Αρχείο κατηγορίας Αναρχία

Κείμενο για την απελευθέρωση των ζώων

Αναδημοσίευση από εδώ http://diskordia.squat.gr/2014/01/07/%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%AD%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B6%CF%8E%CF%89%CE%BD/

67

Την δεκαετία του 60 παρατηρείται μια άνθηση κινηματικών μορφωμάτων για τα δικαιώματα των ζώων. Κάποιοι κατάφεραν να μετατρέψουν την ευαισθησία τους σε βαθιά πολιτικές πρακτικές με απώτερο στόχο το γκρέμισμα των σπισιστικών αρχών που διέπουν την σχέση των ανθρώπων-ζώων, και άλλοι εγκλωβισμένοι στα πλαίσια της νομιμότητας ζητούσαν μεταρρυθμίσεις για τις συνθήκες ευζωίας.

Η ρεφορμιστική προσέγγιση του μεγαλύτερου κομματιού οδήγησε στη δημιουργία νομοθετημάτων για την βελτίωση των συνθηκών σφαγής, μεταφοράς και κράτησης κυρίως για τα βοοειδή και τα πτηνά, στην πιο ανθρώπινη εκμετάλλευση ζώων που βρισκόταν σε καταφύγια και χώρους «διασκέδασης»,στην μείωση του αριθμού ζώων για πειράματα ζωοτομίας σε εργαστήρια πολυεθνικών και σχολεία, την πτώση στις πωλήσεις γούνας και την υπεράσπιση ειδών που βρίσκονταν υπό εξαφάνιση. Η καθημερινότητα του κρατουμένου θα βρωμάει λιγότερο ανία, η γυναίκα θα ξεπιάνεται στον δρόμο για την κρεβατοκάμαρα και τα ζώα ευτυχισμένα από το φρέσκο σανό θα στριμώχνονται στα κλουβιά λιγότερο. Η ουσία παραμένει, εγκλεισμός, εξευτελισμός και η εκμετάλλευση σαν κεντρική ιδέα ενός ολόκληρου συστήματος .

Στα μέσα του 16ου αιώνα γίνεται η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας νόμων που θα ορίζουν την εύρυθμη λειτουργία μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Οι νόμοι αυτοί εξυπηρετούσαν κυρίως την γεωργία και την κτηνοτροφία και περιλάμβαναν κανονισμούς και άδειες για κτηνοτροφικές μονάδες, το κυνήγι, το ψάρεμα, την σφαγή, την μεταφορά, την βυρσοδεψία και τις αγορές. Ακόμη περιείχε και την απομάκρυνση των σφαγείων από τις κατοικημένες περιοχές, πρακτικές υγιεινής και διαχείρισης ζωικών αποβλήτων. Τα νομοθετήματα του μεσαίωνα το πόσα ζώα, ποιά είδη και ποιά κομμάτια τους οι πολιτισμένοι άνθρωποι θα φορούν και θα καταναλώνουν. Έξω τα σφαγεία από τις κατοικημένες περιοχές, η οσμή του ψόφιου και οι κραυγές μας κόβουν την όρεξη, η μπουρζουαζία υποφέρει σιωπηλά.

Τώρα η σύγχρονη κοινωνία, που με την παρακαταθήκη του μεσαίωνα ξέρεις τι θα φοράς και τι θα τρως, φώτισε αυτήν την σκοτεινή εποχή της ιστορίας και φώναξε συντονισμένα «Ζήτω η ιερά εξέταση!». Αφήνοντας το μεσαιωνικό έμεσμα φτάνουμε στην σύγχρονη εγκληματολογία και την εισαγωγή του ζητήματος της κακοποίησης ζώων σε αυτήν μετά από τόσους αγώνες των νομοταγών ζωόφιλων. Όλες οι ειρηνιστικές τους προσπάθειες δεν κατέληξαν άκαρπες. Κατάφεραν την αστική δικαιοσύνη να συμπεριλάβει και την κακοποίηση και επιτέλους να «πληρώσουν» οι βασανιστές για τα εγκλήματα τους. Έτσι χάρη στις «πιέσεις» το κράτος κατάφερε να ενισχύσει το κοινωνικό του προσωπείο, δείχνοντας την ευαισθησία του και στεκούμενο αμείλικτα μπροστά σε ακραίες συμπεριφορές. Αυτό που δεν έγινε ξεκάθαρο είναι ότι τα ζώα εισήχθησαν στην εγκληματολογία σαν αντικείμενα, των οποίων η ταυτότητα ιδιοκτησίας κλάπηκε, φθάρθηκε και καταστράφηκε. Η κακοποίηση των ζώων δεν έχει καμία σημασία διότι δεν είναι αντιληπτή ως «πραγματικό» έγκλημα, αλλά σαν προσβολή της ιδιοκτησίας κάποιου ανθρώπου.

Συμπερασματικά οποιαδήποτε πρακτική που ακούει στην νομιμότητα δεν αλλάζει την πραγματικότητα κανενός εκμεταλλευόμενου, αλλά συντηρεί την κρατική αντίληψη ότι οι άνθρωποι, τα ζώα και η φύση είναι ιδιοκτησία του. Όπως ούτε η κοινωνιολατρική νόσος των ρεφορμιστών θα προκαλέσει καμία ρήξη και συνειδητοποίηση κανενός, αντιθέτως διαιωνίζει της σχέσεις εξουσίας. Απέναντι στον κρατικό μηχανισμό και την κοινωνική σαπίλα στήριξης του εξουσιαστικού συμπλέγματος προτάσσουμε την ολική απελευθέρωση ζώων, ανθρώπων και φύσης και την ολική καταστροφή του υπάρχοντος. Κάθε βιτρίνα που ραγίζει, κάθε κολαστήριο που καίγεται, είναι ένα βήμα στον δύσβατο δρόμο της ουτοπίας, είναι μία σύμπραξη για την αναρχία.

εν δυνάμει
(κείμενο από εξωτερικό)

 

[Ιταλία] Αλφρέντο Μαρία Μπονάννο: «Ας μην αιθεροβατούμε, παρακαλώ»

Αναδημοσίευση από  ContraInfo  :  http://gr.contrainfo.espiv.net/2012/12/24/alfredo-maria-bonanno-lets-keep-our-feet-on-the-ground-please/

no retreat

 

Αν προσυπογράφεις την ιδέα της καταστροφής της εργασίας, πάντοτε θα βρεις κάποιον, ακόμη και μεταξύ αναρχικών, που θα πει: «Κι αύριο; Αν δε δουλέψουμε, τι θα φάμε αύριο;»

Αν λοιπόν πάρεις μια τέτοια απάντηση, σημαίνει ότι μιλάς σ’ έναν πραγματιστή αναρχικό ή μάλλον σε κάποιον που πατάει τα πόδια του γερά στο έδαφος· σ’ έναν απ’ αυτούς τους τύπους που, μόλις τον ρωτήσεις αν εξακολουθεί να θεωρεί το ρόλο της εργατικής τάξης σημαντικό στη σύγκρουση μεταξύ κυριαρχημένων και κυριάρχων, θα σου πει «Εννοείται!»

Μην πάρεις όμως το ρίσκο να τον ρωτήσεις τι σημαίνει να ’ναι κανείς ρεαλιστής ή πραγματιστής. Η απάντησή του μπορεί να διαταράξει τα όνειρά σου για πολύ καιρό.

Θα σου πει ότι χρειάζεται να σέβεσαι τις συνθήκες της ταξικής πάλης, αντί να τοποθετείς τον εαυτό σου ιδεολογικά πάνω απ’ τα μυαλά των γύρω σου, ώστε να μη γίνεις μια πρωτοπορία του προλεταριάτου – προσθέτοντας εκεί αρκετά πειστικά πως αυτό δεν το κάνεις από μια ανάγκη να έχεις αποδοτικότητα στον αγώνα ή να πάρεις άμεσα αποτελέσματα, αλλά επειδή είναι απαραίτητο να συνεχίσεις να στηρίζεις τους εκμεταλλευομένους στο μέρος όπου δείχνουν τη μεγαλύτερη δυνατή ικανότητα να ανταπαντήσουν στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, δηλαδή στο χώρο εργασίας.

Βέβαια, εσένα θα σου ’ρθει να πεις (που σε συμβουλεύω να το κρατήσεις για τον εαυτό σου): «Μα αυτό δεν είναι καμουφλαρισμένη ιδεολογία, μ’ άλλα λόγια ιδέες που έχουν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα;» Και θα θελήσεις να πεις πως η εργατική τάξη δεν υπάρχει πλέον, ότι έχει διαλυθεί απ’ την ιστορική συνάντηση του Κεφαλαίου με τις νέες τεχνολογίες, κι έτσι κάθε ρεφορμιστική πρακτική, όπως η υποβολή αιτημάτων ή η προάσπιση κεκτημένων, απλώς στηρίζει αυτήν τη στρατηγική της κυριαρχίας και του αφανισμού. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν άσκοπο να μιλήσεις. Ο ρεαλισμός, ή ο πολιτικός πραγματισμός, είναι αρρώστια που δεν παλεύεται. Υπαινίσσεται την πρακτική εκείνων που βλέπουν τα πράγματα μονάχα υπό αιτιώδεις, σχηματικούς όρους. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από τέτοια προαπαιτούμενα. Για να λέμε την αλήθεια, ο γκραντουαλισμός μπορεί να είναι εξαιρετικά πειστικός. Η θεωρία του βαθμιαίου δίνει έστω μια παρηγοριά ως προς τι θα μπορούσε να συμβεί βραχυπρόθεσμα, καταστέλλοντας το φόβο του μέλλοντος.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό που μας λέει ο ρεαλιστής, πραγματιστής μας σύντροφος είναι ότι ένα ουσιαστικό σημείο της πάλης είναι να διασφαλίσουμε πως δε θα επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Ποτέ ξανά φασισμός! Κι ανατρέχοντας στις παλιότερες μορφές του φασισμού παραλείπουν να δούνε τις καινούργιες, που σε καμία περίπτωση δεν προσομοιάζουν μ’ αυτές του παρελθόντος, αλλά ενδεχομένως είναι κι ακόμα χειρότερες. Ο σύντροφος αυτός σκοπίμως σου πετάει πως αν δε δουλέψεις δε θα ’χεις να φας, για να σε αποστομώσει, και πως είναι επικίνδυνο και μη ρεαλιστικό να επιμένεις ως προς την καταστροφή της δουλειάς, αφού υποστηρίζει μια θέση που παραμένει αγκιστρωμένη στην πραγματικότητα του παρόντος, την οποία και καταλήγει να δικαιολογεί χωρίς καν να το συνειδητοποιεί. Δεν τον ενδιαφέρει να κουβεντιάσει ιδέες ή ζητήματα μεθόδου. Το μόνο που θέλει να ξέρει είναι τ’ αναμενόμενα αποτελέσματα, τα οποία είναι σε θέση να υπολογίζει μόνο από ποσοτική άποψη: να προσμετρώνται άνθρωποι και πράγματα, να συμπίπτουν δεδομένα της πραγματικότητας με εγχειρήματα, να γίνεται κατανοητή η κοινωνική δυναμική. Αυτές είναι οι ιδέες και οι μέθοδοι που απέδωσαν καρπούς στο παρελθόν. Δεν παίζει τώρα να υπάρχει κάτι σαν κριτική σκέψη ή κάτι που θα μπορούσε να τις θέσει υπό αμφισβήτηση.

Πρέπει να απομονωθεί κάθε ιδέα που θα μπορούσε ν’ απειλήσει την αναζήτησή του για τη συναίνεση των εκμεταλλευομένων ή που θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να παρουσιάσει τους αναρχικούς επαναστάτες ως υπονομευτές της συντεταγμένης τάξης, συμπεριλαμβανομένης της θεμιτής απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής· γιατί, αν δεν αποκλειστεί κάθε παρόμοια ιδέα, έχετε γεια, απαλλοτρίωση και ειρηνική μετάβαση στην ελεύθερη κοινωνία του μέλλοντος. Πειραματισμοί μπορούν να διεξαχθούν μονάχα ανά μικρές ομάδες, θα πει αυτός ο σύντροφος με το φωτισμένο, πραγματιστικό όραμα που ’χει για τον αγώνα, και τούτες είναι ασήμαντες απ’ τη σκοπιά της ταξικής πάλης.

