι προοδευτικοί δημοκράτες καθώς και οι φανατικοί και οι ακραίοι, όλοι αυτοί λοιπόν, όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ξεχωριστά και ολα μαζί, είναι κομμάτια της κοινωνίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Η κοινωνία λοιπόν είναι το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα τα παραπάνω σύνολα μέσα από τα οποία μπορεί να εμφανιζονται άτομα που εναλλάσσονται σε διάφορους κοινωνικούς ρόλους. Ένας καταπιεσμένος μπορεί να είναι τόσο αναρχικός όσο και ακροδεξιός, τόσο αριστερός όσο και εθνικιστής, τόσο νομοταγής όσο και παραβατικός, τόσο χριστιανός όσο και άθεος. Επίσης, ακόμα και οι ισχυροί, οι κρατούντες ή τα μέλη της ελίτ μπορεί να έχουν διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς και συμφέροντα και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι αν όλες αυτές οι δυναμικές ήταν ελεύθερες να δράσουν κατά το δοκούν θα προέκυπτε το απόλυτο χάος και η αυτοδιάλυση της κοινωνίας. Αυτό που εμποδίζει όμως την επικράτηση του χάους είναι η διατήρηση μιας κανονικότητας, κι αυτή με την σειρά της, στηρίζεται στην διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, της κοινωνικής ομαλότητας και της κοινωνικής συνοχής. Αυτά τα τρία αποτελούν τους πυλώνες κάθε οργανωμένης κοινωνίας. Είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από μια διεργασία διαμόρφωσης κυρίαρχων συσχετισμών και ισοροπιών, τους οποίους αποδέχεται η πλειοψηφία (και στο βαθμό που δεν τους αποδέχεται της επιβάλλονται με ειδικό καθεστώς εξαίρεσης και τρομοκρατίας). Συνεπώς όταν εδώ και χρόνια διατυπώνονται φράσεις του τύπου: ” να σπάσουμε την κανονικότητα” , ” να διατάραξουμε την κοινωνική συνοχή” ” να ανατρέψουμε την κοινωνική ομαλότητα” στην ουσία έχουμε προτάγματα τα οποία μιλούν για την διάρηξη των ενοποιητικών παραγόντων μιας κοινωνίας , την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων ώστε να γίνει ορατή η ύπαρξη ενός κοινωνικού πολέμου που μαίνεται έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια, με το Κράτος να αποτελεί τον θεματοφύλακα μιας προσχηματικής,και μόνο στους τύπους, κοινωνικής ειρήνης.Η κοινωνία κατά συνέπεια δεν είναι ένα υποκείμενο ή κάποιο σώμα στο οποίο μπορούμε να μιλήσουμε ή να μην μιλήσουμε, να πάρουμε ή να μην πάρουμε με το μέρος μας , να του κάνουμε ή να μην του κάνουμε απεύθυνση. Τέτοιες προτάσεις έμπεριέχουν εξαρχής μια λάθος οπτική γωνία που γεννάει αρκετές στρεβλώσεις.

Η κοινωνία προκύπτει λοιπόν πως είναι αυτή η διαδικασία, ή το σύνολο των διαδικασιών ,( γνωστό και ως προτσές) που διαμορφώνουν τους όρους της συλλογικής συνύπαρξης των μελών μιας κοινότητας. Όροι οι οποίοι πλάθονται από την επικράτηση συσχετισμών και ισοροπιών, βάσει των οποίων είμαστε σε θέση να μιλάμε για συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού περιβάλλοντος και να το αξιολογούμε. Μιλάμε πχ για κλειστές και ανοιχτές κοινωνίες, για προοδευτικές και συντηρητικές, για κοινωνίες ανοικτές και κοινωνίες ξενοφοβικές. Εν πάση περιπτώσει είμαστε σε θέση να κατανοούμε πως υφίστανται διαφοροποιήσεις στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού περιβάλλοντος και ότι αυτό οφείλεται στο ότι από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή είναι διαφορετικές οι ιστορικές διεργασίες που διαμορφώνουν τους εκάστοτε κοινωνικούς συσχετισμούς και ισορροπίες. Όταν λέμε κλειστές κοινωνίες για παράδειγμα δεν εννοόυμε κάποιες κοινότητες των οποίων τα μελη είναι κλειστοί άνθρωποι και δςν εξωτερικεύουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους ή ότι ζουν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους αλλά κοινότητες μικρού μεγέθους συνήθως με πολύ σφιχτούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ των μελών τους και ελάχιστη ως μηδαμινή αλληλεπίδραση με τον έξω από αυτές κοσμο. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί ίσως να γίνουν πιο κατανοητά προτάγματα που ακούγονται χρόνια τώρα και που λένε ” να σαμποτάρουμε την κοινωνική μηχανή” ή ” ενάντια στην κοινωνία-εργόστασιο”. Προφανώς οι αναφορες σε κοινωνία-μηχανή ή κοινωνία-εργοστάσιο έχουν να κάνουν ακριβώς με την αντίληψη της κοινωνίας ως αυτήν ακριβώς τη διαδικασία που περιγραφηκε πως διαμορφώνει συγκεκριμένους συσχετισμούς και ισοροπίες κάθε φορά. Επίσης είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε την ουσία πολύ παλιών αναρχικών συνθημάτων όπως το ” Όλα τα ιδανικά αυτής της κοινωνίας βρίσκονται στις κλούβες της αστυνομίας” ή αναφορών σε κείμενα και αναλύσεις ακόμα και της πλέον κλασσικής αναρχίας περί ” κοινωνίας ελέγχου και επιτήρησης” ή “κοινωνιας φυλακής”. Προφανώς και στις δυο περιπτώσεις είναι δεδομένο πως γίνεται λόγος για κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία η αστυνομοκρατία η καταστολή , ο αυξημένος έλεγχος με κάθε μέσο ( κάμερες, παρακολουθήσεις, υποκλοπές) , η προστασία της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, όχι μόνο αποτελούν κυριάρχες κοινωνικές αξίες αλλά αποτελούν και κομμάτι μιας αντιλαμβανόμενης ως “φυσιολογικής” κοινωνικής κανονικότας. Κι αυτό λόγω διαμόρφωσης συγκεκριμένων συσχετισμών και ισοροπιών.

Κατά συνέπεια, λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο η έννοια του κοινωνικού, όσο και η έννοια του αντικοινωνικού είναι σχετικά ευέλικτες. Το τι είναι τι την κάθε φορά κρίνεται από το κατά πόσο είναι υπέρ ή κατά των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών, κι αυτό φυσικά αλλάζει από περιβάλλον σε περιβάλλον. Κάτι που σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Χ, θεωρείται αποδεκτή αξία και συμπεριφορά, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Υ μπορεί να εκλαμβάνεται ως αντικοινωνική αξία και συμπεριφορά. Το ίδιο προφανώς μπορεί να ισχύει με τις ιδέες, τα κινήματα κτλ. Κάθε τι κρίνεται σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία εμφανίζονται ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσο ήταν ή είναι κοινωνικό και αντικοινωνικό και δεν υπάγεται σε μία σταθερή και πάγια αξιολόγηση. Το χριστιανικό κίνημα για παράδειγμα υπήρξε μία εσωτερική αντικοινωνική απειλή για το Ρωμαϊκό κοινωνικό προτσες αλλά αφού κατόρθωσε να επιβάλλει την ιδεολογική του ηγεμονία (χωρίς να αλλάξει η πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας σημειωτέον) και να διαμορφώσει τους δικούς του συσχετισμούς έχτισε το δικό του προτσές με πυρήνα το χριστιανικό φονταμενταλισμό, με την περίοδο επικράτησης του να ονομάζεται ευρωπαϊκός μεσαίωνας. Μέχρι το μετασχηματισμό και αυτής της κοινωνίας με τη σειρά της στις πρόιμες καπιταλιστικές κοινωνίες, οτιδήποτε απειλούσε τα ειδοποιά ποιοτικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης κοινωνικής συνοχής προφανώς ήταν αντικοινωνικό και αντιμετωπιζόταν ως τέτοιο. Πέρα από τις παραστάσεις που έχουμε με τις δημόσιες εκτελέσεις και τα βασανιστήρια που οργάνωνε η πολιτική και θρησκευτική εξουσία έχουμε παραστάσεις εξάρσεων μαζικής υστερίας των απλών μαζών που προχωρούσαν σε λιντσαρίσματα μέχρι θανάτου σε οτιδήποτε ένιωθαν ότι απειλεί το ύψιστο κοινωνικό αγαθό τους : τη χριστιανική πίστη.

Αντίστοιχα μπορούμε να φανταστούμε πως μία σειρά από πράγματα τα οποία κάπως έχουν βρει τη θέση τους μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα κάπου αλλού αδυνατούν να τη βρουν επειδή δεν το επιτρέπουν ακόμα οι κυρίαρχοι συσχετισμοί και ισοροπίες. Ενώ πχ σε συγκεκριμένες δυτικές κοινωνίες σήμερα θεωρείται κάπως αυτονόητο οι γυναίκες να αποφασίζουν για τη συνέχιση ή τη διακοπή της κύησης τους, σε κάποιες άλλες όχι μόνο δεν είναι αυτονόητο αλλά είναι παράνομο και κοινωνικά κατακριτέο. Κι αυτό όχι μόνο σε χώρες και κοινωνίες όπου επικρατεί ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ως πυρήνας της κοινωνικής συνοχής αλλά και σε δυτικές κοινωνίες που μπορεί να θεωρούνται πιο προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές. Μόλις πρόσφατα καθιερώθηκε στην Ιρλανδία η αναγνώριση του δικαιώματος της άμβλωσης κι αυτό μετά από το ιστορικό δημοψήφισμα που διεξήχθη, ενώ στην Αργεντινή παρά το γεγονός ότι έχουν διαμορφωθεί αγώνες από ριζοσπαστικά κινήματα που προωθούν αυτό το αίτημα, δεν κατάφερε να περάσει από τη Βουλή τους ως σχέδιο νόμου. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για κοινωνίες στις οποίες η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία διατηρεί ακόμα σε αρκετά μεγάλο βαθμό την επιρροή της έτσι ώστε η χριστιανική καθολική ηθική να αποτελεί κομμάτι των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών.

