OTTO RUHLE – H Επανάσταση δεν είναι κομματική υπόθεση.

Αυτό είναι το πρώτο μέρος της μετάφρασης, θα ακολουθήσουν άλλα τρία. Είχε κυκλοφορήσει ως μπροσουράκι τον Νοέμβρη του 2007 στον Πειραιά.
Η έκδοσή της σαφώς και δεν έγινε με γνώμονα την “ιδεολογική συμφωνία με τα όσα αναφέρει – δεν θα μπορούσε άλλωστε, αφού πιστεύει στην κεντρικότητα της εργατκής τάξης (ενώ ο μεταφραστής δεν πιστεύει καν στη ύπαρξή της πλέον) και στη δκτατορία του οργανωμένου σε συμβούλια προλεταριάτου (συμβούλια και δικτατορία δεν είναι και ό,τι πιο ταιριαστό).  Κρίθηκε όμως ότι η ιστορική περίοδος στην οποία αναφέρεται, η αντικοινοβουλευτική οπτική του καθώς και το θέμα με το οποίο ασχολείται, είναι τουλάχιστον ενδιαφέροντα προς μελέτη.  Κι αυτό, όχι απλά για την κατανόηση των τότε συνθηκών, αλλά κυρίως για να γίνει αντιληπτό πως κάποια πράγματα, κάποιες καταστάσεις, κάποιες πρακτικές και αντιλήψεις, παραμένουν διαχρονικά στο πλευρό και την υπηρεσία της Αντίδρασης, όντας ολόψυχα και συνειδητά δοσμένες σε αυτόν τον σκοπό.

Ο κοινοβουλευτισμός εμφανίστηκε με την κυριαρχία της αστικής τάξης. Τα πολιτικά κόμματα εμφανίστηκαν με τον κοινοβουλευτισμό.
Στα κοινοβούλια, η αστική εποχή βρήκε την ιστορική αρένα για τις πρώτες της αψιμαχίες με το στέμα και τους ευγενείς.  Οργανώθηκε πολιτικά και έδωσε στη νομοθεσία μια μορφή τέτοια που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός όμως δεν είναι κάτι ομοιογενές. Τα διάφορα στρώματα και  ομάδες συμφερόντων στο εσωτερικό των αστών, ανέπτυξαν διαφορετικής φύσης αιτήματα το κάθε ένα. Με σκοπό την ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων, τα δημιουργηθέντα κόμματα έστειλαν τους αντιπροσώπους τους και τους ακτιβιστές τους στα κοινοβούλια. Το κοινοβούλιο λοιπόν έγινε ένα φόρουμ, έναςχώρος για όλες τις μάχες της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας., αρχικά για τη νομοθετική εξουσία, στη συνέχεια όμως μέσα στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού συστήματος, για την εκτελεστική εξουσία. Οι κοινοβουλευτικοί αγώνες όμως, ως αγώνες μεταξύ κομμάτων είναι απλά διαμάχες στα λόγια. Προγράμματα, δημοσιογραφικού τύπου πολεμικές, φυλλάδια, αναφορές, συνεδριάσεις, προτάσεις, διαμάχες αποφάσεις, … μόνο λόγια.
Το κοινοβούλιο εκφυλίστηκε σε ένα χώρο συζήτησης (όλο και πιο πολύ με το πέρασματου χρόνου). Από την αρχή όμως, τα κόμματα δεν ήταν παρά απλές μηχανές προετοιμασίας για τις εκλογές.Δεν ήταν τυχαίο πως αρχικά ονομάζονταν “εκλογικοί συνεταιρισμοί”. Η αστική τάξη, ο κοινοβουλευτισμός και τα πολιτικά κόμματα, ασκούσαν αμοιβαία αλληλεπίδραση. Ο καθένας είναι απαραίτητος στους άλλους- κανείς δε νοείται χωρίς αυτούς. Σημαδεύουν την πολιτική φυσιογνωμία του αστικού συστήματος, του αστικού καπιταλιστικού συστήματος. Η επανάσταση του 1848 ήταν νεογέννητη, το δημοκρατικό κράτος όμως, το ιδεώδες της αστικής εποχής, είχε ήδη εγκατασταθεί. Η αστική τάξη, ανίσχυρη και δειλή από τη φύση της, δεν επέδειξε δύναμη και θέληση στη μάχη για την πραγματοποίηση των αιτημάτων της. Συνυπήρξε συμβιβαζόμενη με το στέμμα και τους ευγενείς, όντας ευχαριστημένη με το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται οικονομικά τις μάζες, υποβιβάζοντας έτσι τον κοινοβουλευτισμό σε παρωδία.
Δημιουργήθηκε λοιπόν στους εργάτες η ανάγκη να στείλουν αντιπροσώπους στο κοινοβούλιο,οι οποίοι πήραν από τα προδοτικά χέρια της αστικής τάξης τα δημοκρατικά αιτήματα, διενήργησαν μια ενεργητική προπαγάνδα υπεράσπισής τους, και προσπάθησαν να τα καταστήσουν μέρος της νομοθεσίας.
Η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε ένα μίνιμουμ δημοκρατικό πρόγραμμα με αυτό το περιεχόμενο: Ένα πρόγραμμα άμεσων και πρακτικών αιτημάτων, προσαρμοσμένων στην αστική περίοδο. Η κοινοβουλευτική τους δραστηριότητα κυριαρχήθηκε από το πρόγραμμα αυτό, αλλά και από ένα ενδιαφέρον να κερδηθούν τα πλεονεκτήματα ενός νομιμοποιημένου σχεδίου δράσης για την εργατική τάξη και την πολιτική της δραστηριότητα, μέσω της κατασκευής και τελειοποίησης μιας φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας.
Όταν ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ πρότεινε την άρνηση ανάληψης κοινοβουλευτικών θέσεων, ήταν ζήτημα αδυναμίας να κατανοηθεί η ιστορική συγκυρία. Εάν η σοσιαλδημοκρατία ήθελε να είναι αποτελεσματική ως πολιτική, ως πολιτικό κόμμα, θα έπρεπε να μπει στο κοινοβούλιο. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να δράσει και να αναπτυχθεί πολιτικά.
Όταν οι συνδικαλιστές απομακρύνθηκαν από τον κοινοβουλευτισμό και στράφηκαν στον αντικοινοβουλευτισμό, αυτό ενίσχυσε την εκτίμησή τους πως αυξανόταν η κενότητα και διαφθορά της κοινοβουλευτικής πρακτικής. Στην πράξη όμως, ζητούσαν από τη σοσιαλδημοκρατία κάτι αδύνατο: Να  πάρει μια θέση αντίθετη με την ιστορική συγκυρία και να απαρνηθεί τον εαυτό της.  Δεν μπορούσε να υιοθετήσει αυτήν την οπτική – έπρεπε να μπει στο κοινοβούλιο. Το K.P.D., έχει επίσης γίνει πολιτικό κόμμα με την ιστορική έννοια του όρου,  όπως το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα  και οι  ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες ( U.S.P.D.).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *