Αρχείο κατηγορίας Θέσεις

Προβοκάροντας τα δίκια του λαού…

Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από εδώ : http://diskordia.squat.gr/2013/01/30/%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B2%CE%BF%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B1-%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%8D/

63

Εδώ και αρκετό, υπό το πρίσμα της κοινωνικής στροφής (ή ανοίγματος) των αντιεξουσιαστών, έχουν ξεσπάσει συζητήσεις επί συζητήσεων σχετικά με την ιδεολογική περιχαράκωση, τις ελιτίστικες νοοτροπίες… Το πρόβλημα που εντοπίζουμε είναι ότι στο όνομα αυτής της απεύθυνσης αρκετές φορές ο λαϊκισμός βαφτίζεται διαλλακτικότητα και κάθε τιεπαναστατικό ελιτισμός.
Αρχικά, τοποθετώντας τον εαυτό μας ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο αλλά και τις σχέσεις εξουσίας που διέπουν το κοινωνικό σύνολο (ρατσισμό, σεξισμό, κανονικότητα κτλ.) αναγνωρίζουμε πως είμαστε μια αισχρή μειοψηφία. Δεν είμαστε όμως ούτε η πεφωτισμένη μειοψηφία, ούτε οι γαμάτοι της πόλης που πρέπει να διδάξουν τους υπόλοιπους. Η σημαντική διαφορά με τις όποιες πρωτοπορίες είναι ότι αυτές θέτουν τον εαυτό τους ως τέτοιο, ψάχνουν ακολουθητές και αυτόματα αναπαράγουν την ιεραρχία. Τέτοιες πρωτοπορίες συναντάμε συχνά στην επαναστατική ιστορία, και με κάθε ευκαιρία τις πολεμάμε. Η πιο κλασσική είναι η κομματική πρωτοπορία και ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός του Λένιν, μια αυτόκλητη κλειστή γκρούπα που θα σώσει την εργατική τάξη, εν ονόματι της αλλά με την ίδια σε ρόλο θεατή (άντε στην καλύτερη σε ρόλο υπαλλήλου). Μία πιο μιλιταριστική εκδοχή είναι η ένοπλη πρωτοπορία, το ένοπλο κόμμα με πιο αιρετικές λενινιστικές αναφορές (π.χ. 17 Νοέμβρη). Με άλλα λόγια, όταν πράττεις στο όνομα ενός συνόλου (εργατική τάξη, λαός) χωρίς να συμμετέχει το σύνολο παίρνεις τον ρόλο του μεσσία.
Η μειοψηφική μας δράση δεν γίνεται στο όνομα κανενός πέρα από τους εαυτούς μας και τους εκάστοτε συντρόφους μας, ασχέτως αν στοχεύει σε μια καθολική απελευθέρωση. Ο καθένας μπορεί να συμπράξει με μας, να μας κριτικάρει, να κάνει κάτι διαφορετικό το οποίο θα μας εμπνεύσει να εξελιχθούμε. Είναι σαφές ότι δεν ψάχνουμε κανένα ποίμνιο, αυτή είναι και στην ουσία η αυτοργάνωση. Εν ολίγοις πρωτοπορία δεν σε καθιστούν από μόνα τους τα μέσα σου (βίαια ή μη), ούτε το πόσο θίγει ο πολιτικός σου λόγος το κοινωνικό σύνολο.
Η διαμάχη αυτή οξύνθηκε με ορόσημο το κίνημα των πλατειών. Ένας εθνικός όχλος θίχτηκε από τον αντίστοιχο Ισπανικό («Κάντε ησυχία μηνξυπνήσουμε τους Έλληνες»), και οι μικροαστοί έβαλαν τα καλά τους (τα λάβαρα και την
αγανάκτηση) για να καταλάβουν τις πλατείες. Δεν θέλουμε να στηλιτεύσουμε όσους πήγαν στις πλατείες για την οποιαδήποτε παρέμβαση, αλλά αυτούς που έγιναν «ένα με τον κόσμο», και ακόμα εκθειάζουν τον «Ιούνη της άμεσης δημοκρατίας». Στην καλύτερη περίπτωση, όποιος είδε τους Αγανακτισμένους σαν ελπιδοφόρο κίνημα, τοποθέτησε την ταξική-οικονομική σχέση σαν κεντρική απέναντι στις άλλες (δηλαδή αφού αντιδρούμε όλοι μαζί ενάντια στο μνημόνιο, στην άκρη ο πατριωτισμός, η ξενοφοβία, η ομοφοβία, κλπ). Βέβαια, επειδή ούτε καν ταξικά χαρακτηριστικά δεν πήρε η Πλατεία, παρά μόνο μια θολή εναντίωση στους πολιτικούς και τους πλούσιους, κυρίως τους ξένους, η παρακαταθήκη της είναι η ενίσχυση της ακροδεξιάς (Χρυσή Αυγή, ΑΝΕΛ, ΕΠΑΜ από την πάνω πλατεία), το κινηματικό άλλοθι της αριστεράς (κάτω πλατεία) και μια φαγούρα για μαζικότητα από πλευράς αρκετών αντιεξουσιαστών.
Ένα χρόνο μετά τους Αγανακτισμένους, η άνοδος της Χρυσής Αυγής έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο στο λαϊκισμό, «να μην αφήσουμε τον κόσμο που είναι απελπισμένος στα χέρια των φασιστών». Το μούδιασμα ενός πολιτικού χώρου μπροστά στις αναπάντεχες εξελίξεις, έριξε τα προσχήματα και είδαμε πρωτοφανής κινήσεις: συμμετοχή σε διαμαρτυρίες ενάντια στους επίσημους στις παρελάσεις (η παρέλαση δεν μας πειράζει, ούτε ο στρατός, μόνο οι επίσημοι), αντιγερμανική διαδήλωση ενάντια στην έλευση της Μέρκελ (πατριωτική φιέστα όπου συνυπάρχουν ΟΥΚάδες, ακροδεξιοί και αριστεροί, αντιεξουσιαστές(?), με το συνοδευτικό μπάχαλο), και γενικά μια ξεκάθαρη αποστροφή σε καυστικά συνθήματα που κάποτε δονούσαν τις πορείες των αναρχικών, με αντίστοιχα αυξημένη ανεκτικότητα σε ελληνικές σημαίες, μάτσο φρασεολογίες, συμπόρευση με το ΕΠΑΜ…

Το δια ταύτα (σκέψεις από τον ιδεολογικό μας θρόνο)

Θα κάνουμε εδώ μια αναφορά στο αρχαιοελληνικό κόσμο, να αγγίξουμε κι εμείς τον μπάρμπα-Γιώργο που του έκοψαν τη σύνταξη (sic!). Ο ιδιώτης στην αρχαία Αθήνα, δηλαδή αυτός που δεν ασχολείται με τα πολιτικά (σε οποιαδήποτε μορφή) ήταν ο βλάκας που κανένας δεν θα λογοδοτούσε σ’ αυτόν για τα πολιτικά ζητήματα. Κι επειδή ανέκαθεν οι πλειοψηφίες παρατηρούσαν την ιστορία από τους καναπέδες τους (και τα αντίστοιχα έπιπλα του παρελθόντος), νιώθουν ανασφάλεια σε όποιον τους προτείνει να αυτενεργήσουν. Ε λοιπόν, οι οποιεσδήποτε πολιτικές μειοψηφίες (εξουσιαστικές, αντιεξουσιαστικές ή οτιδήποτε) μπορεί να είναι σύμμαχος, φίλος, μακρινός ή εχθρός ενός επαναστατικού κινήματος, και εκεί διακυβεύεται η μάχη. Οι αδιάφοροι δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο για τις δράσεις μας.
Η κρίση ανακάτεψε το σχετικά αδρανές μίγμα της ελληνικής ησυχίας, και ώθησε περισσότερους ανθρώπους να θέλουν να κάνουν κάτι. Δεν εξαφάνισε όμως ούτε την ανάθεση, την θέληση να βρεθεί ο μεσσίας, ούτε τον εθνικισμό, ίσα ίσα. Αν κάποιος είτε από οπτιμιστικό σκεπτικό (ο λαός είναι μαζί μας, είμαστε σε προεπαναστατική περίοδο) είτε από πεσιμιστικό (όλα πάνε κατά διαόλου, αν δεν λαϊκίσουμε θα εξαφανιστούμε) ρίχνει το βάρος στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα, γίνεται ένας κοινός ψηφοθήρας ακόμη κι αν δεν έχει ψηφοδέλτιο.
Σίγουρα επιζητάς συντρόφους στον κοινωνικό πόλεμο, κι εμείς δεν φυτρώσαμε ούτε ήρθαμε με διαστημόπλοιο από τον πλανήτη Ουτοπία, είμαστε κομμάτι της κοινωνίας. Όταν εξωτερικεύουμε τον λόγο μας, επικαλούμαστε την κριτική του καθενός και
όχι την αγελαία του παρόρμηση λες και είμαστε κερκίδα. Επίσης δεν χρησιμοποιούμε αφορισμούς, θίγουμε θεσμούς και συμπεριφορές, τόσο όταν τις βλέπουμε σε πολιτικές ελίτ, όσο κι όταν τις βλέπουμε στην πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου.

 

Ενάντια στον κοινωνικό ρεφορμισμό

Ενάντια στον κοινωνικό ρεφορμισμό

 

Αυτό που καθορίζει την “πολιτική εικόνα” του αναρχικού κινήματος στις διάφορες περιόδους δεν είναι τόσο πολύ οι πάγιες αντιεξουσιαστικές του θέσεις, οι οποίες στα βασικά τους χαρακτηριστικά είναι λίγο-πολύ γνωστές, αλλά η νοοτροπία που τις εκφράζει και τις διαχέει τη δεδομένη ιστορική στιγμή. Επίσης τίθεται και ένα ζήτημα, κατά πόσο αυτές οι θέσεις εμπλουτίζονται και μετασχηματίζονται ή κατά πόσο μένουν στάσιμες και μετατρέπονται σε “ιδεολογία”.

Ποια είναι λοιπόν η πραγματικότητα εντός του αναρχικού κινήματος σήμερα. Νομίζω σημαντικό στοιχείο που απλοποιεί αρκετά κάποια ενδεχομένως περίπλοκα φαινόμενα είναι ο παράγοντας “κρίση”. Σε καιρούς σχετικής ευημερίας όπως οι προηγούμενες δύο δεκαετίες τα “οικονομικά” ζητήματα καταλάμβαναν μικρότερο χώρο στην πολιτική ατζέντα της αναρχίας. Το ίδιο ισχύει και με την “εργασία”. Βέβαια ανέκαθεν υπήρχαν κινητοποιήσεις με οικονομικά και εργατικά χαρακτηριστικά και αιτήματα αλλά μόνο εν μέσω κρίσης συζητούνται η οικονομία και η εργασία κατεξοχήν ως συνθήκες και ως κοινωνικές σχέσεις.

Και δυστυχώς ο αναρχικός χώρος έπεσε στην πολιτική “λούμπα” των ακροαριστερών του καταβολών από της οποίες ένα μεγάλο κομμάτι του ποτέ δε ξέκοψε οριστικά. Σήμερα σχεδόν ολόκληρος ο αναρχικός λόγος περιστρέφεται γύρω από οικονομίστικες και εργατίστικες αντιλήψεις. Φαίνεται να ξεχνιέται σιγά-σιγά η κριτική που ασκούσε ο αναρχικός χώρος στην κοινωνία και στην εργατική τάξη μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης και να μπαίνει αισχρά κάτω από το χαλί ώστε να πάρει τη θέση της ένας νεόκοπος κοινωνισμός που θέτει ως ύψιστο καθήκον του αναρχικού επαναστάτη τη ζύμωση με οποιοδήποτε υποκείμενο δέχεται οικονομική καταπίεση και εκμετάλλευση ή χάνει η δουλειά του, το εισόδημα του κλπ.

Πάνω λοιπόν στον πανικό να προβάλλει ο χώρος, σαν άλλη αριστερά, “ένα όραμα για μια άλλη κοινωνία”, ξεχύθηκε στις μάζες δημιουργώντας  ή συμμετέχοντας σε διάφορα εγχειρήματα όπως  κουζίνες, αντιμαθήματα, παζάρια, καλλιέργειες, εργαστήρια κατασκευών κ.α. Το ζήτημα βέβαια είναι πως αφενός κανένα από τα παραπάνω δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα εάν δε συμμετέχουν πολιτικοποιημένα άτομα και αφετέρου κανένα δεν έχει συνάφεια με τον σταθερό αναρχικό στόχο της επανάστασης. Μια αυτοοργανωμένη κουζίνα παραμένει ένας τρόπος κάλυψης της ανάγκης για φαγητό όσοι αναρχικοί και να συμμετέχουν. Επίσης τα προλεταριακά και κοινωνικά κομμάτια  που ίσως συμμετέχουν, έρχονται να καλύψουν αυτήν τους ακριβώς την ανάγκη και όχι να συνωμοτήσουν για την επανάσταση. Ο ίδιος άνθρωπος μπορεί κάλλιστα αύριο να φάει στο συσσίτιο την τοπικής ενορίας ή του δήμου. Όσες πολιτικές συζητήσεις και να λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις εκδηλώσεις δεν αμφισβητείται πρακτικά καμία σοβαρή όψη της κυριαρχίας, ούτε μετασχηματίζεται η συνείδηση του κόσμου.

