Πέρα από μία δομή της «σύνθεσης»

Πέρα από μία δομή της «σύνθεσης»

Αντί για μία αναρχική οργάνωση της «σύνθεσης», προτείνουμε μία άτυπη αναρχική οργάνωση βασισμένη στον αγώνα και τις αναλύσεις που αναδύονται από αυτόν.
 
Οι αναρχικοί όλων των τάσεων αρνούνται το μοντέλο της ιεραρχικά δομημένης και εξουσιαστικής οργάνωσης. Αρνούνται τα κόμματα, τις κάθετου τύπου οργανώσεις που επιβάλλουν ντιρεκτίβες από τα πάνω, με έναν περισσότερο ή λιγότερο φανερό τρόπο. Διατυπώνοντας την απελευθερωτική επανάσταση ως αρχή και ως μόνη εφικτή κοινωνική λύση, οι αναρχικοί θεωρούν πως τα μέσα που χρησιμοποιούνται για αυτήν την μεταμόρφωση  πρέπει να είναι ανάλογα του σκοπού που θέλουν να επιτύχουν. Και οι εξουσιαστικές οργανώσεις σίγουρα δεν είναι όργανα που οδηγούν στην απελευθέρωση.
 
Ταυτόχρονα, δεν είναι αρκετό να συμφωνούμε με τα παραπάνω στα λόγια. Είναι απαραίτητο να τα κάνουμε και πράξη. Κατά τη γνώμη μας, μία αναρχική δομή όπως αυτή της «σύνθεσης» εμπεριέχει αρκετούς κινδύνους. Όταν αυτό το είδος οργάνωσης φτάνει σε πλήρη ισχύ, όπως στην Ισπανία το ’36, αρχίζει να μοιάζει με κόμμα. Η «σύνθεση» μετατρέπεται σε έλεγχο. Σίγουρα σε ήρεμες περιόδους αυτό είναι τόσο λίγο ορατό, ώστε αυτό που λέμε τώρα ίσως να μοιάζει με βλασφημία.
 
Αυτό το είδος δομής βασίζεται σε ομάδες και άτομα που βρίσκονται λίγο-πολύ σε συνεχή επαφή μεταξύ τους και το αποκορύφωμα του είναι τα περιοδικά συνέδρια. Σε αυτά τα συνέδρια συζητείται η βασική ανάλυση, σχεδιάζεται ένα πρόγραμμα και χωρίζονται τα καθήκοντα που καλύπτουν όλο το εύρος της κοινωνικής παρέμβασης. Είναι μια οργάνωση της σύνθεσης γιατί θέτει τον εαυτό της ως σημείο αναφοράς, ικανό να συνθέσει του αγώνες που γίνονται εντός της ταξικής πάλης. Οι διάφορες ομάδες παρεμβαίνουν στους κοινωνικούς αγώνες, συνεισφέρουν αλλά δεν ξεχνούν το θεωρητικό και πρακτικό προσανατολισμό που η οργάνωση αποφάσισε ως σύνολο κατά τη διάρκεια του συνεδρίου.
 
Κατά τη γνώμη μας, μία οργάνωση δομημένη με αυτόν τον τρόπο διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει πίσω αναφορικά με το επίπεδο αποτελεσματικότητας του αγώνα καθώς ο κύριος στόχος της είναι να διεξάγει τον αγώνα στα πλαίσια της «σύνθεσης» και όχι να προωθήσει την εξεγερσιακή πραγμάτωση. Μία από τις κύριες επιδιώξεις της είναι η ποσοτική αύξηση  σε μέλη. Για αυτό το λόγο έχει την τάση να «τραβά» τον αγώνα στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή και να συστήνει προσοχή, επιδιώκοντας το φρενάρισμα βημάτων προς τα εμπρός ή την επιλογή στόχων που είναι εκτεθειμένοι ή επικίνδυνοι.
 
Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι ομάδες που ανήκουν σε αυτήν την οργάνωση της σύνθεσης αυτομάτως δρουν με αυτόν τον τρόπο. Συχνά, σύντροφοι είναι αρκετά αυτόνομοι ώστε να διαλέγουν τις πιο αποτελεσματικές προτάσεις και στόχους σε μία δεδομένη φάση του αγώνα. Υπάρχει όμως στην οργάνωση της σύνθεσης ένας εγγενής μηχανισμός που την οδηγεί στο να παίρνει αποφάσεις ακατάλληλες για τη δεδομένη συγκυρία καθώς ο κύριος στόχος της είναι να μεγαλώσει και να αναπτύξει ένα όσο πιο ευρύ μέτωπο αγώνα μπορεί. Έχει την τάση να μην παίρνει μια ξεκάθαρη θέση στα πράγματα αλλά να βρίσκει ένα τρόπο, ένα πολιτικό δρόμο, που δυσαρεστεί τους λιγότερους και είναι «εύπεπτος» για τους περισσότερους.


