Αρχείο κατηγορίας Αναρχία

Τι συμβαίνει με την ανθρώπινη φύση;

τοκείμενο το πήρα από εδώ   http://rabidproletarians.espivblogs.net/archives/40

Οι αναρχικοί όχι μόνο δεν αγνοούν την «ανθρώπινη φύση», αλλά έχουν και τη μόνη πολιτική θεωρία που αντιμετωπίζει αυτή την έννοια με βαθιά σκέψη και προβληματισμό. Πολύ συχνά, η «ανθρώπινη φύση» εγείρεται ως ύστατη γραμμή άμυνας σ’ ένα επιχείρημα εναντίον του αναρχισμού, επειδή πιστεύεται πως δεν επιδέχεται απάντησης. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει. Πρώτα απ’ όλα, η ανθρώπινη φύση είναι πολυσύνθετο πράγμα. Εάν με την ανθρώπινη φύση νοείται το «τι κάνουν οι άνθρωποι», γίνεται προφανές πως η ανθρώπινη φύση είναι αντιφατική – αγάπη και μίσος, ευσπλαχνία και απονιά, ειρήνη και βία, και ούτω καθεξής, όλα έχουν εκφραστεί από ανθρώπους κι έτσι όλα είναι προϊόντα της «ανθρώπινης φύσης». Βεβαίως, ό,τι θεωρείται «ανθρώπινη φύση» μπορεί να αλλάξει με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών. Για παράδειγμα, η δουλεία θεωρούνταν μέρος της «ανθρώπινης φύσης» και «κανονικότητα» για χιλιάδες χρόνια. Η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν απολύτως φυσιολογική από τους αρχαίους Έλληνες, ύστερα όμως από χιλιάδες χρόνια η χριστιανική Εκκλησία την καταδίκασε ως αφύσικη. Ο πόλεμος αποτέλεσε μέρος της «ανθρώπινης φύσης» μονάχα όταν αναπτύχθηκαν τα κράτη. Κατά τον Τσόμσκυ:

«Τα άτομα είναι σίγουρα ικανά για το κακό… Αλλά τα άτομα είναι ικανά για κάθε είδους πράγματα. Η ανθρώπινη φύση έχει πολλούς τρόπους για να πραγματωθεί ως τέτοια, οι άνθρωποι έχουν πολλές ικανότητες και επιλογές. Ποιες από αυτές θα αποκαλυφθούν, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις θεσμοθετημένες δομές. Αν είχαμε θεσμούς που επέτρεπαν στους παθολογικούς δολοφόνους να κυριαρχήσουν ελεύθεροι, θα έκαναν κουμάντο. Ο μόνος τρόπος για να επιβιώσετε θα ήταν να αφήσετε αυτά τα στοιχεία της φύσης σας να εκδηλωθούν.
Αν έχουμε θεσμούς που καθιστούν την απληστία ως αποκλειστική ιδιότητα των ανθρώπινων όντων κι ενθαρρύνουν την καθαρή απληστία σε βάρος υπόλοιπων ανθρώπινων συναισθημάτων και δεσμεύσεων, θα έχουμε μια κοινωνία βασισμένη στην απληστία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μια διαφορετική κοινωνία θα μπορούσε να οργανωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε άλλου είδους ανθρώπινα αισθήματα και συναισθήματα, όπως η αλληλεγγύη, η υποστήριξη, η συμπόνια, να έχουν κυρίαρχη θέση. Τότε θα αποκαλύπτονταν διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης και προσωπικότητας».
(Νόαμ Τσόμσκυ, Χρονικά διαφωνίας / Noam Chomsky, Chronicles of Dissent)

Επομένως, το περιβάλλον παίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό τού τι είναι «ανθρώπινη φύση», πώς αναπτύσσεται αυτή και ποιες πτυχές της εκφράζονται. Πράγματι, ένας απ’ τους μεγαλύτερους μύθους για τον αναρχισμό είναι πως πιστεύουμε ότι η ανθρώπινη φύση είναι εγγενώς καλή (αντίθετα, πιστεύουμε πως είναι εγγενώς κοινωνική). Το πώς αυτή αναπτύσσεται και εκφράζεται εξαρτάται από το είδος της κοινωνίας που εμείς δημιουργούμε και κατοικούμε. Μια ιεραρχική κοινωνία θα διαμορφώσει τους ανθρώπους με ορισμένους (αρνητικούς) τρόπους και θα παραγάγει μία «ανθρώπινη φύση» ριζικά διαφορετική από μία ελευθεριακή. Έτσι, «όταν ακούμε άντρες [και γυναίκες] να λένε πως οι Αναρχικοί φαντάζονται τους άντρες [και τις γυναίκες] πολύ καλύτερους απ’ ό,τι πραγματικά είναι, απλώς αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν ευφυείς άνθρωποι να επαναλαμβάνουν αυτή την ανοησία. Εμείς δε λέμε συνεχώς ότι ο μόνος τρόπος για να γίνουν οι άντρες [και οι γυναίκες] λιγότερο άπληστοι και εγωτιστές, λιγότερο φιλόδοξοι και λιγότερο δουλοπρεπείς ταυτόχρονα, είναι να εξαλείψουμε εκείνες τις συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη του εγωτισμού και της απληστίας, της δουλοπρέπειας και της φιλοδοξίας;» (Πιότρ Κροπότκιν, στην έκδοση Δράστε από μόνοι σας/Act for Yourselves των Ουόλτερ και Μπέκερ)

Έτσι, η χρήση της «ανθρώπινης φύσης» ως επιχειρήματος εναντίον του αναρχισμού είναι απλώς επιπόλαια κι εν τέλει μία υπεκφυγή. Είναι μια δικαιολογία για να μη σκέφτεται κανείς. «Κάθε ανόητος», όπως το θέτει η Έμμα Γκόλντμαν, «από το βασιλιά μέχρι τον αστυνομικό, από το στενόμυαλο εφημέριο μέχρι τον τυφλωμένο ερασιτέχνη επιστήμονα, θεωρεί πως μιλάει με εγκυρότητα για την ανθρώπινη φύση. Όσο πιο σπουδαίος ο πνευματικός τσαρλατάνος, τόσο πιο σαφής η επιμονή του ως προς την κακία και την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης. Όμως, πώς μπορεί κανείς να μιλάει γι’ αυτό σήμερα, με κάθε ψυχή φυλακισμένη, με κάθε καρδιά εγκλωβισμένη, λαβωμένη και ακρωτηριασμένη;» Αλλάξτε την κοινωνία, δημιουργήστε ένα καλύτερο κοινωνικό περιβάλλον, και μετά θα μπορούμε να κρίνουμε τι είναι παράγωγο της φύσης μας και τι είναι παράγωγο ενός εξουσιαστικού συστήματος. Γι’ αυτόν το λόγο, ο αναρχισμός «υποστηρίζει την απελευθέρωση του ανθρώπινου μυαλού από την κυριαρχία της θρησκείας• την απελευθέρωση του ανθρώπινου σώματος από την κυριαρχία της ιδιοκτησίας• την απελευθέρωση από τα δεσμά και τους περιορισμούς της κυβέρνησης… Ελευθερία, διεύρυνση, προοπτική και, πάνω απ’ όλα, ηρεμία και ξεγνοιασιά μπορούν από μόνα τους να μας διδάξουν τους αληθινά κυρίαρχους παράγοντες της ανθρώπινης φύσης και όλες τις υπέροχες δυνατότητές της».
(Έμμα Γκόλντμαν, Αναρχισμός και άλλα δοκίμια / Emma Goldman, Anarchism and Other Essays)

Αυτό δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι είναι απολύτα πλαστικοί. Με κάθε γέννηση ανθρώπου μια λευκή σελίδα(tabula rasa) περιμένει να σχηματιστεί από την «κοινωνία»(δηλαδή από αυτούς που αποτελούν την κοινωνία). Όπως υποστηρίζει ο Νόαμ Τσόμσκι «δεν νομίζω πως είναι δυνατόν να δωθεί μία ορθολογική άποψη για την έννοια της αλλοτριωμένης εργασίας σε αυτή την υπόθεση [πως η ανθρώπινη φύση δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από ένα ιστορικό προϊόν], ούτε είναι δυνατόν να δημιουργηθεί κάτι σαν μια ηθική δικαιολόγηση για τη δέσμευση σε ενός είδους κοινωνική αλλαγή, εκτός από την βάση των υποθέσεων που αφορούν στην ανθρώπινη φύση και στο πώς οι τροποποιήσεις στη δομή της κοινωνίας θα την φέρουν σε καλύτερη θέση ώστε να ανταποκρίνεται σε ορισμένες βασικές ανάγκες οι οποίες είναι κομμάτι της ουσιώδους μας φύσης». (Τσόμσκυ, Γλώσσα και Πολιτικές(αδημοσίευτο στα ελληνικά) / Chomsky, Language and Politics)

Δεν επιθυμούμε να μπούμε στη συζήτηση για το ποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά είναι και ποια δεν είναι «έμφυτα». Το μόνο που θα πούμε είναι πως τα ανθρώπινα όντα έχουν έμφυτη την ικανότητα να σκέφτονται και να μαθαίνουν –αισθανόμαστε πως αυτό είναι κάτι παραπάνω από προφανές- και πως οι άνθρωποι είναι κοινωνικά δημιουργήματα τα οποία χρειάζονται τη συντροφιά των άλλων για να αισθάνονται ολοκληρωμένοι και να ευημερούν. Επιπλέον, έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν και να αντιτάσσονται στην αδικία και την καταπίεση. Όπως σωστά θεωρεί ο Μπακούνιν «η δύναμη να σκέφτεσαι και η επιθυμία να επαναστατείς[…] είναι πολύτιμες ικανότητες».