Επίσης ξεφύτρωσαν διάφορες “λαϊκές” συνελεύσεις. Με λίγα λόγια καλείται ένας αναρχικός να “ζυμωθεί” με δεκάδες διαφορετικά, αλληλοεχθρικά και εχθρικά προς την επανάσταση υποκείμενα, τα οποία τυχαίνει σε κάποια χρονική συγκυρία να έχουν ένα κοινό πρόσκαιρο συμφέρον. Το συμφέρον είναι λέξη κλειδί γιατί μπορεί να θεωρηθεί και ως το ακριβώς αντίθετο της συνείδησης.

Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα είναι σιγά-σιγά ξεμακραίνει η πιθανότητα του επαναστατικού πολέμου καθώς η ολιστική απόρριψη του σήμερα πάει περίπατο λόγω της οικονομίστικης/εργατίστικης εμμονής. Επανέρχεται αυτή η σιχαμερή ρεφορμιστική ιδεοληψία των αντικειμενικών συνθηκών και της προτεραιότητας της αφύπνισης των μαζών.

Όμως ο πόλεμος δεν είναι θεωρητική άποψη αλλά γεγονός. Και αν ακόμα κάποιες τάσεις ή άτομα δε θεωρούν απλά και μόνο την ύπαρξη του σημερινού συστήματος αιτία πολέμου δεν μπορούν πλέον να κλείνουν τα μάτια στην πραγματικότητα που ξετυλίγεται άγρια μπροστά μας. Είμαστε στο στόχαστρο του κράτους. Και είμαστε ως αναρχικοί, όχι σαν προλετάριοι ή σαν φοιτητές κλπ. Και η ανάμειξη με τη μάζα δε θα μας σώσει, ούτε μας έσωσε ποτέ.

Ο πόλεμος λοιπόν υπάρχει ακόμα και αν το μεγαλύτερο κομμάτι του χώρου δεν πολεμάει. Και δε θα μπορέσει να πολεμήσει αν δεν αποβάλλει τώρα που έχει ακόμα χρόνο τις αριστερές ρεφορμιστικές του αυταπάτες. Η επανάσταση δεν είναι μελλοντικό γεγονός, είναι ζήτημα του σήμερα, του τώρα. Η επανάσταση ή θα στοχεύει στην εκμηδένιση του κρατικοκαπιταλιστικού συμπλέγματος και της κοινωνίας και του πολιτισμού του ή θα είναι κατ’ ευφημισμόν επανάσταση. Η ζωή εκδηλώνεται στο τώρα και δεν περιμένει τις μάζες για τις οποίες δεν είμαστε και σίγουροι ότι θα εξεγερθούν κάποια στιγμή. Και δεν θα την ελευθερώσουμε από το σημερινό της κλουβί για να τη θέσουμε και πάλι πίσω από τα κάγκελα μιας κοινωνίας που θα έχει μετασχηματιστεί απλά παραγωγικά, διατηρώντας όλο το υπόλοιπο πολιτιστικό εξάμβλωμα και τη νοοτροπία της κοινωνίας-μάζας.

Συνηθίζουν πολλοί να λένε με χαιρέκακο στόμφο πως ”η επανάσταση δεν είναι θέμα μιας χούφτας φωτισμένων”. Λοιπόν δεν είναι ούτε υπόθεση γενικά και αόριστα των μαζών, οι οποίες συντηρούν το σύστημα και στην καλύτερη περίπτωση θέλουν ένα νέο σύστημα καλύτερο και πιο συμφέρον από το σημερινό.

Η επανάσταση είναι η απάντηση των συνειδητοποιημένων και ελεύθερων ατομικοτήτων στον πόλεμο που κήρυξε η εξουσία εναντίον τους. Η επανάσταση είναι ο δικός τους τωρινός, πραγματικός πόλεμος ενάντια στον τωρινό, πραγματικό πόλεμο των τυράννων. Η επανάσταση είναι η κραυγή των εξεγερμένων ατομικοτήτων, όσες και να είναι, για αναρχία και ελευθερία εδώ και τώρα. Ας θάψουμε μια για πάντα τις αντιλήψεις του κεφαλαίου, της εξουσίας και των σκλάβων τους. Ας επιτεθούμε με ατόφιο μίσος στο πολιτισμικό και κοινωνικό οικοδόμημα τώρα που “μπάζει” από παντού.  Ας διαρρήξουμε τις στεγανές ταυτότητες και τους ρόλους που μας έχουν επιβληθεί, με τη δύναμη του εξεγερμένου εγώ. Η ήττα ή η νίκη δεν παίζει τόσο ρόλο. Η συνείδηση δεν κρίνεται εκ του αποτελέσματος αλλά από τις πράξεις. Το δίλημμα δεν είναι πλέον επανάσταση ή όχι, αλλά ατομικιστικός μηδενισμός ή κοινωνικός ρεφορμισμός.

ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ-Του Γιόχαν Μοστ και της Έμμα Γκόλντμαν

ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ

Για τους περισσότερους Αμερικάνους η Αναρχία είναι μια κακόφημη λέξη˙ ένα άλλο όνομα για την ανομία, τη διαστροφή και το χάος. Οι Αναρχικοί θεωρούνται σαν ένα κοπάδι αχτένιστων, άπλυτων και άθλιων τυχοδιωκτών, που έχουν την τάση να σκοτώνουν τους πλούσιους και να μοιράζονται το κεφάλαιό τους. Η Αναρχία ωστόσο στην ουσία εκφράζει, για τους υποστηρικτές της, μια κοινωνική θεωρία η οποία αφορά την συνένωση των κοινωνικών τάξεων με την απουσία κάθε κυβέρνησης ανθρώπου από άνθρωπο˙ εν συντομία, εκφράζει την απόλυτη ατομική ελευθερία.

Αν η έννοια της Αναρχίας έχει μέχρι τώρα ερμηνευθεί ως ένα στάδιο υπέρτατης αναταραχής, αυτό γίνεται επειδή οι άνθρωποι έχουν διδαχτεί πως τα ζητήματά τους είναι ρυθμιζόμενα (στμ. από το Κράτος), ότι κυβερνώνται σωστά και πως η εξουσία είναι αναγκαία.

 

Τους περασμένους αιώνες καθένας που υποστήριζε πως η ανθρωπότητα θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς την βοήθεια εγκόσμιας και πνευματικής εξουσίας, θεωρούνταν τρελός και είτε τον έστελναν στο φρενοκομείο είτε καιγόταν στην πυρά˙ σήμερα ωστόσο, εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες είναι άπιστοι/ες που περιφρονούν την ιδέα ενός υπερφυσικού όντος.

Οι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι του σήμερα, για παράδειγμα, εξακολουθούν να πιστεύουν στην αναγκαιότητα του Κράτους, το οποίο προστατεύει την κοινωνία˙ δεν επιθυμούν να γνωρίζουν την ιστορία των βάρβαρων θεσμών μας. Δεν καταλαβαίνουν πως κυβέρνηση δεν μπορούσε και δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς καταπίεση˙ πως κάθε κυβέρνηση έχει κάνει σκοτεινές πράξεις και τεράστια εγκλήματα ενάντια στην κοινωνία. Η ανάπτυξη της κυβέρνησης έχει βασιστεί στην τάξη, το δεσποτισμό, τη μοναρχία, την ολιγαρχία, την πλουτοκρατία, αλλά πάντα γινόταν τυραννία.

Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ορθολογικών και καλοπροαίρετων ανθρώπων που αγωνιούν ώστε να καλυτερέψουν τις υπάρχουσες συνθήκες, αλλά δεν έχουν χειραφετηθεί επαρκώς από τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες των σκοτεινών εποχών, έτσι ώστε να καταλάβουν την αληθινή ουσία του οργάνου που ονομάζεται κυβέρνηση.

«Πως μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς κυβέρνηση;» ρωτούν οι άνθρωποι. «Αν η κυβέρνησή μας είναι κακή ας έχουμε μία καλή, αλλά πρέπει να έχουμε κυβέρνηση οπωσδήποτε».

Το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «καλή κυβέρνηση», επειδή η ύπαρξή της βασίζεται από την υποταγή μιας τάξης στη δικτατορία μιας άλλης. «Αλλά οι άνθρωποι πρέπει να κυβερνώνται», επισημάνει κάποιος˙ «πρέπει να καθοδηγούνται από νόμους». Ωραία, αν οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται σαν παιδιά τα οποία πρέπει να καθοδηγηθούν, τότε ποιος είναι τόσο τέλειος, τόσο συνετός, τόσο άψογος ώστε να δύναται να κυβερνήσει και να καθοδηγήσει τους υπηκόους του;

Εμείς υποστηρίζουμε πως ο κάθε άνθρωπος μπορεί και πρέπει να κυβερνάται από τον εαυτό του μόνο. Αν οι άνθρωποι είναι ανώριμοι, τότε και ο κάθε εξουσιαστής είναι εξίσου ανώριμος. Πρέπει ένας άνθρωπος, ή ένας μικρός αριθμός ανθρώπων, να ηγείται όλων των εκατομμυρίων τυφλών ανθρώπων που συνθέτουν ένα έθνος;

«Αλλά πρέπει να έχουμε κάποια εξουσία, στην τελική», είπε ένας αμερικάνος φίλος μας. Ουσιαστικά πρέπει, και την έχουμε˙ είναι η αναπόφευκτη εξουσία των φυσικών νόμων, που εκφράζονται ως τέτοιοι στον υλικό και κοινωνικό κόσμο. Μπορεί να τους καταλαβαίνουμε ή να μην τους καταλαβαίνουμε αυτούς τους νόμους, αλλά πρέπει να υπακούμε σ’ αυτούς σαν να είναι μέρος της ύπαρξής μας˙ είμαστε οι απόλυτοι σκλάβοι αυτών των νόμων, αλλά σε μια τέτοια σκλαβιά δεν υπάρχει ταπείνωση. Η σκλαβιά όπως νοείται σήμερα, σημαίνει έναν εξωτερικό αφέντη, ένα νομοθέτη εκτός αυτών τους οποίους ελέγχει˙ ενώ οι φυσικοί νόμοι δεν είναι έξω από εμάς- είναι μέσα μας˙ ζούμε, σκεφτόμαστε, κινούμαστε μόνο μέσω αυτών των νόμων˙ είναι επομένως ευεργέτες και όχι εχθροί μας.

Είναι οι νόμοι του ανθρώπου, οι νόμοι στα νομικά μας βιβλία, σε συμφωνία με τους νόμους της Φύσης; Κανένας, νομίζουμε, δεν μπορεί να έχει την τόλμη να επιβεβαιώσει πως είναι.

Είναι επειδή οι νόμοι που ορίζονται για μας δεν είναι σε συμφωνία με τους νόμους της Φύσης και η ανθρωπότητα υποφέρει από τόσες πολλές αρρώστιες. Είναι παράλογο να μιλάμε για ανθρώπινη ευτυχία εφόσον οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι.

Δεν ανησυχούμε που πολλοί άνθρωποι εναντιώνονται με τόση πικρία στην Αναρχία και τους υπέρμαχούς της, γιατί απαιτεί πολύ ριζοσπαστικές αλλαγές στις υπάρχουσες αντιλήψεις, αφού αυτές προσβάλλουν αντί να κατευνάζουν με τον ζήλο της προπαγάνδας τους.

Κυρήσσουν την υπομονή και αποδοχή του αναπόφευκτου στους φτωχούς και τους υπόσχονται ανταμοιβή στη συνέχεια. Τι νόημα έχει για τον εξαθλιωμένο περιθωριακό, ο οποίος δεν έχει τόπο που να μπορεί να αποκαλέσει δικό του, που λαχταρά ένα κομμάτι ψωμί, ότι οι πύλες του Παράδεισου θα είναι πιο ανοιχτές γι’ αυτόν παρά για τον πλούσιο στο μέλλον; Στην όψη της τεράστιας αθλιότητας των μαζών τέτοιες υποσχέσεις μοιάζουν με πικρή ειρωνεία.

Έχω συναντήσει ελάχιστες έξυπνες γυναίκες και άντρες που έντιμα και συνειδητά μπορούν να υπερασπίζονται τις υπάρχουσες κυβερνήσεις˙ συμφωνούν ακόμα σε πολλά σημεία μαζί μου, αλλά τους λείπει το ηθικό σθένος να κάνουν ένα βήμα μπροστά και να δηλώσουν τη συμπάθειά τους στις αναρχικές αρχές.