Οι αντιδράσεις που λαμβάνουμε όταν ασκούμε τέτοιου είδους κριτική υπαγορεύονται συνήθως από φόβο και προκατάληψη. Ο κύριος φόβος που μας σπρώχνει σε οργανωτικά σχήματα και στο φορμαλισμό μεταξύ συντρόφων είναι αυτός του αγνώστου. Αυτός μας προφυλάσσει από την αναζήτηση, η οποία εξαρτάται από το ρίσκο του να βρούμε τους εαυτούς μας να βιώνουν άγνωστες εμπειρίες. Αυτό γίνεται φανερό όταν βλέπουμε τη μεγάλη ανάγκη που νιώθουν κάποιοι σύντροφοι για μία φορμαλιστική οργάνωση που προσφέρει συνέχεια, σταθερότητα και πολιτικό αγώνα βασισμένο σε ένα σχέδιο που έχει δουλευτεί από πριν.
 
Στην πραγματικότητα αυτά τα στοιχεία εξυπηρετούν την ανάγκη μας για σιγουριά και όχι κάποια επαναστατική αναγκαιότητα.
 
Αντίθετα πιστεύουμε πως η άτυπη οργάνωση μπορεί να μας προμηθεύσει με σταθερά σημεία εκκίνησης για να βγούμε από αυτήν την αβεβαιότητα.
 
Αυτός ο διαφορετικός τύπος οργάνωσης μας φαίνεται πως είναι ικανός να αναπτύξει, σε αντίθεση με την οργάνωση της «σύνθεσης», πιο συμπαγείς και παραγωγικές σχέσεις αφού θα βασίζονται στην αλληλεγγύη και στην αμοιβαία γνώση του άλλου. Επίσης η στιγμή που δείχνει τις αληθινές της δυνατότητες είναι όταν συμμετέχει σε συμπαγείς καταστάσεις πάλης και όχι όταν σχεδιάζει θεωρητικές ή πρακτικές πλατφόρμες, κανονισμούς και κανόνες συνεργασίας.
 
Μία οργάνωση δομημένη άτυπα δε δημιουργείται βασισμένη σε ένα πρόγραμμα φτιαγμένο σε κάποιο συνέδριο. Οι ίδιοι οι σύντροφοι συνειδητοποιούν το πόνημα μέσα στη ροή και την ανάπτυξη του ίδιου του αγώνα. Αυτή η οργάνωση δεν έχει κάποιο προνομιούχο όργανο θεωρητικής και πρακτικής επεξεργασίας ούτε έχει προβλήματα «σύνθεσης». Κύριο μέλημα της είναι να παρεμβαίνει σε έναν αγώνα φέροντας μία εξεγερσιακή προοπτική.
 
Παρά του μεγάλους περιορισμούς που συναντούν οι σύντροφοι που συμμετέχουν σε άτυπες αναρχικές οργανώσεις και παρά τα όποια ελαττώματα εμφανιστούν αργότερα, συνεχίζουμε να θεωρούμε αυτήν τη μέθοδο έγκυρη και πιστεύουμε πως η περεταίρω θεωρητική και πρακτική εξερεύνηση της, αξίζει τον κόπο.
Μετάφραση από τα αγγλικά του άρθρου “Beyond the Structure of Synthesis” που δημοσιεύτηκε στο αναρχικό περιοδικό “Insurrection”, στο 4ο τεύχος το Μάιο του 1988. Τα έξι τεύχη του περιοδικού μπορείτε να τα κατεβάσετε όλα μαζί από την ενότητα Επαναστατική κουλτούρα ή μεμονωμένα τεύχη από το blog 325.nostate.net
Αναδημοσίευση από το site Parabellum

 

Αναρχισμός και νόμος – του Αλεξέι Μποροβόι. 2o μέρος.

Επιβεβλημένοι και αυθόρμητοι κώδικες.

Δεν έχει υπάρξει ούτε μια κοινωνία, ακόμη και πριν τη γέννηση του Κράτους, που να μην είχε συγκεκριμένες απαιτήσεις από τα μέλη της. Ενώ ορισμένοι κανονισμοί μπορεί να διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία, κάποιες μορφές κανονισμών είναι πάντα απαραίτητες.

Πέρα από τους νομικούς κώδικες, υπάρχει σε κάθε κοινωνία αυτό που μπορεί να ονομαστεί εθιμοτυπικοί κώδικες. Ο Στάμλερ δίνει έμφαση σε αυτούς :

Σε κανόνες ηθικής καθοδήγησης, σε διαπροσωπικές σχέσεις.. σε συλλογικές νόρμες όπως οι κώδικες των μονομαχιών του μεσαίωνα ή οι κώδικες των συντεχνιών”.