Νομίζουμε πως αυτά τα τρία χαρακτηριστικά, υποδηλώνουν τη βιωσιμότητα μιας αναρχικής κοινωνίας. Η έμφυτη ικανότητα του να σκέφτεσαι για τον εαυτό σου, αυτομάτως κάνει όλες τις μορφές ιεραρχίας αβάσιμες. Η αγάγκη μας, επίσης, για κοινωνικές σχέσεις υπονοεί ότι μπορούμε να οργανωθούμε χωρίς κράτος. Η βαθιά θλίψη και αποξένωση που ταλανίζει την μοντέρνα κοινωνία δείχνει ότι ο συγκεντρωτισμός και ο αυταρχισμός του καπιταλισμού και του Κράτους μας στερεί κάποιες από τις έμφυτες ανάγκες που έχουμε. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, για μεγάλο μέρος της ύπαρξης της, η ανθρώπινη φυλή έχει ζήσει σε αναρχικές κοινότητες, με μικρή ή και καθόλου ιεραρχία. Το να αποκαλεί η μοντέρνα κοινωνία αυτούς τους ανθρώπους «άγριους» ή «πρωτόγονους», είναι υπεροπτικό. Οπότε, ποιος μπορεί να πει ότι ο αναρχισμός είναι ενάντια στην «ανθρώπινη φύση»; Οι αναρχικοί έχουν συγκεντρώσει πολλά στοιχεία που αντιτίθενται σε αυτή την άποψη.

Σε ότι αφορά την κατηγορία πως οι αναρχικοί έχουν μεγάλο ζήτημα με την «ανθρώπινη φύση», συνήθως οι μη-αναρχικοί είναι αυτοί που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα. ‘Ετσι «ενώ οι αντίπαλοι μας φαίνεται να παραδέχονται πως υπάρχει ένα ιδιαίτερο είδος «καλών» ανθρώπων –αυτοί που κυβερνούν, εκμεταλλεύονται, εξουσιάζουν- οι οποίοι, ω! τι χαρά, μπορούν και εμποδίζουν τους «κακούς» ανθρώπους –που κυβερνώνται, που είναι οι εκμεταλλευόμενοι και οι εξουσιαζόμενοι – από το να γίνουν ακόμα χειρότεροι απ’ ότι είναι», εμείς οι αναρχικοί «υποστηρίζουμε πως και οι εξουσιαστές και οι εξουσιαζόμενοι διαφθείρονται από την εξουσία» και πως «και οι εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλευόμενοι διαφθείρονται από την εκμετάλλευση». Έτσι, «υπάρχει μία διαφορά και είναι και πολύ σοβαρή. Παραδεχόμαστε τις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης , αλλά δεν εξαιρούμε τους εξουσιαστές. Αυτοί το κάνουν (αν και ορισμένες φορές ασυνείδητα) και επειδή εμείς δεν κάνουμε καμιά εξαίρεση, λένε πως είμαστε ονειροπόλοι». (Kropotkin, ο.π). Εάν, λοιπόν, η ανθρώπινη φύση είναι τόσο κακή, το να έχουν κάποιοι άνθρωποι εξουσία πάνω σε άλλους και αυτό να οδηγεί στην δικαιοσύνη και την ελευθερία, είναι απελπιστικά ουτοπικό.
Επιπλέον, όπως σημειώνεται, οι Αναρχικοί υποστηρίζουν πως οι ιεραρχικές οργανώσεις αναδεικνύουν τη χειρότερη όψη της ανθρώπινης φύσης. Τόσο οι καταπιεστές, όσο και οι καταπιεσμένοι επηρεάζονται αρνητικά από τις σχέσεις εξουσίας οι οποίες δημιουργούνται. «Είναι χαρακτηριστικό, πως ένα προνόμιο και οποιουδήποτε είδους προνόμιο […] μπορεί να σκοτώσει το μυαλό και την καρδιά του ανθρώπου… Αυτός είναι ένας κοινωνικός νόμος ο οποίος δεν επιδέχεται εξαιρέσεις… Είναι ο νόμος της ισότητας και της ανθρωπότητας.» (Μπακούνιν, Θεός και Κράτος). Και ενώ οι προνομιούχοι διαφθείρονται απ’ την εξουσία, οι αδύναμοι (γενικώς) γίνονται δουλοπρεπείς στην καρδιά και το μυαλό (ευτυχώς το ανθρώπινο πνεύμα είναι τέτοιο, που πάντοτε θα υπάρχουν επαναστάτες οι οποίοι δεν θα υπολογίζουν την καταπίεση˙ όπου υπάρχει καταπίεση, υπάρχει και αντίσταση και κατά συνέπεια, ελπίδα). Ως εκ τούτου, φαίνεται παράξενο για τους αναρχικούς, να ακούν από μη-αναρχικούς τη δικαιολόγηση της ιεραρχίας από την άποψη της (αλλοιωμένης) «ανθρώπινης φύσης» που παράγει και παράγεται.

Δυστυχώς, πάρα πολλοί κάνουν ακριβώς αυτό. Συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα, με την ανάπτυξη της “κοινωνιοβιολογίας”, ορισμένοι υποστήριξαν (με πολύ λίγα πραγματικά στοιχεία) πως ο καπιταλισμός είναι αποτέλεσμα της δικής μας «φύσης» , η οποία είναι καθορισμένη από τα γονίδιά μας. Τέτοιου είδους ισχυρισμοί είναι απλά μια νέα παραλλαγή της «ανθρώπινης φύσης» ως επιχείρημα και έτσι ξεπερνούν την οποιαδήποτε εξουσία υπάρχει. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη αποδείξεων, η υποστήριξή τους σε αυτό το “νέο” δόγμα δικαιολογείται μόνο από τη χρησιμότητά τους για τους εξουσιαστές. Είναι γεγονός πως είναι χρήσιμο να υπάρχει μια “αντικειμενική” και “επιστημονική” βάση για τον εξορθολογισμό των ανισοτήτων που αφορούν τον πλούτο και την εξουσία. (Για μια συζήτηση επάνω στην διαδικασία δείτε Not in Our Genes: Biology, Ideology and Human Nature by Steven Rose, R.C. Lewontin, and Leon J. Kamin).

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια δόση αλήθειας. Όπως σημειώνει ο επιστήμονας  Stephen Jay Gould, «το εύρος της πιθανής μας συμπεριφοράς οριοθετείται από τη βιολογία μας» και αν αυτό σημαίνει κοινωνιοβιολογία, «με τον έλεγχο των γονιδίων», ελάχιστα θα μπορούμε να διαφωνούμε. Ωστόσο, δεν εννοούν αυτό. Μάλλον είναι μία μορφή «βιολογικού ντετερμινισμού» αυτό που υποστηρίζεται απ’ την κοινωνιοβιολογία. Λέγοντας ότι υπάρχουν συγκεκριμένα γονίδια που ελέγχουν συγκεκριμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, δεν έχει μεγάλη σημασία πως «η βία, ο σεξισμός και γενικά η κακία υπάρχουν λόγω της βιολογίας, από τη στιγμή που αντιπροσωπεύουν ένα υποσύνολο ενός  πιθανού εύρους συμπεριφορών», έτσι είναι και «η γαλήνη, η ισότητα και η ευγένεια.» Και έτσι «μπορεί να δούμε την επιρροή τους να αυξάνεται αν δημιουργήσουμε κοινωνικές δομές που θα τις επιτρέψουν να ανθίσουν.» Ότι αυτό μπορεί να συμβεί, μπορεί να φανεί από τη δουλειά των ίδιων των κοινωνιοβιολόγων που «αναγνωρίζουν την ποικιλομορφία» των ανθρώπινων πολιτισμών, αλλά «συχνά απορρίπτουν τις δυσάρεστες “εξαιρέσεις” ως προσωρινές και ασήμαντες παρεκκλίσεις.» Αυτό εκπλήσει, γιατί αν πιστεύετε πως «οι επαναλαμβανόμενοι και συχνά γενοκτόνοι πόλεμοι διαμόρφωσαν τη γενετική μας μοίρα, η ύπαρξη μη-επιθετικών λαών είναι ενοχλητική.» (Gould, Ever Since Darwin)

Όπως και στον κοινωνικό Δαρβινισμό που προηγήθηκε, η κοινωνιοβιολογία αναπτύσσεται προβάλλοντας την κυρίαρχη ιδεολογία της υπάρχουσας κοινωνίας ως φυσική (συχνά ασυνείδητα, έτσι ώστε οι επιστήμονες λανθασμένα θεωρούν τα εν λόγω ιδεολογήματα ως “κανονικά” και “φυσικά”). Ο Μπούκτσυν αναφέρεται σε αυτό ως τη «διακριτική προώθηση των ιστορικά κατασκευασμένων ανθρώπινων αξιών» μέσα στην φύση, παρά ως “επιστημονική αντικειμενικότητα.”  Μετά, οι θεωρίες της φύσης που δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο μεταφέρονται πίσω στη κοινωνία και την ιστορία, χρησιμοποιούμενες για να “αποδείξουν” ότι οι αρχές του καπιταλισμού (ιεραρχία, εξουσία, ανταγωνισμός, κλπ.) είναι αιώνιοι νόμοι, που ύστερα αναφέρονται ως αιτίες για την υπάρχουσα κατάσταση! «Αυτό που αυτή η διαδικασία πετυχαίνει,» σημειώνει ο  Μπούκτσυν, «είναι να ενισχύει την κοινωνική ιεραρχία δικαιολογώντας την επιβολή σε άντρες και γυναίκες, ως έμφυτα χαρακτηριστικά της “φυσικής τάξης”. Η ανθρώπινη κυριαρχία εκ τούτου μεταγράφεται στον γενετικό κώδικα ως βιολογικά αμετάβλητη.» (Μάρεϊ Μπούκτσιν, Η Οικολογία της Ελευθερίας / Murray Bookchin, The Ecology of Freedom) Όλως περιέργως, υπάρχουν πολλοί υποθετικά έξυπνοι άνθρωποι που παίρνουν αυτά τα τεχνάσματα σοβαρά.

Αυτό μπορεί να φανεί όταν “ιεραρχίες” στην φύση χρησιμοποιούνται για να εξηγήσουν, και επομένως να δικαιολογήσουν, ιεραρχίες στις ανθρώπινες κοινωνίες. Τέτοιες αναλογίες είναι παραπλανητικές γιατί ξεχνάνε τον θεσμοθετημένο χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής. Όπως ο Μάρεϋ Μπούκτσιν σημειώνει στη κριτική του για την κοινωνιοβιολογία, ένας «αδύναμος, αποδυναμωμένος, άνευρος και άρρωστος πίθηκος είναι απίθανο να γίνει ένα “πρώτο” αρσενικό, και πολύ περισσότερο να διατηρήσει αυτή την εφήμερη κατάσταση.» Αυτό «φανερώνει μια εξουσία ιεραρχικών θεσμών πάνω σε άτομα, η οποία είναι εντελώς αντίθετη με τις επονομαζόμενες “ιεραρχίες των ζώων” όπου η απουσία θεσμών είναι ακριβώς ο μόνος κατανοητός τρόπος για να μιλήσουμε για “πρώτα αρσενικά” και “βασίλισσες των μελισσών”.» (Μπούκτσιν, Κοινωνιοβιολογία ή Κοινωνική Οικολογία / Bookchin, “Sociobiology or Social Ecology”) Επομένως αυτό που κάνει την ανθρώπινη κοινωνία μοναδική αγνοείται και οι πραγματικές πηγές της εξουσίας στην κοινωνία είναι κρυμμένες κάτω από ένα γενετικό προπέτασμα.

Το θέμα των απολογητών που σχετίζονται με την επίκληση στην «ανθρώπινη φύση» (ή την κοινωνιοβιολογία στα χειρότερά της) είναι φυσιολογικό, αφού οποιαδήποτε κυρίαρχη τάξη χρειάζεται να δικαιολογεί το δικαίωμά της να κυριαρχεί. Ως εκ τούτου υποστηρίζουν τα δόγματα που ορίζει η τελευταία με τρόπους που φαίνεται να δικαιολογούν την δύναμη της ελίτ – όπως κοινωνιοβιολογία, θεϊκό δικαίωμα, προπατορικό αμάρτημα, κλπ. Προφανώς, τέτοια δόγματα ήτανε πάντοτε λάθος… μέχρι τώρα φυσικά, γιατί είναι προφανές ότι η σημερινή κοινωνία μας συμμορφώνεται πραγματικά με την “ανθρώπινη φύση” και αυτό είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο από την ιεροσύνη της τωρινής επιστήμης.

Η αλαζονεία αυτού του ισχυρισμού είναι πραγματικά καταπληκτική. Η ιστορία δεν σταμάτησε. Σε χίλια χρόνια από τώρα, η κοινωνία θα είναι τελείως διαφορετική από ότι είναι τώρα ή από ότι έχουμε φανταστεί. Καμιά τωρινή κυβέρνηση και κανένα σύγχρονο οικονομικό σύστημα δεν θα υπάρχουν. Το μόνο πράγμα που μπορεί να παραμείνει ίδιο είναι ότι οι άνθρωποι ακόμα θα ισχυρίζονται ότι η νέα κοινωνία τους είναι το “Ένα και Μοναδικό Σύστημα” που πραγματικά συμμορφώνεται με την ανθρώπινη φύση, ακόμα κι αν όλα τα συστήματα του παρελθόντος δεν το κάνανε.

Ο Κάρολος Δαρβίνος απεικονίζεται ως πίθηκοςΟ Κάρολος Δαρβίνος απεικονίζεται ως πίθηκος

Φυσικά, δεν περνάει από το μυαλό των υποστηρικτών του καπιταλισμού ότι άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες-πολιτισμούς μπορεί να έχουν διαφορετικά συμπεράσματα από τα ίδια γεγονότα˙ συμπεράσματα που μπορεί να είναι εγκυρότερα. Ούτε κατανοούν, οι απολογητές του καπιταλισμού, ότι οι θεωρίες των “αντικειμενικών “ επιστημόνων μπορεί να παγιδευτούν στο πλαίσιο των κυρίαρχων ιδεών της κοινωνίας που ζούνε. Δεν αποτελεί καμία έκπληξη στους αναρχικούς, ότι οι επιστήμονες που δουλεύαν στην Τσαρική Ρωσία ανέπτυξαν μια θεωρία εξέλιξης βασιζόμενη στην συνεργασία εντός των ειδών, σε αντίθεση με τους ομολόγους τους στην καπιταλιστική Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι ανέπτυξαν μια θεωρία βασιζόμενη στην ανταγωνιστική πάλη μεταξύ και εντός των ειδών. Το ότι η τελευταία θεωρία αντικατοπτρίζει τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές θεωρίες της Βρετανικής κοινωνίας (ιδιαίτερα ανταγωνιστικός ατομικισμός) είναι καθαρή σύμπτωση, φυσικά…

Το κλασσικό έργο του Κροπότκιν «Αλληλοβοήθεια»,  για παράδειγμα, γράφτηκε ως απάντηση στις προφανείς ανακρίβειες, που Βρετανοί εκπρόσωποι του Δαρβινισμού είχαν προωθήσει πάνω στη φύση και την ανθρώπινη ζωή. Χτίζοντας πάνω στην επικρατούσα Ρωσική κριτική του Βρετανικού Δαρβινισμού της εποχής, ο  Κροπότκιν έδειξε (με ουσιαστική εμπειρική απόδειξη) ότι η “αλληλοβοήθεια” μέσα σε μια ομάδα ή ένα είδος, έπαιζε τον ίδιο σημαντικό ρόλο με την “αμοιβαία πάλη” μεταξύ των ατόμων σε αυτές τις ομάδες ή τα είδη (βλέπε την έκθεση του Stephan Jay Gould, “Kropotkin was no Crackpot” στο βιβλίο του Bully for Brontosaurus για λεπτομέρειες και μια εκτίμηση). Ήτανε, τόνισε, ένας «παράγοντας» στην εξέλιξη μαζί με τον ανταγωνισμό, ένας παράγοντας που, στις περισσότερες περιπτώσεις, ήταν πολύ πιο σημαντικός για την επιβίωση. Επομένως, η συνεργασία είναι “φυσική” όπως ο ανταγωνισμός αποδεικνύοντας ότι η “ανθρώπινη φύση” δεν ήταν ένα φράγμα για τον αναρχισμό, καθώς η συνεργασία μεταξύ μελών ενός είδους μπορεί να είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξελιχθούν τα άτομα.

Για να καταλήξουμε, οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι η Αναρχία δεν είναι εναντίον της “ανθρώπινης φύσης” για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, αυτό που θεωρείται “ανθρώπινη φύση” διαμορφώθηκε από την κοινωνία που ζούμε και μέσα στις σχέσεις που εμείς δημιουργούμε. Αυτό σημαίνει ότι μια ιεραρχική κοινωνία θα ενθαρρύνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας να κυριαρχήσουν(επάνω σε άλλα), ενώ ένας αναρχικός θα ενθάρρυνε άλλα. Ως εκ τούτου, οι αναρχικοί «δεν βασίζονται τόσο πολύ στο γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση θα αλλάξει, αλλά στο ότι η ίδια φύση θα λειτουργήσει διαφορετικά κάτω από διαφορετικές συνθήκες.» Δεύτερον, η αλλαγή «φαίνεται να είναι ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της ύπαρξης» οπότε «ποιός μπορεί να πει ότι η ανθρωπότητα έφτασε τα όρια των δυνατοτήτων της.» (George Barrett, Objections to Anarchism)

Πηγή: The Anarchist FAQ Editorial Collective: http://imaginenoborders.org/zines/#WhatAboutHumanNature

Μετάφραση: Λυσσασμένοι Προλετάριοι

Πανερωτισμός – Ο χορός της ζωής. του Feral Faun

Το χάος είναι ένας χορός, ένας ρευστός χορός της ζωής, κι ο χορός αυτός είναι ερωτικός. Ο πολιτισμός μισεί το χάος κι επομένως μισεί επίσης τον Έρωτα. Ακόμα και σε καιρούς υποτιθέμενης σεξουαλικής ελευθερίας, ο πολιτισμός καταπιέζει το ερωτικό. Διδάσκει ότι οι οργασμοί είναι γεγονότα που συμβαίνουν σε λίγα μόνο μικρά σημεία των κορμιών μας, και μόνο μέσω του σωστού χειρισμού των σημείων αυτών. Συμπιέζει τον Έρωτα μέσα στην πανοπλία του Άρη, μετατρέποντας το σεξ σε μια ανταγωνιστική δουλειά με επίκεντρο το κατόρθωμα, αντί για ένα χαρούμενο κι αθώο παιχνίδι.

  Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι εν μέσω τέτοιας καταπίεσης, ο Έρωτας αρνείται να αποδεχτεί αυτήν τη μούχλα. Η χαρούμενη χορευτική μορφή του, διαπερνά εδώ κι εκεί την πανοπλία του Άρη. Όσο τυφλωμένοι κι αν είμαστε από την πολιτισμένη μας ύπαρξη, ο χορός της ζωής συνεχίζει να στάζει λίγο λίγο μέσα στην αντίληψή μας. Κοιτάζουμε ένα ηλιβασίλεμα, στεκόμαστε στο μέσο του δάσους, σκαρφαλώνουμε σε ένα βουνό, ακούμε το τραγούδι ενός πουλιού, περπατάμε ξυπόλητοι σε μια παραλία, κι αρχίζουμε να νιώθουμε κάποιο ενθουσιασμό, μια αίσθηση δέους και χαράς. Είναι η αρχή ενός οργασμού για ολόκληρο το κορμί, που δεν περιορίζεται στις από τον πολιτισμό αποκαλούμενες ερωτογενείς ζώνες, ο πολιτισμός ποτέ δεν αφήνει το συναίσθημα να ολοκληρωθεί. Αλλιώς, θα είχαμε συνειδητοποιήσει πως κάθε τί που δεν έιναι παράγωγο του πολιτισμού είναι ζωντανό και χαρούμενα ερωτικό.
Όμως, λίγοι από εμάς σιγά σιγά ξυπνάμε από την αναισθησία του πολιτισμού. Κατανοούμε ότι κάθε πέτρα, κάθε δέντρο, κάθε ποτάμι, κάθε ζώο, κάθε πλάσμα στο σύμπαν δεν είναι απλά εξίσου ζωντανό, αλλά προς το παρόν είναι πιο ζωντανό από εμάς τα πολτισμένα όντα. Η γνώση αυτή δεν είναι απλά διανουμενίστικη. Δεν μπορεί, γιατί ο πολιτισμός θα την μετατρέψει σε άλλη μια ακαδημαϊκή θεωρία. Το νιώθουμε. Έχουμε ακούσει τα τραγούδια αγάπης των ποταμιών και των βουνών κι έχουμε δει τον χορό των δέντρων. Δεν θέλουμε πλέον να τα χρησιμοιούμε σα νεκρά αντικείμενα, αφού είναι ολοζώντανα. Θέλουμε να είμαστε οι εραστές τους, να πάρουμε μέρος στον όμορφο ερωτικό χορό τους. Μας φοβίζει. Ο χορός θανάτου του πολιτισμού παγώνει κάθε κύτταρο, κάθε μυ μας. Ξέρουμε ότι θα είμαστε  αδέξιοι χορευτές και άγαρμποι εραστές. Θα είμαστε τρελοί. Στην τρέλα μας όμως είναι που βρίσκεται η ελευθερία μας. Αν μπορούμε να είμαστε τρελοί, έχουμε ξεκινήσει να σπάμε τις αλυσίδες του πολιτισμού, έχουμε ξεκινήσει να χάνουμε  την ανάγκη μας για κατορθώματα. Χωρίς μια τέτοια ανάγκη, έχουμε χρόνο να μάθουμε το χορό της ζωής˙ έχουμε χρόνο να γίνουμε εραστές των δέντρων και των βράχων και των ποταμιών. Ή, με μεγαλύτερη ακρίβεια,  ο χρόνος σταματά να υπάρχει για εμάς˙ ο χορός γίνεται οι ζωές μας καθώς μαθαίνουμε να αγαπάμε κάθε τί που ζει. Κι εκτός αν μάθουμε να χορεύουμε το χορό της ζωής, κάθε αντίστασή μας στον πολιτισμό θα είναι μάταιη. Από τη στιγμή που ακόμη θα κυβερνά μέσα μας, εμείς απλά θα τον αναπαράγουμε.
Ας χορέψουμε λοιπόν το χορό της ζωής. Ας χορέψουμε αδέξια χωρίς ντροπή, γιατί ποιός από εμάς τους πολιτισμένους δεν είναι αδέξιος; Ας κάνουμε έρωτα στα ποτάμια, τα δέντρα, τα βουνά, με τα μάτια, τα δάχτυλα, τα χέρια, τα αυτιά μας. Ας έχουμε κάθε σημείο των κορμιών μας αφυπνισμένο στην ερωτική έκσταση του χορού της ζωής. Θα πετάξουμε. Θα χορέψουμε. Θα γιατρευτούμε. Θα μάθουμε  ότι αυτά που  φανταζόμαστε είναι δυνατά. Ότι αποτελούν μέρος του ερωτικού χορού που μπορεί να δημιουργήσει τον κόσμο που επιθυμούμε.http://www.anti-politics.net/feral-faun/paneroticism.html

Γράμμα του κρατούμενου Σ.Μ. από τις φυλακές Τρικάλων

Το γράμμα που ακολουθεί γράφτηκε από ένα φίλο και σύντροφο που βρίσκεται από τα μέσα Φθινοπώρου στα κολαστήρια της ελληνικής δημοκρατίας. Νομίζω ότι όπως ισχύει και για κάθε κρατούμενο που αγωνίζεται, για κάθε έναν που στέκεται με αξιοπρέπεια πίσω από τα κάγκελα, ο λόγος του -όταν αυτός φτάνει σε εμάς- πρέπει να προωθείται και να διαδίδεται όσο μπορούμε.
Λευτεριά σε όσους είναι στα κελιά.

Γράμμα του κρατούμενου Σ.Μ. από τις φυλακές Τρικάλων

Δεν με ενδιαφέρει αν είμαι τώρα φυλακή επειδή με δικάσανε δίκαια ή άδικα, ούτε αν οι κατηγορίες μου μαγειρεύτηκαν σε κάποιο γραφείο της ελληνικής αστυνομίας και ούτε αν ορισμένα Μ.Μ.Ε. όπως zougla,espresso κτλ βιάστηκαν να προλάβουν την επόμενη μέρα και έγραψαν ότι ήθελαν ή μάλλον ότι ήθελαν οι μπάτσοι χωρίς να τα τεκμηριώσουν με κάποιο τρόπο. Δεν με ενδιαφέρει γιατί δεν αναγνωρίζω και δεν σέβομαι κανένα νόμο, κανένα δικαστήριο και πολύ περισσότερο αυτούς τους «ανθρώπους» που μας τους επιβάλουν και φροντίζουν για την εφαρμογή και την προπαγάνδα τους (από τον πιο απαθή μπάτσο μέχρι τον πρόεδρο της δημοκρατίας). Όταν μάλιστα μόνος σκοπός όλων αυτών είναι η διατήρηση της κοινωνικής ανισότητας, δηλαδή οι πλούσιοι να παραμείνουν πλούσιοι και οι φτωχοί ή να είναι σκλάβοι τους ή τουλάχιστον να μην μπορούν να διαταράξουν αυτό το είδος ισορροπίας. Όποιος καταλαβαίνει αυτό το δυαδικό σύστημα (εξουσιαστή-καταπιεζόμενου) μπορεί να εξηγήσει γιατί συμβαίνουν σχεδόν τα πάντα σε πολιτικοοικονομικό επίπεδο.

Έτσι κατανοώ και εγώ τον λόγο ύπαρξης της φυλακής άρα και τον λόγο που είμαι στην φυλακή. Υπάρχει για δύο λόγους: Πρώτα να είναι ένα εργοστάσιο παραγωγής φόβου για αυτούς που είναι από την έξω μεριά της, ώστε να μην τολμήσουν ποτέ να κινηθούν εκτός του πλαισίου που τους ορίζει ο νόμος είτε για να διεκδικήσουν περισσότερα υλικά αγαθά και ανέσεις είτε για περισσότερες ελευθερίες(αυτή είναι και η βασική διαφορά μεταξύ ποινικών και πολιτικών κρατουμένων). Ο δεύτερος λόγος ύπαρξης της φυλακής είναι για εκδίκηση και απομόνωση αυτών που δεν φοβήθηκαν και τόλμησαν να αναζητήσουν κάτι καλύτερο για τον εαυτό τους ή για την κοινωνική τους τάξη. Οποιοδήποτε άλλο λόγο μας προβάλλουν σαν δικαιολογία ύπαρξης της, όπως για τους αιμοδιψείς δολοφόνους, τους παρανοϊκούς βιαστές κτλ. Είναι απλά για την ηθική αποδοχή της από την κοινωνία. Έτσι και αλλιώς αν κάτι τέτοιο δεν ήταν απλά μια δικαιολογία για όλους αυτούς θα αρκούσε απλά μια μόνο φυλακή από τις δεκάδες που έχουμε σήμερα.

Κλείνοντας αυτό το πρώτο μου γράμμα από την φυλακή προς τις συντρόφισσες και τους συντρόφους μου θέλω να προτείνω ο κάθε αγώνας μας ενάντια στην εξουσία, στον νόμο και στις φυλακές να έχει βασικό σκοπό την πλήρη κατάργησή τους και όχι την αλλαγή τους ή την βελτίωσή τους προς κάτι πιο δίκαιο ή πιο ανθρώπινο, γιατί αυτό δηλώνει αποδοχή της φύσης τους και ότι η διαφωνία μας είναι σε επιμέρους λεπτομέρειες. Ας τους δείξουμε λοιπόν ότι αυτό που θέλουμε είναι τα πάντα περιορίζοντας τον διάλογο μαζί τους σε εμπρησμούς, λεηλασίες και συγκρούσεις εκτός αν κάποιος νομίζει θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουμε αυτό που θέλουμε αν το ζητήσουμε ευγενικά.
Σ.Μ.
φυλακές Τρικάλων
Μάρτιος 2012

Ένα καμένο κτήριο είναι
βανδαλισμός
Πολλά καμένα κτήρια είναι
επανάσταση

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ

Αναδημοσίευση από : http://adamasto.squat.gr

Τρεις πολιτικοί έβγαζαν λόγο σε μια πλατεία. Ο πρώτος είπε: «Το δικαίωμα της ψήφου κατακτήθηκε με το αίμα αγωνιστών. Ψηφίστε με για να βελτιώσω τη δημοκρατία μας και να αυξήσω τις κοινωνικές παροχές». Μετά ο δεύτερος είπε: «Ψηφίστε με για να ξεπεράσουμε την κρίση με την ανάπτυξη της οικονομίας και την προώθηση νέων τεχνολογιών, που είναι φιλικές προς το περιβάλλον». Τέλος, ο τρίτος είπε: «Ψηφίστε με για να οργανώσω το χάος, να βάλω τάξη στους δρόμους, να μειώσω την ανεργία και τους φόρους». Κάποιοι απ΄ το κοινό τους χειροκρότησαν και κάποιοι άλλοι τους γιούχαραν. Και εκεί που η φιέστα μάλλον έφτανε στο τέλος της μια φωνή που δεν ήξερε να μιλάει καλά την γλώσσα των πολιτών και ακουγόταν σαν να έβγαινε από τη γη, είπε: «αφήστε το χάος να ρέει παντού, κάψτε το κράτος και τις μηχανές».

·

  Ο θεσμός των εκλογών παρουσιάζεται από το κράτος και τους μηχανισμούς προπαγάνδας του ως η ύψιστη δημοκρατική διαδικασία, όπου μέσω αυτών εξασφαλίζονται και αποτυπώνονται τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών μιας χώρας. Και όντως κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Γι΄ αυτό αν δούμε τι είναι η κάθε μια έννοια όπως αυτή της δημοκρατίας, των συνταγματικών δικαιωμάτων, του κράτους και του πολίτη θα δούμε ως ένα βαθμό και τους λόγους για τους οποίους επικρατούν η εκμετάλλευση και η ανελευθερία σε κάθε τους μορφή.

·

  Οι εκλογές χρησιμοποιούνται ως ένα μέσο για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος της δημοκρατίας. Ενός πολιτεύματος το οποίο ουδέποτε είχε σχέση με την καθολική ελευθερία των ανθρώπων, των μη ανθρώπινων όντων και γενικά του φυσικού κόσμου. Τα περιβόητα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το σύνταγμα του κράτους είναι η κατακρεούργηση της ελευθερίας. Το κράτος επιβάλλεται, εκβιάζει, καταστέλλει και φυλακίζει για να διατηρείται η τάξη σε ένα μηχανοποιημένο κόσμο, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών και τεχνοκρατών. Η ελευθερία από την στιγμή που παραχωρείται ή διασφαλίζεται μέσα από ένα μηχανισμό όπως το κράτος δεν είναι ελευθερία αλλά σκλαβιά.

·

  Οι εκλογές είναι μια διαδικασία –επινόημα της πολιτικής ή αλλιώς ένα πολιτικό επινόημα της κυριαρχίας. Στα πλαίσια των νόμων και των θεσμών της πολιτείας, ο πολίτης καλείται στην ουσία να αναπαράγει την ίδια την εξουσία. Οι ιδιότητες του πολίτη και του ψηφοφόρου προσδίδονται και νομιμοποιούνται από το κράτος και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ως τέτοιες την δομική σύσταση του κράτους, παρά μόνο με έμμεσο τρόπο να καθορίσουν ποιος θα το διαχειρίζεται για ένα χρονικό διάστημα.

·

  Η διαδικασία των εκλογών είναι συνυφασμένη με το αντιπροσωπευτικό σύστημα της δημοκρατίας που επικράτησε κυρίως μετά την πτώση του φεουδαρχικού συστήματος και των μοναρχιών. Οι εκλογές δεν είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο στην ιστορία των ανθρώπων αλλά είναι συνδεδεμένες με μια μορφή οργάνωσης της κοινωνίας η οποία χαρακτηρίζεται από την πολυπλοκότητα των σχέσεων και των δομών της και η οποία κυριαρχείται και οργανώνεται από το κράτος. Για αυτό το λόγο θα ήταν κάπως οξύμωρο να αναγάγουμε φαντασιακά το θεσμό των εκλογών σε απελευθερωμένες συνθήκες.

  Στην ουσία ο θεσμός των εκλογών εντοπίζεται μόνο ως ένα μέρος μιας συνολικότερης κατάστασης. Δεν είναι ένα μεμονωμένο συμβάν για την επιλογή αντιπροσώπων και διαχειριστών της κοινωνίας. Εκτός από βασικό μέρος της δημοκρατίας αποτελεί και κομμάτι του παγκοσμιοποιήμένου συστήματος κυριαρχίας. Το παγκοσμιοποιήμενο σύστημα υπάρχει ως τέτοιο χάρη στις τεχνολογικές του δομές και την υπερεκμετάλλευση και κατασπατάληση των ορυκτών της γης ως πηγή ενέργειας.

Η εναντίωση στις εκλογικές διαδικασίες δεν είναι μια άνευ αιτίας αντιπολιτική στάση και ιδεοληψία αλλά μέρος μιας συνολικής άρνησης και εναντίωσης στο τεχνολογικό σύστημα. Ένα σύστημα που κρατάει αιχμάλωτους όχι μόνο σε ορατά αλλά και σε αόρατα κελιά-μέσω των θεσμών του- τους ανθρώπους και τα άλλα αισθανόμενα όντα αυτού του πλανήτη. Ένα σύστημα που λειτουργεί όχι μόνο χάρη στον έντονο καταμερισμό εργασίας και την εξειδίκευση αλλά στην κατ’ ουσίαν κυριαρχία της τεχνοκρατίας. Δηλαδή στους πάσης φύσεως ειδικούς, εμπειρογνώμονες και αυθεντίες. Η τεχνολογική πρόοδος και η επιβολή της βιομηχανικής παραγωγής ενώ πλασάρονται ως απελευθερωτικές καταστάσεις, έφτασαν στο σημείο να μηχανοποιήσουν και να ορίσουν τη ζωή των ανθρώπων και να επηρεάσουν καταστροφικά τον φυσικό κόσμο. Η επικράτηση του τεχνολογικού συστήματος προϋποθέτει αλλά είναι και η αιτία της ύπαρξης της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, των εξουσιαστικών σχέσεων και της συνολικής αλλοτρίωσης. Σε ένα κόσμο ο οποίος είναι δομημένος έτσι ώστε να πρέπει να αποφασίζουν για τη βιωσιμότητά του συvoλικά αλλά και για κάθε επιμέρους θέμα κάποιοι ειδικοί-αυθεντίες, η ανθρώπινη προσωπικότητα υποβιβάζεται στο επίπεδο του ψηφοφόρου, επειδή απλά “δεν ξέρει και δεν γνωρίζει” ή επειδή δεν μπορούμε να αποφασίζουμε όλοι για λεπτά ζητήματα.

  Από την άλλη η απελευθερωτική δράση επιδιώκει να διαλύσει τους διαχωρισμούς, την εξειδίκευση, τον κατακερματισμό της ζωής επιδιώκοντας την απόλαυση του ενιαίου είναι και της αρμονίας με το φυσικό κόσμο.