Αυτή η νοοτροπία έχει μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά. Πρώτον, ανταποκρίνεται σε μια αντίληψη της πραγματικότητας η οποία εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις, μια εξέλιξη την οποία κάποιος βοηθά παρέχοντας απλώς ευκαιρίες για βελτιώσεις. Η λειτουργία τού απολύτως άλλου δε λαμβάνεται υπόψη. Ό,τι ξεκίνησε ως μία άποψη των πραγμάτων δε θ’ αργήσει να γίνει καταδίκη και να αποστασιοποιηθεί μόλις ο πειραματισμός που γίνεται προς αυτή την κατεύθυνση αποκτήσει κάποια σημαντική μορφή και συνέπεια. Δεύτερον, η ίδια νοοτροπία αποδέχεται την τεχνολογία ως το κύριο στοιχείο που ενυπάρχει σε οποιαδήποτε αστική συμβίωση, έτσι δύναται μονάχα να φανταστεί τη μελλοντική κοινωνία ως ορμώμενη από μια εναλλακτική χρήση της σημερινής τεχνολογίας. Τρίτον, δε δύναται ν’ απαλλαγεί απ’ το δικό της θεσμικό καθήκον, αυτό του εξορκισμού κάθε φόβου μπροστά στο άγνωστο. Οποιαδήποτε απόπειρα να επιταχυνθεί αυτός ο γκραντουαλισμός αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα προβλήματα, κάνοντας το άγνωστο να φαντάζει σαν εχθρός και το γνωστό (δηλαδή τη διατήρηση του υπάρχοντος) σαν κάτι που πρέπει να προστατεύεται μην τυχόν και πέσει στα χέρια των βαρβάρων.

Συχνά, ακόμα και το ν’ απαντήσεις σε αυτούς τους τύπους μέσα από τις δικές μας θέσεις για το απολύτως άλλο είναι πλήρες χάσιμο χρόνου. Η βαριά σκιά των γραφειοκρατών έχει περάσει πάνω από κάθε εποχή, ήδη από τις σκοτεινές απαρχές της ιστορίας. Κάτι άλλο χρειάζεται να γίνει.

πηγή  :  http://pantagruel-provocazione.blogspot.gr/2010/01/lets-keep-our-feet-on-ground-please.html

Alfredo M. Bonanno, Per favore, restiamo con i piedi per terra, άρθρο που δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα Canenero, τ. 26, 12.5.1995 —η απόδοση στα ελληνικά έγινε από την αγγλική μετάφραση της Τζην Ουίρ [Jean Weir] στην έκδοση Let’s destroy work, let’s destroy the economy («Ας καταστρέψουμε τη δουλειά, ας καταστρέψουμε την οικονομία»), Elephant Editions, Λονδίνο

 

 

Ενάντια στον κοινωνικό ρεφορμισμό

Ενάντια στον κοινωνικό ρεφορμισμό

 

Αυτό που καθορίζει την “πολιτική εικόνα” του αναρχικού κινήματος στις διάφορες περιόδους δεν είναι τόσο πολύ οι πάγιες αντιεξουσιαστικές του θέσεις, οι οποίες στα βασικά τους χαρακτηριστικά είναι λίγο-πολύ γνωστές, αλλά η νοοτροπία που τις εκφράζει και τις διαχέει τη δεδομένη ιστορική στιγμή. Επίσης τίθεται και ένα ζήτημα, κατά πόσο αυτές οι θέσεις εμπλουτίζονται και μετασχηματίζονται ή κατά πόσο μένουν στάσιμες και μετατρέπονται σε “ιδεολογία”.

Ποια είναι λοιπόν η πραγματικότητα εντός του αναρχικού κινήματος σήμερα. Νομίζω σημαντικό στοιχείο που απλοποιεί αρκετά κάποια ενδεχομένως περίπλοκα φαινόμενα είναι ο παράγοντας “κρίση”. Σε καιρούς σχετικής ευημερίας όπως οι προηγούμενες δύο δεκαετίες τα “οικονομικά” ζητήματα καταλάμβαναν μικρότερο χώρο στην πολιτική ατζέντα της αναρχίας. Το ίδιο ισχύει και με την “εργασία”. Βέβαια ανέκαθεν υπήρχαν κινητοποιήσεις με οικονομικά και εργατικά χαρακτηριστικά και αιτήματα αλλά μόνο εν μέσω κρίσης συζητούνται η οικονομία και η εργασία κατεξοχήν ως συνθήκες και ως κοινωνικές σχέσεις.

Και δυστυχώς ο αναρχικός χώρος έπεσε στην πολιτική “λούμπα” των ακροαριστερών του καταβολών από της οποίες ένα μεγάλο κομμάτι του ποτέ δε ξέκοψε οριστικά. Σήμερα σχεδόν ολόκληρος ο αναρχικός λόγος περιστρέφεται γύρω από οικονομίστικες και εργατίστικες αντιλήψεις. Φαίνεται να ξεχνιέται σιγά-σιγά η κριτική που ασκούσε ο αναρχικός χώρος στην κοινωνία και στην εργατική τάξη μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης και να μπαίνει αισχρά κάτω από το χαλί ώστε να πάρει τη θέση της ένας νεόκοπος κοινωνισμός που θέτει ως ύψιστο καθήκον του αναρχικού επαναστάτη τη ζύμωση με οποιοδήποτε υποκείμενο δέχεται οικονομική καταπίεση και εκμετάλλευση ή χάνει η δουλειά του, το εισόδημα του κλπ.

Πάνω λοιπόν στον πανικό να προβάλλει ο χώρος, σαν άλλη αριστερά, “ένα όραμα για μια άλλη κοινωνία”, ξεχύθηκε στις μάζες δημιουργώντας  ή συμμετέχοντας σε διάφορα εγχειρήματα όπως  κουζίνες, αντιμαθήματα, παζάρια, καλλιέργειες, εργαστήρια κατασκευών κ.α. Το ζήτημα βέβαια είναι πως αφενός κανένα από τα παραπάνω δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα εάν δε συμμετέχουν πολιτικοποιημένα άτομα και αφετέρου κανένα δεν έχει συνάφεια με τον σταθερό αναρχικό στόχο της επανάστασης. Μια αυτοοργανωμένη κουζίνα παραμένει ένας τρόπος κάλυψης της ανάγκης για φαγητό όσοι αναρχικοί και να συμμετέχουν. Επίσης τα προλεταριακά και κοινωνικά κομμάτια  που ίσως συμμετέχουν, έρχονται να καλύψουν αυτήν τους ακριβώς την ανάγκη και όχι να συνωμοτήσουν για την επανάσταση. Ο ίδιος άνθρωπος μπορεί κάλλιστα αύριο να φάει στο συσσίτιο την τοπικής ενορίας ή του δήμου. Όσες πολιτικές συζητήσεις και να λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις εκδηλώσεις δεν αμφισβητείται πρακτικά καμία σοβαρή όψη της κυριαρχίας, ούτε μετασχηματίζεται η συνείδηση του κόσμου.

Επίσης ξεφύτρωσαν διάφορες “λαϊκές” συνελεύσεις. Με λίγα λόγια καλείται ένας αναρχικός να “ζυμωθεί” με δεκάδες διαφορετικά, αλληλοεχθρικά και εχθρικά προς την επανάσταση υποκείμενα, τα οποία τυχαίνει σε κάποια χρονική συγκυρία να έχουν ένα κοινό πρόσκαιρο συμφέρον. Το συμφέρον είναι λέξη κλειδί γιατί μπορεί να θεωρηθεί και ως το ακριβώς αντίθετο της συνείδησης.

Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα είναι σιγά-σιγά ξεμακραίνει η πιθανότητα του επαναστατικού πολέμου καθώς η ολιστική απόρριψη του σήμερα πάει περίπατο λόγω της οικονομίστικης/εργατίστικης εμμονής. Επανέρχεται αυτή η σιχαμερή ρεφορμιστική ιδεοληψία των αντικειμενικών συνθηκών και της προτεραιότητας της αφύπνισης των μαζών.

Όμως ο πόλεμος δεν είναι θεωρητική άποψη αλλά γεγονός. Και αν ακόμα κάποιες τάσεις ή άτομα δε θεωρούν απλά και μόνο την ύπαρξη του σημερινού συστήματος αιτία πολέμου δεν μπορούν πλέον να κλείνουν τα μάτια στην πραγματικότητα που ξετυλίγεται άγρια μπροστά μας. Είμαστε στο στόχαστρο του κράτους. Και είμαστε ως αναρχικοί, όχι σαν προλετάριοι ή σαν φοιτητές κλπ. Και η ανάμειξη με τη μάζα δε θα μας σώσει, ούτε μας έσωσε ποτέ.

Ο πόλεμος λοιπόν υπάρχει ακόμα και αν το μεγαλύτερο κομμάτι του χώρου δεν πολεμάει. Και δε θα μπορέσει να πολεμήσει αν δεν αποβάλλει τώρα που έχει ακόμα χρόνο τις αριστερές ρεφορμιστικές του αυταπάτες. Η επανάσταση δεν είναι μελλοντικό γεγονός, είναι ζήτημα του σήμερα, του τώρα. Η επανάσταση ή θα στοχεύει στην εκμηδένιση του κρατικοκαπιταλιστικού συμπλέγματος και της κοινωνίας και του πολιτισμού του ή θα είναι κατ’ ευφημισμόν επανάσταση. Η ζωή εκδηλώνεται στο τώρα και δεν περιμένει τις μάζες για τις οποίες δεν είμαστε και σίγουροι ότι θα εξεγερθούν κάποια στιγμή. Και δεν θα την ελευθερώσουμε από το σημερινό της κλουβί για να τη θέσουμε και πάλι πίσω από τα κάγκελα μιας κοινωνίας που θα έχει μετασχηματιστεί απλά παραγωγικά, διατηρώντας όλο το υπόλοιπο πολιτιστικό εξάμβλωμα και τη νοοτροπία της κοινωνίας-μάζας.

Συνηθίζουν πολλοί να λένε με χαιρέκακο στόμφο πως ”η επανάσταση δεν είναι θέμα μιας χούφτας φωτισμένων”. Λοιπόν δεν είναι ούτε υπόθεση γενικά και αόριστα των μαζών, οι οποίες συντηρούν το σύστημα και στην καλύτερη περίπτωση θέλουν ένα νέο σύστημα καλύτερο και πιο συμφέρον από το σημερινό.

Η επανάσταση είναι η απάντηση των συνειδητοποιημένων και ελεύθερων ατομικοτήτων στον πόλεμο που κήρυξε η εξουσία εναντίον τους. Η επανάσταση είναι ο δικός τους τωρινός, πραγματικός πόλεμος ενάντια στον τωρινό, πραγματικό πόλεμο των τυράννων. Η επανάσταση είναι η κραυγή των εξεγερμένων ατομικοτήτων, όσες και να είναι, για αναρχία και ελευθερία εδώ και τώρα. Ας θάψουμε μια για πάντα τις αντιλήψεις του κεφαλαίου, της εξουσίας και των σκλάβων τους. Ας επιτεθούμε με ατόφιο μίσος στο πολιτισμικό και κοινωνικό οικοδόμημα τώρα που “μπάζει” από παντού.  Ας διαρρήξουμε τις στεγανές ταυτότητες και τους ρόλους που μας έχουν επιβληθεί, με τη δύναμη του εξεγερμένου εγώ. Η ήττα ή η νίκη δεν παίζει τόσο ρόλο. Η συνείδηση δεν κρίνεται εκ του αποτελέσματος αλλά από τις πράξεις. Το δίλημμα δεν είναι πλέον επανάσταση ή όχι, αλλά ατομικιστικός μηδενισμός ή κοινωνικός ρεφορμισμός.

ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ-Του Γιόχαν Μοστ και της Έμμα Γκόλντμαν

ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ

Για τους περισσότερους Αμερικάνους η Αναρχία είναι μια κακόφημη λέξη˙ ένα άλλο όνομα για την ανομία, τη διαστροφή και το χάος. Οι Αναρχικοί θεωρούνται σαν ένα κοπάδι αχτένιστων, άπλυτων και άθλιων τυχοδιωκτών, που έχουν την τάση να σκοτώνουν τους πλούσιους και να μοιράζονται το κεφάλαιό τους. Η Αναρχία ωστόσο στην ουσία εκφράζει, για τους υποστηρικτές της, μια κοινωνική θεωρία η οποία αφορά την συνένωση των κοινωνικών τάξεων με την απουσία κάθε κυβέρνησης ανθρώπου από άνθρωπο˙ εν συντομία, εκφράζει την απόλυτη ατομική ελευθερία.

Αν η έννοια της Αναρχίας έχει μέχρι τώρα ερμηνευθεί ως ένα στάδιο υπέρτατης αναταραχής, αυτό γίνεται επειδή οι άνθρωποι έχουν διδαχτεί πως τα ζητήματά τους είναι ρυθμιζόμενα (στμ. από το Κράτος), ότι κυβερνώνται σωστά και πως η εξουσία είναι αναγκαία.

 

Τους περασμένους αιώνες καθένας που υποστήριζε πως η ανθρωπότητα θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς την βοήθεια εγκόσμιας και πνευματικής εξουσίας, θεωρούνταν τρελός και είτε τον έστελναν στο φρενοκομείο είτε καιγόταν στην πυρά˙ σήμερα ωστόσο, εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες είναι άπιστοι/ες που περιφρονούν την ιδέα ενός υπερφυσικού όντος.

Οι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι του σήμερα, για παράδειγμα, εξακολουθούν να πιστεύουν στην αναγκαιότητα του Κράτους, το οποίο προστατεύει την κοινωνία˙ δεν επιθυμούν να γνωρίζουν την ιστορία των βάρβαρων θεσμών μας. Δεν καταλαβαίνουν πως κυβέρνηση δεν μπορούσε και δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς καταπίεση˙ πως κάθε κυβέρνηση έχει κάνει σκοτεινές πράξεις και τεράστια εγκλήματα ενάντια στην κοινωνία. Η ανάπτυξη της κυβέρνησης έχει βασιστεί στην τάξη, το δεσποτισμό, τη μοναρχία, την ολιγαρχία, την πλουτοκρατία, αλλά πάντα γινόταν τυραννία.

Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ορθολογικών και καλοπροαίρετων ανθρώπων που αγωνιούν ώστε να καλυτερέψουν τις υπάρχουσες συνθήκες, αλλά δεν έχουν χειραφετηθεί επαρκώς από τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες των σκοτεινών εποχών, έτσι ώστε να καταλάβουν την αληθινή ουσία του οργάνου που ονομάζεται κυβέρνηση.

«Πως μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς κυβέρνηση;» ρωτούν οι άνθρωποι. «Αν η κυβέρνησή μας είναι κακή ας έχουμε μία καλή, αλλά πρέπει να έχουμε κυβέρνηση οπωσδήποτε».

Το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «καλή κυβέρνηση», επειδή η ύπαρξή της βασίζεται από την υποταγή μιας τάξης στη δικτατορία μιας άλλης. «Αλλά οι άνθρωποι πρέπει να κυβερνώνται», επισημάνει κάποιος˙ «πρέπει να καθοδηγούνται από νόμους». Ωραία, αν οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται σαν παιδιά τα οποία πρέπει να καθοδηγηθούν, τότε ποιος είναι τόσο τέλειος, τόσο συνετός, τόσο άψογος ώστε να δύναται να κυβερνήσει και να καθοδηγήσει τους υπηκόους του;

Εμείς υποστηρίζουμε πως ο κάθε άνθρωπος μπορεί και πρέπει να κυβερνάται από τον εαυτό του μόνο. Αν οι άνθρωποι είναι ανώριμοι, τότε και ο κάθε εξουσιαστής είναι εξίσου ανώριμος. Πρέπει ένας άνθρωπος, ή ένας μικρός αριθμός ανθρώπων, να ηγείται όλων των εκατομμυρίων τυφλών ανθρώπων που συνθέτουν ένα έθνος;

«Αλλά πρέπει να έχουμε κάποια εξουσία, στην τελική», είπε ένας αμερικάνος φίλος μας. Ουσιαστικά πρέπει, και την έχουμε˙ είναι η αναπόφευκτη εξουσία των φυσικών νόμων, που εκφράζονται ως τέτοιοι στον υλικό και κοινωνικό κόσμο. Μπορεί να τους καταλαβαίνουμε ή να μην τους καταλαβαίνουμε αυτούς τους νόμους, αλλά πρέπει να υπακούμε σ’ αυτούς σαν να είναι μέρος της ύπαρξής μας˙ είμαστε οι απόλυτοι σκλάβοι αυτών των νόμων, αλλά σε μια τέτοια σκλαβιά δεν υπάρχει ταπείνωση. Η σκλαβιά όπως νοείται σήμερα, σημαίνει έναν εξωτερικό αφέντη, ένα νομοθέτη εκτός αυτών τους οποίους ελέγχει˙ ενώ οι φυσικοί νόμοι δεν είναι έξω από εμάς- είναι μέσα μας˙ ζούμε, σκεφτόμαστε, κινούμαστε μόνο μέσω αυτών των νόμων˙ είναι επομένως ευεργέτες και όχι εχθροί μας.

Είναι οι νόμοι του ανθρώπου, οι νόμοι στα νομικά μας βιβλία, σε συμφωνία με τους νόμους της Φύσης; Κανένας, νομίζουμε, δεν μπορεί να έχει την τόλμη να επιβεβαιώσει πως είναι.

Είναι επειδή οι νόμοι που ορίζονται για μας δεν είναι σε συμφωνία με τους νόμους της Φύσης και η ανθρωπότητα υποφέρει από τόσες πολλές αρρώστιες. Είναι παράλογο να μιλάμε για ανθρώπινη ευτυχία εφόσον οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι.

Δεν ανησυχούμε που πολλοί άνθρωποι εναντιώνονται με τόση πικρία στην Αναρχία και τους υπέρμαχούς της, γιατί απαιτεί πολύ ριζοσπαστικές αλλαγές στις υπάρχουσες αντιλήψεις, αφού αυτές προσβάλλουν αντί να κατευνάζουν με τον ζήλο της προπαγάνδας τους.

Κυρήσσουν την υπομονή και αποδοχή του αναπόφευκτου στους φτωχούς και τους υπόσχονται ανταμοιβή στη συνέχεια. Τι νόημα έχει για τον εξαθλιωμένο περιθωριακό, ο οποίος δεν έχει τόπο που να μπορεί να αποκαλέσει δικό του, που λαχταρά ένα κομμάτι ψωμί, ότι οι πύλες του Παράδεισου θα είναι πιο ανοιχτές γι’ αυτόν παρά για τον πλούσιο στο μέλλον; Στην όψη της τεράστιας αθλιότητας των μαζών τέτοιες υποσχέσεις μοιάζουν με πικρή ειρωνεία.

Έχω συναντήσει ελάχιστες έξυπνες γυναίκες και άντρες που έντιμα και συνειδητά μπορούν να υπερασπίζονται τις υπάρχουσες κυβερνήσεις˙ συμφωνούν ακόμα σε πολλά σημεία μαζί μου, αλλά τους λείπει το ηθικό σθένος να κάνουν ένα βήμα μπροστά και να δηλώσουν τη συμπάθειά τους στις αναρχικές αρχές.

Εμείς που έχουμε επιλέξει αυτό το μονοπάτι, που ορίζεται από τις πεποιθήσεις μας, αντιτασόμαστε στην οργάνωση που αποκαλείται Κράτος, βάση αρχών, διεκδικώντας το δικαίωμα του να δουλεύεις και να απολαμβάνεις τη ζωή εξ’ ίσου με όλους τους άλλους.

Όταν κάποτε απελευθερωθούν από τους περιορισμούς της εξωτερικής εξουσίας, οι άνθρωποι θα περάσουν στις ελεύθερες σχέσεις˙ αυθόρμητες οργανώσεις θα ξεφυτρώσουν σε όλα τα μέρη του κόσμου και καθένας θα συμβάλει στη δική του και την κοινή ευημερία μέσω όσης εργασίας μπορεί αυτός ή αυτή να κάνει και επίσης καταναλώνοντας σύμφωνα με τις ανάγκες του. Όλες οι σύγχρονες τεχνικές εφευρέσεις και ανακαλύψεις θα χρησιμοποιηθούν για να κάνουν την εργασία εύκολη κι ευχάριστη. Η επιστήμη, η κουλτούρα και η τέχνη θα χρησιμοποιούνται ελεύθερα για να τελειοποιήσουν και να ανυψώσουν την ανθρώπινη φυλή, ενώ ταυτόχρονα η γυναίκα θα είναι ισότιμη με τον άντρα.

«Ωραία ακούγονται», απαντά κάποιος, «αλλά οι άνθρωποι δεν είναι άγγελοι, είναι εγωιστές».

Και τι έγινε; Ο εγωισμός δεν είναι έγκλημα˙ έγκλημα γίνεται μόνο όταν οι συνθήκες είναι τέτοιες που δίνουν σ’ ένα άτομο την ευκαιρία να ευχαριστεί τον εγωισμό του εις βάρος των άλλων. Σε μια αναρχική κοινωνία ο καθένας θα ψάχνει να ικανοποιήσει το εγώ του˙ όμως, όπως η Μητέρα Φύση έχει κανονίσει τα πράγματα έτσι ώστε να επιβιώνουν μόνο όσοι έχουν τη βοήθεια των γειτόνων τους [1], ο άνθρωπος, για την ικανοποίηση του εγώ του, θα επεκτείνει τη βοήθειά του σ’ αυτούς που θα τον βοηθούν, και τότε ο εγωισμός δεν θα είναι κατάρα αλλά ευλογία.

Ένα στιλέτο στο ένα χέρι, μια δάδα στο άλλο, και όλες οι τσέπες του γεμάτες με βόμβες δυναμίτη: αυτή είναι η εικόνα του Αναρχικού, όπως την έχουν σχηματίσει οι εχθροί του. Του φαίνονται σαν μια απλή μίξη ενός ανόητου και ενός απατεώνα, που μοναδικός του σκοπός είναι να φέρει στον κόσμο τα πάνω κάτω (topsy turvy), και τα μόνα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού, είναι να σκοτώνει οποιονδήποτε διαφέρει από τον ίδιο. Η εικόνα είναι μια άσχημη καρικατούρα, αλλά για τη γενική της αποδοχή δεν είναι για να απορεί κανείς, εξετάζοντας το πόσο επίμονα έχει σχηματιστεί αυτή η ιδέα στο μυαλό του κοινού. Εν τούτοις, πιστεύουμε πως η Αναρχία (η οποία είναι η ελευθερία κάθε ατόμου από τον επιβλαβή περιορισμό των άλλων, είτε αυτοί οι άλλοι είναι άτομα είτε μια οργανωμένη κυβέρνηση) δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη βία, και αυτή η βία είναι η ίδια που νίκησε στις Θερμοπύλες και τον Μαραθώνα.

Η λαϊκή απαίτηση για ελευθερία είναι δυνατότερη και πιο ξεκάθαρη από ποτέ και οι συνθήκες για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι περισσότερο ευνοϊκές. Είναι εμφανές πως κατά τη διάρκεια όλης τη πορείας της ιστορίας εκτελείται μια εξέλιξη όπου οποιουδήποτε είδους σκλαβιά, κάθε μορφής καταναγκασμός, πρέπει να καταρρεύσει, και από την οποία πρέπει να έρθει η ελευθερία, ολοκληρωμένη και απεριόριστη, για όλους και από όλους.

Έτσι, ο Αναρχισμός δεν γίνεται να είναι ένα οπισθοδρομικό κίνημα, όπως έχει υπαινιχθεί, διότι οι αναρχικοί βαδίζουν προς την πρωτοπορεία και όχι στο πίσω μέρος του “στρατού της ελευθερίας”.