Η ισχύς που έχουν αυτοί οι κώδικες είναι ίσως μεγαλύτερη από αυτήν των νόμων. Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι αυτοί βασίζονται σε μια κοινή συμφωνία:

Οι άνθρωποι συναινούν σε μια συλλογική συμφωνία, ίσως μή συνειδητή – όπως η πλειοψηφία των κοινωνικών φαινομένων – πάντως όμως, συμφωνία”.

Εντωμεταξύ, οι νομικοί κώδικες δημιουργούνται από ένα ειδικό σώμα, αποκομμένο από την κοινωνία, έχοντας ως πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης, που επιβάλει την “κυριαρχία” της χωρίς να δίνει σημασία στις ανάγκες του κάθε ξεχωριστού ανθρώπου. Οι γνήσια συλλογικοί κώδικες, βασισμένοι στην ελεύθερη συμφωνία των ανθρώπων, μπορούν ορθώς να ονομαστούν αναρχικοί κώδικες.

Αυτό γίνεται αποδεκτό από τους κύριους αντιπροσώπους της αναρχικής σκέψης, και προκύπτει αναγκαστικά από το γεγονός πως ούτε η κοινωνική οργάνωση ούτε η κοινωνική πρόοδος παρέχουν απεριόριστη ατομική ελευθερία.

Μετά από αυτήν τη σύντομη θεωρητική έκθεση, θα ήταν καλό να δούμε τί έχουν να πουν οι κυριότεροι αναρχικοί διανοητές για το ρόλο που θα διαδραματίσουν οι συλλογικοί κώδικες στη μελλοντική κοινωνία.

1 – Γκόντγουιν.

Σύμφωνα με τον Ελτζμπάχερ, ο Γκόντγουιν αντιτίθεται σε κάθε μορφή κοινωνικών κανονισμών. Εν τούτοις, ενώ αντιτίθεται σε κάθε μορφή κυβέρνησης, μιλά για τις κομμούνες ως οργανώσεις για το συλλογικό συμφέρον όλων, και τονίζει την αναγκαιότητα της αποδοχής τέτοιων οργανωσεων. Συλλογιζόμενος τη δυνατότητα αντικοινωνικών πράξεων από πλευράς κάποιων μελών μιας κομμούνας, μιλά για μια επιτροπή σοφών που θα είχε την εξουσία να τιμωρήσει αυτούς τους ανθρώπους ή να τους αποβάλλει από την ομάδα. Επιπλέον οραματίζεται τοπικές συσκέψεις για τη συζήτηση διαμαχών ανάμεσα σε κομμούνες, και για τις αναγκαιότητες της άμυνας ενάντια στις επιθέσεις κοινών εχθρών. Θεωρεί ότι θεσμοί σαν αυτούς θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί από τους υπάρχοντες. Επομένως, προκρίνει την αντικατάσταση του υπάρχοντος νομικού δικαίου από τους κανονισμούς μιας κοινωνίας κοινοτικών οργανώσεων.

2 – Προυντόν.

Υπάρχουν φαινομενικά πολλές αντιφάσεις στο έργο του Προυντόν για τον συγκεντρωτισμό και το κράτος. Μπορεί κα΄ποιος να χαρακτηρίσει τους θεσμούς που υπερασπίζεται ο Προυντόν ως “αναρχικούς” ή “φεντεραλιστικούς” , αυτοί όμως φέρουν ορισμένα κυβερνητικά χαρακτηριστικά. Ακόμη και η λέξη “αναρχισμός” χρησιμοποιείται από τον Προυντόν με δύο έννοιες: η μία είναι το ιδανικό, το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς καθόλου καταπίεση· η άλλη είναι απλά μια μορφή οργάνωσης που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της ατομικής ελευθερίας. Ο Προυντόν συμβιβάζει το ιδανικό του αναρχισμού ακόμη παραπέρα. Οραματίζεται μια κοινωνία δομημένη σε μεγάλο βαθμό στην αρχή του συγκεντρωτισμού, κι ο φεντεραλισμός του προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από την προφανή αναγνώριση ότι η αναρχία είναι κάτι ακατόρθωτο. Συνειδητοποιώντας ότι μια ρεαλιστική λύση των κοινωνικών προβλημάτων πρέπει να ξεκινά με την αρχή του φεντεραλισμού, πραγματοποιεί ένα ρεαλιστικό συγκερασμό της αναρχίας και της δημοκρατίας.

3 – Μπακούνιν.

Κανείς δεν έχει γράψει τόσο παθιασμένη κριτική του κράτους όπως ο Μπακούνιν. Το κράτος γι’ αυτόν, είναι ένα απόλυτο κακό:

Το κράτος είναι ένα απέραντο νεκροταφείο. Η σκηνή της αυτοκτονίας, του θανάτου κι ενταφιασμού κάθε εκδήλωσης της ατομικής ή συλλογικής ζωής – με λίγα λόγια, της ζωής. Είναι ο βωμός όπου θυσιάζεται η ελευθερία και η ευημερία, και όσο πιο καθολική είναι αυτή η θυσία, τόσο πιο τέλειο είναι το κράτος. Το κράτος είναι μια αφαίρεση που καταστρέφει τη ζωή των ανθρώπων.”