·

  Οι εκλογές δεν είναι ένα κοινωνικό κεκτημένο ούτε έχουν σχέση με κάποιου είδους απελευθέρωση. Είναι άλλη μια διαδικασία φτιαγμένη από τη κυριαρχία, ένα εργαλείο για να εκτονώνεται η κοινωνική οργή και να διατηρείται η κοινωνική τάξη και ομαλότητα. Ένα θεσμικό εργαλείο για να ανανεώνεται και να διατηρείται το κράτος. Μέσω των εκλογών εξασφαλίζεται η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ της κοινωνίας, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, για τη θεμελίωση της κυριαρχίας. Μέσα από διαδικασίες συμμετοχής η εξουσία επιβάλλεται πιο εύκολα και γίνεται πιο αποδεκτή διαμοιράζοντας τις ευθύνες, ενώ οι εκμεταλλευόμενοι προσδοκούν κάποια οφέλη. Μέσω των εκλογών αναπαράγεται η ψευδαίσθηση ότι υπάρχει δυνατότητα να αποφασίσουμε για τη ζωή μας, ενώ στην ουσία ψηφίζοντας λέμε: θέλουμε και άλλο κράτος και άλλη εξουσία. Ακριβώς όμως επειδή ένας πολίτης είναι και ιδιοκτήτης έχει κάποια συμφέροντα μικρά ή μεγάλα και προσδοκά να βελτιώσει την θέση του μέσα στο σύστημα. Κανένας άνθρωπος δεν θα άφηνε το κράτος να καταχράζεται την ελευθερία του αδιαμαρτύρητα αν δεν είχε να περιμένει κάτι ως αντάλλαγμα. Έτσι οι εκλογές εκτός των άλλων είναι μια διαπλοκή συμφερόντων, ένα αλισβερίσι ανταλλαγών και υποσχέσεων. Δουλεύει πιο καλά το σύστημα εκμετάλλευσης ή μια φυλακή από τη στιγμή που οι εκμεταλλευόμενοι συμμετέχουν στη σωστή λειτουργία τους και περιμένουν κάποια ανταλλάγματα ή μια ευνοϊκότερη διαχείριση.

·

  Η ιδιότητα του πολίτη κατοχυρώνεται μέσα από τους μηχανισμούς και τη γραφειοκρατία του κράτους. Για να διατηρείται η μαζική πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνίας και του βιομηχανικού –τεχνολογικού συστήματος, είναι απαραίτητο να υπάρχουν ένα σωρό από έγγραφα, πιστοποιητικά, ταυτότητες, επικυρώσεις κλπ. Ο άνθρωπος για να υπάρχει σε αυτή τη συγκυρία είναι απαραίτητο να έχει νομική υπόσταση που να ελέγχεται από ένα μηχανισμό. Η ιδιότητα του πολίτη είναι μια φορεσιά που δεν την είχε ο άνθρωπος όταν ήταν ελεύθερος. Ο ρόλος του πολίτη είναι αντίστοιχος ενός γραναζιού μιας μηχανής, δηλαδή της μαζικής κοινωνίας. Ο πολίτης είναι εγκλωβισμένος οικειοθελώς ή όχι στο ρόλο του, επειδή μέσω αυτού του ρόλου εξασφαλίζονται τα ιδιωτικά του συμφέροντα και η ιδιοκτησία του, αν έχει.

  Χωρίς την ιδιότητα του πολίτη τα ανδρείκελα της κρατικής μηχανής μπορούν να σε λυπηθούν ή να σε τσακίσουν. Για αυτό όσοι υποστηρίζουν την ύπαρξη κράτους λένε: “είμαστε πολίτες αυτού του κράτους, πληρώνουμε φόρους και για αυτό έχουμε δικαιώματα”. Κάποιοι άλλοι λένε: “νομιμοποιήστε τους μετανάστες, δώστε τους πολιτικά δικαιώματα για να διευρύνουμε το κράτος μας”. Ενώ οι αναρχικοί λένε “όχι άλλη εκμετάλλευση ας καταστρέψουμε το κράτος και ό,τι πηγάζει από αυτό”.

·

  Ο πλουραλισμός των απόψεων των κομμάτων που συμμετέχουν στη διαδικασία δεν είναι δείγμα κάποιας ελευθεριότητας της δημοκρατίας, αλλά ένα μέσο για να αφομοιώνονται όσο το δυνατόν πιο πολλοί άνθρωποι στους μηχανισμούς της εξουσίας. Στο σημείο αυτό διακρίνεται και ο ρόλος των αριστερών κομμάτων στο να ενσωματώνουν τους διαφωνούντες με τις κυβερνητικές επιλογές και να απορροφούν τους κραδασμούς της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

·

  Ένα ακόμα εκλογικό πανηγύρι πλησιάζει. Σε μια χρονική στιγμή που οι εκμεταλλευτικές συνθήκες εντείνονται στον ελλαδικό χώρο από τη μεριά της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας. Οι αναδιαρθρώσεις και μετεξελίξεις που συντελούνται στο τεχνο-βιομηχανικό σύμπλεγμα σε παγκόσμιο επίπεδο, αναδιαμορφώνουν του όρους και τις συνθήκες επιβολής του, πάνω στο μεγαλύτερο κομμάτι του τοπικού και μη πληθυσμού. Οδηγώντας τον να ζει κάτω από ασφυκτικότερες συνθήκες εξαθλίωσης, ελέγχου και τσιμέντου, σε μια αέναη διαδικασία εξημέρωσης.

Οι εκμεταλλευτικές και εξουσιαστικές συνθήκες για να μπορέσουν να προχωρήσουν υπό το δημοκρατικό δρόμο και να γίνουν ακόμα πιο οδυνηρές, χρειάζονται την απαραίτητη συναίνεση και εντολή του κοινωνικού σώματος. Δηλαδή το υποταγμένο κοινωνικό σώμα, να ζητήσει δια μέσου της ψήφου περαιτέρω υποταγή. Τώρα, το αν οι διαχειριστές της εξουσιαστικής βαρβαρότητας θα προέρχονται απ΄το μπλοκ των λεγόμενων μνημονιακών ή αντιμνημονιακών καθώς και άλλα ερωτήματα του τύπου, αν θα ενισχυθεί η αριστερά που υπόσχεται ενδοσυστημικές αντιστάσεις εντός-εκτός κοινοβουλίου ή αν θα ενισχυθεί το μέτωπο του ακροδεξιού κομματιού του συστήματος με την είσοδο της χρυσής αυγής στο μπουρδέλο του κοινοβουλίου είναι ερωτήματα μικρής σημασίας. Σημασίας που περιορίζεται σε μια σκοπιά ανάγνωσης των κινήσεων και αναδιατάξεων του κρατικού μηχανισμού. Ουσιαστικά αδιάφορα όμως για εκείνους και εκείνες που προσδοκούν την καταστροφή του κράτους και των δομών του, τη διάλυση των κοινωνικών εξουσιαστικών σχέσεων και ρόλων.

  Αυτές οι εκλογές, όπως και κάθε άλλη εκλογική διαδικασία, δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη σημασία από την αναρχική και απελευθερωτική οπτική. Αντιθέτως, οι κάθε λογής πολιτικοί και δημοσιογράφοι έχουν κάθε λόγο να αναδεικνύουν αυτές τις εκλογές ως μία από τις σημαντικότερες της μεταπολίτευσης, λόγω συνθηκών ¨κρίσης¨ σε μια προσπάθεια τρομοκράτησης και ¨ενεργοποίησης¨ του κόσμου στέλνοντας και τον λιγότερο αφελή στις κάλπες.

  Αυτές οι εκλογές έρχονται από τη μία να αμβλύνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και από την άλλη να κλείσουν τα στόματα σε αυτούς που μιλάνε για κοινοβουλευτικό πραξικόπημα και περί αντισυνταγματικής κυβέρνησης Παπαδήμου. Λες και ο μηχανισμός που έχει τη δύναμη να επιβάλει ένα νόμο δεν έχει και τη δύναμη να τον παρακάμψει οποιαδήποτε στιγμή εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κυριαρχίας.

Οι εκλογές στοχεύουν ακόμα μια φορά στο να εκβιάσουν τη μεγάλη πλειοψηφία του κοινωνικού χώρου να δηλώσει συναίνεση απέναντι στις επιλογές των κυρίαρχων. Ένα από τα διλήμματα που μπαίνουν είναι αυτό της εισόδου και άλλων εθνικιστών στη βουλή. Το ζήτημα όμως παραμένει το ίδιο, όχι αν θα μπουν και άλλοι εθνικιστές στη βουλή αλλά αν θα αφήσουμε να υπάρχει βουλή και κράτος.