Εμείς που έχουμε επιλέξει αυτό το μονοπάτι, που ορίζεται από τις πεποιθήσεις μας, αντιτασόμαστε στην οργάνωση που αποκαλείται Κράτος, βάση αρχών, διεκδικώντας το δικαίωμα του να δουλεύεις και να απολαμβάνεις τη ζωή εξ’ ίσου με όλους τους άλλους.

Όταν κάποτε απελευθερωθούν από τους περιορισμούς της εξωτερικής εξουσίας, οι άνθρωποι θα περάσουν στις ελεύθερες σχέσεις˙ αυθόρμητες οργανώσεις θα ξεφυτρώσουν σε όλα τα μέρη του κόσμου και καθένας θα συμβάλει στη δική του και την κοινή ευημερία μέσω όσης εργασίας μπορεί αυτός ή αυτή να κάνει και επίσης καταναλώνοντας σύμφωνα με τις ανάγκες του. Όλες οι σύγχρονες τεχνικές εφευρέσεις και ανακαλύψεις θα χρησιμοποιηθούν για να κάνουν την εργασία εύκολη κι ευχάριστη. Η επιστήμη, η κουλτούρα και η τέχνη θα χρησιμοποιούνται ελεύθερα για να τελειοποιήσουν και να ανυψώσουν την ανθρώπινη φυλή, ενώ ταυτόχρονα η γυναίκα θα είναι ισότιμη με τον άντρα.

«Ωραία ακούγονται», απαντά κάποιος, «αλλά οι άνθρωποι δεν είναι άγγελοι, είναι εγωιστές».

Και τι έγινε; Ο εγωισμός δεν είναι έγκλημα˙ έγκλημα γίνεται μόνο όταν οι συνθήκες είναι τέτοιες που δίνουν σ’ ένα άτομο την ευκαιρία να ευχαριστεί τον εγωισμό του εις βάρος των άλλων. Σε μια αναρχική κοινωνία ο καθένας θα ψάχνει να ικανοποιήσει το εγώ του˙ όμως, όπως η Μητέρα Φύση έχει κανονίσει τα πράγματα έτσι ώστε να επιβιώνουν μόνο όσοι έχουν τη βοήθεια των γειτόνων τους [1], ο άνθρωπος, για την ικανοποίηση του εγώ του, θα επεκτείνει τη βοήθειά του σ’ αυτούς που θα τον βοηθούν, και τότε ο εγωισμός δεν θα είναι κατάρα αλλά ευλογία.

Ένα στιλέτο στο ένα χέρι, μια δάδα στο άλλο, και όλες οι τσέπες του γεμάτες με βόμβες δυναμίτη: αυτή είναι η εικόνα του Αναρχικού, όπως την έχουν σχηματίσει οι εχθροί του. Του φαίνονται σαν μια απλή μίξη ενός ανόητου και ενός απατεώνα, που μοναδικός του σκοπός είναι να φέρει στον κόσμο τα πάνω κάτω (topsy turvy), και τα μόνα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού, είναι να σκοτώνει οποιονδήποτε διαφέρει από τον ίδιο. Η εικόνα είναι μια άσχημη καρικατούρα, αλλά για τη γενική της αποδοχή δεν είναι για να απορεί κανείς, εξετάζοντας το πόσο επίμονα έχει σχηματιστεί αυτή η ιδέα στο μυαλό του κοινού. Εν τούτοις, πιστεύουμε πως η Αναρχία (η οποία είναι η ελευθερία κάθε ατόμου από τον επιβλαβή περιορισμό των άλλων, είτε αυτοί οι άλλοι είναι άτομα είτε μια οργανωμένη κυβέρνηση) δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη βία, και αυτή η βία είναι η ίδια που νίκησε στις Θερμοπύλες και τον Μαραθώνα.

Η λαϊκή απαίτηση για ελευθερία είναι δυνατότερη και πιο ξεκάθαρη από ποτέ και οι συνθήκες για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι περισσότερο ευνοϊκές. Είναι εμφανές πως κατά τη διάρκεια όλης τη πορείας της ιστορίας εκτελείται μια εξέλιξη όπου οποιουδήποτε είδους σκλαβιά, κάθε μορφής καταναγκασμός, πρέπει να καταρρεύσει, και από την οποία πρέπει να έρθει η ελευθερία, ολοκληρωμένη και απεριόριστη, για όλους και από όλους.

Έτσι, ο Αναρχισμός δεν γίνεται να είναι ένα οπισθοδρομικό κίνημα, όπως έχει υπαινιχθεί, διότι οι αναρχικοί βαδίζουν προς την πρωτοπορεία και όχι στο πίσω μέρος του “στρατού της ελευθερίας”.

Θεωρούμε πως είναι απολύτως αναγκαίο, οι άνθρωποι πρέπει να μη ξεχάσουν ούτε για μια στιγμή τον γιγάντιο αγώνα που πρέπει να γίνει πριν οι ιδέες μπορούν να πραγματωθούν, και ως εκτούτου να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο έχουν στη διαθεσή τους (το λόγο, τον τύπο, την πράξη) για να επιταχύνουν την επαναστατική ανάπτυξη.

Η ευτυχία της ανθρωπότητας, η οποία πρέπει και θα έρθει στο μέλλον, εξαρτάται απ’ τον κομμουνισμό. Το σύστημα του κομμουνισμού λογικά αποκλείει κάθε σχέση μεταξύ αφέντη και υπηρέτη, και αυτό σημαίνει πραγματικός Αναρχισμός, και ο δρόμος που οδηγεί σε τούτο τον στόχο είναι η κοινωνική επανάσταση.

Όσον αφορά τη βία την οποία ο λαός θεωρεί το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των Αναρχικών, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αμφισβητηθεί πως οι περισσότεροι Αναρχικοί αισθάνονται πεπεισμένοι πως η «βία» δεν είναι πια κατακριτέα χρησιμοποιούμενη για την εκτέλεση των σχεδίων τους από ότι είναι όταν χρησιμοποιείται από έναν καταπιεσμένο λαό για την ελευθερία του. Οι εξεγέρσεις των καταπιεσμένων ήταν πάντα καταδικασμένες από τους τύραννους: η Περσία εξεπλάγην στην Ελλάδα, η Ρώμη στα Caudine Forks [2], και η Αγγλία στο Μπάνκερ Χιλ (Bunker Hill) [3]. Μπορεί η Αναρχία να αναμένει λιγότερα, ή να απαιτεί νίκες χωρίς να αγωνίζεται για αυτές;

Πηγή: Metropolitan Magazine, vol. IV, No. 3.

Οκτώβρης 1896

______________________________________________________________

Σημειώσεις της μετάφρασης:

1) Για την επιβίωση και την πρόοδο των ειδών μέσω της αλληλοβοήθειας έχει κάνει μια εξαιρετική επιστημονική μελέτη ο Πετρ Κροπότκιν στο βιβλίο «Αλληλοβοήθεια»

2) Η μάχη των Caudine Forks (ή κατά μια άλλη αναζήτηση Claudine Forks) έγινε το 321 π.χ (ή κατά μια άλλη αναζήτηση το 327-304) και ήταν μεταξύ των επιτιθέμενων Ρωμαίων και των αμυνόμενων Σαμνιτών που είχαν αναπτύξει σπουδαίο πολιτισμό στην Κάτω Ιταλία. Αυτός ο πόλεμος έχει ονομαστεί Β΄ Σαμνίτικος Πόλεμος. Πηγές, για περισσότερα, στα ελληνικά, στα αγγλικά εδώ κι εδώ.

3) Η μάχη του Μπάνκερ Χιλ ήταν η αρχή του τέλους της Βρετανικής αποικιοκρατικής δύναμης στα εδάφη των σημερινών ΗΠΑ. Η μάχη δόθηκε στις 17 Ιουνίου 1775 στη χερσόνησο Charlestown στη βόρεια πλευρά του λιμανιού της Βοστώνης. Οι «Αμερικάνοι» ήταν οι εξεγερμένοι πολίτες των αποικιών οι οποίοι δεν άντεχαν κάτω από τον Βρετανικό νόμο και αποφάσισαν την απόσχιση από το διοικητικό κέντρο της Μασαχουσέτης των Βρετανών. Οι δυνάμεις που συγκρούστηκαν ήταν 2,400 Βρετανοί στρατιώτες ενάντια σε 1,500 Αμερικάνους πολιτοφύλακες.

Δυο λόγια με αφορμή το κάλεσμα για συζήτηση…

adamasto.squat.gr/δυο-λόγια-με-αφορμή-το-κάλεσμα-για-συζή/

Στις πρώτες παραγράφους του κειμένου αυτού γίνεται μια γενικότερη τοποθέτηση, ενώ μετέπειτα γίνεται μια μικρή εισαγωγή πάνω στο θέμα της συζήτησης και στο ομώνυμο κείμενο: «Από την μαζική κοινωνία και το κράτος, στην κοινότητα και την αναρχία».

Ένα από τα προτάγματα των αναρχικών εδώ και πολλά χρόνια είναι αυτό της «κοινωνικής απελευθέρωσης». Ένα πρόταγμα που όμως μπορεί κανείς να το συναντήσει και σε βιβλία του Μαρξ, σε αριστερά κείμενα ή σε αφίσες αριστερών, όπως του ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ή του ΣΥΡΙΖΑ το 2012. Σύγκλιση απόψεων θα μπορούσε να πει κάποιος μεταξύ αναρχικών και αριστερών και συνεχίζοντας θα μπορούσε να προσθέσει  ότι «κομουνισμός, αριστερά και αναρχία έχουν  κοινή ιστορία και κοινή στόχευση, μόνο που επιλέγουν διαφορετικούς τρόπους για να φτάσουν στον κοινό τους στόχο».

Βέβαια η αντίληψη αυτή είναι ανεδαφική, επειδή η αναρχία δεν μπορεί να ταυτιστεί με καμιά εξουσιαστική ιδεολογία και θεσμό. Ολόκληρος ο 20ος αιώνας βρίθει από τις φρικαλεότητες και την εξουσιομανία των κομουνιστικών καθεστώτων, που απέδειξαν στην πράξη ότι είναι εχθροί μιας ζωής ελεύθερης δίχως καταπίεση. Η αναρχία δεν είναι θεωρία όπως ο μαρξισμός, ούτε ένα κλειστό επιστημονικό σόφισμα του διαφωτισμού, αλλά ούτε μια τάση του συστήματος, κομμάτι του έθνους-κράτους και της βιομηχανικής εποχής, όπως είναι η αριστερά και η δεξιά. Αντίθετα, η αναρχία έχει τις ρίζες της ως υπαρκτή κατάσταση και θεώρηση πολύ πίσω στον χρόνο, στην ίδια τη φύση του ανθρώπου και στην συνύπαρξη του με το φυσικό κόσμο.

Η εποχή που ζούμε χαρακτηρίζεται έντονα από τις ραγδαίες αλλαγές και τον μετασχηματισμό της κυριαρχίας και συνεπακόλουθα του τρόπου ζωής των ανθρώπων. Όλες αυτές οι αλλαγές ασφαλώς δεν στηρίζονται σε μια φυσική εξελικτική διαδικασία, ούτε οφείλονται ειδικά στις οικονομικές ανακατατάξεις, αλλά σε ένα σύνολο αρκετών παραγόντων και κυρίως στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών από τα κέντρα εξουσίας σε όλους τους τομείς του παγκόσμιου συστήματος. Σ’ αυτές τις συνθήκες είναι ουσιαστική η ανάγκη να είναι όσο το δυνατό πιο ξεκάθαρο το που στοχεύει ο αναρχικός αγώνας. Είναι σημαντικό να βρίσκεται υπό διαρκή διάλογο και να παραμένει ανοιχτό ένα τέτοιο ζήτημα, επειδή είναι πολύ εύκολο έτσι όπως απλώνει τα πλοκάμια του το σύμπλεγμα εξουσίας να μετατρέψει την όποια απελευθερωτική απόπειρα σε μέρος της διαδικασίας μετασχηματισμού της εξουσίας.

Ο συνεχής και βίαιος εκσυγχρονισμός συνολικά του συστήματος και της μαζικής κοινωνίας έτσι όπως προωθείται από τους μηχανισμούς της κυριαρχίας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με θεωρίες –ευαγγέλια που αποδέχονται ως δεδομένο το μεγαλύτερο μέρος του συστήματος και απορρίπτουν μόνο ένα μέρος του. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία, το σύγχρονο κράτος και το βιομηχανικό -τεχνολογικό σύστημα μόνο με μια συνολική κριτική και αντιμετώπιση τους θα δεχθούν πλήγματα με σκοπό την καταστροφή τους. Μόνο έτσι θα ανοιχτεί ο δρόμος για την ταυτόχρονη απελευθέρωση των ανθρώπων και του φυσικού κόσμου.  Μια τέτοια συνολική αντιμετώπιση είναι αδύνατο να προσφέρει ο άκαμπτος μαρξισμός καθώς κι η μετάλλαξη του, ο αναρχισμός.