Το παράδειγμα των αμβλώσεων δεν επιλέγεται τυχαία γιατί είναι ενδεικτικό για να καταλάβουμε πως δεν είναι μονάχα η πολιτική και η οικονομική εξουσία σε μια κοινωνία που διαμορφώνουν συσχετισμούς και ισορροπίες. Αν και ασφαλώς αποτελούν δύο πολύ βασικούς πυλώνες, δεν είναι παρά μόνο δύο εκφάνσεις σε ένα ευρύτερο σύνολο στοιχείων που συνθέτουν ένα κοινωνικό προτσές και που έχουν σχέση με τη συλλογική κουλτούρα και τις ιδεολογίες που μπορεί να επικρατούν, τις κυρίαρχες αξίες και ηθική που μπορεί να έχουν σχέση και με την επικράτηση κάποιας θρησκείας, τις κοινωνικά διαμορφωμένες συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό, τις τέχνες, τη συλλογική διασκεδαση και ψυχαγωγία. Στοιχεία τα οποία έχουν μια τεράστια δυναμική αλληλεπίδραση μέσα στους πληθυσμούς και που μπορεί να αποτελούν τόσο σφιχτούς συνεκτικούς αρμούς ενός κοινωνικού συνόλου που αν μια εξουσία τολμήσει να τα αμφισβητήσει, να τα καταστείλει και να τα ξεριζώσει από έναν πληθυσμό, ενδεχομένως να συναντήσει από τις πιο ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις που θα μπορούσε να συναντήσει ποτέ. Αντίστοιχα τις ίδιες αντιστάσεις μπορεί να συναντήσει και ένα ανατρεπτικό κίνημα που θα επιχειρήσει να ανατρέψει όλα τα παραπάνω ή έστω να αναμετρηθεί και να επιχειρήσει να υπερκεράσει αυτό που ο κομμουνιστής θεωρητικός Αντόνιο Γκράμσι, αναλύοντας την πνευματική ηγεμονία της κυριαρχίας, αποκαλούσε “προκεχωρημένο χαράκωμα, πίσω από το οποίο βρίσκεται μια ισχυρή αλυσίδα από οχυρά και πολυβολεία”. *2
Σε ένα φιλελεύθερο προοδευτικό καπιταλιστικό σύστημα σαν αυτό της Αργεντινής πχ η νομιμοποίηση των αμβλώσεων θα μπορούσε να ωφελήσει το κεφάλαιο καθώς η αγορά των αμβλώσεων ενδεχομένως να αποτελούσε ένα επικερδές επιχειρηματικό πεδίο. Ωστόσο η πολιτική εξουσία υποκύπτει στις πολιτικές πιέσεις που ασκούν οι κοινωνικές δυνάμεις που είναι ενάντια στις αμβλώσεις γιατί προφανώς αυτές είναι πιο ισχυρές. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αντικοινωνικό είναι το αίτημα για νομιμοποίηση των αμβλώσεων γιατί αυτό εναντιώνεται στους κυρίαρχους κοινωνικούς συσχετισμούς και ισοροπίες.

Αυτό μπορεί να σημαίνει στις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες ότι μια γυναίκα που θα θελήσει να προβεί για οποιονδήποτε λόγο σε μια διακοπή της κύησης της θα έχει να αντιμετωπίσει πέρα από τις όποιες ποινικές συνέπειες που ορίζει ο νόμος και την ενδεχόμενη σκληρότητα του κοινωνικού αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, της περιφρόνησης της από τον κοινωνικό της περίγυρο, ενδεχομένως και από το οικογενειακό της περιβάλλον, θα είναι θύμα ενός παντοδύναμου κοινωνικού ρατσισμού που είναι πιο δύσκολος να αντιμετωπιστεί. Ακόμα και οι ποινικές συνέπειες ίσως να φαντάζουν πιο ανώδυνες σε σχέση με το πόσο συντριπτική μπορεί να φτάσει να γίνει η δύναμη αυτής της κοινωνικής πίεσης.

Αντίστοιχα φυσικά με το θέμα των αμβλώσεων σε μια σειρά από χώρες μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλά ακόμα ζητήματα που ενώ μπορεί να θεωρούνται λυμένα ή μερικώς λυμένα σε κάποιες κοινωνίες, σε κάποιες άλλες αποτελούν σκληρά ταμπού. Η ανεξιθρησκεία, η υπεράσπιση των γυναικείων δικαιωμάτων, η ελευθερία στη σεξουαλική επιλογή δεν είναι σε όλες τις κοινωνίες το ίδιο εξασφαλισμένα. Ορισμένες κοινωνίες, για παράδειγμα στηρίζουν την κοινωνική τους συνοχή στο σκληροπυρηνικό ισλαμικό φονταμενταλισμό και την αδυσώπητη πατριαρχία. Η κοινωνική θέση της γυναίκας μπορεί να είναι στην χαμηλότερη υποστάθμη ενώ οι σεξουαλικές αποκλίσεις από την ετεροκανονικότητα μπορεί να τιμωρούνται ακόμα και με θάνατο. Η κοινωνική πρόοδος φαντάζει τόσο μακρινή όσον αφορά κάποια ζητήματα σε κάποιες κοινωνίες που αυτό που για άλλες κοινωνίες ίσως φαντάζει αυτονόητο, εκεί να εκλαμβάνεται πλήρως αντικοινωνικό.

Δε χρειάζεται να ταξιδέψουμε βέβαια πολύ μακριά για να βάλουμε με το μυαλό μας παρόμοιες καταστάσεις. Δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι συμβαίνει στη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν ή το Ιράν. Αρκεί να φέρουμε στο μυαλό μας μια τυπική κλειστή κοινωνία της ελληνικής υπαίθρου λίγες δεκαετίες πίσω και να συλλογιστούμε το μέγεθος της κοινωνικής πίεσης που θα μπορούσε να τεθεί πάνω σε μια γυναίκα που θα ήθελε να ζήσει σύμφωνα με τις αρχές του ελεύθερου έρωτα. Η προκατάληψη, ο ρατσισμός, η περιφρόνηση, το μίσος εναντίον της θα προερχόταν από όλο το κοινωνικό περιβάλλον της. Ακόμα και από την ίδια την οικογένεια της ενδεχομένως και πολύ πιθανόν θα δεχόταν τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχολογική, και ενδεχομένως και σωματική, βία πρώτα απ’ όλα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Γιατί καταλαβαίνουμε πως από τη στιγμή που σε ένα τέτοιο περιβάλλον η πατριαρχία είναι μια πανίσχυρη κοινωνική δομή, πλήρως αποδεκτή και αφομειώσιμη από όλα σχεδόν τα μέλη της κοινωνίας, οτιδήποτε απέκλινε από τα στάνταρντ της πατριαρχίας, θα προσέκρουε σε ένα τέτοιο κοινωνικό αυτοματισμό. Αλλά δε χρειάζεται να μπούμε καν σε χρονοκαψουλα και να ταξιδέψουμε στο παρελθόν των ελληνικών επαρχιών παλιότερων δεκαετιών , η πατριαρχία αποτελεί μια τόσο ισχυρή κοινωνική δομή ακομα και σήμερα που ο σεξισμός και ο κοινωνικός ρατσισμός ενάντια στο διαφορετικό είναι εξαιρετικά απλωμένος στον κοινωνικό ιστό. Για να μην μπούμε στον κόπο να αναφέρουμε κάποιο από τα απειράριθμα τέτοια κρούσματα αρκεί να σημειώσουμε τις ενστάσεις ενός προοδευτικού κιόλας υποτίθεται κόμματος όπως το ΚΚΕ κάθε φορά που έρχεται προς ψηφιση κάποιο νομοσχέδιο που αφορά τα δικαιώματα καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων με διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα και οι οποίες ξεκινούν πάντα με τη φράση ” Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να δεχτεί…” Τι να εννοεί άραγε το ΚΚΕ ( και άλλα συντηρητικά κομμάτια της αριστεράς) σε τέτοιες περιπτώσεις, και γιατί δεν μπορεί να τοποθετηθεί ξεκάθαρα είτε υπερ είτε κατά τέτοιων αλλαγών, παρά μονάχα κρύβεται πίσω απο το δάχτυλο του παίρνοντας στην ουσία πολεμική θέση ενάντια σε προοδευτικά αιτήματα χαρακτηρίζοντας τα μεταμοντέρνα ή νεοφιλελεύθερη δικαιωματική ατζέντα; Μα γιατί είτε τα θεωρεί είτε τα αντιμετωπίζει ως αντι-κοινωνικά επιδιώκοντας άνοιγμα σε πιο διευρυμένα ακροατήρια κι επειδή γνωρίζει πως μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνιάς ρέπουν ακόμα προς την παραδοσιακή συντήρηση . Τέτοιου τύπου πολιτική συμπεριφορά που συνειδητά επιλέγει την πολιτική οπισθοχώρηση απο προοδευτικές και ριζοσπαστικές θέσεις ώστε να μην προκύψει σύγκρουση με κάποιο συντηρητικό κοινωνικό αυτοματισμό, είναι που σχηματικά έχει ονομαστεί”κοινωνισμός”. Ίσως όχι ο πιο δόκιμος η αλήθεια είναι αλλά εν πάση περιπτώση αυτό το νοήμα αποπειράθηκε να πλαισιώσει άλλο που δεν κατάφερε να το κάνει κατανοητό.

Αυτού του είδους ωστόσο ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι τυπικό δείγμα της κοινωνικής ψυχολογίας και της συλλογικής συμπεριφοράς, αυτό που δηλαδή ονομάζεται και πιο κοινά , ψυχολογία του όχλου. Κάθε κοινωνικό σύνολο με μια ορισμένη συνοχή τείνει να συμπεριφέρεται σαν ένα σώμα, σαν ένας οργανισμός. Κι όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία ή την εισβολή ενός ξένου στοιχείου, κάτι διαφορετικού, αντιδρά όπως αντιδρά το ανοσοποιητικό σύστημα ενός οργανισμού απέναντι στην εισβολή ενός ιού ή ενός παθογόνου μικροοργανισμού: προσπαθεί να το καταστείλει και να εξαλείψει την απειλή της εξάπλωσης του. Κι αυτό το κάτι διαφορετικό, το κάτι ξένο, μπορεί να είναι στην περίπτωση ενός κοινωνικού συνόλου μια ιδέα, μια αξία ή και μια επιστημονική αλήθεια. Κάποτε σε κάποια εποχή θα μπορούσε να είναι απλά η διακήρυξη ότι η γη γυρίζει. Όλα αυτά κάτω υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είναι ή να έχουν υπάρξει αντικοινωνικά, και η προώθηση ή η υπεράσπιση τους να αποτελούν αντικοινωνικές πρακτικές. Από αυτήν την άποψη δε χωρά καμιά αμφιβολία πως φρασεολογίες τύπου ” Ενάντια στις αντικοινωνικές πρακτικές” που συναντάται σε κείμενα ή και σε υπογραφές συνελεύσεων (μετωπικών ή μη) είναι το λιγότερο ατυχείς, αν όχι σκόπιμα πολωτικές προφανώς για λόγους μικροπολιτικής. Επειδή δε μιλάμε για υποκείμενα που τα παραπάνω νοήματα τους διαφεύγουν.

Η διαπίστωση αυτή βοηθάει να γίνει αντιληπτό σε ποια βάση γειώνεται πλέον αυτή η διαμάχη γύρω από την κοινωνία, το τι είναι κοινωνικό και τι αντικοινωνικό, και κυρίως το ότι οι όποιες διαφωνίες, αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις δεν αφορούσαν απλά μια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος κουβέντα, αλλά μια ολόκληρη σειρά στρατηγικών, προταγμάτων και πολιτικών προτάσεων.

Γιατί όλα αυτά είναι ζητήματα που εν τέλει τα συναντάμε μπροστά μας, μέσα σε επιλογές αγώνα που έχουμε να κάνουμε κάθε φορά, μέσα σε διλήμματα, τα οποία προκύπτουν και χρήζουν απαντήσεων, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Το πως ζυγίζονται τα πράγματα κάθε φορά, τι βαραίνει περισσότερο και ποιες επιλογές αγώνα μπαίνουν επιτακτικά ως προτεραιότητα στρατηγικής, η επιλογή της συλλογικής δράσης, η ατομική εξέγερση, όλα τα παραπάνω ,έχουν άμεση σχέση με τα παραπάνω. Γιατί η συμπεριφορά του κοινωνικού αυτοματισμού που εχθροποιεί κάθε τι ξένο, διαφορετικό, νεοτερικό που εμφανίζεται μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αφορά ασφαλώς και τα ανατρεπτικά ριζοσπαστικά κινήματα αμφισβήτησης που έχουν πέρα από να αντιμετωπίσουν την θεσμική καταστολή της κυριαρχίας, και να συγκρουστούν και με τις κραταιές κοινωνικές προκαταλήψεις. Κάτι που σήμερα κιόλας με την έξαρση του εθνικισμού με αφορμή το Μακεδονικό αποκτά επικαιρο χαρακτήρα. Ακριβώς λοιπόν πάνω σε όλα αυτά προκύπτουν οι διαφοροποιήσεις και στους όρους και τις συνθήκες της κοινωνικής απεύθυνσης.
Αυτό όμως είναι μια ολόκληρη άλλη συζήτηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*1: Αξίζει να αναφερθεί πως στη σοσιαλιστική Μαρξιστική σκέψη ως κοινωνική επαναστάση δεν λογίζεται μονάχα η ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών ενός κοινωνικού περιβάλλοντος αποκλειστικά από μια προλεταριακή εξέγερση ή έστω από τον ξεσηκωμό ενός καταπιεσμένου πληθυσμού. Η κοινωνική επαναστάση μπορεί να συντελεστεί σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αν οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες στο εσωτερικό του μετασχηματιστούν με την έλευση της κοινωνικής προόδου όπως κι αν αυτή συντελεστεί. Για παράδειγμα περιγράφει ο Καρλ Μαρξ στο άρθρο του ” Η Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία” που γράφτηκε στις 10 Ιουνίου 1853 και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη New York Daily Tribune στις 25 Ιουνίου 1853 για το πως η αγγλική αποικιοκρατία επιτάχυνε την κοινωνική πρόοδο στην Ινδία συμβάλωντας στην κοινωνική επανάσταση του Ινδοσταν. Λέει συγκεκριμένα:
{” Η εγγλέζικη παρέμβαση έβαλε το κλωστήριο στο Λανκασάιαρ και τον αργαλειό στη Βεγγάλη ή σάρωνε τον Ινδό κλωστοϋφαντουργό, διαλύοντας αυτές τις μισοβάρβαρες-μισοπολιτισμένες κοινότητες, ανατινάζοντας την οικονομική τους βάση, και παράγοντας έτσι τη μεγαλύτερη και, για να πούμε την αλήθεια, τη μοναδική κοινωνική επανάσταση που συντελεστηκε ποτέ στην Ασία”.}
Στη συνέχεια κι αφού προχωρήσει σε μια εκτενή περιγραφή των προηγούμενων κοινωνικών συνθηκών που ανατράπηκαν ,όχι χωρίς να προβάλει έντονη την πρωτοκοσμική του αποστροφή απέναντι στην αναχρονιστική κοινωνια του ινδοστάν περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα τις αγροτικές παραδοσιακές κοινότητες (το “στέρεο θέμελιο του ανατολικού δεσποτισμού” που ” περιόριζαν το ανθρώπινο πνεύμα στη στενότερη δυνατη περίμετρο, μετατρέποντας το σε ένα χωρίς αντιστάσεις εργαλείο της πρόληψης, υποδουλώνοντάς το σε παραδοσιακούς κανόνες, στερώντας του κάθε μεγαλείο και ιστορική ενεργητικότητα…. δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτές οι μικρές κοινότητες ήταν μολυσμένες με διακρίσεις κάστας και με δουλεία) και την περιφρόνηση του για το παθητικό πνεύμα του λαού ( “προσηλωμένος μπροστά σε ένα κομματάκι γης, παρέμενε ατάραχος θεατής μπροστά στην ερείπωση ολόκληρων αυτοκρατοριών, μπροστά στην εκτέλεση ανείπωτων βιαιοπραγιών, τη σφαγή του πληθυσμού των μεγάλων πόλεων….. μένοντας ο ίδιος αβοήθητη λεία οποιουδήποτε επιδρομέα τον έβαζε στόχο”) κι αφού εκφραστεί όσο πιο απαξιωτικά μπορεί για το επίπεδο της προηγούμενης κοινωνικής ζωής ( ” αυτή η ανάξια, τελματωμένη και φυτοζοούσα ζωή, αυτό το παθητικό είδος ύπαρξης) θα προχωρήσει στην ριζοσπαστική διαπίστωση του πως επήλθε η μοναδική κοινωνική επανάσταση της Ασίας όπως την ονομάζει και ο ίδιος:

{“Η Αγγλία είναι η αλήθεια, προκαλώντας μια κοινωνική επανάσταση στο Ινδοστάν , έδρασε μονάχα προς όφελος των πιο βρομερών συμφερόντων της, και τα επέβαλε με τον πιο βλακώδη τρόπο. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι άλλο: Μπορεί η ανθρωπότητα να εκπληρώσει το πεπρωμένος της χωρίς μια ριζική επανάσταση στην κοινωνική κατάσταση της Ασίας; Αν όχι, τότε, όποια κι αν είναι τα εγκλήματα της Αγγλίας, αυτή ήταν το ασυνείδητο όργανο της Ιστορίας για να επέλθει η εν λόγω επανάσταση.
Τότε, όποια κι αν είναι η πικρία και τα προσωπικά μας αισθήματα μπροστά στο θέαμα του καταποντισμού ενός αρχαίου κόσμου, έχουμε το δικαίωμα από τη σκοπιά της Ιστορίας, να φωνάξουμε μαζί με τον Γκαίτε:
Sollte diese Qual uns quallen
Da sie unsre Lust vermehrt
Hat nicht myriaden Seelen
Timurs Herrschaft aufgezehrt?
(Γιατί το βάσανο εμάς να βασανίζει
Αφού στη μέγιστη χαρά μας οδηγεί,
Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν
Απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ;)”}

Αναμφίβολα εδώ η σκέψη του Μαρξ όσο ανατριχιαστική κι αν είναι, είναι παράλληλα βαθύτατα αποκαλυπτική της μαρξιστικής νομοτελειακής ντετερμινιστικής αντίληψης για την κοινωνική πρόοδο . Αν πρέπει να παραγνωρίζουμε την προσωπική μας πικρία για τα βάσανα του λαού της ινδίας απο την Αγγλική αποικιοκρατία, αν πρέπει να απαγγέλουμε χαρωπά Γκαίτε δηλώνοντας πως μας διακατέχει ύψιστη χαρά και πως βάσανο δε μας βασανίζει ακόμα κι αν μυριάδες ζωές χάθηκαν, επειδή το πεπρωμένο της ανθρωπότητας βαδίζει το δρόμο της εκπλήρωσης του με την κοινωνικη επανάσταση στην Ασία (η οποία δε θα συνέβαινε αν η Αγγλία δεν λειτουργούσε άθελα της ως ασυνείδητο όργανο της ιστορίας), τότε θα πρέπει να είμαστε πανευτυχείς που συνολικά η Γηραιά Ήπειρος υπήρξε το συλλογικό όργανο της ιστορίας που συνέβαλε στις κοινωνικές επαναστάσεις σε παρόμοια αναχρονιστικές και προ-νεοτερικές κοινωνίες της Ασιατικής, Αμερικανικής και Αφρικανικής Ηπείρου. Θα πρέπει να μαστε ευτυχείς για την μαζική γενοκτονία των εκατομυρίων γηγενών της Αμερικανικής Ηπείρου , για τους αιώνες της δουλοκτητικής αποικιοκρατικής περιόδου στην Αφρική και το δράμα του μαύρου πληθυσμού που υπέμενε τα πάνδεινα. Γιατί άλλωστε αυτά τα βάσανα εμάς να βασανίζουν; Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ; Αν εδώ δεν πρόκειται για τον ορισμό του πιο αμείλικτου ελιτισμού τότε απλά έχει υπερσχετικοποιηθεί η έννοια του ελιτισμού.

*2: Στα Τετράδια Φυλακής ο Γκράμσι αναφέρεται επίσης στην κοινωνία ως « πεδίο ελευθερίας, πεδίο δράσης των ιδεολογικών μηχανισμών που έχουν στόχο την άσκηση ηγεμονίας και μέσω αυτής την εξασφάλιση της συναίνεσης..»