·

  Όπως έχει φανεί μέσα από την εμπειρία και την πραγματικότητα τόσων και τόσων χρόνων υποτέλειας από την κρατική μηχανή, δεν μπορούμε να απαλλαχτούμε απ΄αυτήν μέσα από κανενός είδους πολιτικό δρόμο. Πόσο μάλλον όταν ο δρόμος αυτός έχει χαραχθεί από τις επιλογές της κυριαρχίας και τις ανάγκες της βιομηχανικής και μαζικής κοινωνίας. Καμιά σημασία δεν έχει αν ο δρόμος αυτός έχει την ονομασία της δημοκρατίας με όλες τις αμεσοδημοκρατικές ή εργατικές της παραλλαγές. Η επιβεβαίωση λοιπόν της υποτέλειας και της σκλαβιάς βρίσκεται και σε όποιον θεωρεί ότι η εκλογική διαδικασία αποτελεί ένα αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός, ένα ακόμα δημοκρατικό κεκτημένο, ένα όπλο στα χέρια της κοινωνίας. Τα σκλαβωμένα μυαλά παράγουν σκλαβωμένη σκέψη. Η άρνηση της εξουσίας περνάει και μέσα από την άρνηση συμμετοχής σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία. Ως αναρχικοί δεν μας ενδιαφέρει αν οι άθλιοι διαχειριστές της ζωής μας θα έχουν δεξιό, αριστερό ή επαναστατικό προσωπείο. Κάθε ψήφος είναι μια πράξη συναίνεσης στη συνέχιση αυτής της αθλιότητας που παράγει το βιομηχανικό-τεχνολογικό σύστημα και η κυριαρχία στο σύνολο της. Μας ενδιαφέρει η οριστική και ολοκληρωτική καταστροφή της.

·

  Η συνολική μας εναντίωση στο παγκοσμιοποιημένο τεχνολογικό σύστημα δεν είναι απλά για να μην ζήσουμε εμείς σαν δούλοι (αν και είμαστε κάποιου είδους μεταβιομηχανικοί σκλάβοι- γρανάζια μιας μεγαμηχανής) αλλά να μη ζει κανένας άνθρωπος ή άλλο πλάσμα ως τέτοιο.

  Η άρνηση συμμετοχής σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία ως μια συνειδητή πράξη άρνησης σε ένα θεμελιακό θεσμό της δημοκρατίας σίγουρα δεν είναι το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος για να αντιπαρατεθεί στην κυριαρχία αλλά είναι ένα κομβικό σημείο ξεκαθαρίσματος για το τι θέλουμε, αναρχία ή κυριαρχία.

·

  Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού μια πόλη που είχε αηδιάσει ακόμα και η ίδια με τον εαυτό της είπε στους ανθρώπους στη γλώσσα τους την οποία την ήξερε καλά “Γιατί με χτίσατε αφού μπορείτε να ζείτε μες στα δάση;”

Σύμπραξη για την αναρχία

Αναρχισμός και νόμος – του Αλεξέι Μποροβόι. 1o μέρος.

Στη λογοτεχνία υπάρχει μια γενική άποψη σχετικά με τον αναρχισμό, ότι αυτός  -που αρνείται την υπάρχουσα κοινωνία και τους νομικούς της κώδικες-  έχει μια εξίσου αρνητική θέση απέναντι στους κοινωνικούς κώδικες γενικά. Κάτι τέτοιο, είναι τελείως λάθος.

Οι λόγοι γι’ αυτό το λάθος, είναι :

1) Σύγχυση στα γραπτά των ίδιων των αναρχικών, πάνω στο ζήτημα της σχέσης που έχουν οι κοινωνικοί κώδικες με το Κράτος.

2) Η ποικιλία ορισμών της κοινωνίας και των κοινωνικών κωδίκων στα γραπτά τόσο των αναρχικών όσο και των επικριτών τους.

3) Επιπόλαιες δηλώσεις από κάποιους αναρχικούς, που λόγω μιας κάποιας κοινωνιολογικής απλοϊκότητας, είναι ειλικρινά πεπεισμένοι ότι η Αναρχία είναι η απουσία κάθε είδους κανονισμών.

4) Η τεμπελιά εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους  επικριτές των αναρχικών, δεν μπαίνουν όμως καν στον κόπο να μάθουν τα  βασικά στοιχεία της αναρχικής σκέψης.

5)  Τέλος, η συνειδητή διαστρέβλωση,  χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας που αποκαλείται “επιστημονικός σοσιαλισμός”.

 

ΤΟ  ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.

Το ζήτημα για το οποίο ενδιαφερόμαστε μπορεί να παρουσιαστεί με τον εξής τρόπο :    Μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία στην οποία τίποτα δεν περιορίζει το άτομο,  όπου κάθε κανονισμός είναι υπόθεση του ατόμου και όχι της συλλογικής θέλησης;

Ο Αναρχισμός είναι υπέρ της εγκαθίδρυσης μιας κοινωνίας “αδελφών όπου καθένας θα συνεισφέρει αυτό που του αντιστοιχεί και θα ζουν σε αρμονία, όχι εξαιτίας ενός νομικού συστήματος που τιμωρεί αυστηρά όσους δεν υπακούν, αλλά λόγω της δύναμης των διαπροσωπικών σχέσεων, της αναπόφευκτης δύναμης των φυσικών νόμων”.   –  Reclus.

Πόσο περιοριστικοί είναι αυτοί οι φυσικοί νόμοι; Μήπως βηθούν στην ύπαρξη μιας κοινωνίας όπου κάθε άτομο είναι ελεύθερο να κάνει ό,τι το ευχαριστεί, ή από την άλλη, κάνουν απραίτητη την ύπαρξη ενός κράτους για τη διατήρηση της τάξης;

Οι αμερόληπτοι κοινωνιολόγοι έχουν βρει ότι το Κράτος ( η εξουσιαστική κοινωνία με μια καθεστηκυία εξουσία) , δεν είναι η πρώτη μορφή ανθρώπινης κοινωνίας. Το Κράτος εμφανίστηκε ως το αποτέλεσμα πολύπλοκων φαινομένων : μιας συγκεκριμένης  υλικής και διανοητικής κουλτούρας, της προοδευτικής αλλαγής/εξέλιξης της κοινωνίας,  της κατάκτησης και την ίδια στιγμή μιας προοδευτικής συνειδητοποίησης των πλεονεκτημάτων της αλληλεγγύης μεταξύ μεγάλων ομάδων. Οι ίδιοι κοινωνιολόγοι έχουν τονίσει την παράλληλη ανάπτυξη του θεσμού της εξουσίας ο οποίος σταδιακά απορροφά λειτουργίες που μέχρι πρότινος ανήκαν σε τοπικούς και αυτόνομους κοινωνικούς οργανισμούς. Αν κάποιες από τις λειτουργίες αυτές επιτελούνται καλύτερα από τη νέα εξουσία, είναι άλλες που επιτελούνται άσχημα και με μια διαρκή ασέβεια προς τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου.

Τη διαδικασία αυτή κυβερνητικής υπερτροφίας έχει περιγράψει καλά ο Ντυρκχάιμ :

Η κυβερνητική εξουσία τείνει να προκαταλάβει κάθε μορφή κοινωνικής δραστηριότητας. Μεταξύ αυτών είναι υποχρεωμένη να αναλάβει έναν αξιοσημείωτο αριθμό για τις οποίες είναι ακατάλληλη, και τις οποίες επιτελεί με ανεπαρκή τρόπο. Το πάθος της να φέρει τα πάντα υπό την δικαιοδοσία της αντιστοιχείται μόνο από την ανικανότητά της να ρυθμίσει την ανθρώπινη ζωή. Σπαταλά τεράστιες ποσότητες ενέργειας , τελείως αναντίστοιχες με τα επιτευχθέντα αποτελέσματα.

“Από την άλλη, οι άνθρωποι δεν υπακούν σε άλλη συλλογικότητα παρά στο Κράτος, αφού το Κράτος προτάσσει τον εαυτό τουως το μόνο συλλογικό οργανισμό. Αποκτούν τη συνήθεια να ερμηνεύον την κοινωνία με τρόπο που δείχνει μια διαρκή εξάρτηση από το Κράτος. Και το Κράτος ,εν τω μεταξύ, βρίσκεται πολύ μακριά τους, παραμένει μια αφηρημένη ολότητα που δεν μπορεί να ασκήσει άμεση επιρροή, έτσι που για ένα μεγάλο μέρος των ζωών τους, εγκαθίστανται στο κενό.”

Είναι στο πεδίο αυτό – την τάση του Κράτους να απορροφά όλα τα πράγματα, τον άνθρωπο, τις κοινωνικές του ανάγκες, ναπαραλύει τη θέλησή του με απειλές και ποινές – που γεννιέται η αναρχική εξέγερση.

Οι Αναρχικοί θέλουν να καταργήσουν το Κράτος, και γενικά να το αντικαταστήσουν, όχι με το χάος αλλά με μιά νέα μορφή οργάνωσης. Θέλουν να οργανώσουν την κοινωνία όχι βασισμένοι στην αρχή της δύναμης της τάξης, αλλά σε αυτήν της αλληλοβοήθειας.