Είναι ανάγκη να συζητήσουμε πιο ξεκάθαρα πως θα μπορούσε να υπάρξει ένας ελεύθερος κόσμος απαλλαγμένος από την τυραννία της κυριαρχίας. Όχι σε μια προσπάθεια να ορίσουμε τι είναι η αναρχία, αλλά σε μια διαδικασία κατανόησης του τι θέλει να πετύχει ο αναρχικός αγώνας. Επειδή μάλλον, είναι μάταιο να αγωνίζεται κάποιος για ένα θολό σκοπό ή χωρίς σκοπό προσπαθώντας να απαντήσει αποσπασματικά στις κινήσεις της κυριαρχίας. Μάλιστα σε μία τέτοια περίπτωση όχι μόνο θα ήταν δύσκολο να αναγνωρίσουμε ποια είναι τα ιδανικότερα μέσα αγώνα, αλλά πολύ εύκολα θα μπαίναμε υπό τον έλεγχο μηχανισμών είτε λέγονται αριστερά κόμματα, είτε δημοκρατικοί θεσμοί ή μαζικές δομές.

Σε αυτό το κάλεσμα για συζήτηση θα θέλαμε να θίξουμε κυρίως τα εξής ζητήματα: την αδιαχώριστη σχέση της μαζικής κοινωνίας με το κράτος, καθώς και την αδιαχώριστη σχέση της κοινότητας με την αναρχία.

Η μαζική κοινωνία, έτσι όπως την ξέρουμε σήμερα, δεν είναι αποτέλεσμα φυσικής εξέλιξης μέσα από ένα βάθος πολλών χρόνων, όπως είναι το κάθε τι φυσικό που υπάρχει πάνω στη γη, αλλά είναι ένα κατασκεύασμα εξουσιαστικής επιβολής και μεθόδευσης. Η μαζική κοινωνία δεν ήταν ένα ελεύθερο μόρφωμα που σκλαβώθηκε κάποια στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας από το κράτος. Αυτό που υπήρχε ήταν ελεύθερες κοινότητες και ομαδοποιήσεις ανθρώπων που μαζοποιήθηκαν με τη βία από άλλους ανθρώπους (ασφαλώς έπρεπε να συντρέχουν και μια σειρά από προϋποθέσεις). Είναι εσφαλμένη η αντίληψη η οποία βλέπει το κράτος σαν ένα τσιμπούρι στο σώμα της κοινωνίας που της ρουφάει το αίμα. Με αυτή την αντίληψη καταλήγουμε σε πιο εσφαλμένες σκέψεις, όπως το να θεωρούμε ότι αυτό που πρέπει να κάνει η μαζική κοινωνία είναι να αφαιρέσει το ξένο σώμα του κράτους προκειμένου να απελευθερωθεί.

Ο σχηματισμός του κράτους ήταν συνυφασμένος με τον σχηματισμό των πόλεων και της μαζικής κοινωνίας. Χωρίς την μαζοποίηση ανθρώπων στις πόλεις δεν υπήρξε ποτέ μέχρι σήμερα στην ιστορία κρατική δομή. Κράτος –πόλη και μαζική κοινωνία συνυπάρχουν, ήταν και είναι αλληλεξαρτώμενα και αδιάσπαστα μορφώματα. Η έντονη αστικοποίηση που ακολούθησε την βιομηχανική επανάσταση και που παρατηρείται μέχρι σήμερα όπου απλώνεται το βιομηχανικό σύστημα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την μορφοποίηση και διόγκωση της σύγχρονης μαζικής κοινωνίας.

Η κοινωνία ως έννοια έχει αποδοθεί και χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους. Δεν έχουμε σκοπό να ορίσουμε τι σημαίνει κοινωνία. Αυτό που μας ενδιαφέρει στο σημείο αυτό είναι η διαδικασία της μαζοποίησης και οι διάχυτες εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις που είναι αποτέλεσμα της επιβολής του κράτους. Σε καμιά περίπτωση δεν προσπαθούμε να ταυτίσουμε την μαζική κοινωνία (της οποίας είμαστε όλοι μέρος της) με το κράτος, όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την έντονη αλληλεξάρτηση τους.  Από την στιγμή που υπάρχει κράτος το οποίο διαμεσολαβεί και καθορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων, αλλά παίζει και μεγάλο ρόλο για την διαμόρφωση της προσωπικότητας τους, συνεπώς και η μαζική κοινωνία στο σύνολο της δομείται με βάση την επιβολή και τον εξαναγκασμό και όχι με βάση την ελευθερία. Εναντιωνόμαστε στη μαζική κοινωνία ως θεσμό και ως μόρφωμα, στις εξουσιαστικές διαδικασίες και σχέσεις που την αναπαραγάγουν και όχι γενικά και αόριστα στο σύνολο των ανθρώπων που την αποτελούν.

Η αναρχική προοπτική είναι ασυμβίβαστη με το κράτος και συνεπώς αντίθετη με την διατήρηση της μαζικής κοινωνίας. Επειδή με την καταστροφή του κράτους θα διαλυθούν και όλοι οι θεσμοί και μηχανισμοί με τους οποίους δομείται η μαζική κοινωνία. Είναι ευνόητο ότι αν αλλάξουν είτε με νόμιμο είτε με μη νόμιμο (πχ. επανάσταση) τρόπο οι διαχειριστές των μηχανισμών του κράτους (ή ονομαστεί ο μηχανισμός του κράτους με άλλη λέξη) τότε δεν θα μιλάμε για την καταστροφή του αλλά για μια μεταρρύθμιση της κυριαρχίας και την επιμήκυνση των συνθηκών εκμετάλλευσης και επιβολής.

Με βάση την αναρχική προοπτική, με την καταστροφή του κράτους οι άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν ελεύθεροι θα είναι αντιφατικό να προστρέξουν να ανοικοδομήσουν την μαζική κοινωνία και τις πόλεις. Αντίθετα, με την καταστροφή του κράτους οι άνθρωποι θα αναζητήσουν τη γη, θα φτιάξουν ελεύθερες κοινότητες με αυτάρκεια όπως έζησαν άνθρωποι για χιλιάδες χρόνια σε αρμονία με τον φυσικό κόσμο.

Το κράτος, η μαζική κοινωνία και ο πολιτισμός πάνε μαζί και δεν μπορούν να μεταρρυθμιστούν προς μια απελευθερωτική κατεύθυνση, επειδή είναι κατ’ ουσία εξουσιαστικά κατασκευάσματα. Από την άλλη, δεν εξιδανικεύουμε την έννοια της κοινότητας. Μια κοινότητα μπορεί να αναπτύξει εξουσιαστικές σχέσεις και δομές. Τα παραδείγματα κοινοτήτων με εξουσιαστικές σχέσεις είναι πάρα πολλά. Η ουσιαστική διαφορά όμως της κοινότητας από την μαζική κοινωνία είναι ότι η κοινότητα μπορεί να υπάρξει και χωρίς κράτος, ενώ η μαζική κοινωνία δεν μπορεί. Το ίδιο ισχύει και για τις μικρές ομαδοποιήσεις (όπως των αναρχικών) σε αντίθεση με τις μαζικές δομές. Οι μικρές ομαδοποιήσεις μπορούν να υπάρξουν και χωρίς εξουσία, οι μαζικές δομές όμως, όπως τα κόμματα και οι ομοσπονδίες εργατών, δεν μπορούν.

Η μαζική κοινωνία αν και έχει έντονη αλληλεξάρτηση με το κράτος, δεν αποτελείται από ένα ομοιογενές σύνολο ανθρώπων με κοινές βλέψεις και αντιλήψεις. Δίπλα στην υποταγή υπάρχει ταυτόχρονα ακόμα ζωντανή και η αρχέγονη θέληση για εξέγερση και ελευθερία. Η μαζοποίηση, η τυποποίηση και η ομογενοποίηση (που έγινε πολύ πιο έντονη με την επιβολή της βιομηχανικής παραγωγής) έχει να κάνει με την ισοπεδωτική επιβολή ενός τρόπου ζωής ενάντια στην ελεύθερη ανάπτυξη της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου, της κάθε ελεύθερης συνύπαρξης και δραστηριότητας, αλλά και με την συνολική επίθεση στα άλλα ζωντανά πλάσματα του πλανήτη και της φύσης γενικότερα.

Αγωνιζόμενοι για ένα ελεύθερο κόσμο στοχεύουμε ξεκάθαρα στην διάλυση του κράτους, του παγκοσμιοποιημένου βιομηχανικού –τεχνολογικού συστήματος και συνεπώς στην αποδιοργάνωση της μαζικής κοινωνίας. Μόνο έτσι κάθε πλάσμα του πλανήτη θα έχει την δυνατότητα να χαίρεται και να απολαμβάνει τη ζωή του χωρίς νόμους και θεσμούς που θα του “κρύβουν τον ήλιο”.

 

 

Σύμπραξη για την αναρχία

Διευκρινίσεις.

Μερικές διευκρινίσεις   για αποφυγή  πιθανών παρανοήσεων...

 Δυό  λόγια, απλά προς διευκρίνιση κάποιων σημείων της ανάρτησης  με τίτλο  “σχόλιο #3”. Όχι
τίποτ' άλλο, αλλά  επειδή δεν ερμηνεύονται όλα  από όλους  με τον ίδιο τρόπο, καλό είναι να 
αποφεύγονται παρερμηνείες και παρεξηγήσεις. 
Ιδού λοιπόν :

 Η κριτική για τις συνελεύσεις-γκρουπ  θέραπυ, δεν σημαίνει απαξίωση της συνέλευσης  ως μέσο 
σε καμία περίπτωση. 
 Άλλωστε, χωρίς  αυτές, το κάθε σχέδιο, η οποιαδήποτε  ενότητα  -όπως  κι οι διαφορές- μένει 
σε φαντασιακό επίπεδο και δεν μπορεί να δοκιμαστεί ή να πάρει σάρκα και οστά.  Εκεί είναι που 
δοκιμάζονται οι αντοχές μας σε συμπεριφορές και νοοτροπίες που δεν είναι συμβατές  με αυτό που
έχουμε στο  μυαλό μας ως πλάνο αγώνα, ως προοπτική. Εκεί βέβαια είναι και που δοκιμάζουν τις 
δυνατότητές τους  οι κάθε λογής επίδοξοι .. αναρχηγοί, που περνάν την ώρα τους οι χομπίστες 
που συλλέγουν εμπειρίες και αναρχόσημα.  Δεν απαξιώνεται λοιπόν το μέσο με αυτά που έγραψα,
αλλά στηλιτεύονται  συνήθειες, νοοτροπίες  και λογικές που καθιστούν τις συνελεύσεις
ένα χώρο και χρόνο που δε συμβάλλει στον αγώνα αλλά αντίθετα τον εμπαίζει και τον παρωδεί. 
Μια διαδικασία ανέξοδης  και κρυψίνοης  ανταλλαγής  μονολόγων δίχως  ουσιαστικές δεσμεύσεις, 
συνέχεια και συνέπεια – με λίγες  μόνο  εξαιρέσεις. Χωρίς λοιπόν να τις θεωρώ το Α και το Ω 
του αγώνα, είναι απαραίτητες όπως και κάθε άλλο μέσο. Κι ακριβώς γι' αυτό οφείλουμε να τις 
σεβόμαστε και να τις περιφρουρούμε από ό,τι λαι όποιον τις υποβιβάζει σε .. πασατέμπο..
 