Οι όμορφες κάλπες όμορφα καίγονται

Αναδημοσίευση από https://the-blast.espivblogs.net/2018/05/23/%ce%bf%ce%b9-%cf%8c%ce%bc%ce%bf%cf%81%cf%86%ce%b5%cf%82-%ce%ba%ce%ac%ce%bb%cf%80%ce%b5%cf%82-%cf%8c%ce%bc%ce%bf%cf%81%cf%86%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%af%ce%b3%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b9/

Οτιδήποτε λέγεται και ειπώνεται στο δημόσιο διάλογο έχει κάποια επίδραση που αποτυπώνεται στην φαινομενική επικράτηση και το μονοπώλιο κάποιων απόψεων. Για αυτό και η τεχνική μονόπωλησης της δημόσιας εκφοράς λόγου πάνω σε ένα θέμα ( ή και περισσότερα) ήταν ανέκαθεν μια τεχνική προπαγάνδας που έγινε ολόκληρη μορφή τέχνης. Η εξαφάνιση του αντιπάλου μέσω της εξαφάνισης των θέσεων του ή της υπερπροβολής των δικών σου είναι το δίδιμο αδερφάκι της τέχνης της υποτίμησης, της διακριτικής και κομψής συκοφάντησης αλλά και της χονδροειδεστατης συκοφαντίας και λάσπης . Όλες τους τεχνικές καταπολέμησης του άλλου όχι σε μια αναμέτρηση αρχών και θέσεων αλλά σε απόπειρα δολοφονία προσωπικότητας ή κύρους γενικά (αν μιλάμε για ομαδώσεις ή πολιτικές τάσεις).

Τον τελευταίο καιρό είμαστε μάρτυρες μιας μανιώδους προσπάθειας πολιτισμικού αναθεωρητισμού που εκτείνεται σχεδόν σε όλο το φάσμα και εύρος του αναρχικού αγώνα. Αυτός ο πολιτισμικός αναθεωρητισμός δε θα μπορούσε παρά να εκτείνεται και στο πεδίο των φοιτητικών εκλογών με ένα τρόπο που προσπαθεί να επιβάλει την άποψη ότι κάθε απόπειρα σαμποτάζ των εκλογικών διαδικασιών στις σχολές ισοδυναμεί με καγκουριά, φασιστικές και συμμορίτικες πρακτικές, αντικοινωνικές συμπεριφορές κοινωνικού κανιβαλισμού ( με όλη την επιτηδευμένα αφελή αφαίρεση που έχει αυτή η φράση). Η όλη αυτή προπαγανδιστική σταυροφορία επιχειρεί όχι μόνο να απονομιμοποιήσει ηθικά και πολιτικά μια πρακτική που αποτελεί χρόνια παρακαταθήκη του αναρχικού αγώνα αλλά και να ξεπλύνει τις περιφρουρήσεις των φοιτητικών παρατάξεων που προστατεύουν τις κάλπες , φτάνοντας στο σημείο να ξεπλένει ακόμα και το όποιο επίπεδο βίας μπορεί να ασκήσουν.

Σε αυτό το χώρο δε γεννηθήκαμε όλοι χτες και ούτε είμαστε όλοι κομήτες και ασφαλώς και δεν έχουμε όλοι κοντή μνήμη. Οι αντι-εκλογικές παρεμβάσεις αναρχικών/αντιεξουσιαστικών ομάδων στις σχολές , ακριβώς με το χαρακτήρα της αρπαγής της κάλπης και του εμπρησμού αυτής είναι μια κατοχυρομένη ηθικά και πολιτικά πρακτική του αναρχικού αγώνα για χρόνια ολόκληρα (δεκαετίες βασικά) και ΤΙΠΟΤΑ και ΚΑΝΕΝΑΣ δε θα το αλλάξει αυτό και ούτε μπορεί να το αλλάξει.
Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που στο παρελθόν είχαν προσπαθήσει με πραγματικό κόπο και δουλειά μυρμηγκιού να γειώσουν το ζήτημα του αυτοοργανωμένου συνδικαλισμού και των οριζόντιων αγώνων στις σχολές ξερουν και θυμούνται πολύ καλά τι εστί η σκατίλα των φοιτητικών παρατάξεων κάθε απόχρωσης που προσπαθούσαν πότε να σαμποτάρουν, πότε να καπελώσουν, πότε να συκοφαντήσουν και πότε ακόμα και να καταστείλουν όταν νόμιζαν ότι οι συσχετισμοί το ευνοούν. Τίποτα αυτά δεν είναι δυνατόν να ξεχαστεί και ούτε θα ξεχαστεί ποτέ. Όπως δε θα ξεχαστεί οτι το παραταξιακό σύμπαν στις σχολές δεν είναι παρά ένας καθρέπτης του μεγαλύτερου κομματικού σύμπαντος της πραγματικής κεντρικής πολιτικής σκήνης. Ακριβώς όπως λειτουργούν τα μητρικά κόμματα στο γενικότερο κοινωνικό πεδίο , οι φοιτητικές παρατάξεις επενδύουν στη δημιουργία ενός άκρως τοξικού πελατειακού συστήματος μέσα στις σχολές το οποίο μόνο σιχαμάρα και αηδία μπορεί να προκαλεί σε κάθε υγειές πολιτικό υποκείμενο αλλά και σε κάθε κριτικά σκεπτόμενο άτομο. Και μόνο το θέαμα των κομματόσκυλων των φοιτητικών παρατάξεων που τη μέρα των εγγραφών στις σχολές κάθε αρχή της σεζόν χυμούν κανονικά πάνω στους/στις πρωτοετείς σε ένα διαγωνισμό ποιος θα τους πρωτοτραβήξει στα τραπεζάκια να τους πιπιλήσει το μυαλό , να τους δώσει σημειώσεις , κομματικά κουπόνια, υποσχέσεις για μεσολαβήσεις για καλύτερη εξυπηρέτηση στη γραμματεία και καλύτερα κονέ με καθηγητές , είναι από μόνο του αποκρουστικό και προκαλεί αναγούλα.

Η όλη πελατειακή λογική φυσικα δεν εξαντλειται απλα σε ένα σόου τη μέρα των εγγραφών. Είναι η καθημερινή πρακτική και τρόπος λειτουργίας ΟΛΩΝ ανεξαιρέτως των παράταξεων . Όπως ακριβώς οι μεγαλύτερες φοιτητικές παρατάξεις και θυγατρικες του παραδοσιακού δικομματισμού της κεντρικής πολιτικής σκηνής επενδύουν κυρίως στις υποσχέσεις για ένταξη σε κλίκες που εξασφαλίζουν καλύτερη ανέλιξη στις σχολές ( βαθμούς, πτυχία, μεταπτυχιακά κτλ) και φυσικά μελλοντική καριέρα και εξασφάλιση και πουλάνε άπειρους τόνους μαζικής κουλτούρας ,mainstream διασκεδασης και εκδρομές για αχαλίνωτο clubbing στους πιο hot προορισμούς, άλλο τόσο οι αριστερές και αριστερίστικες παρατάξεις πουλάνε φτηνό επαναστατηλίκι, λαϊκο-έντεχνη διασκεδαση, κομματικά φεστιβαλ και μια δήθεν αγωνιστικότητα που ομως είναι πάντα καναλιζαρισμένη, πάντα καπελωμένη, πάντα χειραγωγούμενη και πάντα ελεγχόμενη από τις εκάστοτε κομματικές πρωτοπορείες. Για να μη μιλήσουμε για τον κανιβαλικό ανταγωνισμό μεταξύ αυτών των ίδιων των αριστερών παρατάξεων που μετρούν άπειρα σκηνικά με πεσίματα, ντου, ενέδρες, ανελέητους ξυλοδαρμούς άοπλων αντιπάλων και που πολλές φορές αρκετά άτομα έχουν καταλήξει με κρανιοεγκεφαλικές ή διάφορα σπασμένα μέλη στα νοσοκομεία για να ακολουθήσει μπαραζ καταδικαστικών κειμένων που μιλάνε για πρακτικές άλλων χώρων που θυμίζουν άλλες εποχές και ύστερα άλλων κειμένων που διαψεύουν τα καταδικαστικά κείμενα μιλώντας για συκοφάντες που θα ζήλευαν και οι αστοι αντικομμουνιστές. Και όλα αυτά σε μια τέτοια επαναλαμβανόμενη σειρα διαδοχής γεγονότων που θυμίζουν τη μέρα της μαρμότας με σημείο ορόσημο φυσικά κάθε εορτασμό της 17 Νοέμβρη στο Πολυτεχνείο όπου όλα αυτά τα παραπάνω ΑΙΣΧΗ μπορεί να συμβούν για τη διεκδίκηση λίγου παραπανω χώρου για τραπεζάκια και αφίσες αλλά αρκει που είναι ανοικτός ο χώρος να παρακολουθεί ο λαουτζίκος τα αλληλολιντζαρίσματα των αριστερών κομματόσκυλων . Και φυσικά κάποια στιγμή θα φτάσει και η ώρα που όλες οι παρατάξεις , δεξιές και αριστερές , θα αναμετρηθούν στις κάλπες των φοιτητικών εκλογών για να χωρίσουν τα κομμματικά μαντριά τους και τις ζώνες επιρροής τους ενώ τα διάφορα αρχηγικά κομματόσκυλα θα χτίζουν βήμα βήμα το μελλον για μια κομματική ανέλιξη στα μητρικά κόμματα.

Όλη αυτήν την κουλτούρα την είχε απορίψει εδώ και δεκαετίες και τη θεωρούσε εχθρική όχι κάποια σκοτεινή, αντικοινωνική, νέα ή μαύρη αναρχία αλλα η παλιά καλή ορθόδοξη και κλασσική κοινωνική αναρχία που κάποτε είχε ξεκάθαρες θέσεις απέναντι στον καρκίνο του παραταξιακού κόσμου στα πανεπιστήμια. Επομένως αυτός ο πολιτισμικός αναθεωρητισμός που παρατηρείται εσχάτως και στο συγκεκριμένο ζήτημα (ακόμα και με τη μορφή του βουητού στα πηγαδάκια η στα διαδικτυακά καφενεία ) και που επιχειρεί να παρουσιάσει τις αντι-εκλογικές δράσεις στις σχολές και τις καταστροφές καλπών ως συμμορίτικες πρακτικές , πρέπει να ξεσκεπαστεί ως αυτό ακριβώς που ειναι: μια νέα λογική συνεργασίας και μετώπων με κόσμο και παρατάξεις που ακριβώς είναι αναπόσπαστο κομμάτι όλης της προαναφερόμενης σαπίλας. Οι κολεγιές με αυτά τα αριστέριστικα γκρουπούσκουλα και τα πολιτικά μασαζ ( που στις πιο ακραίες τους μορφές αγγίζουν το πολιτικό κατάντημα του σπασίματος της κατάληψης του πολυτεχνείου στη προηγούμενη επέτειο της 17 Νοέμβρη) κινούνται όλα στην ίδια κατεύθυνση που είναι η σταδιακή de facto αποδοχή αυτού του συγκεκριμένου κομματιού της αριστεράς ως κομμάτι του ίδιου του αναρχικού χώρου , κάτι εντελώς αδιανόητο στο παρελθόν.