Θεωρούμε πως είναι απολύτως αναγκαίο, οι άνθρωποι πρέπει να μη ξεχάσουν ούτε για μια στιγμή τον γιγάντιο αγώνα που πρέπει να γίνει πριν οι ιδέες μπορούν να πραγματωθούν, και ως εκτούτου να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο έχουν στη διαθεσή τους (το λόγο, τον τύπο, την πράξη) για να επιταχύνουν την επαναστατική ανάπτυξη.

Η ευτυχία της ανθρωπότητας, η οποία πρέπει και θα έρθει στο μέλλον, εξαρτάται απ’ τον κομμουνισμό. Το σύστημα του κομμουνισμού λογικά αποκλείει κάθε σχέση μεταξύ αφέντη και υπηρέτη, και αυτό σημαίνει πραγματικός Αναρχισμός, και ο δρόμος που οδηγεί σε τούτο τον στόχο είναι η κοινωνική επανάσταση.

Όσον αφορά τη βία την οποία ο λαός θεωρεί το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των Αναρχικών, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αμφισβητηθεί πως οι περισσότεροι Αναρχικοί αισθάνονται πεπεισμένοι πως η «βία» δεν είναι πια κατακριτέα χρησιμοποιούμενη για την εκτέλεση των σχεδίων τους από ότι είναι όταν χρησιμοποιείται από έναν καταπιεσμένο λαό για την ελευθερία του. Οι εξεγέρσεις των καταπιεσμένων ήταν πάντα καταδικασμένες από τους τύραννους: η Περσία εξεπλάγην στην Ελλάδα, η Ρώμη στα Caudine Forks [2], και η Αγγλία στο Μπάνκερ Χιλ (Bunker Hill) [3]. Μπορεί η Αναρχία να αναμένει λιγότερα, ή να απαιτεί νίκες χωρίς να αγωνίζεται για αυτές;

Πηγή: Metropolitan Magazine, vol. IV, No. 3.

Οκτώβρης 1896

______________________________________________________________

Σημειώσεις της μετάφρασης:

1) Για την επιβίωση και την πρόοδο των ειδών μέσω της αλληλοβοήθειας έχει κάνει μια εξαιρετική επιστημονική μελέτη ο Πετρ Κροπότκιν στο βιβλίο «Αλληλοβοήθεια»

2) Η μάχη των Caudine Forks (ή κατά μια άλλη αναζήτηση Claudine Forks) έγινε το 321 π.χ (ή κατά μια άλλη αναζήτηση το 327-304) και ήταν μεταξύ των επιτιθέμενων Ρωμαίων και των αμυνόμενων Σαμνιτών που είχαν αναπτύξει σπουδαίο πολιτισμό στην Κάτω Ιταλία. Αυτός ο πόλεμος έχει ονομαστεί Β΄ Σαμνίτικος Πόλεμος. Πηγές, για περισσότερα, στα ελληνικά, στα αγγλικά εδώ κι εδώ.

3) Η μάχη του Μπάνκερ Χιλ ήταν η αρχή του τέλους της Βρετανικής αποικιοκρατικής δύναμης στα εδάφη των σημερινών ΗΠΑ. Η μάχη δόθηκε στις 17 Ιουνίου 1775 στη χερσόνησο Charlestown στη βόρεια πλευρά του λιμανιού της Βοστώνης. Οι «Αμερικάνοι» ήταν οι εξεγερμένοι πολίτες των αποικιών οι οποίοι δεν άντεχαν κάτω από τον Βρετανικό νόμο και αποφάσισαν την απόσχιση από το διοικητικό κέντρο της Μασαχουσέτης των Βρετανών. Οι δυνάμεις που συγκρούστηκαν ήταν 2,400 Βρετανοί στρατιώτες ενάντια σε 1,500 Αμερικάνους πολιτοφύλακες.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ -του Αλφρέντο Μπονάννο

Πιστεύουμε ότι αντί για ομοσπονδίες και ομάδες οργανωμένες με τον 
παραδοσιακό τρόπο – μέρος των οικονομικών και κοινωνικών δομών
 μιας πραγματικότητας που δεν υπάρχει πια -  θα έπρεπε να σχηματίζουμε
 ομάδες συγγένειας βασισμένες στη δύναμη της αμοιβαίας προσωπικής
 γνωριμίας. Οι ομάδες αυτές θα έπρεπε να μπορούν να φέρουν σε πέρας
 συντονισμένες δράσεις ενάντια στον εχθρό.
 Όσο αφορά τις πρακτικές πτυχές – φανταζόμαστε πως θα υπάρχει
 συνεργασία μεταξύ των ομάδων και των ατόμων για να βρουν τα μέσα,
 τα γραπτά και οτιδήποτε άλλο απαραίτητο για να έρθουν σε πέρας τέτοιες
 δράσεις. Όσο αφορά την ανάλυση, προσπαθούμε να κυκλοφορήσουμε όσο 
περισσότερα γίνεται μέσα από τις εκδόσεις μας και μέσω των συναντήσεων 
και των συζητήσεων για ειδικά ζητήματα. Μια εξεγερσιακή οργανωτική δομή
 δεν στρέφεται γύρω από την κεντρική ιδέα της περιοδικής συνόδου, κάτι τυπικό 
για τις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις των ομοσπονδιών του επίσημου 
κινήματος. Τα σημεία αναφοράς της δε, υποστηρίζονται από την ολότητα των 
καταστάσεων του αγώνα, είτε αυτές είναι επιθέσεις στον ταξικό εχθρό, είτε 
στιγμές σκέψης και θεωρητικής αναζήτησης. 
Θα μπορούσαν τότε οι ομάδες συγγένειας να συνεισφέρουν στο σχηματισμό 
πυρήνων βάσης. Σκοπός αυτών των δομών είναι να αντικαταστήσουν τις παλιές
 συνδικαλιστικές οργανώσεις αντίστασης – συμπεριλαμβανομένων αυτών  που 
επιμένουν στην αναρχοσυνδικαλιστική ιδεολογία – στο ambit των ενδιάμεσων 
αγώνων. Το πεδίο δράσης των πυρήνων βάσης θα ήταν οποιαδήποτε κατάσταση
 όπου η ταξική κυριαρχία δραστηριοποιεί το διαχωρισμό μεταξύ εσωκλεισμένων 
 και αποκλεισμένων.
 Οι πυρήνες βάσης σχεδόν πάντα σχηματίζονται ως επακόλουθο της προωθητικής
 δράσης των εξεγερσιακών αναρχικών, αλλά δεν αποτελούνται μόνο από αυτούς. 
Στις συγκεντρώσεις, οι αναρχικοί θα πρέπει να αναλάβουν το καθήκον να 
περιγράψουν στο έπακρο τους ταξικούς στόχους.
 Κάποιος αριθμός πυρήνων βάσης θα μπορούσε να σχηματίσει συντονισμένες δομές
 με τον ίδιο στόχο.  Οι ειδικές αυτές οργανωτικές δομές βασίζονται στις αρχές της 
μόνιμης συγκρουσιακότητας, της αυτοδιεύθυνσης και της επίθεσης. 
 Ως μόνιμη συγκρουσιακότητα εννοούμε τον αδιάκοπο αγώνα ενάντια στην ταξική
 κυριαρχία και όσους ευθύνονται γι’ αυτήν.
 Ως αυτοδιεύθυνση εννοούμε την ανεξαρτησία από όλα τα κόμματα, τα συνδικάτα, 
από κάθε πατρονάρισμα, όπως και το να βρεθούν τα απαραίτητα μέσα για τη διεξαγωγή 
του αγώνα  στη βάση των αυθόρμητων συνεισφορών.
 Ως επίθεση εννοούμε την άρνηση κάθε διαπραγμάτευσης, συνδιαλλαγής, συμφιλίωσης 
ή συμβιβασμού με τον εχθρό.
 Το πεδίο δράσης των ομάδων συγγένειας και των πυρήνων βάσης είναι αυτό των μαζικών 
αγώνων. 
 Οι αγώνες αυτοί είναι σχεδόν πάντα ενδιάμεσοι, που σημαίνει δεν έχουν έναν άμεσο, 
άμεσα καταστρεπτικό στόχο. Συχνά προτείνουν απλούς στόχους, σκοπεύουν όμως 
να κερδίσουν περισσότερη δύναμη ώστε να προωθήσουν καλύτερα τον αγώνα προς
 ευρύτερους αντικειμενικούς στόχους.
 Παρ’όλα αυτά, ο τελικός στόχος των ενδιάμεσων αυτών αγώνων είναι πάντα η 
επίθεση. Είναι πάντως προφανώς δυνατό για μεμονωμένους συντρόφους ή ομάδες 
συγγένειας, να χτυπούν άτομα ή οργανώσεις του Κεφαλαίου και του Κράτους, 
ανεξάρτητα από οποιαδήποτε περαιτέρω  πολύπλοκη σύνδεση. Το σαμποτάζ έχει
 γίνει το κύριο όπλο των εκμεταλλευόμενων στον αγώνα τους μέσα στο σενάριο αυτό 
που βλέπουμε να παίζεται μπροστά μας.  Ο Καπιταλισμός δημιουργεί συνθήκες ελέγχου 
και κυριαρχίας σε επίπεδα που ποτέ δεν είχαμε δει πριν, μέσα από την πληροφορική 
τεχνολογία που δεν θα μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθεί για ο,τιδήποτε άλλο πέρα 
από την διατήρηση της εξουσίας.

Αναρχισμός και νόμος – του Αλεξέι Μποροβόι. 2o μέρος.

Επιβεβλημένοι και αυθόρμητοι κώδικες.

Δεν έχει υπάρξει ούτε μια κοινωνία, ακόμη και πριν τη γέννηση του Κράτους, που να μην είχε συγκεκριμένες απαιτήσεις από τα μέλη της. Ενώ ορισμένοι κανονισμοί μπορεί να διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία, κάποιες μορφές κανονισμών είναι πάντα απαραίτητες.

Πέρα από τους νομικούς κώδικες, υπάρχει σε κάθε κοινωνία αυτό που μπορεί να ονομαστεί εθιμοτυπικοί κώδικες. Ο Στάμλερ δίνει έμφαση σε αυτούς :

Σε κανόνες ηθικής καθοδήγησης, σε διαπροσωπικές σχέσεις.. σε συλλογικές νόρμες όπως οι κώδικες των μονομαχιών του μεσαίωνα ή οι κώδικες των συντεχνιών”.

Η ισχύς που έχουν αυτοί οι κώδικες είναι ίσως μεγαλύτερη από αυτήν των νόμων. Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι αυτοί βασίζονται σε μια κοινή συμφωνία:

Οι άνθρωποι συναινούν σε μια συλλογική συμφωνία, ίσως μή συνειδητή – όπως η πλειοψηφία των κοινωνικών φαινομένων – πάντως όμως, συμφωνία”.

Εντωμεταξύ, οι νομικοί κώδικες δημιουργούνται από ένα ειδικό σώμα, αποκομμένο από την κοινωνία, έχοντας ως πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης, που επιβάλει την “κυριαρχία” της χωρίς να δίνει σημασία στις ανάγκες του κάθε ξεχωριστού ανθρώπου. Οι γνήσια συλλογικοί κώδικες, βασισμένοι στην ελεύθερη συμφωνία των ανθρώπων, μπορούν ορθώς να ονομαστούν αναρχικοί κώδικες.

Αυτό γίνεται αποδεκτό από τους κύριους αντιπροσώπους της αναρχικής σκέψης, και προκύπτει αναγκαστικά από το γεγονός πως ούτε η κοινωνική οργάνωση ούτε η κοινωνική πρόοδος παρέχουν απεριόριστη ατομική ελευθερία.

Μετά από αυτήν τη σύντομη θεωρητική έκθεση, θα ήταν καλό να δούμε τί έχουν να πουν οι κυριότεροι αναρχικοί διανοητές για το ρόλο που θα διαδραματίσουν οι συλλογικοί κώδικες στη μελλοντική κοινωνία.