Για την κοινωνία τώρα. 
 Γράφοντας  “με την κοινωνία  αλλά  κι εναντίον της  όπου  χρειάζεται”, ήμουν  αρκετά σαφής
και άμεσος.  Δεν είμαι λάτρης  της κοινωνίας  γενικά  κι αόριστα, ούτε και μισώ ό,τι και 
όποιον την αποτελεί, εξίσου.  Δεν θεωρώ ότι αυτό  είναι μεσοβέζικη  λογική που πατάει σε δυο
βάρκες, αλλά συνειδητή, μόνιμη και σταθερή θέση.  Δεν μπορώ παρά να θεωρώ αυτονόητο ότι η 
κοινωνία δεν είναι ένα ενιαίο σύνολο  με απλά δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις : καλούς και 
κακούς.  Αυτό που λέμε κοινωνία είναι ένα τεράστιο πλέγμα  δομών και σχέσεων, 
διαρκώς εξελισσόμενο  ή και μεταλλασόμενο, που όσο  κι αν επιζητά  συνήθως  ιδιαίτερα βίαια, 
την  ομοιομορφία σε κάποια πράγματα, μέσα της ανθίζει η διαφορετικότητα. Σκέψεις, 
συμπεριφορές, νοοτροπίες, αναλύσεις, προοπτικές, επιλογές, προσδοκίες,  υπάρχουν σε τόσο 
μεγάλη ποικιλία, που καθιστούν απαγορευτική οποιαδήποτε  σχετική γενίκευση.
 Είναι ένα σύνολο  αποτελούμενο  από άπειρα υποσύνολα, αλληλοσυμπληρούμενα, αλληλοσυγκρου-
όμενα ή αδιάφορα.  Μέσα λοιπόν  σε  αυτό το σύνολο,  υπάρχουν  φορές  που  αναδεικνύονται 
τα καλύτερα ή και τα χειρότερα δυνατά ανθρώπινα ένστικτα.. 
Υπάρχει η γειτονιά  που δε χρειάζεται τους  μπάτσους  γιατί, έχοντας  ενσωματώσει την 
καταστολή  και το μπατσιλίκι,  περιφρουρεί  η ίδια με όπλα  την περιουσία της,-  ενώ στις 
άλλες  πτυχές  της  ζωής της  αφήνει την διαμεσολάβηση  να  κυριαρχεί -,  υπάρχει όμως 
και  η γειτονιά  που  διατηρεί  ακέραιες  τις  σχέσεις αξιοπρέπειας και   αλληλεγγύης  
στο  εσωτερικό της - παρ'όλες τις  κακουχίες  που μπορεί να συναντά. 
 Υπάρχει ο εργατικός αγώνας που παραμένοντας  εγκλωβισμένος στα κλασσικά συνδικαλιστικά 
στεγανά και την ηθική της εργασίας, σβήνει αφήνοντας μια γεύση πίκρας και απογοήτευσης,
υπάρχει όμως κι αυτός που βάζει μπροστά την αξιοπρέπεια, αφήνοντας έτσι -ανεξαρτήτως 
έκβασης- παρακαταθήκες για  το  μέλλον, γεμίζοντας με δύναμη κι εμπειρία 
τους συμμετέχοντες..
 Ακόμη, υπάρχει ο περαστικός που σε μια ληστεία τράπεζας θα κυνηγήσει τον ληστή, αλλά 
υπάρχει κι ο κάτοικος μιας περιοχής που θα ανοίξει την πόρτα του να δώσει καταφύγιο σε 
κόσμο που πρέπει να κρυφτεί κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης.
 Είναι λοιπόν ορθό να βαφτίζεται  κάποιος από τους  δύο πόλους, κοινωνία? -Αν  ναι,
θα κλείσουμε τα μάτια στην ύπαρξη του άλλου;  Είναι μήπως  και οι δύο κοινωνία? 
-Αν  ναι, μήπως οι θεωρίες περί συγκεκριμένων επαναστατικών υποκειμένων  είναι ήδη 
κατά  πολύ  ξεπερασμένες  και άκαιρες;  Πώς μπορεί να γίνει  μια τέτοια
υπεργενίκευση ώστε  να πει κανείς ότι είναι  υπέρ ή εναντίον της  κοινωνίας  γενικά ? 
 Κι όταν γίνεται, μήπως είναι τόσο  υπεραπλουστευτική που  αποτρέπει τη σκέψη μας από
το  να  αναλύσει   πιο  ουσιαστικά την όποια κατάσταση καταστρώνοντας   ένα πιο..
αποτελεσματικό και αντιπροσωπευτικό  πλάνο  δράσης;  Και κατά συνέπεια , δεν στερεί  
από το λόγο και τις  πράξεις μας,  τη δυνατότητα  πιο δυνατής  επίθεσης  ενάντια σε  
κράτος  και κεφάλαιο,  πιο στέρεης  δόμησης  δικών μας  αξιακών συστημάτων-δικών μας  
αντιδομών;
 Δεν έχω  καμία διάθεση να παλέψω  για την  κοινωνική απελευθέρωση αν πρώτα δεν έχω 
βρει και μοιραστεί κάποια από τα εργαλεία που οδηγούν  στην ατομική μου  απελευθέρωση.. 
δεν είμαι ούτε   χριστιανός  ούτε μπολσεβίκος.  
Δεν έχω επίσης τη διάθεση να παλέψω για την ατομική μου απελευθέρωση και να αρκεστώ σε 
αυτό  αδιαφορώντας για το τί γίνεται γύρω μου.. δεν είμαι ούτε φιλελεύθερος  ή χίππης. 
 Με λίγα λόγια: Μας λείπει η καλλιέργεια της  έννοιας της  κοινότητας -όσο   και της 
διαφορετικότητας- πιο πολύ απ' ότι η πίστη στην  προκατασκευασμένη  ιδέα  κάποιας  
ιδανικής  κοινωνίας.  Χωρίς την έννοια της κοινότητας να είναι διάχυτη και βαθιά
 ριζωμένη, η κοινωνία οδηγείται σε άλλα μονοπάτια - έχει κατά κανόνα την ανάγκη 
αποδιοπομαίων τράγων για να κρατηθεί ενωμένη.. Και η κοινωνία ή οι κοινωνίες του σήμερα,  
ακολουθούν  στην συντριπτική  τους  πλειοψηφία αυτόν το δρόμο. Είναι κοινωνίες όπου 
κυριαρχεί  (αυτό ευτυχώς σημαίνει αυτόματα ότι υπάρχουν κι οι αντίθετες λογικές) η 
ιδιώτευση, η καβάτζα, το θρησκευτικού τύπου  αίσθημα αφοσίωσης και υποκριτικής αγάπης,
η απουσία πρωτοβουλίας  και ευθύνης.  
Είναι τόσο δύσκολο, όσο και απλό: Το ατομικό και το συλλογικό δεν διαχωρίζονται, 
συμβαδίζουν αλληλοσυμπληρούμενα. Αν γείρουμε προς τη μία ή την άλλη πλευρά αποκλειστικά,
το χάσαμε το παιχνίδι, -  κοινωνία χωρίς άτομα μοναδικά και ολοκληρωμένα,   είναι μια 
καρικατούρα κοινωνίας, και  άτομο απομονωμένο χωρίς αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους,
είναι αδιέξοδος αναχωρητισμός, είτε κάποιος ζει σε πόλη είτε σε βουνό.
Αυτά προς το παρόν..

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ -του Αλφρέντο Μπονάννο

Πιστεύουμε ότι αντί για ομοσπονδίες και ομάδες οργανωμένες με τον 
παραδοσιακό τρόπο – μέρος των οικονομικών και κοινωνικών δομών
 μιας πραγματικότητας που δεν υπάρχει πια -  θα έπρεπε να σχηματίζουμε
 ομάδες συγγένειας βασισμένες στη δύναμη της αμοιβαίας προσωπικής
 γνωριμίας. Οι ομάδες αυτές θα έπρεπε να μπορούν να φέρουν σε πέρας
 συντονισμένες δράσεις ενάντια στον εχθρό.
 Όσο αφορά τις πρακτικές πτυχές – φανταζόμαστε πως θα υπάρχει
 συνεργασία μεταξύ των ομάδων και των ατόμων για να βρουν τα μέσα,
 τα γραπτά και οτιδήποτε άλλο απαραίτητο για να έρθουν σε πέρας τέτοιες
 δράσεις. Όσο αφορά την ανάλυση, προσπαθούμε να κυκλοφορήσουμε όσο 
περισσότερα γίνεται μέσα από τις εκδόσεις μας και μέσω των συναντήσεων 
και των συζητήσεων για ειδικά ζητήματα. Μια εξεγερσιακή οργανωτική δομή
 δεν στρέφεται γύρω από την κεντρική ιδέα της περιοδικής συνόδου, κάτι τυπικό 
για τις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις των ομοσπονδιών του επίσημου 
κινήματος. Τα σημεία αναφοράς της δε, υποστηρίζονται από την ολότητα των 
καταστάσεων του αγώνα, είτε αυτές είναι επιθέσεις στον ταξικό εχθρό, είτε 
στιγμές σκέψης και θεωρητικής αναζήτησης. 
Θα μπορούσαν τότε οι ομάδες συγγένειας να συνεισφέρουν στο σχηματισμό 
πυρήνων βάσης. Σκοπός αυτών των δομών είναι να αντικαταστήσουν τις παλιές
 συνδικαλιστικές οργανώσεις αντίστασης – συμπεριλαμβανομένων αυτών  που 
επιμένουν στην αναρχοσυνδικαλιστική ιδεολογία – στο ambit των ενδιάμεσων 
αγώνων. Το πεδίο δράσης των πυρήνων βάσης θα ήταν οποιαδήποτε κατάσταση
 όπου η ταξική κυριαρχία δραστηριοποιεί το διαχωρισμό μεταξύ εσωκλεισμένων 
 και αποκλεισμένων.
 Οι πυρήνες βάσης σχεδόν πάντα σχηματίζονται ως επακόλουθο της προωθητικής
 δράσης των εξεγερσιακών αναρχικών, αλλά δεν αποτελούνται μόνο από αυτούς. 
Στις συγκεντρώσεις, οι αναρχικοί θα πρέπει να αναλάβουν το καθήκον να 
περιγράψουν στο έπακρο τους ταξικούς στόχους.
 Κάποιος αριθμός πυρήνων βάσης θα μπορούσε να σχηματίσει συντονισμένες δομές
 με τον ίδιο στόχο.  Οι ειδικές αυτές οργανωτικές δομές βασίζονται στις αρχές της 
μόνιμης συγκρουσιακότητας, της αυτοδιεύθυνσης και της επίθεσης. 
 Ως μόνιμη συγκρουσιακότητα εννοούμε τον αδιάκοπο αγώνα ενάντια στην ταξική
 κυριαρχία και όσους ευθύνονται γι’ αυτήν.
 Ως αυτοδιεύθυνση εννοούμε την ανεξαρτησία από όλα τα κόμματα, τα συνδικάτα, 
από κάθε πατρονάρισμα, όπως και το να βρεθούν τα απαραίτητα μέσα για τη διεξαγωγή 
του αγώνα  στη βάση των αυθόρμητων συνεισφορών.
 Ως επίθεση εννοούμε την άρνηση κάθε διαπραγμάτευσης, συνδιαλλαγής, συμφιλίωσης 
ή συμβιβασμού με τον εχθρό.
 Το πεδίο δράσης των ομάδων συγγένειας και των πυρήνων βάσης είναι αυτό των μαζικών 
αγώνων. 
 Οι αγώνες αυτοί είναι σχεδόν πάντα ενδιάμεσοι, που σημαίνει δεν έχουν έναν άμεσο, 
άμεσα καταστρεπτικό στόχο. Συχνά προτείνουν απλούς στόχους, σκοπεύουν όμως 
να κερδίσουν περισσότερη δύναμη ώστε να προωθήσουν καλύτερα τον αγώνα προς
 ευρύτερους αντικειμενικούς στόχους.
 Παρ’όλα αυτά, ο τελικός στόχος των ενδιάμεσων αυτών αγώνων είναι πάντα η 
επίθεση. Είναι πάντως προφανώς δυνατό για μεμονωμένους συντρόφους ή ομάδες 
συγγένειας, να χτυπούν άτομα ή οργανώσεις του Κεφαλαίου και του Κράτους, 
ανεξάρτητα από οποιαδήποτε περαιτέρω  πολύπλοκη σύνδεση. Το σαμποτάζ έχει
 γίνει το κύριο όπλο των εκμεταλλευόμενων στον αγώνα τους μέσα στο σενάριο αυτό 
που βλέπουμε να παίζεται μπροστά μας.  Ο Καπιταλισμός δημιουργεί συνθήκες ελέγχου 
και κυριαρχίας σε επίπεδα που ποτέ δεν είχαμε δει πριν, μέσα από την πληροφορική 
τεχνολογία που δεν θα μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθεί για ο,τιδήποτε άλλο πέρα 
από την διατήρηση της εξουσίας.

Ντομινίκ Καραμαζώφ-Η μιζέρια του φεμινισμού. (αποσπάσματα)

*“Όχι πια άλλοι βιασμοί”, όλοι “οι άντρες είναι βιαστές”, “το καμάκι είναι βιασμός”... 
η σκυτάλη λοιπόν άλλαξε χέρια: η υπόθεση βιασμός πέρασε από τους μεγάλους τίτλους
 των εντυπωσιοθηρικών λαϊκών εφημερίδων στα φεμινιστικά συνθήματα. Μετά τις 
εκτρώσεις, ο φεμινισμός βρήκε ένα καινούργιο leit motiv. Η καμπάνια κατά των βιασμών 
παίρνει ποικίλες μορφές: συνθήματα στους τοίχους, διαδηλώσεις, δικαστικές μάχες,
 συζητήσεις, δίκες και βίαια αντίποινα.
Οι φεμινίστριες σέρνουν το χορό, αλλά δεν είναι μόνες. Ακολουθούν και οι αριστεριστές. 
Πώς ήταν άλλωστε δυνατό να μην αντιδράσουν σε μια ιδιαζόντως βδελυρή μορφή καταπίεσης, 
αυτοί που έχουν ειδικότητα στο να καταγγέλουν παντού, πάντοτε και προς όλες τις κατευθύνσεις 
την καταπίεση?
Ζήτω λοιπόν ο αγώνας των γυναικών, πλάι στον αγώνα των εργατών, των νεαρών μαθητευόμενων,
 των αγωνιζόμενων λαών, των κηνυγών και των άγριων θηραμάτων! Βέβαια δεν τους είναι πάντοτε 
εύκολο να συνδυάσουν όλους αυτούς τους αγώνες σε ένα ενιαίο κίνημα: διαπιστώνουν ότι 
υπάρχουν και αντιφάσεις μεταξύ τους. Μήπως όμως επιδίωξη των αριστεριστών δεν είναι 
ακριβώς να αυτοπροβληθούν όχι μόνο ως χώρος πολυσυλλεκτικός αλλά και ως το αναγκαίο 
στοιχείο ενοποίησης όλων αυτών των αγώνων?