Γίνεται πλέον επιτακτικό ο κόσμος της αναρχίας να αντισταθεί στην επέλαση αυτού του σαρωτικού πολιτισμικού αναθεωρητισμού που εκτείνεται και σε πάρα πολλά άλλα επίπεδα , αλλά εν προκειμένω στην απαξίωση μιας ιστορικά κατοχυρωμένης αναρχικής πρακτικής , απόλυτα νομιμοποιημένης ηθικά και πολιτικά, όπως οι αντι-εκλογικές δράσεις στις σχολές και το σαμποταζ των κάλπεων. Είναι επιτακτικό επίσης τα κάθε λογής κομματόσκυλα που προστατεύουν κάλπες εκλογών ακόμα και με τη βια να αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς και οι μπράβοι και οι παρακρατικοί που σε άλλες εποχές προστάτευαν τις κάλπες στις πρυτανικές εκλογές με πτυσόμενα και μαχαίρια. Ανελέητα. Το χέρι που για να υπερασπιστεί εκλογικές διαδικασίες σηκώνεται ενάντια σε σύντροφο θα πρέπει να κόβεται σύριζα.

Είναι καιρός να διεκδικηθούν πίσω οι ρίζες μας και να υπερασπιστούν οι βασικότερες θέσεις της αναρχιας , αυτά που αποτελούσαν και που αποτελούν την πολιτική μας αλφαβήτα , αυτή που μάθαμε στα πρώτα μας πολιτικά μπουσουλήματα στην αναρχία . Κανένα κομματόσκυλο δεν είναι φίλος μας . Κανένας φοιτητοπατέρας δεν είναι σύμμαχος. Η υπεράσπιση της αντι-ιεραρχίας, της οριζοντιότητας αλλά πάνω από όλα η υπεράσπιση της λογικής ότι κόμματα ,εκλογές και αναρχία δεν πάνε μαζί ούτε στις σχολές ούτε έξω από αυτές, δεν είναι καγκουριά, δεν είναι συμμοριτισμός, είναι πολύ απλά το ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ. Το οποίο κινδυνεύει δυστυχώς να χαθεί. Χρόνια και χρόνια παρακαταθήκης αντι-εκλογικών δράσεων δε μπορούν να ακυρωθούν από κάποιες πολύ μεμονομένες και αμελητέες παρεκτροπές και ουτε θα ακυρωθούν. Και είναι αμετροεπής υποκρισία οι μεμονομένες και αμελητέες αυτές παρεκτροπές να γινονται δήθεν άλλοθι για να υπερασπίζονται κάποιοι την εκλογική διαδικασία εν συνόλω και το δικαίωμα των κομματόσκυλων να προστατεύουν σαν μπράβοι και παρακρατικοί τις κάλπες καταλήγοντας να ξεπλένουν αυτές τις κομματικές παρεκτροπές αλλά πάνω από όλα να ξεπλένουν τη συνολικότερη κουλτούρα του παραταξιακού καρκινώματος στα πανεπιστήμια.
Αυτή η λογική δε θα περάσει. Τα αυτονόητα θα ξαναβγουν στην επιφάνεια. Με αποφασιστικότητα , πολιτική δουλειά και κριτική προσέγγιση τα αναρχικα προτάγματα θα ξαναβρούν τη θέση τους. Γιατί δεν ήρθε ακόμα το Τέλος της αναρχίας.

Πολιτική τοποθέτηση αναρχικών/αντιεξουσιαστών για τα γεγονότα του πολυτεχνείου 2017

Από το πρώτο κάλεσμα της κατάληψης του Πολυτεχνείου [1] για ενίσχυση έως και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, τα γεγονότα του φετινού Νοέμβρη έχουν πυροδοτήσει μια σειρά πολιτικών κειμένων και θέσεων από ένα ευρύτατο ιδεολογικό φάσμα επιχειρώντας το καθένα από την πλευρά του να κάνει την ανάλυση του όσον αφορά τη κατάληψη του Πολυτεχνείου και κυρίως το πρωτοφανές σπάσιμο της. Εμείς από την μεριά μας συμμετείχαμε από την πρώτη στιγμή στα γεγονότα και μάλιστα από τη θέση των δρώντων πολιτικών υποκειμένων και όχι των παρατηρητών. Έτσι κάποιοι από εμάς βρεθήκαμε στη συνέλευση που καλέστηκε από την κατάληψη πολυτεχνείου για να παρέμβουμε, κάποιοι βρεθήκαμε στον δρόμο την μέρα του σπασίματος της κατάληψης – όχι γιατί το στηρίζαμε αλλά για να είμαστε παρόντες σε αυτή τη στιγμή ενδοκινηματικής σύγκρουσης και να πράξουμε ανάλογα αν χρειαστεί – ενώ συνολικά σταθήκαμε και στεκόμαστε απέναντι και από τις δύο εκατέρωθεν αντιμαχόμενες αντιλήψεις.

Αυτές τις μέρες αποδείχτηκε για ακόμη μια φορά ότι δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό. Έτσι, διανύοντας το 44ο έτος από την εξέγερση του πολυτεχνείου, που δυστυχώς έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξία του σαν ιστορικό σημείο αναφοράς, είναι αξιοσημείωτο ότι η συγκεκριμένη επέτειος ξαναβρέθηκε στο προσκήνιο εξαιτίας δύο πολιτικά διαφορετικών επιλογών. Τα γεγονότα της 16/11 αποτελούν ένα σημείο έκρηξης των πολιτικών (και όχι μόνο) αντιφάσεων που αναπτύσσονται σταθερά στο εσωτερικό του α/α χώρου και συνεπώς έχουν βάθος, αιτίες και παράγοντες που πρέπει να αναλυθούν προκειμένου να επανακτηθεί ο αναγκαίος προσανατολισμός για να ξεπεραστεί μία περίοδος όπου εντός του κινήματος επικρατούν οι πολιτικοί ανταγωνισμοί. Ταυτόχρονα έχουμε την πεποίθηση πως τα γεγονότα αυτών των δύο ημερών, έτσι όπως έχουν αποτυπωθεί μέχρι στιγμής, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η πλειοψηφία των πολιτικών κειμένων που καταθέτουν το τι συνέβη ακριβώς είναι χρωματισμένα από τη μία ή από την άλλη πλευρά μη καταφέρνοντας να αποδώσουν μια επαρκή εικόνα είτε με υπεκφυγές και ανακρίβειες, είτε ακόμη και με συνολικά ψευδείς πληροφορίες. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν η καταγραφή των γεγονότων να είναι αντικειμενική, προερχόμενη από συντρόφους και συντρόφισσες, οι οποίοι/ες παρότι είχαν σοβαρές έως και κάθετες διαφωνίες σε σχέση και με τις δύο πλευρές, παρευρέθηκαν σε όσες διεργασίες ήταν δυνατό και επιχείρησαν μέσω διαλεκτικής να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Από το Πολυτεχνείο του ’73 στο Πολυτεχνείο του ’95

Ξεκινώντας από το ιστορικό συμβάν θεωρούμε ότι η 17/11 του ’73 και τα γεγονότα που τη στιγμάτισαν και την καθιέρωσαν ως μια εξεγερτική επέτειο δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία ούτε κατέλυσαν από μόνα τους, ως δια μαγείας, το δικτατορικό καθεστώς. Αποτέλεσαν την κορύφωση του αντιδικτατορικού αγώνα ενός κομματιού της κοινωνίας και παρότι η σπίθα άναψε από φοιτητές, μαθητές και νέους, πλαισιώθηκε στην πορεία από ένα πλήθος κόσμου με πολύμορφα και διαταξικά χαρακτηριστικά. Ο κεντρικός άξονας ήταν η πτώση της χούντας και το κύριο αίτημα ήταν η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Όπως όλες οι εξεγέρσεις όμως, έτσι κι αυτή ξεπέρασε τις προσδοκίες των υποκειμένων που πραγματοποίησαν και τροφοδότησαν την τριήμερη κατάληψη. Η εξέλιξη του εγχειρήματος και τα επιθετικά χαρακτηριστικά της κατάληψης, έφεραν τη συσπείρωση, την εκτόξευση της αλληλεγγύης και τη μαζικότητα. Η παρουσία εξεγερτικών πρακτικών ήταν μεγάλης σημασίας, καθότι έλαβε χώρα εν μέσω ολοκληρωτισμού και μιας ακραίας καθεστωτικής, και όχι μόνο, προπαγάνδας περί ταραξιών, πρακτόρων και προβοκατόρων ανάλογα την ιδεολογική αφετηρία της πλευράς που την εξαπέλυε.

Εν τέλει παρότι δε μπορεί να υπάρξει απόλυτη ιδεολογική ταύτιση του Πολυτεχνείου με την αναρχική ιδεολογία και τα προτάγματα της, η (αν και μικρή) συμμετοχή αναρχικών το ’73 παραμένει ιστορικά υπαρκτή. Η μετέπειτα δυναμική παρουσία του α/α κινήματος σε όλες τις επετείους με καταλήψεις, μαζικές συγκρούσεις και πληθώρα δράσεων αλλά κυρίως τα χαρακτηριστικά αυτοοργάνωσης κατά τη διάρκεια του τότε τριημέρου, η εξεγερσιακή διάθεση και πράξη, δημιούργησαν τους δικούς τους δεσμούς με τον αναρχικό χώρο πέρα από τους μεσσιανισμούς και την θυματοποίηση της αριστερής οπτικής.