Αλλά το κράτος, συνεχίζει, είναι ένα “ιστορικά αναγκαίο” κακό, με τον ίδιο τρόπο που είναι απαραίτητηη κτηνωδία των πρώτων ανθρώπων ή η θεολογική φαντασία του ανθρώπου. Το κρα΄τος όμως πρέπει να εξαφανιστεί. Πρέπει να αντικατασταθεί από μια ελεύθερη κοινωνία, δομημένη στη βάση της πλήρους αυτονομίας· ξεκινώντας από την μικρή κομμούνα και προχωρώντας προς την οικοδόμηση μιας παγκόσμιας κοινωνίας που θα ενώνει όλους τους ανθρώπους. Η σχέση μεταξύ των διαφορετικών οργανώσεων δε θα είναι πλέον βίαιη – δε θα επιβάλεται από το νόμο αλλά από την ελέυθερη συναίνεση όλων. Η εθελοντική κομμούνα – αυτή είναι η πηγή κάθε κοινωνικής νόρμας του Μπακούνιν.

4- Κροπότκιν.

Ο Κροπότκιν, όπως οι πρόγονοί του, αποδέχεται τις κοινωνικές νόρμες στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, για παράδειγμα , την υποχρέωση εκπλήρωσης μιας ελεύθερα αποδεκτής σύμβασης. Στο “Η κατάκτηση του ψωμιού” για παράδειγμα, αναφέρεται εκτεταμένα στις ενστάσεις προς και false notion του αναρχικού κομμουνισμού. Με τις απαντήσεις του φαίνεται να είναι πάνω απ’ όλα ουμανιστής, πιστεύοντας περισσότερο στην ανθρώπινη φύση παρά στη λογική. Επιμένει ορθώς, ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να διαχειριστείς την αντικοινωνική συμπεριφορά, είναι να βρεις και να αφαιρέσεις τους λόγους ύπαρξής της. Εντωμεταξύ, τέτοια προβλήματα όπως η άρνηση κάποιων ανθρώπων να εργαστούν ή η άρνηση υποβολής σε μια συλλογική απόφαση, μπορούν να εμφανιστούν ακόμη και σε μια τέλεια κοινωνία. Στην περίπτωση αυτή, ο απέιθαρχος μπορεί πάντα να εκδιωχθεί. Σε μια κομμουνιστική όμως κοινωνία, αυτό μπορεί να αποτελεί μια τρομακτική ποινή ακόμη και γι’ αυτόν που διέπραξε ένα απεχθές έγκλημα. Εκτός βέβαια αν ο εκδιωχθείς εγκληματίας απλά βρει μια άλλη κομμούνα. Πρέπει να βρούμε άλλες λύσεις.

5 – Τάκερ και ατομικιστές.

Στο φιλοσοφικό του οικοδόμημα, ο Τάκερ ακολουθεί την επιχειρηματολογία του Στίρνερ κσι του Προυντόν. Από τον Στίρνερ παίρνει την αρχή της απόλυτης κυριαρχίας του ατόμου. Από τον Προυντόν παίρνει τις μεθόδους για την επίτευξη μιας ελεύθερης κοινωνίας, δομημένης στην αρχή της ατομικής συμφωνίας.

Όπως κάθε ακραίος ατομικιστής, ο Τάκερ απορρίπτει κάθε επιβεβλημένη οργάνωση. Από εκεί , εξαπολύει μια βίαιη επίθεση στο κράτος:

Το κράτος είναι ο μεγαλύτερος εγκληματίας των καιρών μας. Δρα όχι για την υπεράσπιση της πιο σημαντικής μονάδας του, δηλαδή του ατόμου, αλλά για να το περιορίσει, να το καταπιέσει, να του επιτεθεί”.

Ο Τάκερ ασκεί σφοδρή κριτική σε όλα τα μονοπώλια : την κυβέρνηση, τις τάξεις που προστατεύει, τα χρήματα, τους νόμους. Ενάντια στα μονοπώλια αντιπαραθέτει την αρχή του απεριόριστου συναγωνισμού :

Ο γενικευμένος και απεριόριστος συναγωνισμός οδηγεί στην απόλυτη ελευθερία και αληθινή συνεργασία”.