1 – Γκόντγουιν.

Σύμφωνα με τον Ελτζμπάχερ, ο Γκόντγουιν αντιτίθεται σε κάθε μορφή κοινωνικών κανονισμών. Εν τούτοις, ενώ αντιτίθεται σε κάθε μορφή κυβέρνησης, μιλά για τις κομμούνες ως οργανώσεις για το συλλογικό συμφέρον όλων, και τονίζει την αναγκαιότητα της αποδοχής τέτοιων οργανωσεων. Συλλογιζόμενος τη δυνατότητα αντικοινωνικών πράξεων από πλευράς κάποιων μελών μιας κομμούνας, μιλά για μια επιτροπή σοφών που θα είχε την εξουσία να τιμωρήσει αυτούς τους ανθρώπους ή να τους αποβάλλει από την ομάδα. Επιπλέον οραματίζεται τοπικές συσκέψεις για τη συζήτηση διαμαχών ανάμεσα σε κομμούνες, και για τις αναγκαιότητες της άμυνας ενάντια στις επιθέσεις κοινών εχθρών. Θεωρεί ότι θεσμοί σαν αυτούς θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί από τους υπάρχοντες. Επομένως, προκρίνει την αντικατάσταση του υπάρχοντος νομικού δικαίου από τους κανονισμούς μιας κοινωνίας κοινοτικών οργανώσεων.

2 – Προυντόν.

Υπάρχουν φαινομενικά πολλές αντιφάσεις στο έργο του Προυντόν για τον συγκεντρωτισμό και το κράτος. Μπορεί κα΄ποιος να χαρακτηρίσει τους θεσμούς που υπερασπίζεται ο Προυντόν ως “αναρχικούς” ή “φεντεραλιστικούς” , αυτοί όμως φέρουν ορισμένα κυβερνητικά χαρακτηριστικά. Ακόμη και η λέξη “αναρχισμός” χρησιμοποιείται από τον Προυντόν με δύο έννοιες: η μία είναι το ιδανικό, το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς καθόλου καταπίεση· η άλλη είναι απλά μια μορφή οργάνωσης που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της ατομικής ελευθερίας. Ο Προυντόν συμβιβάζει το ιδανικό του αναρχισμού ακόμη παραπέρα. Οραματίζεται μια κοινωνία δομημένη σε μεγάλο βαθμό στην αρχή του συγκεντρωτισμού, κι ο φεντεραλισμός του προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από την προφανή αναγνώριση ότι η αναρχία είναι κάτι ακατόρθωτο. Συνειδητοποιώντας ότι μια ρεαλιστική λύση των κοινωνικών προβλημάτων πρέπει να ξεκινά με την αρχή του φεντεραλισμού, πραγματοποιεί ένα ρεαλιστικό συγκερασμό της αναρχίας και της δημοκρατίας.

3 – Μπακούνιν.

Κανείς δεν έχει γράψει τόσο παθιασμένη κριτική του κράτους όπως ο Μπακούνιν. Το κράτος γι’ αυτόν, είναι ένα απόλυτο κακό:

Το κράτος είναι ένα απέραντο νεκροταφείο. Η σκηνή της αυτοκτονίας, του θανάτου κι ενταφιασμού κάθε εκδήλωσης της ατομικής ή συλλογικής ζωής – με λίγα λόγια, της ζωής. Είναι ο βωμός όπου θυσιάζεται η ελευθερία και η ευημερία, και όσο πιο καθολική είναι αυτή η θυσία, τόσο πιο τέλειο είναι το κράτος. Το κράτος είναι μια αφαίρεση που καταστρέφει τη ζωή των ανθρώπων.”

Αλλά το κράτος, συνεχίζει, είναι ένα “ιστορικά αναγκαίο” κακό, με τον ίδιο τρόπο που είναι απαραίτητηη κτηνωδία των πρώτων ανθρώπων ή η θεολογική φαντασία του ανθρώπου. Το κρα΄τος όμως πρέπει να εξαφανιστεί. Πρέπει να αντικατασταθεί από μια ελεύθερη κοινωνία, δομημένη στη βάση της πλήρους αυτονομίας· ξεκινώντας από την μικρή κομμούνα και προχωρώντας προς την οικοδόμηση μιας παγκόσμιας κοινωνίας που θα ενώνει όλους τους ανθρώπους. Η σχέση μεταξύ των διαφορετικών οργανώσεων δε θα είναι πλέον βίαιη – δε θα επιβάλεται από το νόμο αλλά από την ελέυθερη συναίνεση όλων. Η εθελοντική κομμούνα – αυτή είναι η πηγή κάθε κοινωνικής νόρμας του Μπακούνιν.

4- Κροπότκιν.

Ο Κροπότκιν, όπως οι πρόγονοί του, αποδέχεται τις κοινωνικές νόρμες στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, για παράδειγμα , την υποχρέωση εκπλήρωσης μιας ελεύθερα αποδεκτής σύμβασης. Στο “Η κατάκτηση του ψωμιού” για παράδειγμα, αναφέρεται εκτεταμένα στις ενστάσεις προς και false notion του αναρχικού κομμουνισμού. Με τις απαντήσεις του φαίνεται να είναι πάνω απ’ όλα ουμανιστής, πιστεύοντας περισσότερο στην ανθρώπινη φύση παρά στη λογική. Επιμένει ορθώς, ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να διαχειριστείς την αντικοινωνική συμπεριφορά, είναι να βρεις και να αφαιρέσεις τους λόγους ύπαρξής της. Εντωμεταξύ, τέτοια προβλήματα όπως η άρνηση κάποιων ανθρώπων να εργαστούν ή η άρνηση υποβολής σε μια συλλογική απόφαση, μπορούν να εμφανιστούν ακόμη και σε μια τέλεια κοινωνία. Στην περίπτωση αυτή, ο απέιθαρχος μπορεί πάντα να εκδιωχθεί. Σε μια κομμουνιστική όμως κοινωνία, αυτό μπορεί να αποτελεί μια τρομακτική ποινή ακόμη και γι’ αυτόν που διέπραξε ένα απεχθές έγκλημα. Εκτός βέβαια αν ο εκδιωχθείς εγκληματίας απλά βρει μια άλλη κομμούνα. Πρέπει να βρούμε άλλες λύσεις.

5 – Τάκερ και ατομικιστές.

Στο φιλοσοφικό του οικοδόμημα, ο Τάκερ ακολουθεί την επιχειρηματολογία του Στίρνερ κσι του Προυντόν. Από τον Στίρνερ παίρνει την αρχή της απόλυτης κυριαρχίας του ατόμου. Από τον Προυντόν παίρνει τις μεθόδους για την επίτευξη μιας ελεύθερης κοινωνίας, δομημένης στην αρχή της ατομικής συμφωνίας.

Όπως κάθε ακραίος ατομικιστής, ο Τάκερ απορρίπτει κάθε επιβεβλημένη οργάνωση. Από εκεί , εξαπολύει μια βίαιη επίθεση στο κράτος:

Το κράτος είναι ο μεγαλύτερος εγκληματίας των καιρών μας. Δρα όχι για την υπεράσπιση της πιο σημαντικής μονάδας του, δηλαδή του ατόμου, αλλά για να το περιορίσει, να το καταπιέσει, να του επιτεθεί”.

Ο Τάκερ ασκεί σφοδρή κριτική σε όλα τα μονοπώλια : την κυβέρνηση, τις τάξεις που προστατεύει, τα χρήματα, τους νόμους. Ενάντια στα μονοπώλια αντιπαραθέτει την αρχή του απεριόριστου συναγωνισμού :

Ο γενικευμένος και απεριόριστος συναγωνισμός οδηγεί στην απόλυτη ελευθερία και αληθινή συνεργασία”.

Από εκεί ξεκινά η μάχη των αναρχικών ατομικιστών ενάντια στον κρατικό σοσιαλισμό – τον επαναπροσεγγίζουν ως την νίκη του πλήθους ενάντια στο άτομο. Με τον κρατικό σοσιαλισμό η εξουσία φτάνει στο απώγειό της, τα μονοπώλια αντλούν την μέγιστη δυνατή ισχύ. Παράλληλα, οι αναρχικοί ατομικιστές αποτυγχάνουν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ του κρατικού σοσιαλισμού και του αναρχικοί κομμουνισμού. Γι’ αυτούς, ο τελευταίος είναι μια φάση στην πορεία ανάπτυξης του κρατικού σοσιαλιστικού δόγματος.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ατομικιστών αναρχικών είναι η αποδοχή τους ως προς την ατομική ιδιοκτησία. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι το εξής : Μπορούν να δεχτούν το μονοπώλιο του ατόμου πάνω στο προϊόν της εργασίας του; Αν απαντήσουν αρνητικά, τότε δίνουν στην κοινωνία το δικαίωμα να επιβληθεί στο άτομο. Έχουν επομένως επιλέξει την άλλη απάντηση, επανανοηματοδοτώντας με τον τρόπο αυτό την ατομική ιδιοκτησία γης και τα μέσα παραγωγής.

Από την αρχή του εγωισμού ως τη μοναδική κινητήριο δύναμη του ανθρώπου, προκύπτει ο νόμος του Τάκερ περί ίσης ελευθερίας για όλους. Το όριο της δύναμης του κάθε ενός βρίσκεται σε αυτόν ακριβώς τον εγωισμό. Η πηγή κάθε κοινωνικής νόρμας που βασίζεται στην επιθυμία όλων, είναι η αναγκαιότητα να γίνει αποδεκτή και να τιμηθεί η ελευθερία του καθενός. Οι ατομικιστές αναρχικοί λοιπόν όχι μόνο αποδέχονται συγκεκριμένες κοινωνικές νόρμες, αλλά συχνά τις υπερασπίζονται.

Επομένως, στον αναρχικό ατομικισμό όπως και στον αναρχικό κομμουνισμό, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το τραγικό “ακατόρθωτο” του να επιλυθεί η ασυμβατότητα μεταξύ της απόλυτης ατομικής ελευθερίας και της αναγκαιότητας για μια αρμονική κοινωνία.

Αν ο αναρχισμός αποδέχεται αυτήν την ασυμβατότητα, καταφεύγει στην αρχή που αποτελεί την ιδιαίτερη βάση όλων των θεωριών του : αυτή, της ισότητας μεταξύ όλων των μελών μιας ελεύθερης οργανωτικής δομής. Αν ο αναρχισμός δεν αποδεχτεί αυτό, τότε θα πρέπει να αποδεχτεί άλλες κοινωνικές νόρμες.

Συμπέρασμα.

Το άρθρο αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο αναρχισμός δεν αποτελεί ένα φαντασιακό όνειρο αλλά μια πραγματικότητα που δίνει λογική βάση και ρεαλιστική χροιά στην εξέγερση του ανθρώπινου πνεύματος ενάντια στη βαρβαρότητα. Για να είναι κάποιος αναναρχικός δε χρειάζεται να μιλά για μύθους όπως η “απόλυτη και απεριόριστη ελευθερία” ή η άρνηση του καθήκοντος και της ευθύνης. Η αιώνια αντίφαση, η ασυμβατότητα μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, δεν μπορεί να επιλυθεί γιατί οι ρίζες της βρίσκονται μέσα στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, στην ανάγκη του για ανεξαρτησία όπως και στην ανάγκη του για κοινωνία.

Ας αποδεχτούμε ανοιχτά ότι ο αναρχισμός αποδέχεται κάποιες κοινωνικές νόρμες. Οι νόρμες μιας ελεύθερης κοινωνίας δεν μοιάζουν ούτε στο πνεύμα ούτε στη μορφή με τους νόμους της σύγχρονης κοινωνίας, της αστικής κοινωνίας, της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ούτε βέβαια μοιάζουν και στα διατάγματα μιας σοσιαλιστικής δικτατορίας.