Από εκείνη τη χρονιά και έκτοτε η 17/11 αποτελεί, μεταξύ άλλων, ημερομηνία ορόσημο της κοινωνικής σύγκρουσης, ενώ κάποιες χρονιές υπάρχουν ακόμα και νεκροί στις μάχες που μαίνονται στους δρόμους της Αθήνας και όλων των μεγάλων πόλεων. Τον Νοέμβρη του ΄95 πραγματοποιείται κατάληψη αναρχικών στο Πολυτεχνείο με ανοιχτό κάλεσμα στο οποίο ανταποκρίνονται 800 και πλέον αναρχικοί. Τα χαρακτηριστικά της κατάληψης είναι αμιγώς αντικρατικά και αντιεξουσιαστικά, ο ελληνικός τύπος “ωρύεται” με το κάψιμο της σημαίας και τις γενικευμένες συγκρούσεις και σαν γεγονός παίρνει κεντρική θέση στο δημόσιο λόγο. Η κατάληψη έρχεται να κορυφώσει μια περίοδο έντονων συγκρουσιακών γεγονότων, μαθητικών και εργατικών κινητοποιήσεων (τις οποίες πλαισιώνουν πολλοί αναρχικοί) ενώ την περίοδο που λαμβάνει χώρα εξελίσσεται η απεργία πείνας των Καλαρέμα – Μαρίνου. Ταυτόχρονα η εξαπόλυση έντονης κατασταλτικής βίας, τα κρατικά και παρακρατικά πογκρόμ αλλά και η δυναμική εξέγερση στις φυλακές του Κορυδαλλού που λειτουργεί συσπειρωτικά για το κίνημα, θα αποτελέσουν όλα μαζί το εκρηκτικό και εξεγερσιακό σκηνικό που κορυφώνεται στην κατάληψη του ΄95.

Σχετικά με τη κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 15/11/2017

Το πρωί της Τετάρτης 15 Νοέμβρη πραγματοποιείται κατάληψη στο Πολυτεχνείο και η πρώτη της ανακοίνωση εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το πλαίσιο και το πολιτικό της περιεχόμενο. Η εικόνα αποτυπώνεται ως εξής. Τα μέλη της κατάληψης βρίσκονται μέσα στον χώρο και πλήθος αριστερών οργανώσεων βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής περιμετρικά. Τα πολιτικά υποκείμενα τα οποία αποτέλεσαν τη συνέλευση της κατάληψης δημιούργησαν ένα ετερόκλητο σώμα με διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες, ενώ πολλοί από αυτούς πιθανόν δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την διαμορφούμενη κοινωνική και κινηματική κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση κάποιοι από αυτούς είναι σύντροφοι με διαρκή παρουσία στον αναρχικό χώρο και σε αγώνες που έχει δώσει το κίνημα όπως το καταληψιακό, το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων και η αλληλεγγύη στους μετανάστες κ.ά. Δυστυχώς η πολυμορφία του σώματος δεν είχε θετικό αποτέλεσμα, ενώ τα μέλη της συνέλευσης έπεσαν σε αντιφάσεις τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε σχέση με πρακτικά ζητήματα – δείγμα ενδεχομένως της έλλειψης προεργασίας, απαραίτητης ζύμωσης αλλά και υπευθυνότητας που απαιτούν όχι μόνο το συγκεκριμένο εγχείρημα αλλά και οτιδήποτε με το οποίο καταπιανόμαστε πολιτικά. Τα αιτήματα που εκ των υστέρων μπήκαν και η απουσία σύνδεσής τους με την κατάληψη [2] καθώς και η μη πρόβλεψη ενός ελάχιστου σχεδίου – κάτι που αποδείχτηκε μετά από ερώτηση συντρόφου – για την ικανοποίησή τους, αποτελούν κι αυτά μια ένδειξη απουσίας πολιτικής υπευθυνότητας. Η απονευρωμένη κοινωνική κατάσταση, σε συνάρτηση με τη κατάσταση στο εσωτερικό του α/α χώρου δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ευνοϊκή για τη στόχευση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η συνθήκη αυτή όμως εξωραΐστηκε εύκολα από τη λογική των επαναλαμβανόμενων πειραμάτων, μια λογική αυτοεκπληρούμενης προφητείας, η οποία επανέρχεται ξανά και ξανά αρκούμενη στο ίδιο της το κάλεσμα και μόνον, χωρίς καμία ουσιαστική προεργασία, αλλά και προσέγγιση για την πραγματοποίησή της. Παρ’ όλες τις προθέσεις, ένα τέτοιο μοτίβο κενού ή ελλιπούς πολιτικού περιεχομένου είναι καταδικασμένο να αποτύχει, λειτουργώντας σε βάθος χρόνου ακόμα και ανασταλτικά ως προς το στόχο τους.

Όσον αφορά το πολιτικό περιεχόμενο, ήταν περιοριστικό και αυτοαναφορικό με απόγειο την εξίσωση κομματικών μηχανισμών με πολιτικές οργανώσεις, χωρίς καμία επιχειρηματολογία. Ο ιδιότυπος αυτός πολιτικός αποκλεισμός έρχεται σε αντίθεση με τη λογική της πολυμορφίας και της ζύμωσης. Η εικόνα των καταληψιών στον χώρο, με όρους επίδειξης ισχύος και πραγματοποιώντας face control, απέκλειε πρακτικά κι ας μην απαγόρευε, την είσοδο σε ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που επιθυμούσε να μπει στον χώρο ή ακόμα και να πλαισιώσει το εγχείρημα. Η απαγόρευση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εγείρει το ερώτημα του σε ποιόν τελικά απευθύνθηκε η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Ακόμα και ο τρόπος λήψης της απόφασης προμήνυε τον εσωστρεφή και κλειστό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Στη συνέχεια, η ανοιχτή συνέλευση ήρθε να επιβεβαιώσει την εντύπωση αυτή, καθώς όπως φάνηκε τελικά ήμασταν εκεί προκειμένου να επικυρώσουμε ή όχι την ατζέντα των καταληψιών και όχι να συνδιαμορφώσουμε όπως αρμόζει σε μια ανοιχτή διαδικασία.

Στη διαδικασία που είχε καλέσει η κατάληψη [3] το ίδιο βράδυ παρευρέθηκαν περίπου 100 σύντροφοι/ισες, μέρος των οποίων, με τις τοποθετήσεις τους εξέφρασαν τις πολιτικές τους διαφωνίες σχετικά με το εγχείρημα. Να σημειωθεί εδώ, πως παρά τις διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις η διαδικασία πλαισιώθηκε από διάφορες ατομικότητες και οι τοποθετήσεις καθότι προσωπικές, οι οποίες σε σημεία συνέκλιναν και σε άλλα διέφεραν, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν ενιαίο πολιτικό μέτωπο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι παρά τα όσα υπονοούνται στο κείμενο της Τ.Α [4], όσοι από εμάς παρευρέθηκαν στη συνέλευση, ούτε συναίνεσαν στο σπάσιμο της κατάληψης την επόμενη μέρα, ούτε θεώρησαν ότι αποτελεί λογική συνέχεια της παρέμβασης τους στη συνέλευση. Τα μέλη της Τ.Α επέλεξαν να μην τοποθετηθούν στη συνέλευση της κατάληψης, αλλά να συγκαλέσουν την δική τους πολιτική διαδικασία, μακριά από το όποιο κινηματικό πεδίο, και μέσα από τη διαδικασία αυτή να καταλήξουν στην λύση της επιβολής. Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι και η στάση των καταληψιών, οι προειλημμένες αποφάσεις των οποίων απέκλειαν οποιαδήποτε ουσιαστική συνδιαμόρφωση, δεν εμπεριείχε σε καμία περίπτωση εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην λύση του ζητήματος με διαλεκτικούς όρους. Έπειτα από αρκετές ώρες, κατά τις οποίες η διαδικασία στερούνταν εναλλακτικών προτάσεων διαχείρισης, εν τέλει έληξε χωρίς κάποια σοβαρή διαφοροποίηση και ενώ αποκρυσταλλώθηκε η εντύπωση πως τα χαρακτηριστικά της κατάληψης δεν ήταν προς συνδιαμόρφωση. Επιπροσθέτως, η αίσθηση πως τα υποκείμενα που αποτελούσαν το σώμα της κατάληψης δεν θα μπορούσαν να υποστηρίξουν με συνοχή και αίσθημα ευθύνης τόσο πολιτικά όσο και ενδεχομένως πρακτικά την κατάληψη ήταν μετά και την ανοιχτή διαδικασία ισχυρή σε όλους.

Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να καταθέσουμε κάπως πιο συγκεκριμένα την άποψή μας για τη κατάληψη του Πολυτεχνείου και πως αυτή εξελίχθηκε. Αρχικά, να κάνουμε σαφές ότι, δεν θεωρούμε εξ’ ορισμού προβληματική την επιλογή της κατάληψης ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος. Για την ακρίβεια κάτω από άλλες συνθήκες πολύ πιθανόν να μας έβρισκε σύμφωνους ένα τέτοιο εγχείρημα. Αν για παράδειγμα είχε προηγηθεί μια κεντρική συνέλευση αναρχικών για να συζητηθεί η θέση μας, ως χώρος, απέναντι στη φιέστα του Πολυτεχνείου και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικές συγκυρίες επιτάσσουν μια σειρά δράσεων, ανάμεσα τους και τη κατάληψη του Πολυτεχνείου, ούτως ώστε να προωθηθούν οι στόχοι μας και τα προτάγματα μας (όπως έχει συμβεί σε ανάλογες περιπτώσεις), τότε η στήριξη μας θα ήταν δεδομένη.