Από εκεί ξεκινά η μάχη των αναρχικών ατομικιστών ενάντια στον κρατικό σοσιαλισμό – τον επαναπροσεγγίζουν ως την νίκη του πλήθους ενάντια στο άτομο. Με τον κρατικό σοσιαλισμό η εξουσία φτάνει στο απώγειό της, τα μονοπώλια αντλούν την μέγιστη δυνατή ισχύ. Παράλληλα, οι αναρχικοί ατομικιστές αποτυγχάνουν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ του κρατικού σοσιαλισμού και του αναρχικοί κομμουνισμού. Γι’ αυτούς, ο τελευταίος είναι μια φάση στην πορεία ανάπτυξης του κρατικού σοσιαλιστικού δόγματος.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ατομικιστών αναρχικών είναι η αποδοχή τους ως προς την ατομική ιδιοκτησία. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι το εξής : Μπορούν να δεχτούν το μονοπώλιο του ατόμου πάνω στο προϊόν της εργασίας του; Αν απαντήσουν αρνητικά, τότε δίνουν στην κοινωνία το δικαίωμα να επιβληθεί στο άτομο. Έχουν επομένως επιλέξει την άλλη απάντηση, επανανοηματοδοτώντας με τον τρόπο αυτό την ατομική ιδιοκτησία γης και τα μέσα παραγωγής.

Από την αρχή του εγωισμού ως τη μοναδική κινητήριο δύναμη του ανθρώπου, προκύπτει ο νόμος του Τάκερ περί ίσης ελευθερίας για όλους. Το όριο της δύναμης του κάθε ενός βρίσκεται σε αυτόν ακριβώς τον εγωισμό. Η πηγή κάθε κοινωνικής νόρμας που βασίζεται στην επιθυμία όλων, είναι η αναγκαιότητα να γίνει αποδεκτή και να τιμηθεί η ελευθερία του καθενός. Οι ατομικιστές αναρχικοί λοιπόν όχι μόνο αποδέχονται συγκεκριμένες κοινωνικές νόρμες, αλλά συχνά τις υπερασπίζονται.

Επομένως, στον αναρχικό ατομικισμό όπως και στον αναρχικό κομμουνισμό, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το τραγικό “ακατόρθωτο” του να επιλυθεί η ασυμβατότητα μεταξύ της απόλυτης ατομικής ελευθερίας και της αναγκαιότητας για μια αρμονική κοινωνία.

Αν ο αναρχισμός αποδέχεται αυτήν την ασυμβατότητα, καταφεύγει στην αρχή που αποτελεί την ιδιαίτερη βάση όλων των θεωριών του : αυτή, της ισότητας μεταξύ όλων των μελών μιας ελεύθερης οργανωτικής δομής. Αν ο αναρχισμός δεν αποδεχτεί αυτό, τότε θα πρέπει να αποδεχτεί άλλες κοινωνικές νόρμες.

Συμπέρασμα.

Το άρθρο αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο αναρχισμός δεν αποτελεί ένα φαντασιακό όνειρο αλλά μια πραγματικότητα που δίνει λογική βάση και ρεαλιστική χροιά στην εξέγερση του ανθρώπινου πνεύματος ενάντια στη βαρβαρότητα. Για να είναι κάποιος αναναρχικός δε χρειάζεται να μιλά για μύθους όπως η “απόλυτη και απεριόριστη ελευθερία” ή η άρνηση του καθήκοντος και της ευθύνης. Η αιώνια αντίφαση, η ασυμβατότητα μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, δεν μπορεί να επιλυθεί γιατί οι ρίζες της βρίσκονται μέσα στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, στην ανάγκη του για ανεξαρτησία όπως και στην ανάγκη του για κοινωνία.

Ας αποδεχτούμε ανοιχτά ότι ο αναρχισμός αποδέχεται κάποιες κοινωνικές νόρμες. Οι νόρμες μιας ελεύθερης κοινωνίας δεν μοιάζουν ούτε στο πνεύμα ούτε στη μορφή με τους νόμους της σύγχρονης κοινωνίας, της αστικής κοινωνίας, της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ούτε βέβαια μοιάζουν και στα διατάγματα μιας σοσιαλιστικής δικτατορίας.

Οι νόρμες αυτές δεν αποζητούν την απόσχιση του ατόμου από τη συλλογικότητα, ούτε είναι στην υπηρεσία αφαιρέσεων όπως “το κοινό καλό”, για το οποίο πρέπει το άτομο να θυσιαστεί. Οι αναρχικές νόρμες δεν θα αποτελούν ένα χείμμαρο διαταγμάτων μιας.. ανώτερης εξουσίας. Θα προκύπτουν οργανικά από την επαγρύπνιση του πνεύματος που νιώθει μέσα του τη δύναμη της δημιουργίας, τη δίψα για δημιουργική δράση, για την πραγματοποίηση των επιθυμιών του με μορφές οικείες/προσβάσιμες στους ανθρώπους.

Η εγγύηση για αυτή την τάξη πραγμάτων θα είναι η ευθύνη για τη δική μας ελευθερία αλλά και γι’ αυτήν των άλλων. Όπως κάθε κοινωνική τάξη, θα πρέπει να τύχει υπεράσπισης. Οι συγκεκριμένες μορφές της υπεράσπισης αυτής, δεν μπορούν να καταδειχτούν εκ των προτέρων. Θα ανταποκρίνονται στις συκεκριμένες ανάγκες της κοινωνίας τη δεδομένη στιγμή.