Οι νόρμες αυτές δεν αποζητούν την απόσχιση του ατόμου από τη συλλογικότητα, ούτε είναι στην υπηρεσία αφαιρέσεων όπως “το κοινό καλό”, για το οποίο πρέπει το άτομο να θυσιαστεί. Οι αναρχικές νόρμες δεν θα αποτελούν ένα χείμμαρο διαταγμάτων μιας.. ανώτερης εξουσίας. Θα προκύπτουν οργανικά από την επαγρύπνιση του πνεύματος που νιώθει μέσα του τη δύναμη της δημιουργίας, τη δίψα για δημιουργική δράση, για την πραγματοποίηση των επιθυμιών του με μορφές οικείες/προσβάσιμες στους ανθρώπους.

Η εγγύηση για αυτή την τάξη πραγμάτων θα είναι η ευθύνη για τη δική μας ελευθερία αλλά και γι’ αυτήν των άλλων. Όπως κάθε κοινωνική τάξη, θα πρέπει να τύχει υπεράσπισης. Οι συγκεκριμένες μορφές της υπεράσπισης αυτής, δεν μπορούν να καταδειχτούν εκ των προτέρων. Θα ανταποκρίνονται στις συκεκριμένες ανάγκες της κοινωνίας τη δεδομένη στιγμή.

Σ.Π.Φ.-Γράμμα της Όλγας Οικονομίδου από την απομόνωση

   Αυτή την στιγμή γράφω τις λίγες αυτές γραμμές μέσα απ’την απομόνωση. 30 μέρες απομόνωση είναι το αντίτιμο της άρνησης μου να ξεπουλήσω την αξιοπρέπεια μου για 5 λεπτά υπακούοντας στον εξευτελισμό του σωματικού ελέγχου.

   Παραμένω αμετανόητη στην απόφαση μου. Δεν πρόκειται να χαρίσω ούτε ένα δευτερόλεπτο συμβιβασμού στους δεσμοφύλακες. Δεν πρόκειται να ανταλλάξω τις αρνήσεις και τις επιλογές μου με την “θαλπωρή” ενός κανονικού κελιού και την “ελευθερία” του προαυλισμού με το γενικό πληθυσμού της φυλακής.

   Δεν αναζητώ να γίνω άλλη μια φυσιολογική στατιστική κρατούμενης, που στέκεται σούζα απέναντι στην υπηρεσία, που βγάζει “ήσυχα” την ποινή της, που ταξιδεύει στις ψευδαισθήσεις των μουρλόχαπων, που πουλάει τον τσαμπουκά της “παλιάς” στις νέες φυλακισμένες.

   Στον καιρό που είμαι στην φυλακή γνώρισα την πυκνοκατοικημένη έρημο της κοινωνίας των κρατουμένων. Όπως και όταν ήμουν ελεύθερη, έτσι και τώρα που βρίσκομαι στην μέσα πλευρά των τειχών παραμένω αρνητής κάθε κοινωνίας, που κτίζεται γκρεμίζοντας το “εγώ”, που μιμείται τα ψεύτικα είδωλα της καταργώντας το αυθεντικό, που επιβιώνει ακολουθώντας τις συμβάσεις της. Αρνούμαι το μοναχικό πλήθος που φοράει τις προσποιήσεις του για πρόσωπο γιατί δεν έχει ψυχή να γίνει ο εαυτός του. Παραμένω φίλη, συντρόφισσα και άνθρωπος με όσες και όσους διατηρούν αναμμένη τη φωτιά μέσα τους. Με αυτές και αυτούς που διαλέγουν τα επικίνδυνα μονοπάτια των λύκων και όχι τα βοσκοτόπια των προβάτων.

   Για όλους εμάς, για τους αναρχικούς της πράξης καμιά φορά η φυλακή δεν είναι αρκετή “τιμωρία”. Για αυτό μας περιμένουν πειθαρχικές ποινές, μεταγωγές και απομονωσεις.

   Η απομόνωση είναι μια φυλακή μέσα στην φυλακή. Παραμένεις 24 ώρες το 24ωρο κλειδωμένη σε ένα κελί με ένα κρεβάτι μια εσωτερική τουαλέτα και το άγρυπνο μάτι μιας κάμερας (που κατάφερα τελικά να την καλύπτω με ένα σεντόνι…).

   Εδώ μέσα οι μόνες σου φίλες είναι οι σκέψεις και οι αναμνήσεις σου. Εδώ μέσα οι μέρες και οι ώρες καταργούνται, χάνονται, πεθαίνουν σπρώχνοντας αργά αργά η μία την άλλη…

   Αυτές τις 30 μέρες απομόνωσης όμως δεν έμεινα μόνη μου. Είχα κάποιους παράξενους και όμορφους επισκέπτες που πέρασαν κρυφά και “λαθραία” στο κελί μου σπάζοντας την απομόνωση.

   Ήταν ο όμορφος ήχος των πυροβολισμών του πυρήνα Όλγα FAI/IRF ενάντια στο κάθαρμα της πυρηνικής εταιρείας Adinolfi (σας ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ αδέρφια για το χαμόγελο που μου χαρίσατε) ήταν ο μοναδικός θόρυβος απ’τις εκρήξεις anfo και δυναμίτη στο Εκουαδόρ, στη Βολιβία (δύναμη στους συντρόφους που συνέλαβαν), στο Περού, ήταν τα ευχάριστα νέα απ’τα αιχμάλωτα αδέρφια μου στην Ινδονησία Eat και Billy (Eat τα λόγια σου στο γράμμα σου μου έδωσαν κουράγιο και δύναμη), ήταν οι καπνοί απ’τους εμπρησμούς της νέας Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς FAI/IRF (η θέληση σας και οι πράξεις σας δείχνουν ότι τίποτα δεν τελείωσε), ήταν τα συνθήματα και οι φωνές απ’τους αλληλέγγυους που έκαναν συγκέντρωση έξω απ’τις φυλακές Διαβατών που βρίσκομαι αιχμάλωτη, ήταν όλες αυτές οι χειρονομίες ουσίας, τα κείμενα, οι αφίσες, τα σαμποτάζ (Βόλος), οι εμπρησμοί που χαράζουν στο μυαλό και στην καρδιά μου με ανεξίτηλο χρώμα μία φράση “Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ μεταξύ των αναρχικών της πράξης δεν είναι απλά λόγια”…

Όλγα Οικονομίδου

μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς – FAI/IRF πρώτης περιόδου

30 μέρες απομόνωση και συνεχίζω, όμως ο λύκος μέσα μου δεν κοιμάται, δεν συγκατανεύει, δεν συγχωρεί…

H Kατάργηση της κοινωνίας – Feral Faun

http://rioter.info/2009/08/23/h-k%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82-feral-faun

 

KΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ Ή ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ -FERAL FAUN-

«Κοινωνία::1. μια ομάδα ατόμων που έχουν τα ίδια έθιμα, πιστεύω κλπ ή ζουν κάτω από μια κοινή κυβέρνηση και που θεωρούνται ότι σχηματίζουν μια κοινότητα3. όλοι οι άνθρωποι, όταν θεωρούνται ότι σχηματίζουν μια κοινότητα στην οποία το κάθε άτομο είναι εν μέρει εξαρτώμενο από όλα τα υπόλοιπα» Λεξικό Webster’s

Τίποτε απ  ό,τι ξέρουμε δε μπορεί να θεωρηθεί αληθινό  καμμιά από τις θεωρήσεις μας για τον κόσμο δεν είναι ιερή και καλά θα κάναμε να τις αμφισβητήσουμε όλες. Πολλοί αναρχικοί μιλούν για τη δημιουργία μιας «καινούριας» ή «ελεύθερης» κοινωνίας. Αλλά πολλοί λίγοι αμφισβητούν την ίδια την έννοια της κοινωνίας. Η θεώρηση για την κοινωνία είναι άμορφη – και πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί απ ότι συγκεκριμένες όψεις της όπως η κυβέρνηση, η θρησκεία, ο καπιταλισμός, η τεχνολογία. Είμαστε τόσο βαθιά εμποτισμένοι μ αυτή που το να την αμφισβητήσουμε είναι σαν να αμφισβητούμε την ίδια μας τη φύση  κάτι κάνει την αμφισβήτησή της ακόμα πιο επιτακτική. Η απελευθέρωση του εαυτού μας από την θωράκιση του χαρακτήρα που καταπιέζει τα πάθη και τις επιθυμίες μας έχει κάθε δικαίωμα να απαιτήσει όχι απλά την αλλαγή της κοινωνίας, αλλά την κατάργησή της. Οι παραπάνω ορισμοί του λεξικού δείχνουν την κοινωνία ως μια μοναδική οντότητα αποτελούμενη από άτομα που υπάρχουν σε μια συνθήκη (δυνητικής τουλάχιστον) αλληλεξάρτησης μεταξύ τους  που με άλλα λόγια δεν είναι ολοκληρωμένα από μόνα τους. Αντιλαμβάνομαι την κοινωνία ως ένα σύστημα από σχέσεις ανάμεσα σε όντα που δρουν ( ή που αντιμετωπίζονται) ως κοινωνικοί ρόλοι με σκοπό την αναπαραγωγή του συστήματος και των εαυτών τους ως κοινωνικά άτομα.

Η εξάρτηση των κοινωνικών ατόμων δεν είναι ίδια με την βιολογική εξάρτηση των βρεφών. Η βιολογική εξάρτηση τερματίζεται όταν το παιδί αποκτήσει επαρκή κινητικότητα και συντονισμό χεριού και ματιού (περίπου σε ηλικία 5 χρόνων). Αλλά σε αυτά τα 5 χρόνια, οι κοινωνικές σχέσεις της οικογένειας καταπιέζουν τις επιθυμίες του παιδιού, ενσταλάζουν τον φόβο του κόσμου μέσα τους κι έτσι καλύπτουν τη δυνατότητα για μια ολοκληρωμένη, ελεύθερη, δημιουργική ατομικότητα πέρα από τη ψυχική εξάρτηση που μας κάνει να κολλάμε απελπισμένα ο ένας στον άλλον ενώ αλληλοπεριφρονούμαστε. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις έχουν ως βάση την ατέλεια που παράγεται από την καταπίεση των επιθυμιών μας και του πάθους μας. Η βάση τους είναι η ανάγκη μας για τους άλλους κι όχι η επιθυμία μας γι αυτούς. Χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον. Έτσι η κάθε κοινωνική σχέση είναι μια σχέση εργοδότη/υπαλλήλου, κάτι που εξηγεί το γιατί δείχνουν πάντα, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείυ, να γίνονται εχθρικές  είτε μέσω υποτιμητικών αστείων ή λογομαχιών και καυγάδων. Πώς μπορούμε να μην περιφρονούμε αυτούς που χρησιμοποιούμε και να μη μισούμε αυτούς που μας χρησιμοποιούν; Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει ξέχωρα απ τους κοινωνικούς ρόλους γι αυτό και η οικογένεια και η εκπαίδευση κάποιας μορφής είναι απαραίτητα κομμάτια της κοινωνίας.

Το κοινωνικό άτομο δεν παίζει μόνο έναν κοινωνικό ρόλο  αλλά συγχωνεύει πολλούς ρόλους οι οποίοι δημιουργούν τη θωράκιση του χαρακτήρα που περνιέται για «προσωπικότητα». Οι κοινωνικοί ρόλοι είναι τρόποι με τους οποίους τα άτομα καθορίζονται από το όλο σύστημα των σχέσεων που αποτελεί την κοινωνία με σκοπό την αναπαραγωγή της υφιστάμενης κοινωνίας. Κάνουν τα άτομα χρήσιμα για την κοινωνία κάνοντας τα προβλέψιμα, καθορίζοντας τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι κοινωνικοί ρόλοι είναι εργασία  με την ευρεία έννοια της δραστηριότητας που αναπαράγει τον κύκλο παραγωγής/κατανάλωσης. Η κοινωνία είναι συνεπώς η εξημέρωση των ανθρώπινων όντων που μπορούν να σχετιστούν ελεύθερα σύμφωνα με τις επιθυμίες τους σε παραμορφωμένα όντα που χρησιμοποιούν το ένα το άλλο προσπαθώντας να ικανοποιήσουν απελπισμένες ανάγκες, αλλά το μόνο που επιτυγχάνουν είναι η αναπαραγωγή της ανάγκης και του συστήματος των σχέσεων που στηρίζεται πάνω της.