Αυτό που μας έφερε απέναντι λοιπόν από το συγκεκριμένο εγχείρημα δεν ήταν αυτή καθ’ αυτή η επιλογή της κατάληψης, αλλά ο τρόπος και οι όροι κάτω από τους οποίους πραγματοποιήθηκε. Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασίας λήψης της απόφασης, αλλά και η απόπειρα των καταληψιών να φέρουν το σύνολο του κινήματος προ τετελεσμένων γεγονότων, κλείνοντας κάθε δίοδο συνδιαμόρφωσης, ήταν οι λόγοι που οδήγησαν κάποιους από εμάς να τοποθετηθούμε με σκληρή κριτική απέναντι στο σώμα της κατάληψης. Οι τοποθετήσεις μας κινήθηκαν, λίγο-πολύ, γύρω από έναν βασικό άξονα, ο οποίος ήταν ο επαναπροσδιορισμός των χαρακτηριστικών της κατάληψης. Δηλαδή – εφόσον οι καταληψίες δεν είχαν καμία διάθεση να λήξουν την κατάληψη – να αποτραπεί η είσοδος των κοινοβουλευτικών κομμάτων και να παραμείνει η κατάληψη στο κτήριο Γκίνη, ούτως ώστε να διαφυλάξει αυτή την απόφαση και να δημιουργηθεί η δική μας εστία προπαγάνδησης και αγώνα στο Πολυτεχνείο στο τριήμερο της 15-17 Νοέμβρη. Φυσικά αυτό είναι μόνο ένα θραύσμα από το τι συνολικά ειπώθηκε στη διαδικασία της συνέλευσης, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο να μεταφέρουμε το σύνολο της σε ένα κείμενο τοποθέτησης. Εν ολίγοις η αντίθεση μας με την εν λόγω κατάληψη οδήγησε στη σύγκρουση (λεκτικά) με τους καταληψίες και προφανώς στη συνέχιση της κατάληψης καθώς όπως προείπαμε η παρουσία μας στη συνέλευση ήταν πρωτοβουλιακή χωρίς κάποια προαποφασισμένη συνεκτική θέση. Εν τέλει αυτό που θεωρήσαμε καίριας σημασίας, σε πρώτο χρόνο, ήταν η παρουσία μας στη συνέλευση της κατάληψης έτσι ώστε μέσα από την ανοιχτή διαδικασία να προβάλλουμε τις ενστάσεις μας αποσκοπώντας σε μια διαλεκτική εξισορρόπηση των αντίθετων θέσεων (αντιθέσεων).

Η “παρέμβαση” στη κατάληψη και το τέλος της

Το πρωί της Πέμπτης δημοσιεύεται το κάλεσμα της Ταξικής Αντεπίθεσης [5], το οποίο παρότι κι αυτό διαφωνεί με την κατάληψη, εντούτοις κινείται σε μια λογική πολιτικής απομόνωσης και συκοφάντησης προλειαίνοντας το έδαφος μιας κατασταλτικής επέμβασης. Με μια φρασεολογία που παραπέμπει στα σταλινικά πρότυπα προπαγάνδας, εξισώνουν τους καταληψίες με τους ακροδεξιούς, χουντικούς δολοφόνους της ΕΚΟΦ εντελώς ανυπόστατα, μιλώντας και πράττοντας βάσει μιας λογικής η οποία προστάζει πως όποιος διαφοροποιείται πολιτικά αποτελεί εχθρό του κινήματος και θα εκδιωχθεί από αυτό. Παρενθετικά, η απόπειρα εξαφάνισης των καταληψιών του πολυτεχνείου από την κινηματική πραγματικότητα («περίπου 15 άτομα, που καμία σχέση δεν έχουν με το ανταγωνιστικό κίνημα και τις διαδικασίες του»), δυστυχώς αξιοποιήθηκε σε ένα βαθμό από το κράτος όσον αφορά την εκκένωση της Gare. Τα συστημικά ΜΜΕ ανάπτυξαν τη θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δύο αναρχικοί χώροι – οι “ιδεολόγοι” και οι “μπαχαλάκηδες” – ενδύοντας την κατασταλτική επίθεση σαν προσπάθεια του κράτους “να καθαρίσει τον αναρχικό χώρο από μια εγκληματική συμμορία που λυμαίνεται τις δομές του”. Στις αναφορές της Τ.Α, είναι ξεκάθαρη η λογική της πολιτικής πρωτοπορίας που μπορεί να αποφασίζει ποιος ανήκει στο ανταγωνιστικό κίνημα και ποιος όχι, ποιος λειτουργεί προωθητικά και ποιος αποτελεί τροχοπέδη και συνεπώς πρέπει να κατασταλεί. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο κείμενο της Τ.Α δεν βρίσκεται ούτε μια φράση σχετικά με την απονοηματοδότηση της εξέγερσης από τις αριστερές γκρούπες ή ακόμα περισσότερο με την νοηματοδότηση του πολυτεχνείου σαν φιέστα της αστικής δημοκρατίας από το επίσημο κράτος. Αποκορύφωμα είναι η υπόνοια για την αντιμετώπιση των καταληψιών «αν χρειαστεί», με τρόπους και πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς ενάντια στους φασίστες. Έτσι η Τ.Α. υιοθετώντας μια στρεβλή αφήγηση των συμβάντων, καταλήγει να πράττει ανάλογα με τις υποτιθέμενες διαθέσεις της κοινής γνώμης. Συμπερασματικά λοιπόν, αυτό που περιφρουρήθηκε από την Τ.Α είναι στην ουσία η διατήρηση της κανονικότητας και ο εορτασμός του Πολυτεχνείου ως μια δημοκρατική φιέστα ενώ ταυτόχρονα η δράση της λειτούργησε ενισχυτικά στο κάλεσμα αριστερών και κομματικών μηχανισμών [6] ανοίγοντας τους κυριολεκτικά το δρόμο. Στο κάλεσμα της, ανταποκρίθηκαν ορισμένες αναρχικές συλλογικότητες και ατομικότητες καθώς και μέλη αριστερών οργανώσεων που συμμετείχαν ατομικά.

Στις τέσσερις το μεσημέρι ένα πλήθος τουλάχιστον 150 ατόμων επεμβαίνει στο κτήριο και ουσιαστικά εξασφαλίζει την είσοδο των αριστερών οργανώσεων στον χώρο του πολυτεχνείου μαζί με τις οποίες στην συνέχεια πραγματοποιεί συζήτηση σχετικά με τα γεγονότα. Εν τέλει, οι οργανωμένες περιφρουρήσεις των ΕΑΑΚ και κάποιων άλλων πολιτικών κομματιδίων εισέρχονται τελικά από τη Στουρνάρη, κάτω από αποδοκιμασίες μελών της κατάληψης αλλά και άλλων αναρχικών συντρόφων. Σημαντική λεπτομέρεια εδώ, είναι ότι τα μέλη του security team διατηρούν την τάξη στην πόρτα και μπαίνουν στη μέση σε κάποιες ελάχιστες αψιμαχίες που σημειώνονται. Μερικές ώρες αργότερα, πραγματοποιείται η συζήτηση που έχει καλέσει η Ταξική Αντεπίθεση με κοινή συμμετοχή τμήματος του α/α χώρου και αριστερών οργανώσεων και κομμάτων, κατά την οποία οι ομιλητές επιδίδονται σε αυτοαναφορικές συγχαρητήριες τοποθετήσεις, ενώ ταυτόχρονα αναρχικοί σύντροφοι τοποθετούνται είτε ατομικά είτε συλλογικά και κάποιοι από αυτούς αποχωρούν, μη επιθυμώντας οποιαδήποτε συνδιαλλαγή με αριστερούς.

*

Αναζητώντας τις βαθύτερες αιτίες των ενδοκινηματικών αντιφάσεων δεν γίνεται να μην σταθούμε και στο ζήτημα των υποκειμένων, τόσο αυτών που οριοθετούν πολιτικά τις δύο αντιμαχόμενες κινήσεις, όσο και των υποκειμένων στα οποία αυτές απευθύνονται. Το διαρκές κάλεσμα της εξέγερσης από την μία και η επίκληση του «λαού» και του κοινωνικού κινήματος – της αγωνιζόμενης δηλαδή έκφρασης του – από την άλλη, αλλάζουν τους όρους και τοποθετούν το ζήτημα, ως ζήτημα ταυτοτήτων. Πέρα όμως και από τις ταυτότητες, εμφανίζεται αναπόφευκτα η σημαντική και ουσιώδης διαφοροποίηση: η μια πλευρά αναγνωρίζει στο υποπρολεταριάτο τον κατάλληλο πυροκροτητή κοινωνικών εκρήξεων, ενώ η άλλη προσπαθεί να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στην αναρχία και σε κομματίδια της αριστεράς στα πλαίσια ενός υποτιθέμενου κοινού κινήματος, αποκρύπτοντας τις γνωστές ουσιώδεις πολιτικές διαφορές. Διαφορές οι οποίες δεν είναι λεπτομερειακού επιπέδου, αλλά δομικές και έχουν να κάνουν με τον επιδιωκόμενο τρόπο κοινωνικής οργάνωσης.

*

Στους λόγους για τους οποίους καταλήξαμε στα γεγονότα της 16/11, στο σπάσιμο δηλαδή της κατάληψης θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και την αδυναμία εξεύρεσης κινηματικής λύσης. Αυτή η αδυναμία αποδίδεται αναμφίβολα στον κατακερματισμό του α/α χώρου – είναι χαρακτηριστικό ότι στην κατηγορία απέναντι στους καταληψίες, για ποιό λόγο δεν καλούσαν ανοιχτή διαδικασία για να προετοιμαστεί καλύτερα η κατάληψη, εκείνοι απάντησαν δικαίως ότι δεν θα παρευρίσκονταν κανένας. Παράλληλα, το μερίδιο της ευθύνης των συγκεκριμένων συντρόφων για αυτόν ακριβώς τον κατακερματισμό που στηλιτεύουν είναι δεδομένο, όπως αντίστοιχα για τον καθένα/καθεμία από εμάς που συμμετέχουν στον α/α χώρο. Συνεπώς, η ολοκληρωτική απουσία κεντρικών δομών που θα μπορούσαν να παίξουν οποιοδήποτε ρόλο ήταν καταλυτική με αποτέλεσμα το βάρος να πέσει στις πλάτες ατομικοτήτων που αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην συνέλευση της κατάληψης και εκεί να δηλώσουν ξεκάθαρα την διαφωνία τους με τα περιεχόμενα και τις επιλογές των καταληψιών. Στον αντίποδα, η εξέλιξη των πραγμάτων θέτει και το ερώτημα που περιμένει απάντηση: μέχρι πού μπορεί μια πολιτική ομάδα/συλλογικότητα να παρεμβαίνει σε δράσεις και επιλογές άλλων πολιτικών ομαδοποιήσεων και αντίστροφα;

Η περίοδος σκληρής καταστολής των πρώτων μνημονιακών χρόνων και οι μέρες αφομοίωσης μέσω της αριστερής διαχείρισης της εξουσίας που την διαδέχτηκαν, οδήγησαν ένα κομμάτι αγωνιστών μακριά από τις κεντρικές διαδικασίες. Αντίστροφα η αναγωγή των Εξαρχείων στο κυρίαρχο πεδίο δράσης και οι πολιτικοί ηγεμονισμοί ανάμεσα σε διαφορετικές τάσεις, που οξύνονται τώρα που το ακροατήριο είναι μικρό, είναι δυσεπίλυτα προβλήματα που έχουν σαφέστατα άμεσα σύνδεση με τα γεγονότα που περιγράφονται. Από τα προηγούμενα δεδομένα προκύπτει και η τοποθέτηση όσων συνυπογράφουμε αυτό το κείμενο, ενώ δυστυχώς οι συνθήκες δεν ευνοούν την οικοδόμηση μιας συνολικής συνεκτικής αφήγησης που να ξεπερνάει τις δύο εκατέρωθεν πολιτικές στρατηγικές. Η συγγραφή αυτού του κειμένου, ωστόσο, δεν προκύπτει από κάποια αναγκαιότητα έκφρασης μιας συμφιλιωτικής αντίληψης, ενός κακώς εννοούμενο “όλοι μαζί”, αλλά σαν ανάγκη κατάδειξης και ξεπεράσματος των δύο συγκρουόμενων αντιλήψεων και των λογικών που εισάγουν στον α/α χώρο.