Φρίντριχ Νίτσε – Ιστορία και Ζωή. Αποσπάσματα

 

Δες την αγέλη που περνάει από μπροστά σου βόσκωντας :Δεν ξέρει τί πάει να πει χτες, τί σήμερα, πετάγετ’ εδώ κι εκεί, τρώει, ξαπλώνει, χωνεύει, ξαναπετάγεται, κι αυτό από το πρωί ως το βράδυ κι από μέρα σε μέρα, δεμένη με κοντό σκοινί σε ό,τι την ευχαριστεί ή την δυσαρεστεί, δηλαδή στον πάσσαλο της στιγμής και για τούτο μήτε βαριόθυμη μήτε μπουχτισμένη. Βλέποντάς το αυτό ο άνθρωπος παθαίνει, γιατί απέναντι στο ζώο παινεύεται για την ανθρωπιά του, κι όμως από την άλλη βλέπει με ζήλεια την ευτυχία του ζώου – γιατί κι ο ίδιος θέλει αυτό μόνο : να ζει δίχως κόρο και δίχως πόνους όμοια με το ζώο :γιατί δε μου μιλάς για την ευτυχία σου αλλά μονάχα με κοιτάς; Το ζώο θέλει κι αυτό να του απαντήσει και να του πει ότι “εγώ πάντοτε ξεχνώ αμέσως τί ήθελα να πω” – ωστόσο την ξέχασε κι όλας αυτήν την απάντηση και δεν είπε τίποτα, έτσι ώστε ο άνθρωπος έμεινε με την απορία.

(…η μνημειακή ιστορία) Πάντα θα προσεγγίζει το ανόμοιο,θα το γενκεύει και τελικά θα το εξομοιώνει, πάντα θα αμβλύνει τις διαφορές στην υφή των κινήτρων και των αφορμών, ώστε να προβάλλει τις επενέργειες εις βάρος των αιτίων κατά τρόπο μνημειακό, δηλαδή ως πρότυπα άξια για μίμηση, έτσι ώστε, καθώς η μνημειακή ιστορία παραβλέπει όσο της είναι δυνατό τα αίτια, θα μπορούσε κανείς να την χαρακτήριζε -με μια μικρή υπερβολή- ως τη συλλογή των “επενεργειών αυτών καθ’ αυτές”, των επενεργειών ως γεγονότων που θα επενεργούν σε όλες τις εποχές.

Ό,τι γιορτάζεται στις λαϊκές εορτές, στις θρησκευτικές ή πολεμικές επετείους, ουσιαστικά είναι μια τέτοια επενέργεια “καθ’ αυτήν”: αυτή δεν αφήνει τα φιλόδοξα άτομα να αποκοιμιούνται, αυτήν έχουν κλείσει σα φυλαχτό στην καρδιά τους οι ενεργητικοί άνθρωποι, κι όχι την ιστορικά αληθινή σύνδεση αιτίων και αποτελεσμάτων, η οποία, έστω κι αν γινόταν κατανοητή στην εντέλεια, απλώς θα αποδείκνυε ότι στα ζάρια του μέλλοντος και της τύχης δεν είναι ποτέ δυνατόν να ξανάρθει κάτι εντελώς όμοιο.

Σχόλιο #3

Η φωνή του δρόμου, αυτή είναι που κάνει την αλήθεια να ακουστεί. Όχι μια αλήθεια που γεννήθηκε από κάποια πίστη την οποία και αναπαράγει. Όχι μια αλήθεια που ζητά ακολουθητές και μαζοποιημένους στρατιώτες φαντασιακών ή μή κινημάτων. Αλλά την συλλογικοποιημένη προσωπική αλήθεια του καθενός και της καθεμιάς μας. Που είναι τόσο σιωπηρή όσο κι εκκωφαντική, τόσο πολύπλοκη όσο και απλή. Αυτήν που προκύπτει από την καθημερινή ζωή, από την σκέψη, την ανάλυση και την πράξη. Τη συνειδητή σκέψη και πράξη. Που θρυμματίζει τους υπάρχοντες διαχωρισμούς και φτιάχνει αυτούς που θα όφειλε. Ανάμεσα στη δράση, την αναρχική επαναστατική δράση και την απάθεια ή την ανάλωση στη ρουτίνα και το καθήκον. Ανάμεσα στον κόσμο της αξιοπρέπειας και της συνείδησης και αυτόν της αδιαφορίας και της καβάτζας.