«Κατάρα σε κάθε αιχμαλωσία, ακόμα κι αν είναι για το γενικό καλό, ακόμα και στον κήπο με τους πολύτιμους λίθους του Μοντεζούμα». Τα άτομα με ελεύθερο πνεύμα δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη δημιουργία σοβαρών σχέσεων ως κοινωνικοί ρόλοι. Οι προβλέψιμες, προκαθορισμένες σχέσεις μας κάνουν να βαριόμαστε και δεν έχουμε καμμιά επιθυμία να συνεχίσουμε να τις αναπαράγουμε. Είναι αλήθεια ότι προσφέρουν κάποια ασφάλεια, σταθερότητα και (χλιαρή) ζεστασιά αλλά με τι τίμημα! Αντίθετα, θέλουμε ελευθερία για να δημιουργήσουμε σχέσεις σύμφωνα με τις αδάμαστες επιθυμίες μας, την άνθιση κάθε δυνατότητας, την οργισμένη φλόγα των απελευθερωμένων μας ενστίκτων. Και μια τέτοια ζωή βρίσκεται έξω από οποιοδήποτε σύστημα προβλέψιμων, προκαθορισμένων σχέσεων. Η κοινωνία ίσως προσφέρει ασφάλεια, αλλά μόνο αφού εξαλείψει το ρίσκο που είναι ουσιώδες και το ελεύθερο παιχνίδι και την περιπέτεια. Μας προσφέρει επιβίωση με αντάλλαγμα τις ζωές μας. Επειδή η επιβίωση που μας προσφέρει είναι επιβίωση ως κοινωνικά άτομα  ως όντα που συντίθενται από κοινωνικούς ρόλους, αποξενωμένα από τις επιθυμίες και τα πάθη τους – με κοινωνικές σχέσεις στις οποίες είμαστε εθισμένοι αλλά που ποτέ δεν μας ικανοποιούν.

Ένας κόσμος ελεύθερων σχέσεων ανάμεσα σε μη-καταπιεσμένα άτομα θα ήταν ένας κόσμος απελευθερωμένος από την κοινωνία. Όλες οι αλληλεπιδράσεις θα καθορίζονταν άμεσα. Όλες από τα άτομα που θα αναμιγνύονταν σ αυτές, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους  και όχι με τις ανάγκες ενός κοινωνικού συστήματος. Θα τείναμε να καταπλήσσουμε, να γοητεύουμε, να οργίζουμε, να εγείρουμε αληθινά πάθη και όχι απλά βαρεμάρα, αηδία, αδιαφορία ή ασφάλεια. Η κάθε συνάντηση θα είχε μια δυναμική για μια απίθανη περιπέτεια η οποία αδυνατεί να υπάρξει όταν συναναστρεφόμαστε με τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι αντί να παραμένουμε αιχμάλωτοι σ΄ αυτόν τον «κήπο με τους πολύτιμους λίθους» που ονομάζεται κοινωνία, επιλέγω τον αγώνα για την κατάργηση της κοινωνίας  κι αυτό έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι την «επανάσταση» (ελλείψει καλύτερου όρου). Ο αγώνας για την μεταρρύθμιση της κοινωνίας είναι πάντα αγώνας για δύναμη, επειδή ο στόχος του είναι η απόκτηση ελέγχου πάνω στο σύστημα των σχέσεων που είναι η κοινωνία (στόχος που βρίσκω ανέφικτο αφού αυτό το σύστημα είναι πλέον πέραν κάθε ελέγχου). Ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι ατομικός αγώνας. Απαιτεί τη σύνταξη σε μια μαζική η ταξική δραστηριότητα. Τα άτομα πρέπει να ορίσουν τους εαυτούς τους ως κοινωνικά όντα σ αυτόν τον αγώνα, καταπιέζοντας τις όποιες ατομικές τους επιθυμίες που δεν ταιριάζουν με τον υπέρτατο στόχο της κοινωνικής μεταρρύθμισης.

Ο αγώνας για την κατάργηση της κοινωνίας είναι ένας αγώνας για την κατάργηση της εξουσίας. Είναι ουσιαστικά ο αγώνας των ατόμων για να ζήσουν ελεύθερα από κοινωνικούς ρόλους και κανόνες, να ζήσουν τις επιθυμίες τους με πάθος, να ζήσουν τα πιο θαυμαστά πράγματα που μπορούν να φανταστούν. Οι αγώνες και τα εγχειρήματα ομάδων αποτελούν κι αυτά τμήμα του ίδιου αγώνα, όταν έχουν ως βάση τους τρόπους με τους οποίους οι επιθυμίες του καθενός θα βελτιώσουν η μία την άλλη και θα διαλυθούν όταν θα αρχίσουν να καταπιέζουν τα άτομα. Η διαδρομή αυτού του αγώνα δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί επειδή η βάση του είναι η σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες των ατόμων με ελεύθερο πνεύμα και στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Αλλά είναι πιθανές οι αναλύσεις των τρόπων με τους οποίους μας βάζει σε καλούπια η κοινωνία, καθώς και των αποτυχιών και επιτυχιών παλιότερων εξεγέρσεων. Οι τακτικές που χρησιμοποιούνται ενάντια στην κοινωνία είναι τόσο πολλές όσα και τα άτομα που συμμετέχουν σ αυτόν τον αγώνα, αλλά όλες μοιράζονται τον στόχο της υπονόμευσης του κοινωνικού ελέγχου και της θέσπισης όρων, και της απελευθέρωσης των επιθυμιών και των παθών του ατόμου.

Η μη-προβλεψιμότητα του χιούμορ και της παιγνιώδους πρακτικής είναι ουσιώδης, προκαλώντας ένα διονυσιακό χάος. Το παιχνίδι με τους κοινωνικούς ρόλους με τρόπους που υπονομεύουν τη χρησιμότητά τους στην κοινωνία, που τους αντιστρέφουν, μετατρέποντάς τους σε παιχνίδι είναι μια πρακτική αξιόλογη. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να συγκρουστούμε με την κοινωνία με τους εαυτούς μας, με τις μοναδικές επιθυμίες μας και πάθη, με την ανυποχώρητη στάση μας που θα διατηρηθεί με γνώμονα τους δικούς μας όρους. Η κοινωνία δεν είναι μια ουδέτερη δύναμη, οι κοινωνικές σχέσεις υπάρχουν μόνο με την καταπίεση των πραγματικών επιθυμιών των ατόμων, από την καταπίεση όλων αυτών που καθιστούν δυνατή την ελεύθερη δημιουργία σχέσεων. Η κοινωνία είναι εξημέρωση, η μεταμόρφωση των ατόμων σε αξίες χρήσεις και του ελεύθερου παιχνιδιού σε δουλειά. Η ελεύθερη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα σε άτομα που αρνούνται και αντιστέκονται στην εξημέρωσή τους υπονομεύει την κοινωνία στο σύνολό της και ανοίγει όλες τις δυνατότητες. Και για όσους πιστεύουν ότι μπορούν να φτάσουν στην ελευθερία μέσω μιας απλά κοινωνικής επανάστασης, τελειώνω μ αυτές τις γραμμές του Renzo Novatore:

«Περιμένεις για την επανάσταση; Ας είναι! Η δικιά μου άρχισε εδώ και πολύ καιρό! Όταν θα σαι έτοιμος δεν θα με πειράξει να προχωρήσω για λίγο μαζί σου. Αλλά όταν σταματήσεις θα συνεχίσω στην παράφρονα πορεία μου προς τη μεγάλη και θαυμαστή κατάκτηση του τίποτα!»

παραχωρήθηκε από το αρχείο των εκδόσεων για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας

1

Για μια αναρχική αντίληψη των τάξεων

http://rioter.info/2009/10/05/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%88%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%84%CE%AC%CE%BE%CE%B5%CF%89%CE%BD/

 

Από τον προλετάριο στο άτομο: προς μια αναρχική αντίληψη των τάξεων

Οι κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις και την εκμετάλλευση δεν είναι κάτι απλοϊκό. Η εργατίστικη αντίληψη, που βασίζεται στην παραδοχή μιας αντικειμενικά επαναστατικής τάξης που ορίζεται βάσει της σχέσης της με τα μέσα παραγωγής, αγνοεί την μάζα που αποτελείται από όλους αυτούς παγκόσμια που οι ζωές τους έχουν κλαπεί από τα χέρια τους για λογαριασμό της τρέχουσας κοινωνικής τάξης αλλά δεν μπορούν να βρουν μια θέση μέσα στον παραγωγικό μηχανισμό της. Έτσι μια τέτοια αντίληψη καταλήγει παρουσιάζοντας μια στενόμυαλη κι απλουστευτική επεξήγηση της εκμετάλλευσης και του επαναστατικού μετασχηματισμού. Προκειμένου να διεξάγουμε έναν επαναστατικό αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, χρειάζεται να αναπτύξουμε μια κατανόηση των τάξεων όπως υφίστανται στην πραγματικότητα στον κόσμο χωρίς να καταφεύγουμε σε στεγανά.

Το πιο βασικό στοιχείο της ταξικής κοινωνίας είναι ότι υπάρχουν αυτοί που κυριαρχούν, κι αυτοί που κυριαρχούνται, αυτοί που εκμεταλλεύονται κι αυτοί που τους εκμεταλλεύονται. Μια τέτοια κοινωνική τάξη μπορεί να συγκροτηθεί μόνο εφόσον οι άνθρωποι έχουν απολέσει την ικανότητά τους να λαμβάνουν και να διεκπεραιώνουν βασικές αποφάσεις για τη ζωή τους.

Η κυρίαρχη τάξη προσδιορίζεται βάσει της προοπτικής της για συσσώρευση ισχύος και πλούτου. Αν και υπάρχουν σαφώς σημαντικές έριδες στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης με όρους αντικρουόμενων συμφερόντων, και πραγματικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του εδάφους, αυτή η κυρίαρχη προοπτική για τον έλεγχο του κοινωνικού πλούτου και της ισχύος, κι έτσι των ζωών και των σχέσεων κάθε ζωντανού όντος, παρέχει στην τάξη αυτή μια ενιαία θετική προοπτική.

Η εκμεταλλευόμενη τάξη δεν έχει μια ανάλογη θετική προοπτική να την προσδιορίζει. Αντίθετα προσδιορίζεται βάσει του τι υφίσταται, του τι έχει χάσει. Ξεριζωμένη από τον τρόπο ζωής που της ήταν οικείος και είχε δημιουργήσει με τα χέρια της, η μόνη κοινότητα που έχει απομείνει για τους ανθρώπους που απαρτίζουν αυτή την ανομοιογενή τάξη είναι αυτή που τους παρέχει το κεφάλαιο και το κράτος-η κοινότητα της εργασίας και της εμπορευματικής ανταλλαγής, διακοσμημένη με τις εκάστοτε εθνικιστικές, θρησκευτικές, πατριωτικές, φυλετικές, η υποκουλτουριάρικες ιδεολογικές οδηγίες μέσα από τις οποίες η κυρίαρχη τάξη δημιουργεί ταυτότητες ώστε να αφομοιώσει την προσωπικότητα και την άρνηση. Η αντίληψη μιας θετικής προλεταριακής ταυτότητας, μιας μοναδικής, ενιαίας, προλεταριακής προοπτικής, στερείται πραγματικής βάσης μιας και αυτό που ορίζει κάτι ως «προλεταριακό» σημαίνει ακριβώς ότι η ζωή του έχει κλαπεί από τον έλεγχό του, ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα πιόνι στα σχέδια των κυριάρχων.