*

Είναι δεδομένο ότι η περίοδος που διανύουμε είναι κομβικής σημασίας για τις προοπτικές του α/α χώρου, των ομάδων και συνολικότερα των δομών που αυτός εμπεριέχει. Η αδυναμία να αρθρωθεί και να γειωθεί συνολικός αντικρατικός λόγος τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης, να δομηθεί δηλαδή μια πολιτική και στρατηγική πρόταση για το πώς μπορεί να οργανωθεί η κοινωνία χωρίς εξουσία, ακόμα και όταν υπήρχαν κοινωνικές αναταραχές και συνεπώς μεγαλύτερη δυνατότητα κοινωνικής παρέμβασης, οδήγησε ένα πλήθος αγωνιστών/στριών στις εύκολες λύσεις: ένα τμήμα εμμένει στην αναζήτηση της εξέγερσης ως αυταπόδεικτη λύση και απάντηση σε όλα τα πολιτικά ερωτήματα, ενώ άλλα τμήματα καταφεύγουν στα μαρξιστικά και λενινιστικά εγχειρίδια, ως έτοιμη λύση. Ένα σύνολο παραγόντων, σε συνδυασμό με τις δικές μας ελλείψεις και ανεπάρκειες ταΐζουν την αποστασιοποίηση, τις λογικές ισχύος, πρωτοπορίας και εν τέλει εξουσίας στο εσωτερικό μας. Σκοπός και χρέος μας είναι να βρούμε αυτές ακριβώς τις απαραίτητες απαντήσεις, χωρίς δογματικές αγκυλώσεις, αλλά ούτε αξιακές και πολιτικές στρεβλώσεις, καθώς και τις δομές που θα τις υλοποιήσουν.

Δεν διεκδικούμε πρωτεία πολιτικής καθαρότητας, ούτε αξιώνουμε για τους ευατούς μας τον ρόλο του κριτή ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις του κινήματος. Σκοπός μας δεν είναι να κουνήσουμε επιδεικτικά το δάχτυλο σε ανθρώπους και ομάδες που έπραξαν έξω από τα δικά μας πολιτικά κριτήρια σε ένα πλαίσιο σωστού και λάθους. Άλλωστε η ίδια η φύση του σωστού και του λάθους σε έναν πολιτικό αγώνα φέρει μια βαθιά υποκειμενικότητα και ως εκ τούτου μια ανάλυση σε αυτή την κατεύθυνση θα ήταν εκ προοιμίου άτοπη και άκαιρη. Η τοποθέτηση αυτή είναι για εμάς μια ευκαιρία να ανοίξει ένας πολιτικός διάλογος στο εσωτερικό του κινήματος και ει δυνατόν να βρεθούν κάποιες απαντήσεις/λύσεις στις χρόνιες παθογένειες που δυστυχώς χαρακτηρίζουν τον ριζοσπαστικό/ανατρεπτικό χώρο. Για μας ο δρόμος προς την διαλεκτική ενότητα (που καλώς ή κακώς είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να αξιώνουμε χαρακτηριστικά κινήματος) περνάει μέσα από την οργάνωση και την θεωρητική εξέλιξη κάθε ατόμου, πολιτικής ομάδας και συλλογικότητας. Καταθέτουμε την άποψή μας λοιπόν εκθέτοντας και τους εαυτούς μας στην σφαίρα του διαλόγου αυτού που θεωρούμε απαραίτητο να ανοίξει. Σε μία εποχή που το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα φαίνεται να ακολουθεί την πορεία των ευρωπαικών κινημάτων στις δεκαετίες του 70′-80′ είναι χρέος μας να δώσουμε έναν παράλληλο και πολύπλευρο αγώνα, όχι μόνο ενάντια σε κράτος και εξουσία, αλλά και με τους ίδιους τους εαυτούς μας. Έναν αγώνα να ξεπεράσουμε αγκυλώσεις, εξουσιαστικές νοοτροπίες, δογματισμούς και λογικές ανάθεσης, έναν αγώνα για οργάνωση του χώρου μας στη κατεύθυνση ενός δυναμικού κινήματος, έναν αγώνα διάχυσης εκ νέου των προταγμάτων μας μακριά από στρεβλές αντανακλάσεις εξουσιαστικών ιδεολογημάτων. Έναν αγώνα για την αναρχία, με την αναρχία για πυξίδα.

Πρωτοβουλία αναρχικών/αντιεξουσιαστών

[1] https://athens.indymedia.org/post/1580023/
[2] https://athens.indymedia.org/post/1580020/
[3] https://athens.indymedia.org/post/1580051/
[4] https://athens.indymedia.org/post/1580424/
[5] https://athens.indymedia.org/post/1580079/
[6] http://www.alfavita.gr/arthron/koinonia/koini-dilosi-organoseon-ohi-ston-apokleismo-toy-polytehneioy-kai-sti-akyrosi-toy

Το κείμενο σε pdf 17Ν-2017

ΛΙΓΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΜΠΑΤΣΟΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΙΣ 29/6

 Εδώ και κάποιες μέρες δημοσιοποιήθηκε η πρόθεση των μπάτσων της π.ο.ασ.υ. για πραγματοποίηση εκδήλωσης στην πλατεία εξαρχείων, με θέμα “ανοιχτές κι ελεύθερες πόλεις” και αναφέρει πως είναι “ενάντια σε κάθε μορφή βίας και αυταρχισμού”.

 Η έκπληξή μας για την απόφαση τους αυτή, θα έπρεπε να είναι τόση όση και για το ότι ο ήλιος ανατέλλει το πρωί. Ως φυσική συνέχεια ενός κλίματος “δημοκρατικής λαϊκής αγανάκτησης” για τα φαινόμενα βίας στην περιοχή, καθώς και των καλεσμάτων του Τόσκα σε “φορείς και συλλογικότητες της περιοχής”, εδραιώνει επικοινωνιακά την “ηθική” νομιμοποίηση της διαρκούς -και με λυμμένα χέρια-παρουσίας μπάτσων στα εξάρχεια.

 Αποτελεί όμως κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό επικοινωνιακό παιχνίδι. Πέρα από λογικές μιας ιδιότυπης “φετιχοποίησης” των εξαρχείων από πλευράς μας, έχει σημασία να μπορέσουμε να ..δούμε με τα μάτια του εχθρού, προσπαθώντας να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε βαθύτερα. Φυσικά τα διαφορετικά σκεπτικά και αναλύσεις μας ως α/α, οδηγούν σε διαφορετικές ερμηνείες και εκτιμήσεις-άρα εν μέρει και διαφορετικές επιλογές δράσης, κάτι που έχει γίνει σαφές όλο αυτό το διάστημα. Υπάρχουν επιλογές που ανεξαρτήτως πρόθεσης δεν βοήθησαν να ξεκαθαριστεί μια και καλή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ.. ημών και της ποικίλων μορφών αυλικών του σύριζα. Κι αυτό δε θα φαινόταν εύκολα παρά με τον καιρό, κάτι που τώρα πλέον γίνεται σε όλο και πιο πολύ κόσμο ορατό.

 Η εκδήλωση αυτή λοιπόν των ένστολων δολοφόνων, είτε ακυρωθεί απ το κράτος είτε όχι, ΔΕΝ πρέπει να γίνει. Όχι λόγω μιας ανυπομονησίας για ..μπάχαλα, όχι λόγω υπερεκτίμησης της σημασίας της ή των δυνατοτήτων μας, αλλά επειδή η θιγμένη μας αξιοπρέπεια αντιδρά.

 Αντιδρά επειδή έχουμε Μνήμη. Επειδή δεν ξεχνάμε τους δολοφονημένους από μπάτσους στα εξάρχεια αδερφούς μας Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο και Μιχάλη Καλτεζά. Δεν ξεχνάμε τις επιδρομές των μπάτσων και τα όργια καταστολής με κάθε κυβέρνηση. Δεν ξεχνάμε τους “φίλα προσκείμενους” συριζαίους και τη μάσκα αληλεγγύης τους που έκρυβε το άθλιο πραγματικό τους πρόσωπο για κάποιο κόσμο, ούτε και το ρόλο των κεκαλυμμένων παρατρεχάμενών τους.

 Αντιδρά επίσης, επειδή θέλουμε και θα έχουμε προοπτική. Προοπτική πολύμορφων δράσεων, για τη διάχυση του αναρχικού λόγου και πρακτικών. Για την εδραίωση του φυσικού δικαιώματος να ζούμε και να κινούμαστε ελεύθερα όπου όπως και όταν το επιθυμούμε εμείς και όχι οποιαδήποτε κρατική ή άλλη εξουσία.

 Έτσι λοιπόν απλώνουμε ένα χέρι αλληλεγγύης σε κάθε άτομο ή ομάδα, σε κάθε σύντροφο και συντρόφισσα, στα εξάρχεια ή οπουδήποτε που επιλέγει τη μάχη των οδοφραγμάτων στον καθημερινό κι αδιαπραγμάτευτο αγώνα μας ενάντια στο κράτος, τους μπάτσους και σε ό,τι πρεσβεύουν.

 ΕΞΩ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΑΠ ΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ ΚΙ ΑΠ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ.

 A-politiko.