*Υποστηρίζεται ότι ο βιασμός βρίσκεται παντού. Ότι το “καμάκι” είναι βιασμός. Ότι το
 “μπανιστήρι” είναι βιασμός. Ότι ο άντρας είναι από τη φύση του βιαστής και η γυναίκα, 
το αιώνιο και αθώο θύμα του.
Κάποιες εξτρεμίστριες φεμινίστριες διακηρύσσουν ότι η διείσδυση του πέους είναι μια 
πράξη καθυπόταξης, μια ταπείνωση που οι γυναίκες πρέπει να αρνηθούν. Ορισμένες 
μάλιστα φτάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι η βία και η εκμετάλλευση δεν υπάρχουν
 παρά μόνο εξαιτίας των αντρών και ότι, κατά συνέπεια, το ζήτημα είναι να εξουδετερωθεί 
ή και να εξαλειφθεί αυτό το φύλο του ανθρώπινου γένους με την εγκαθίδρυση ενός κόσμου 
γυναικών, ο οποίος χάρη στις προόδους της βιολογίας, θ' αναπαράγεται χωρίς άντρες.

*Οι βιαστές όμως είναι στ' αλήθεια αυτά τα αρσενικά-κατακτητές που κηνυγούν τα θηλυκά 
μέσα στις πόλεις, αυτοί οι σύγχρονοι Ταρζάν που πηδάνε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι με το χέρι
 στο πέος και μ' ένα λουλούδι στο στόμα? Οι πλέον σοβαρές στατιστικές απαντούν : όχι.  Ο 
“μέσος” βιαστής -είτε είναι μετανάστης , είτε ένας τυπικός οικογενειάρχης- δεν ανταποκρίνεται
 σε αυτό το πρότυπο. Δύσκολα μπορούμε να θεωρήσουμεμια τέτοια “φιγούρα” ως έκφραση 
της θριαμβεύουσας φαλλοκρατίας, αυτής της φαντασιοκοπίας που τόσο εξοργίζει τις 
φεμινίστριες.Ο βιασμός είναι κατά βάση η θλιβερή εκδίκηση ενός θύματος, το κατόρθωμα 
του φτωχού.
Δεν είναι απόρροια του αστικού πλούτου ή της φαλλοκρατικής αλαζονείας,
 αλλά το 
υποπροϊόν τους.Αχ και να μπορούσαμε να αποδείξουμε ότι ο βιασμός είναι έργο των 
προνομιούχων που κάνουν σαν τρελοί για να γευθούν προλεταριακή σάρκα: πόσο
 εύκολο θα ήταν τότε να συντονίσουμε το δίκαιο αγώνα των γυναικών με την κλασσική 
πάλη των τάξεων...Δε βρίσκεται όμως κάθε μέρα κάποιος πλούσιος βιαστήςγια να τον 
κατασπαράξουμε – κι έπειτα ακόμη και η μαοϊκή δημαγωγία έχει τα όριά της!...
...   Οι “μιλιτάντικες” στάσεις απέναντι σε αυτό το ζήτημα, συγκαλύπτουν την ανικανότητα 
όσων τις υιοθετούν να παρέμβουν στην ίδια τους την καθημερινή ζωή, και απλώς 
επιδεινώνουν τη μιζέρια τους. Οι φεμινιστικές πεποιθήσεις μπορούν κάλλιστα να 
συνυπάρχουν με την πιο πεζή αθλιότητα. Έχουμε έτσι ή αποδοχή της πιο δουλοπρεπούς 
υποταγής, και αντεκδίκηση στο φαντασιακόκαι ιδεολογικό επίπεδο  ή  δικαιολόγηση των
 οργίλων και επιθετικών στάσεων, που επιτείνουν τη δυστυχία η οποία τις τροφοδοτεί 
και την οποία υποτίθεται 'ότι καταπολεμούν.

Σχόλιο #3

Η φωνή του δρόμου, αυτή είναι που κάνει την αλήθεια να ακουστεί. Όχι μια αλήθεια που γεννήθηκε από κάποια πίστη την οποία και αναπαράγει. Όχι μια αλήθεια που ζητά ακολουθητές και μαζοποιημένους στρατιώτες φαντασιακών ή μή κινημάτων. Αλλά την συλλογικοποιημένη προσωπική αλήθεια του καθενός και της καθεμιάς μας. Που είναι τόσο σιωπηρή όσο κι εκκωφαντική, τόσο πολύπλοκη όσο και απλή. Αυτήν που προκύπτει από την καθημερινή ζωή, από την σκέψη, την ανάλυση και την πράξη. Τη συνειδητή σκέψη και πράξη. Που θρυμματίζει τους υπάρχοντες διαχωρισμούς και φτιάχνει αυτούς που θα όφειλε. Ανάμεσα στη δράση, την αναρχική επαναστατική δράση και την απάθεια ή την ανάλωση στη ρουτίνα και το καθήκον. Ανάμεσα στον κόσμο της αξιοπρέπειας και της συνείδησης και αυτόν της αδιαφορίας και της καβάτζας.

Ενάντια σε ένα σύστημα, μια κοινωνία, που καταστρέφεται φτάνοντας στην ουσία του καπιταλιστικού της ονείρου/εφιάλτη. Κι όσο καταστρέφεται τόσο παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, να επεκταθεί, καταστρέφοντας ο,τιδήποτε μπαίνει εμπόδιο σ’ αυτό. Κι η καταστροφή αυτή, στο βαθμό που δεν προκύπτει σαν αποτέλεσμα δικής μας επιθυμίας και σχεδίου, προσπάθειας και αγώνα, ( Όχι επαναστατικά ευχολόγια και αυτοανάλωση. Όχι βουτιά στη συνήθεια, την αναπαραγωγή μικρόκοσμων και των παθογενειών τους. Όχι γκρουπ θέραπυ σε αίθουσες ή στο δρόμο, ούτε και παράδοση στην απουσία σκέψης και προβληματισμού, λόγου και δράσης ) έχει ως ικανή και αναγκαία συνθήκη και τη δική μας καταστροφή. Την καταστροφή των επιθυμιών, των αναγκών, της διαφορετικότητας, της σκέψης, των δομών, των κατακτήσεων, της αλληλεγγύης μας.

Η φωνή του δρόμου λοιπόν πρέπει να ακούγεται, να εξαπλώνεται όσο το δυνατό περισσότερο. Να δυναμώνει αυτή δυναμώνοντας κι εμάς, να ανοίγει νέους αναρχικούς επαναστατικούς δρόμους, κάνοντας στην άκρη τα απαρχαιωμένα αναλυτικά εργαλεία, που ερμηνεύουν την πραγματικότητα με όρους 19ου αιώνα. Την συνειδητή ή όχι αναπαραγωγή λογικών, σε επίπεδο σκέψης αλλά και πράξης, που συνήθιζαν και θα έπρεπε να ανήκουν σε κομμάτια της αριστεράς. Να αποτινάξει την υποταγή στην αναγκαιότητα και την λατρεία της ποσότητας, σε βάρος της ποιότητας.

Και, πολύ βασικό, να βαδίζει με ξεκάθαρες και γνωστοποιημένες προθέσεις που μένουν σταθερές, ανεξάρτητα από τις ευκαιριακές συγκυρίες κι ενάντια σε ό,τι και όποιον περιορίζει την αναρχία και τον αγώνα γι’ αυτήν σε ένα στενά πολιτικό κι ενίοτε πολιτικάντικο κίνημα με ασυνείδητα ή μή, βαθειά νομοτελειακές απόψεις, αγνοώντας ότι το βασικό της προωθητικό στοιχείο είναι ότι αποτελεί πρώτιστα μια τάση. Μια τάση μέσα στην κοινωνία και ενάντια σε αυτήν όπου χρειάζεται. Μια δυναμική τάση συμπόρευσης του ατομικού με το συλλογικό(άτομο σε κοινωνία χωρίς καλλιεργημένη την αίσθηση και την έννοια της κοινότητας,μένει μισό, και κοινότητα χωρίς ολοκληρωμένα και μοναδικά τα άτομα που την αποτελούν είναι καταδικασμένη να καταλήξει στον ολοκληρωτισμό), βαδίζοντας συνειδητά στο μονοπάτι της εξέγερσης.

συνεχίζεται

H Kατάργηση της κοινωνίας – Feral Faun

http://rioter.info/2009/08/23/h-k%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82-feral-faun

 

KΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ Ή ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ -FERAL FAUN-

«Κοινωνία::1. μια ομάδα ατόμων που έχουν τα ίδια έθιμα, πιστεύω κλπ ή ζουν κάτω από μια κοινή κυβέρνηση και που θεωρούνται ότι σχηματίζουν μια κοινότητα3. όλοι οι άνθρωποι, όταν θεωρούνται ότι σχηματίζουν μια κοινότητα στην οποία το κάθε άτομο είναι εν μέρει εξαρτώμενο από όλα τα υπόλοιπα» Λεξικό Webster’s

Τίποτε απ  ό,τι ξέρουμε δε μπορεί να θεωρηθεί αληθινό  καμμιά από τις θεωρήσεις μας για τον κόσμο δεν είναι ιερή και καλά θα κάναμε να τις αμφισβητήσουμε όλες. Πολλοί αναρχικοί μιλούν για τη δημιουργία μιας «καινούριας» ή «ελεύθερης» κοινωνίας. Αλλά πολλοί λίγοι αμφισβητούν την ίδια την έννοια της κοινωνίας. Η θεώρηση για την κοινωνία είναι άμορφη – και πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί απ ότι συγκεκριμένες όψεις της όπως η κυβέρνηση, η θρησκεία, ο καπιταλισμός, η τεχνολογία. Είμαστε τόσο βαθιά εμποτισμένοι μ αυτή που το να την αμφισβητήσουμε είναι σαν να αμφισβητούμε την ίδια μας τη φύση  κάτι κάνει την αμφισβήτησή της ακόμα πιο επιτακτική. Η απελευθέρωση του εαυτού μας από την θωράκιση του χαρακτήρα που καταπιέζει τα πάθη και τις επιθυμίες μας έχει κάθε δικαίωμα να απαιτήσει όχι απλά την αλλαγή της κοινωνίας, αλλά την κατάργησή της. Οι παραπάνω ορισμοί του λεξικού δείχνουν την κοινωνία ως μια μοναδική οντότητα αποτελούμενη από άτομα που υπάρχουν σε μια συνθήκη (δυνητικής τουλάχιστον) αλληλεξάρτησης μεταξύ τους  που με άλλα λόγια δεν είναι ολοκληρωμένα από μόνα τους. Αντιλαμβάνομαι την κοινωνία ως ένα σύστημα από σχέσεις ανάμεσα σε όντα που δρουν ( ή που αντιμετωπίζονται) ως κοινωνικοί ρόλοι με σκοπό την αναπαραγωγή του συστήματος και των εαυτών τους ως κοινωνικά άτομα.

Η εξάρτηση των κοινωνικών ατόμων δεν είναι ίδια με την βιολογική εξάρτηση των βρεφών. Η βιολογική εξάρτηση τερματίζεται όταν το παιδί αποκτήσει επαρκή κινητικότητα και συντονισμό χεριού και ματιού (περίπου σε ηλικία 5 χρόνων). Αλλά σε αυτά τα 5 χρόνια, οι κοινωνικές σχέσεις της οικογένειας καταπιέζουν τις επιθυμίες του παιδιού, ενσταλάζουν τον φόβο του κόσμου μέσα τους κι έτσι καλύπτουν τη δυνατότητα για μια ολοκληρωμένη, ελεύθερη, δημιουργική ατομικότητα πέρα από τη ψυχική εξάρτηση που μας κάνει να κολλάμε απελπισμένα ο ένας στον άλλον ενώ αλληλοπεριφρονούμαστε. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις έχουν ως βάση την ατέλεια που παράγεται από την καταπίεση των επιθυμιών μας και του πάθους μας. Η βάση τους είναι η ανάγκη μας για τους άλλους κι όχι η επιθυμία μας γι αυτούς. Χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον. Έτσι η κάθε κοινωνική σχέση είναι μια σχέση εργοδότη/υπαλλήλου, κάτι που εξηγεί το γιατί δείχνουν πάντα, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείυ, να γίνονται εχθρικές  είτε μέσω υποτιμητικών αστείων ή λογομαχιών και καυγάδων. Πώς μπορούμε να μην περιφρονούμε αυτούς που χρησιμοποιούμε και να μη μισούμε αυτούς που μας χρησιμοποιούν; Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει ξέχωρα απ τους κοινωνικούς ρόλους γι αυτό και η οικογένεια και η εκπαίδευση κάποιας μορφής είναι απαραίτητα κομμάτια της κοινωνίας.

Το κοινωνικό άτομο δεν παίζει μόνο έναν κοινωνικό ρόλο  αλλά συγχωνεύει πολλούς ρόλους οι οποίοι δημιουργούν τη θωράκιση του χαρακτήρα που περνιέται για «προσωπικότητα». Οι κοινωνικοί ρόλοι είναι τρόποι με τους οποίους τα άτομα καθορίζονται από το όλο σύστημα των σχέσεων που αποτελεί την κοινωνία με σκοπό την αναπαραγωγή της υφιστάμενης κοινωνίας. Κάνουν τα άτομα χρήσιμα για την κοινωνία κάνοντας τα προβλέψιμα, καθορίζοντας τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι κοινωνικοί ρόλοι είναι εργασία  με την ευρεία έννοια της δραστηριότητας που αναπαράγει τον κύκλο παραγωγής/κατανάλωσης. Η κοινωνία είναι συνεπώς η εξημέρωση των ανθρώπινων όντων που μπορούν να σχετιστούν ελεύθερα σύμφωνα με τις επιθυμίες τους σε παραμορφωμένα όντα που χρησιμοποιούν το ένα το άλλο προσπαθώντας να ικανοποιήσουν απελπισμένες ανάγκες, αλλά το μόνο που επιτυγχάνουν είναι η αναπαραγωγή της ανάγκης και του συστήματος των σχέσεων που στηρίζεται πάνω της.

«Κατάρα σε κάθε αιχμαλωσία, ακόμα κι αν είναι για το γενικό καλό, ακόμα και στον κήπο με τους πολύτιμους λίθους του Μοντεζούμα». Τα άτομα με ελεύθερο πνεύμα δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη δημιουργία σοβαρών σχέσεων ως κοινωνικοί ρόλοι. Οι προβλέψιμες, προκαθορισμένες σχέσεις μας κάνουν να βαριόμαστε και δεν έχουμε καμμιά επιθυμία να συνεχίσουμε να τις αναπαράγουμε. Είναι αλήθεια ότι προσφέρουν κάποια ασφάλεια, σταθερότητα και (χλιαρή) ζεστασιά αλλά με τι τίμημα! Αντίθετα, θέλουμε ελευθερία για να δημιουργήσουμε σχέσεις σύμφωνα με τις αδάμαστες επιθυμίες μας, την άνθιση κάθε δυνατότητας, την οργισμένη φλόγα των απελευθερωμένων μας ενστίκτων. Και μια τέτοια ζωή βρίσκεται έξω από οποιοδήποτε σύστημα προβλέψιμων, προκαθορισμένων σχέσεων. Η κοινωνία ίσως προσφέρει ασφάλεια, αλλά μόνο αφού εξαλείψει το ρίσκο που είναι ουσιώδες και το ελεύθερο παιχνίδι και την περιπέτεια. Μας προσφέρει επιβίωση με αντάλλαγμα τις ζωές μας. Επειδή η επιβίωση που μας προσφέρει είναι επιβίωση ως κοινωνικά άτομα  ως όντα που συντίθενται από κοινωνικούς ρόλους, αποξενωμένα από τις επιθυμίες και τα πάθη τους – με κοινωνικές σχέσεις στις οποίες είμαστε εθισμένοι αλλά που ποτέ δεν μας ικανοποιούν.

Ένας κόσμος ελεύθερων σχέσεων ανάμεσα σε μη-καταπιεσμένα άτομα θα ήταν ένας κόσμος απελευθερωμένος από την κοινωνία. Όλες οι αλληλεπιδράσεις θα καθορίζονταν άμεσα. Όλες από τα άτομα που θα αναμιγνύονταν σ αυτές, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους  και όχι με τις ανάγκες ενός κοινωνικού συστήματος. Θα τείναμε να καταπλήσσουμε, να γοητεύουμε, να οργίζουμε, να εγείρουμε αληθινά πάθη και όχι απλά βαρεμάρα, αηδία, αδιαφορία ή ασφάλεια. Η κάθε συνάντηση θα είχε μια δυναμική για μια απίθανη περιπέτεια η οποία αδυνατεί να υπάρξει όταν συναναστρεφόμαστε με τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι αντί να παραμένουμε αιχμάλωτοι σ΄ αυτόν τον «κήπο με τους πολύτιμους λίθους» που ονομάζεται κοινωνία, επιλέγω τον αγώνα για την κατάργηση της κοινωνίας  κι αυτό έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι την «επανάσταση» (ελλείψει καλύτερου όρου). Ο αγώνας για την μεταρρύθμιση της κοινωνίας είναι πάντα αγώνας για δύναμη, επειδή ο στόχος του είναι η απόκτηση ελέγχου πάνω στο σύστημα των σχέσεων που είναι η κοινωνία (στόχος που βρίσκω ανέφικτο αφού αυτό το σύστημα είναι πλέον πέραν κάθε ελέγχου). Ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι ατομικός αγώνας. Απαιτεί τη σύνταξη σε μια μαζική η ταξική δραστηριότητα. Τα άτομα πρέπει να ορίσουν τους εαυτούς τους ως κοινωνικά όντα σ αυτόν τον αγώνα, καταπιέζοντας τις όποιες ατομικές τους επιθυμίες που δεν ταιριάζουν με τον υπέρτατο στόχο της κοινωνικής μεταρρύθμισης.

Ο αγώνας για την κατάργηση της κοινωνίας είναι ένας αγώνας για την κατάργηση της εξουσίας. Είναι ουσιαστικά ο αγώνας των ατόμων για να ζήσουν ελεύθερα από κοινωνικούς ρόλους και κανόνες, να ζήσουν τις επιθυμίες τους με πάθος, να ζήσουν τα πιο θαυμαστά πράγματα που μπορούν να φανταστούν. Οι αγώνες και τα εγχειρήματα ομάδων αποτελούν κι αυτά τμήμα του ίδιου αγώνα, όταν έχουν ως βάση τους τρόπους με τους οποίους οι επιθυμίες του καθενός θα βελτιώσουν η μία την άλλη και θα διαλυθούν όταν θα αρχίσουν να καταπιέζουν τα άτομα. Η διαδρομή αυτού του αγώνα δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί επειδή η βάση του είναι η σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες των ατόμων με ελεύθερο πνεύμα και στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Αλλά είναι πιθανές οι αναλύσεις των τρόπων με τους οποίους μας βάζει σε καλούπια η κοινωνία, καθώς και των αποτυχιών και επιτυχιών παλιότερων εξεγέρσεων. Οι τακτικές που χρησιμοποιούνται ενάντια στην κοινωνία είναι τόσο πολλές όσα και τα άτομα που συμμετέχουν σ αυτόν τον αγώνα, αλλά όλες μοιράζονται τον στόχο της υπονόμευσης του κοινωνικού ελέγχου και της θέσπισης όρων, και της απελευθέρωσης των επιθυμιών και των παθών του ατόμου.

Η μη-προβλεψιμότητα του χιούμορ και της παιγνιώδους πρακτικής είναι ουσιώδης, προκαλώντας ένα διονυσιακό χάος. Το παιχνίδι με τους κοινωνικούς ρόλους με τρόπους που υπονομεύουν τη χρησιμότητά τους στην κοινωνία, που τους αντιστρέφουν, μετατρέποντάς τους σε παιχνίδι είναι μια πρακτική αξιόλογη. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να συγκρουστούμε με την κοινωνία με τους εαυτούς μας, με τις μοναδικές επιθυμίες μας και πάθη, με την ανυποχώρητη στάση μας που θα διατηρηθεί με γνώμονα τους δικούς μας όρους. Η κοινωνία δεν είναι μια ουδέτερη δύναμη, οι κοινωνικές σχέσεις υπάρχουν μόνο με την καταπίεση των πραγματικών επιθυμιών των ατόμων, από την καταπίεση όλων αυτών που καθιστούν δυνατή την ελεύθερη δημιουργία σχέσεων. Η κοινωνία είναι εξημέρωση, η μεταμόρφωση των ατόμων σε αξίες χρήσεις και του ελεύθερου παιχνιδιού σε δουλειά. Η ελεύθερη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα σε άτομα που αρνούνται και αντιστέκονται στην εξημέρωσή τους υπονομεύει την κοινωνία στο σύνολό της και ανοίγει όλες τις δυνατότητες. Και για όσους πιστεύουν ότι μπορούν να φτάσουν στην ελευθερία μέσω μιας απλά κοινωνικής επανάστασης, τελειώνω μ αυτές τις γραμμές του Renzo Novatore:

«Περιμένεις για την επανάσταση; Ας είναι! Η δικιά μου άρχισε εδώ και πολύ καιρό! Όταν θα σαι έτοιμος δεν θα με πειράξει να προχωρήσω για λίγο μαζί σου. Αλλά όταν σταματήσεις θα συνεχίσω στην παράφρονα πορεία μου προς τη μεγάλη και θαυμαστή κατάκτηση του τίποτα!»

παραχωρήθηκε από το αρχείο των εκδόσεων για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας

1

Για μια αναρχική αντίληψη των τάξεων

http://rioter.info/2009/10/05/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%88%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%84%CE%AC%CE%BE%CE%B5%CF%89%CE%BD/

 

Από τον προλετάριο στο άτομο: προς μια αναρχική αντίληψη των τάξεων

Οι κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις και την εκμετάλλευση δεν είναι κάτι απλοϊκό. Η εργατίστικη αντίληψη, που βασίζεται στην παραδοχή μιας αντικειμενικά επαναστατικής τάξης που ορίζεται βάσει της σχέσης της με τα μέσα παραγωγής, αγνοεί την μάζα που αποτελείται από όλους αυτούς παγκόσμια που οι ζωές τους έχουν κλαπεί από τα χέρια τους για λογαριασμό της τρέχουσας κοινωνικής τάξης αλλά δεν μπορούν να βρουν μια θέση μέσα στον παραγωγικό μηχανισμό της. Έτσι μια τέτοια αντίληψη καταλήγει παρουσιάζοντας μια στενόμυαλη κι απλουστευτική επεξήγηση της εκμετάλλευσης και του επαναστατικού μετασχηματισμού. Προκειμένου να διεξάγουμε έναν επαναστατικό αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, χρειάζεται να αναπτύξουμε μια κατανόηση των τάξεων όπως υφίστανται στην πραγματικότητα στον κόσμο χωρίς να καταφεύγουμε σε στεγανά.

Το πιο βασικό στοιχείο της ταξικής κοινωνίας είναι ότι υπάρχουν αυτοί που κυριαρχούν, κι αυτοί που κυριαρχούνται, αυτοί που εκμεταλλεύονται κι αυτοί που τους εκμεταλλεύονται. Μια τέτοια κοινωνική τάξη μπορεί να συγκροτηθεί μόνο εφόσον οι άνθρωποι έχουν απολέσει την ικανότητά τους να λαμβάνουν και να διεκπεραιώνουν βασικές αποφάσεις για τη ζωή τους.

Η κυρίαρχη τάξη προσδιορίζεται βάσει της προοπτικής της για συσσώρευση ισχύος και πλούτου. Αν και υπάρχουν σαφώς σημαντικές έριδες στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης με όρους αντικρουόμενων συμφερόντων, και πραγματικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του εδάφους, αυτή η κυρίαρχη προοπτική για τον έλεγχο του κοινωνικού πλούτου και της ισχύος, κι έτσι των ζωών και των σχέσεων κάθε ζωντανού όντος, παρέχει στην τάξη αυτή μια ενιαία θετική προοπτική.

Η εκμεταλλευόμενη τάξη δεν έχει μια ανάλογη θετική προοπτική να την προσδιορίζει. Αντίθετα προσδιορίζεται βάσει του τι υφίσταται, του τι έχει χάσει. Ξεριζωμένη από τον τρόπο ζωής που της ήταν οικείος και είχε δημιουργήσει με τα χέρια της, η μόνη κοινότητα που έχει απομείνει για τους ανθρώπους που απαρτίζουν αυτή την ανομοιογενή τάξη είναι αυτή που τους παρέχει το κεφάλαιο και το κράτος-η κοινότητα της εργασίας και της εμπορευματικής ανταλλαγής, διακοσμημένη με τις εκάστοτε εθνικιστικές, θρησκευτικές, πατριωτικές, φυλετικές, η υποκουλτουριάρικες ιδεολογικές οδηγίες μέσα από τις οποίες η κυρίαρχη τάξη δημιουργεί ταυτότητες ώστε να αφομοιώσει την προσωπικότητα και την άρνηση. Η αντίληψη μιας θετικής προλεταριακής ταυτότητας, μιας μοναδικής, ενιαίας, προλεταριακής προοπτικής, στερείται πραγματικής βάσης μιας και αυτό που ορίζει κάτι ως «προλεταριακό» σημαίνει ακριβώς ότι η ζωή του έχει κλαπεί από τον έλεγχό του, ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα πιόνι στα σχέδια των κυριάρχων.