Η εργατίστικη αντίληψη της προλεταριακής προοπτικής έχει τις ρίζες της στις επαναστατικές θεωρίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ (ιδιαίτερα τις μαρξιστικές και συνδικαλιστικές θεωρίες). Προς το τέλος του 19ου αιώνα, τόσο η δυτική Ευρώπη όσο και οι ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες βάδιζαν σθεναρά στο δρόμο της πλήρους εκβιομηχάνισης, και η κυρίαρχη ιδεολογία της προόδου εξίσωνε την τεχνολογική ανάπτυξη με την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτή η ιδεολογία εκδηλώθηκε στην επαναστατική θεωρία ως η ιδέα ότι η βιομηχανική εργατική τάξη ήταν αντικειμενικά επαναστατική καθώς βρισκόταν σε θέση που θα μπορούσε να καταλάβει τα μέσα παραγωγής που αναπτύχθηκαν υπό τον καπιταλισμό (τα οποία, ως προϊόντα της προόδου, εξυπακουόταν ότι θα ήταν εξ ορισμού απελευθερωτικά…) και να τα θέσει στην υπηρεσία της ανθρώπινης κοινότητας. Αγνοώντας το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου (καθώς και μια σημαντική μερίδα των εκμεταλλευομένων στις εκβιομηχανισμένες χώρες), η επαναστάτες θεωρητικοί πέτυχαν να επινοήσουν μια θετική προοπτική για το προλεταριάτο, μια αντικειμενική ιστορική αποστολή. Το ότι βασίστηκαν στην αστική ιδεολογία της προόδου έχει αγνοηθεί. Κατά τη γνώμη μου, οι λουδίτες είχαν μια πολύ πιο ξεκάθαρη προοπτική, αναγνωρίζοντας στην εκβιομηχάνιση ένα ακόμα εργαλείο στα χέρια των αφεντικών για το φτώχεμα των ζωών τους. Όχι παράλογα λοιπόν, επιτέθηκαν στα μηχανήματα της μαζικής παραγωγής.

Η διαδικασία του φτωχέματος, είχε επιτευχθεί από καιρό στη Δύση (αν και φυσικά πρόκειται για μια διαδικασία που συνεχίζεται ακόμα), αλλά είναι κυρίως στον Νότο του κόσμου που βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της στάδια. Αν και η διαδικασία αυτή ξεκίνησε στη Δύση, έχουν σημειωθεί μερικές σημαντικές μεταβολές στη λειτουργία του παραγωγικού συστήματος. Οι θέσεις εξειδικευμένων εργατών έχουν σε μεγάλο βαθμό χαθεί από τα εργοστάσια, κι αυτό που χρειάζεται σε έναν εργάτη είναι η ευελιξία, η ικανότητα να προσαρμόζεται, με άλλα λόγια η ικανότητα να είναι ένα ευμετάβλητο γρανάζι της καπιταλιστικής μηχανής. Επιπροσθέτως, τα εργοστάσια τείνουν να χρειάζονται ολοένα και λιγότερους εργάτες προκειμένου να διεκπεραιώσουν την παραγωγική διαδικασία, τόσο λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και των τεχνικών που επιτρέπουν μια πιο αποκεντρωμένη παραγωγική διαδικασία όσο και λόγω του ότι όλο και περισσότερο το είδος της απαιτούμενης εργασίας περιορίζεται στην επόπτευση και τη συντήρηση των μηχανημάτων.

Σε ένα πρακτικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι είμαστε όλοι μας, ως υποκείμενα, αναλώσιμοι για την παραγωγική διαδικασία, καθώς κανείς μας δεν είναι αναντικατάστατος, ιδού η αξιοζήλευτη ισότητα στον καπιταλισμό, όπου ο καθένας ισούται με μηδέν. Στον πρώτο κόσμο, κάτι τέτοιο είχε ως αποτέλεσμα την ώθηση αυξανόμενων αριθμών εκμεταλλευομένων σε όλο και πιο επισφαλείς θέσεις: περιστασιακή εργασία, σπαστό ωράριο, παροχή υπηρεσιών, ημι-απασχόληση, η μαύρη αγορά κι άλλες μορφές παρανομίας, άστεγοι, φυλακισμένοι. Η σταθερή εργασία με τα εχέγγυά της, μιας κάπως σταθερής ζωής -ακόμα κι αν δεν την ορίζει κανείς ο ίδιος- δίνει τη θέση της σε μια στέρηση κάθε εγγύησης όπου οι ψευδαισθήσεις που παρείχε ένας μικρο-μεσαίος καταναλωτισμός δεν μπορούν πια να κρύψουν ότι η ζωή στον καπιταλισμό βιώνεται πάντα στο χείλος της καταστροφής.

Στον τρίτο κόσμο, λαοί που στάθηκαν ικανοί να δημιουργούν την ίδια την ύπαρξή τους, αν και συχνά αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες, βρίσκουν τη γη και τα άλλα μέσα που είχαν για το σκοπό αυτό, να τους τα παίρνουν μέσα από τα χέρια καθώς οι μηχανές του κεφαλαίου κυριολεκτικά εισβάλλουν μέσα στα σπίτια τους, και τους στερούν κάθε πιθανότητα για μια ύπαρξη βασισμένη στα προϊόν της δικής τους δραστηριότητας. Ξεριζωμένοι από τις ζωές και τη γη τους, αναγκάζονται να μετακινηθούν προς τις πόλεις όπου ίσως βρεθεί μια κάποια εργασία γι αυτούς. Παραγκουπόλεις αναπτύσσονται γύρω από τις πόλεις αυτές, συχνά με πληθυσμούς μεγαλύτερους από την ίδια την πόλη. Χωρίς καμιά πιθανότητα σταθερής εργασίας, οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων αυτών πιέζονται να δημιουργήσουν μια οικονομία μαύρης αγοράς προκειμένου να επιβιώσουν, κάτι που εξυπηρετεί επίσης τα συμφέροντα του κεφαλαίου. ’λλοι, στην απόγνωσή τους, επιλέγουν την μετανάστευση, ρισκάροντας μια φυλάκιση σε κέντρα κράτησης μεταναστών χωρίς χαρτιά, ελπίζοντας να βελτιώσουν κάπως τις συνθήκες ζωής τους.

Έτσι, μαζί με τη φτώχια, την επισφάλεια και την ελαστικότητα, αυξάνονται τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών που συνιστούν την παγκόσμια εκμεταλλευόμενη τάξη. Αν, από την άλλη, αυτό σημαίνει ότι αυτός ο πολιτισμός του εμπορεύματος δημιουργεί μέσα του μια τάξη βαρβάρων που δεν έχουν πραγματικά τίποτα να χάσουν καταστρέφοντάς τον (όχι όμως με τον τρόπο που φαντάζονταν οι παλιοί εργατιστές ιδεολόγοι), από την άλλη, αυτά τα χαρακτηριστικά από μόνα τους δεν παρέχουν καμία βάση για μια θετική προοπτική μετασχηματισμού της ζωής. Η οργή που φέρνει η εξαθλίωση της ζωής που επιβάλει αυτή η κοινωνία μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί μέσα από προοπτικές που εξυπηρετούν την κυρίαρχη τάξη ή τουλάχιστον τα ειδικά συμφέροντα του ενός ή του άλλου αφεντικού. Τα παραδείγματα παρελθοντικών καταστάσεων κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στα οποία η οργή των εκμεταλλευομένων εξαντλήθηκε στα κανάλια του εθνικισμού, των φυλετικών ή θρησκευτικών προοπτικών μόνο και μόνο για να ενισχύσει την κυριαρχία είναι πάρα πολλά. Η πιθανότητα ενός τέλους της τρέχουσας κοινωνικής τάξης είναι μεγαλύτερη από ποτέ, αλλά η πίστη στο αναπόφευκτό της δεν μπορεί πια να υποκρίνεται πως έχει μια αντικειμενική βάση.

Προκειμένου, όμως, να κατανοήσουμε πλήρως την επαναστατική προοπτική και να αρχίσουμε να βρίσκουμε τρόπους διεξαγωγής της (και ανάπτυξης μιας ανάλυσης του πως η κυρίαρχη τάξη καταφέρνει να ενσωματώνει την οργή αυτών που εκμεταλλεύεται στις δικές της προοπτικές), είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι η εκμετάλλευση δεν συμβαίνει απλά και μόνο τη στιγμή της παραγωγής πλούτου, αλλά επίσης κατά την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων. ’σχετα με την ειδική θέση κάθε μεμονωμένου προλεταρίου μέσα στον παραγωγική μηχανισμό, είναι συμφέρον της κυρίαρχης τάξης ο καθένας να έχει έναν ρόλο, μια κοινωνική ταυτότητα, που να εξυπηρετεί στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων.

Φυλή, φύλο, εθνικότητα, θρησκεία, ερωτικές προτιμήσεις, υποκουλτούρες-όλα αυτά τα πράγματα αντανακλούν στ αλήθεια πολύ πραγματικές και πολύ σημαντικές διαφορές, όμως αποτελούν κοινωνικές κατασκευές για τη χειραγώγηση των διαφορών αυτών σε ρόλους χρήσιμους για τη διατήρηση της παρούσας κοινωνικής τάξης. Στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές της παρούσας κοινωνίας όπου η αγορά προσδιορίζει τις περισσότερες σχέσεις, οι ταυτότητες σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζονται από τα εμπορεύματα που τις συμβολίζουν, και η μεταβλητότητα γίνεται το πιάτο ημέρας της κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως ακριβώς ισχύει με την οικονομική παραγωγή. Και είναι ακριβώς επειδή η ταυτότητα είναι μια κοινωνική κατασκευή και όλο και περισσότερο ένα ευπώλητο εμπόρευμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά από τους επαναστάτες, ν αναλυθεί προσεκτικά, στην πολυπλοκότητά του με την ακριβή στόχευση να κινηθούμε πέρα από τις κατηγορίες αυτές, προς το σημείο όπου οι διαφορές (συμπεριλαμβανομένων αυτών που η κοινωνία προσδιορίζει με όρους φυλής, φύλου, εθνικότητας κλπ) να είναι η αντανάκλαση του καθένα μας ως μοναδικό άτομο.

Καθώς δεν υπάρχει κάποια κοινή θετική προοπτική να βρεθεί στην κατάστασή μας ως προλετάριοι -ως εκμεταλλευόμενοι και στερημένοι- η προοπτική μας μπορεί μόνο να είναι η καταστροφή της προλεταριακής κατάστασης, το τέλος της στέρησης. Η ουσία αυτού που έχουμε χάσει δεν είναι ο έλεγχος πάνω στα μέσα παραγωγής ή στον υλικό πλούτο, είναι οι ίδιες οι ζωές μας, η ικανότητά μας να δημιουργούμε την ύπαρξή μας με όρους αναγκών και επιθυμιών μας. Έτσι, ο αγώνας μας βρίσκει παντού γόνιμο έδαφος να απλωθεί, πάντοτε. Σκοπός μας είναι να καταστρέψουμε οτιδήποτε μας στερεί τις ζωές μας: το κεφάλαιο, το κράτος, το βιομηχανικό και μετα-βιομηχανικό τεχνολογικό σύμπλεγμα, την εργασία, τη θυσία, την ιδεολογία, κάθε οργάνωση που προσπαθεί να καρπωθεί τον αγώνα μας, εν συντομία, κάθε μηχανισμό ελέγχου.

Πάνω στη διαδικασία της διεξαγωγής του αγώνα αυτού με τον μόνο τρόπο που έχουμε για να διεξάγουμε έναν τέτοιο αγώνα -έξω και ενάντια σε κάθε επίσημη δομή και θεσμό- ξεκινούμε να αναπτύσσουμε νέες σχέσεις βασισμένες στην αυτό-οργάνωσεις, μια κοινοτοπία βασισμένη στις μοναδικές διαφορές που προσδιορίζουν τον καθένα μας ως υποκείμενο η ελευθερία του οποίου επεκτείνεται με την ελευθερία του άλλου. Είναι στην εξέγερση ενάντια στην προλεταριακή κατάστασή μας που βρίσκουμε ότι η μόνη θετική προοπτική που μοιραζόμαστε είναι διαφορετική για τον καθένα μας: είναι ο συλλογικός αγώνας για την ατομική πραγμάτωση.

Δημοσιεύτηκε στο: http://www.geocities.com/kk_abacus/vbutterfly.html

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Δεκέμβρης 2007)