Ενάντια σε ένα σύστημα, μια κοινωνία, που καταστρέφεται φτάνοντας στην ουσία του καπιταλιστικού της ονείρου/εφιάλτη. Κι όσο καταστρέφεται τόσο παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, να επεκταθεί, καταστρέφοντας ο,τιδήποτε μπαίνει εμπόδιο σ’ αυτό. Κι η καταστροφή αυτή, στο βαθμό που δεν προκύπτει σαν αποτέλεσμα δικής μας επιθυμίας και σχεδίου, προσπάθειας και αγώνα, ( Όχι επαναστατικά ευχολόγια και αυτοανάλωση. Όχι βουτιά στη συνήθεια, την αναπαραγωγή μικρόκοσμων και των παθογενειών τους. Όχι γκρουπ θέραπυ σε αίθουσες ή στο δρόμο, ούτε και παράδοση στην απουσία σκέψης και προβληματισμού, λόγου και δράσης ) έχει ως ικανή και αναγκαία συνθήκη και τη δική μας καταστροφή. Την καταστροφή των επιθυμιών, των αναγκών, της διαφορετικότητας, της σκέψης, των δομών, των κατακτήσεων, της αλληλεγγύης μας.

Η φωνή του δρόμου λοιπόν πρέπει να ακούγεται, να εξαπλώνεται όσο το δυνατό περισσότερο. Να δυναμώνει αυτή δυναμώνοντας κι εμάς, να ανοίγει νέους αναρχικούς επαναστατικούς δρόμους, κάνοντας στην άκρη τα απαρχαιωμένα αναλυτικά εργαλεία, που ερμηνεύουν την πραγματικότητα με όρους 19ου αιώνα. Την συνειδητή ή όχι αναπαραγωγή λογικών, σε επίπεδο σκέψης αλλά και πράξης, που συνήθιζαν και θα έπρεπε να ανήκουν σε κομμάτια της αριστεράς. Να αποτινάξει την υποταγή στην αναγκαιότητα και την λατρεία της ποσότητας, σε βάρος της ποιότητας.

Και, πολύ βασικό, να βαδίζει με ξεκάθαρες και γνωστοποιημένες προθέσεις που μένουν σταθερές, ανεξάρτητα από τις ευκαιριακές συγκυρίες κι ενάντια σε ό,τι και όποιον περιορίζει την αναρχία και τον αγώνα γι’ αυτήν σε ένα στενά πολιτικό κι ενίοτε πολιτικάντικο κίνημα με ασυνείδητα ή μή, βαθειά νομοτελειακές απόψεις, αγνοώντας ότι το βασικό της προωθητικό στοιχείο είναι ότι αποτελεί πρώτιστα μια τάση. Μια τάση μέσα στην κοινωνία και ενάντια σε αυτήν όπου χρειάζεται. Μια δυναμική τάση συμπόρευσης του ατομικού με το συλλογικό(άτομο σε κοινωνία χωρίς καλλιεργημένη την αίσθηση και την έννοια της κοινότητας,μένει μισό, και κοινότητα χωρίς ολοκληρωμένα και μοναδικά τα άτομα που την αποτελούν είναι καταδικασμένη να καταλήξει στον ολοκληρωτισμό), βαδίζοντας συνειδητά στο μονοπάτι της εξέγερσης.

συνεχίζεται

Έζρα Πάουντ – Εντολή.


Ο Πάουντ, είναι από τους αγαπημένους ποιητές των ανά τον κόσμο φασισταριών, λόγω της πολεμικής του από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης ενάντια στις συμμαχικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Αυτός ήταν και ο λόγος που συνελήφθη και φυλακίστηκε στο στρατόπεδο της Πίζας. Φυλακίστηκε και στην Ουάσινγκτον αλλά απελευθερώθηκε ως ψυχασθενής. Πέθανε το Νοέμβρη του ’72 στη Βενετία.

Η “Εντολή” είναι ένα εξαιρετικό ποίημα του Έζρα Πάουντ, το οποίο βρίσκεται στη συλλογή Lustra. Διαβάζοντάς το, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν υπέρ των δυνάμεων του Άξονα. Αποπνέει δύναμη, αξιοπρέπεια, περηφάνεια, και καλεί σε αγώνα ενάντια σε κάθε εξουσία. Μάλλον τα φασισταριά θα το έχουν διαγράψει/αποκηρύξει το ποίημα αυτό…

Οι στίχοι που είναι σε πλάγια γράμματα δεν ήταν έτσι στο αρχικό ποίημα. Αποτελεί προσωπική επιλογή να τονιστούν με αυτόν τον τρόπο.

Πηγαίνετε, τραγούδια μου, στον ανικανοποίητο και στον μοναχικό,

Πηγαίνετε σ’ αυτόν με τα κουρελιασμένα νεύρα, σ’ αυτόν

που της συμβατικότητας έγινε σκλάβος,

Και δώστε τους την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.

Πηγαίνετε σαν κύμα παγωμένο και πελώριο

Την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.

Μιλήστε για την ασυνείδητη επιβολή,

Μιλήστε για όσους τυραννούν γιατί δεν έχουν φαντασία,

Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.

Πηγαίνετε σ’ εκείνη την αστή που από ανία πεθαίνει,

Πηγαίνετε στων προαστίων τις γυναίκες.

Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους,

Πηγαίνετε στους άτυχα ζευγαρωμένους,

Στη σύζυγο που αγοράστηκε,

Σ’ αυτήν πηγαίνετε που έγινε κληρονόμος.

Πηγαίνετε σ’ εκείνους με τους εξευγενισμένους πόθους,

Πηγαίνετε σ’ αυτούς που οι λεπτές επιθυμίες τους ναυάγησαν,

Πηγαίνετε σαν καταλύτης στη νωθρότητα του κόσμου·

Πηγαίνετε με τις αιχμές σας εναντίον τους,

Δώστε τη δύναμη σε αδύναμες χορδές,

Δώστε κουράγιο στα πλοκάμια και τα φύκια της ψυχής.

Πηγαίνετε με τρόπο φιλικό,

Πηγαίνετε με λόγο θαρρετό.

Αναζητήστε πρόθυμα καινά δαιμόνια, καινούρια αγαθά,

Σταθείτε ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση.

Πηγαίνετε σ’ αυτούς που με τα χρόνια έχουν παχύνει,

Σ’ αυτούς που έχασαν πια τα ενδιαφέροντά τους.

Πηγαίνετε στους έφηβους που μέσ’ την οικογένεια πνίγονται –

Ώ, πόσο αποτρόπαιο είναι αυτό,

Να βλέπεις τρεις γενιές συνωστισμένες στο ίδιο σπίτι!

Κάτι σα δέντρο γέρικο με νέα βλαστάρια,

Και με κλαδιά που πέφτουν και ρημάζουν.

Βγείτε αψηφώντας την κοινή γνώμη,

Εναντιωθείτε στη χλιαρή δουλεία του αίματος,

Εναντιωθείτε σε κάθε είδους εξουσία.

Ρέντσο Νοβατόρε – ΧΙΙ.

Από την μπροσούρα “Προς το δημιουργικό τίποτα” – Αθήνα, Χειμώνας 2012.

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –

Ο νιχιλισμός μας δεν είναι χριστιανικός νιχιλισμός.

Δεν αρνούμαστε τη ζωή.

Όχι! Είμαστε οι μεγάλοι εικονοκλάστες του ψέμματος. Κι όλα

όσα έχουν ανακηρυχθεί “ιερά” είναι ένα ψέμα.

Εμείς είμαστε εχθροί των “ιερών”.

Και για ‘σας ένας νόμος είναι “ιερός”, μια κοινωνία “ιερή”,

μια ηθική “ιερή”, μια ιδέα “ιερή”!

Αλλά εμείς οι κάτοχοι κι εραστές ανελέητης δύναμης και ομορφιάς με ισχυρή θέληση,

της γοητευτικής ιδέας – εμείς, οι εικονοκλάστες όλων των καθαγιασμένων – γελάμε σατανικά,

με ένα κομψό, ευρύ και κοροϊδευτικό γέλιο.

Γελάμε…

Και γελώντας, στρέφουμε το τόξο της παγανιστικής μας θέλησης για τη διαρκή απόλαυση, τεντωμένο προς την πλήρη ακεραιότητα της ζωής

Και γράφουμε τις αλήθειες μας με γέλιο.

Και γράφουμε τα πάθη μας με αίμα.

Και γελάμε!…

Γελάμε το κομψό, υγιές και κόκκινο γέλιο του μίσους.

Γελάμε το κομψό μπλε και φρέσκο γέλιο της αγάπης.

Γελάμε!

Αλλά γελώντας, θυμόμαστε, με μέγιστη σοβαρότητα, να είμαστε ο νόμιμος απόγονος

κι ο επάξιος κληρονόμος μιας σπουδαίας ελευθεριακής αριστοκρατίας, που μας μετέδωσε

σατανικά ξεσπάσματα τρελού ηρωισμού στο αίμα,

και κύματα ποίησης μονοφωνιών, τραγουδιών στη σάρκα!

Ο εγκέφαλός μας είναι μια λαμπερή πυρά, όπου η φωτιά των σκέψεων

καίει σε χαρούμενα βάσανα.

Ο νους μας είναι μια μοναχική όαση, συνέχεια ανθισμένη και κεφάτη,

όπου μυστική μουσική τραγουδάει την περίπλοκη μελωδία του

φτερωτού μας μυστηρίου.

Και στον εγκέφαλό μας όλοι οι άγγελοι των βουνών μας κραυγάζουν,

στη σάρκα μας όλες οι θύελλες της θάλασσας μας φωνάζουν,

όλες οι Νύμφες του Κακού, τα όνειρά μας είναι πραγματικοί παράδεισοι

κατοικημένοι από παρθένες μούσες.

Είμαστε οι αληθινοί δαίμονες της Ζωής.

Οι πρόδρομοι του χρόνου.

Οι πρώτες αναγγελίες!

Η ζωτική αφθονία μας μας μεθάει με δύναμη και περιφρόνηση.

Μας διδάσκει να περιφρονούμε το θάνατο.