Η εργατίστικη αντίληψη της προλεταριακής προοπτικής έχει τις ρίζες της στις επαναστατικές θεωρίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ (ιδιαίτερα τις μαρξιστικές και συνδικαλιστικές θεωρίες). Προς το τέλος του 19ου αιώνα, τόσο η δυτική Ευρώπη όσο και οι ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες βάδιζαν σθεναρά στο δρόμο της πλήρους εκβιομηχάνισης, και η κυρίαρχη ιδεολογία της προόδου εξίσωνε την τεχνολογική ανάπτυξη με την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτή η ιδεολογία εκδηλώθηκε στην επαναστατική θεωρία ως η ιδέα ότι η βιομηχανική εργατική τάξη ήταν αντικειμενικά επαναστατική καθώς βρισκόταν σε θέση που θα μπορούσε να καταλάβει τα μέσα παραγωγής που αναπτύχθηκαν υπό τον καπιταλισμό (τα οποία, ως προϊόντα της προόδου, εξυπακουόταν ότι θα ήταν εξ ορισμού απελευθερωτικά…) και να τα θέσει στην υπηρεσία της ανθρώπινης κοινότητας. Αγνοώντας το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου (καθώς και μια σημαντική μερίδα των εκμεταλλευομένων στις εκβιομηχανισμένες χώρες), η επαναστάτες θεωρητικοί πέτυχαν να επινοήσουν μια θετική προοπτική για το προλεταριάτο, μια αντικειμενική ιστορική αποστολή. Το ότι βασίστηκαν στην αστική ιδεολογία της προόδου έχει αγνοηθεί. Κατά τη γνώμη μου, οι λουδίτες είχαν μια πολύ πιο ξεκάθαρη προοπτική, αναγνωρίζοντας στην εκβιομηχάνιση ένα ακόμα εργαλείο στα χέρια των αφεντικών για το φτώχεμα των ζωών τους. Όχι παράλογα λοιπόν, επιτέθηκαν στα μηχανήματα της μαζικής παραγωγής.

Η διαδικασία του φτωχέματος, είχε επιτευχθεί από καιρό στη Δύση (αν και φυσικά πρόκειται για μια διαδικασία που συνεχίζεται ακόμα), αλλά είναι κυρίως στον Νότο του κόσμου που βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της στάδια. Αν και η διαδικασία αυτή ξεκίνησε στη Δύση, έχουν σημειωθεί μερικές σημαντικές μεταβολές στη λειτουργία του παραγωγικού συστήματος. Οι θέσεις εξειδικευμένων εργατών έχουν σε μεγάλο βαθμό χαθεί από τα εργοστάσια, κι αυτό που χρειάζεται σε έναν εργάτη είναι η ευελιξία, η ικανότητα να προσαρμόζεται, με άλλα λόγια η ικανότητα να είναι ένα ευμετάβλητο γρανάζι της καπιταλιστικής μηχανής. Επιπροσθέτως, τα εργοστάσια τείνουν να χρειάζονται ολοένα και λιγότερους εργάτες προκειμένου να διεκπεραιώσουν την παραγωγική διαδικασία, τόσο λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και των τεχνικών που επιτρέπουν μια πιο αποκεντρωμένη παραγωγική διαδικασία όσο και λόγω του ότι όλο και περισσότερο το είδος της απαιτούμενης εργασίας περιορίζεται στην επόπτευση και τη συντήρηση των μηχανημάτων.

Σε ένα πρακτικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι είμαστε όλοι μας, ως υποκείμενα, αναλώσιμοι για την παραγωγική διαδικασία, καθώς κανείς μας δεν είναι αναντικατάστατος, ιδού η αξιοζήλευτη ισότητα στον καπιταλισμό, όπου ο καθένας ισούται με μηδέν. Στον πρώτο κόσμο, κάτι τέτοιο είχε ως αποτέλεσμα την ώθηση αυξανόμενων αριθμών εκμεταλλευομένων σε όλο και πιο επισφαλείς θέσεις: περιστασιακή εργασία, σπαστό ωράριο, παροχή υπηρεσιών, ημι-απασχόληση, η μαύρη αγορά κι άλλες μορφές παρανομίας, άστεγοι, φυλακισμένοι. Η σταθερή εργασία με τα εχέγγυά της, μιας κάπως σταθερής ζωής -ακόμα κι αν δεν την ορίζει κανείς ο ίδιος- δίνει τη θέση της σε μια στέρηση κάθε εγγύησης όπου οι ψευδαισθήσεις που παρείχε ένας μικρο-μεσαίος καταναλωτισμός δεν μπορούν πια να κρύψουν ότι η ζωή στον καπιταλισμό βιώνεται πάντα στο χείλος της καταστροφής.

Στον τρίτο κόσμο, λαοί που στάθηκαν ικανοί να δημιουργούν την ίδια την ύπαρξή τους, αν και συχνά αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες, βρίσκουν τη γη και τα άλλα μέσα που είχαν για το σκοπό αυτό, να τους τα παίρνουν μέσα από τα χέρια καθώς οι μηχανές του κεφαλαίου κυριολεκτικά εισβάλλουν μέσα στα σπίτια τους, και τους στερούν κάθε πιθανότητα για μια ύπαρξη βασισμένη στα προϊόν της δικής τους δραστηριότητας. Ξεριζωμένοι από τις ζωές και τη γη τους, αναγκάζονται να μετακινηθούν προς τις πόλεις όπου ίσως βρεθεί μια κάποια εργασία γι αυτούς. Παραγκουπόλεις αναπτύσσονται γύρω από τις πόλεις αυτές, συχνά με πληθυσμούς μεγαλύτερους από την ίδια την πόλη. Χωρίς καμιά πιθανότητα σταθερής εργασίας, οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων αυτών πιέζονται να δημιουργήσουν μια οικονομία μαύρης αγοράς προκειμένου να επιβιώσουν, κάτι που εξυπηρετεί επίσης τα συμφέροντα του κεφαλαίου. ’λλοι, στην απόγνωσή τους, επιλέγουν την μετανάστευση, ρισκάροντας μια φυλάκιση σε κέντρα κράτησης μεταναστών χωρίς χαρτιά, ελπίζοντας να βελτιώσουν κάπως τις συνθήκες ζωής τους.

Έτσι, μαζί με τη φτώχια, την επισφάλεια και την ελαστικότητα, αυξάνονται τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών που συνιστούν την παγκόσμια εκμεταλλευόμενη τάξη. Αν, από την άλλη, αυτό σημαίνει ότι αυτός ο πολιτισμός του εμπορεύματος δημιουργεί μέσα του μια τάξη βαρβάρων που δεν έχουν πραγματικά τίποτα να χάσουν καταστρέφοντάς τον (όχι όμως με τον τρόπο που φαντάζονταν οι παλιοί εργατιστές ιδεολόγοι), από την άλλη, αυτά τα χαρακτηριστικά από μόνα τους δεν παρέχουν καμία βάση για μια θετική προοπτική μετασχηματισμού της ζωής. Η οργή που φέρνει η εξαθλίωση της ζωής που επιβάλει αυτή η κοινωνία μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί μέσα από προοπτικές που εξυπηρετούν την κυρίαρχη τάξη ή τουλάχιστον τα ειδικά συμφέροντα του ενός ή του άλλου αφεντικού. Τα παραδείγματα παρελθοντικών καταστάσεων κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στα οποία η οργή των εκμεταλλευομένων εξαντλήθηκε στα κανάλια του εθνικισμού, των φυλετικών ή θρησκευτικών προοπτικών μόνο και μόνο για να ενισχύσει την κυριαρχία είναι πάρα πολλά. Η πιθανότητα ενός τέλους της τρέχουσας κοινωνικής τάξης είναι μεγαλύτερη από ποτέ, αλλά η πίστη στο αναπόφευκτό της δεν μπορεί πια να υποκρίνεται πως έχει μια αντικειμενική βάση.

Προκειμένου, όμως, να κατανοήσουμε πλήρως την επαναστατική προοπτική και να αρχίσουμε να βρίσκουμε τρόπους διεξαγωγής της (και ανάπτυξης μιας ανάλυσης του πως η κυρίαρχη τάξη καταφέρνει να ενσωματώνει την οργή αυτών που εκμεταλλεύεται στις δικές της προοπτικές), είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι η εκμετάλλευση δεν συμβαίνει απλά και μόνο τη στιγμή της παραγωγής πλούτου, αλλά επίσης κατά την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων. ’σχετα με την ειδική θέση κάθε μεμονωμένου προλεταρίου μέσα στον παραγωγική μηχανισμό, είναι συμφέρον της κυρίαρχης τάξης ο καθένας να έχει έναν ρόλο, μια κοινωνική ταυτότητα, που να εξυπηρετεί στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων.

Φυλή, φύλο, εθνικότητα, θρησκεία, ερωτικές προτιμήσεις, υποκουλτούρες-όλα αυτά τα πράγματα αντανακλούν στ αλήθεια πολύ πραγματικές και πολύ σημαντικές διαφορές, όμως αποτελούν κοινωνικές κατασκευές για τη χειραγώγηση των διαφορών αυτών σε ρόλους χρήσιμους για τη διατήρηση της παρούσας κοινωνικής τάξης. Στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές της παρούσας κοινωνίας όπου η αγορά προσδιορίζει τις περισσότερες σχέσεις, οι ταυτότητες σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζονται από τα εμπορεύματα που τις συμβολίζουν, και η μεταβλητότητα γίνεται το πιάτο ημέρας της κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως ακριβώς ισχύει με την οικονομική παραγωγή. Και είναι ακριβώς επειδή η ταυτότητα είναι μια κοινωνική κατασκευή και όλο και περισσότερο ένα ευπώλητο εμπόρευμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά από τους επαναστάτες, ν αναλυθεί προσεκτικά, στην πολυπλοκότητά του με την ακριβή στόχευση να κινηθούμε πέρα από τις κατηγορίες αυτές, προς το σημείο όπου οι διαφορές (συμπεριλαμβανομένων αυτών που η κοινωνία προσδιορίζει με όρους φυλής, φύλου, εθνικότητας κλπ) να είναι η αντανάκλαση του καθένα μας ως μοναδικό άτομο.

Καθώς δεν υπάρχει κάποια κοινή θετική προοπτική να βρεθεί στην κατάστασή μας ως προλετάριοι -ως εκμεταλλευόμενοι και στερημένοι- η προοπτική μας μπορεί μόνο να είναι η καταστροφή της προλεταριακής κατάστασης, το τέλος της στέρησης. Η ουσία αυτού που έχουμε χάσει δεν είναι ο έλεγχος πάνω στα μέσα παραγωγής ή στον υλικό πλούτο, είναι οι ίδιες οι ζωές μας, η ικανότητά μας να δημιουργούμε την ύπαρξή μας με όρους αναγκών και επιθυμιών μας. Έτσι, ο αγώνας μας βρίσκει παντού γόνιμο έδαφος να απλωθεί, πάντοτε. Σκοπός μας είναι να καταστρέψουμε οτιδήποτε μας στερεί τις ζωές μας: το κεφάλαιο, το κράτος, το βιομηχανικό και μετα-βιομηχανικό τεχνολογικό σύμπλεγμα, την εργασία, τη θυσία, την ιδεολογία, κάθε οργάνωση που προσπαθεί να καρπωθεί τον αγώνα μας, εν συντομία, κάθε μηχανισμό ελέγχου.

Πάνω στη διαδικασία της διεξαγωγής του αγώνα αυτού με τον μόνο τρόπο που έχουμε για να διεξάγουμε έναν τέτοιο αγώνα -έξω και ενάντια σε κάθε επίσημη δομή και θεσμό- ξεκινούμε να αναπτύσσουμε νέες σχέσεις βασισμένες στην αυτό-οργάνωσεις, μια κοινοτοπία βασισμένη στις μοναδικές διαφορές που προσδιορίζουν τον καθένα μας ως υποκείμενο η ελευθερία του οποίου επεκτείνεται με την ελευθερία του άλλου. Είναι στην εξέγερση ενάντια στην προλεταριακή κατάστασή μας που βρίσκουμε ότι η μόνη θετική προοπτική που μοιραζόμαστε είναι διαφορετική για τον καθένα μας: είναι ο συλλογικός αγώνας για την ατομική πραγμάτωση.

Δημοσιεύτηκε στο: http://www.geocities.com/kk_abacus/vbutterfly.html

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Δεκέμβρης 2007)