 

 

 

 

 

Περί Θεωρίας και Πρακτικής

Αναδημοσίευση από το μπλογκ http://www.amesoslogoskaidrasi2.blogspot.com

Η θεωρία συνιστά το «σημείο 0», απ’ όπου το φαινόμενο της ζωής περνά από το κατώτερο στάδιο της απλής οργάνωσης στο ανώτερο στάδιο της αυτο-οργάνωσης. Η συνείδηση προκύπτει ακριβώς στο στάδιο της αυτο-οργάνωσης, μέσα από το πρωταρχικό θεωρητικό σύστημα.
Λέγοντας πρωταρχικό θεωρητικό σύστημα, εννοούμε απλά, διαισθητικά – ακόμη και αντανακλαστικά ή αυτοματικά – γνωστικά σχήματα, τα οποία όμως έχει αναγνωρίσει η συνείδηση, τα έχει επαληθεύσει με την επανάληψη και τα έχει κωδικοποιήσει σε απλές προτάσεις.
Παραδείγματος χάρη, αίφνης, αντιλαμβάνομαι πως εάν τρίψω μια πέτρα πάνω σε κάποια άλλη μπορεί να βγει από αυτήν την τριβή μια σπίθα. Εάν η συνείδησή μου είναι αυτο-οργανωμένη-κι όχι απλώς οργανωμένη-τότε είναι βέβαιο πως το φαινόμενο αυτό κάποια στιγμή οπωσδήποτε θα το αντιληφθώ ακριβώς.
Αφού το αντιληφθώ, το επόμενο βήμα είναι να εξακριβώσω εάν η σπίθα αυτή προέκυψε τυχαίως και άπαξ ή μπορεί να επαναληφθεί εσκεμμένως.
Το λογικό βήμα της σκέψης μου από το τυχαίο στο εξεπιτούτου, αποτελεί ακριβώς την πρώτη θεωρητική σπείρα που προκύπτει από την παρατήρηση.
Επομένως, η βάση της απλής πρωτόλειας θεωρίας είναι η παρατήρηση, η οποία αναγκάζει τη συνείδηση να στραφεί προς το φαινόμενο.
Το αμέσως επόμενο βήμα είναι το θεωρητικό μέρος∙ δηλαδή, το περιεχόμενο που προκύπτει από τη διαχείριση αυτής της παρατήρησης, πράγμα που συνεπάγεται αναβάθμιση και μετασχηματισμό της (αυτο)συνειδησίας.
Η αναβάθμιση αυτή δεν επιτυγχάνεται δίχως τη δράση και την ανάδραση (το στοχασμό και τον αναστοχασμό) της νόησης. Τώρα δα διηγηθήκαμε ακριβώς τον γενετικό κώδικα της θεωρίας.
Ο φιγουροπρακτικισμός…
Αν τώρα αγνοήσουμε αυτήν την τροφοδότηση και ανατροφοδότηση (feedback) της νόησης είμαστε φιγουροπρακτικιστές. Τι είναι όμως αυτός ο φιγουροπρακτικισμός;
Όταν παίζω εν ου παικτοίς, που σημαίνει ότι ασχολούμαι με σοβαρά πράγματα αλλά με α-σόβαρο τρόπο, δεν είμαι παρά ένας πρακτικιστής που θέλω να προβληθώ. Αναγνωρίζομαι κοντολογίς ως φιγουρατζής του πρακτικισμού ή ως πρακτικιστής της φιγούρας.
Τούτοι λοιπόν είναι τόσο πολύ «ακτιβιστές», ώστε ξεπερνούν ακόμη και τον ακτιβισμό του φωτός. Τρέχουν δηλαδή με μεγαλύτερη ταχύτητα από το φως. Προλαβαίνουν, ας πούμε, εάν είναι κλειδωμένοι μέσα σε ένα δωμάτιο να βγουν απ’ αυτό πριν ξεκλειδώσουν. Αποφεύγουν και την ελάχιστη σκέψη γιατί, λέει, είναι…θεωρητική.
Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε στους φιγουροπρακτικούς πως εκτοξεύουν πολύ πλατιά και περιεκτικά συνθήματα. Δίχως πλάκα, υπάρχουν συνθήματα σε πορείες που αρχίζουν να εκπέμπονται στον αέρα, και όταν τελειώνουν, η πορεία έχει λήξει ήδη προ πολλού.
Τέλος, τούτοι οι πρακτικιστές, «τα χώνουν» παντού και πάντα – τα πάντα όλα – ενώ καταφέρνουν κάτι το ακατόρθωτο: κατά τη διάρκεια που «γκρεμίζουν τον καπιταλισμό» με τις δυναμικές τους ενέργειες, ανακαλύπτουν ξαφνικά πως γκρεμίζουν τα ερείπια που έχει αφήσει πίσω του εσκεμμένα ο ίδιος ο καπιταλισμός, αφού έχει ήδη μετακομίσει σε καινούρια, υπερσύγχρονα δώματα.
Τους λείπει, φαίνεται, η θεωρία.
…και το κούτσουρο του θεωρητικισμού
Είναι πολύ πιθανό το ανθρώπινο ον – απ’ όσο θυμάται τον εαυτό του – να ταλανίζεται διαρκώς, πατώντας συγχρόνως πάνω σε δύο βάρκες. Στη βάρκα της μικροαστικής φιγουροπρακτικής (που μόλις προηγουμένως αναφέραμε) και στη βάρκα της ανόητης λογοδιάρροιας, της προπετούς ανάλυσης.
Και εξηγούμαστε ορθά-κοφτά
Η ανόητη λογοδιάρροια κωδικοποιείται σε σύντομες ή μακροσκελείς κυκλικές αναλύσεις, που συνήθως κάνουν λήψη του ζητουμένου.
Η διαβόητη λήψη του ζητουμένου αποτελεί κατάρα, επειδή μπορεί να διδάξει μόνο όσους είναι ήδη προσήλυτοι.
Το να λαμβάνεις το ζητούμενο είναι σάμπως να υποθέτεις στην επιχειρηματολογία σου ακριβώς ό,τι προσπαθείς να αποδείξεις μέσω αυτής.
Τρανταχτό παράδειγμα: Θέλω, ας πούμε, με την επιχειρηματολογία μου να δείξω πως η επιστροφή στη φύση είναι κομμουνισμός, επειδή το μέλλον του ανθρώπου είναι ο κομμουνισμός. Έτσι καταστρώνω μια ολάκερη θεωρία η οποία στρέφεται γύρω από την εξής πυρηνική επιχειρηματολογία:
1) Το μέλλον του ανθρώπου είναι ο κομμουνισμός.
2) Η επιστροφή στη φύση είναι το μέλλον του ανθρώπου. (υπόθεση)
3) Άρα, Η επιστροφή στη φύση είναι ο κομμουνισμός.
Τούτο το επιχείρημα λέμε πως λαμβάνει το ζητούμενο. Υποθέτει δηλαδή κάτι καίριο και ζωτικό που συνιστά αντικείμενο διαφωνίας. Όποιος θεωρεί πως η επιστροφή στη φύση είναι ανέφικτη – είτε επειδή είναι ουτοπική, και κινείται προς την αντίθετη φορά του βέλους του χρόνου, είτε επειδή απλά δεν συμφωνεί με μια τέτοια προοπτική- αποκλείεται να ασπαστεί τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία.
Συνεπώς μπορεί να πείσει μόνο τους ήδη πεπεισμένους.
Συναφή εκδοχή τη λήψης του ζητουμένου είναι η κυκλικότητα της διατύπωσης που «ζητεί την ερώτηση», εννοώντας αυτό που μας παραπέμπει σε μια ακόμη ερώτηση.
Λαμπρό παράδειγμα: Κάποιοι λένε «την κρίση να πληρώσει η πλουτοκρατία». Και κάποιος τώρα θα μπορούσε να αποκριθεί: «Αυτό ζητεί την ερώτηση: τι θα κάνουμε εάν η πλουτοκρατία αρνηθεί να πληρώσει την κρίση;» (άλλωστε δουλειά της δεν είναι να πληρώνει τις κρίσεις αλλά να τις δημιουργεί…αλλά δεν ήξερες, δεν ρώταγες;)
Δυστυχώς τέτοιες πομφόλυγες και τέτοια φληναφήματα συμπηγνύονται, ουκ ολίγες φορές, σε «θεωρητικές αναλύσεις», οι οποίες τη μόνη αίσθηση που αφήνουν είναι ο ξύλινος λόγος και ο μίζερος θεωρητικισμός.
Αυτούς τους θεωρητικούς της δεκάρας μπορούμε να τους δούμε τόσο ως κούτσουρα της θεωρίας όσο και ως θεωρητικούς του κούτσουρου. Τούτοι, σε αντίθεση με τους φιγουροπρακτικούς, αποφεύγουν κάθε ακτιβισμό, γιατί λένε ότι όταν κάποιος κινείται δεν μπορεί να σκεφτεί…
Οι πρακτικικιστές της φιγούρας και οι θεωρητικοί του κούτσουρου δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Επιμύθιο
Αν λοιπόν ο πρακτικιστής της φιγούρας αγνοεί το βήμα της τροφοδότησης και ανατροφοδότησης (feedback), ο θεωρητικός του κούτσουρου κάνει ακριβώς το ανάποδο: επιμηκύνει αυτό το επόμενο βήμα της θεωρίας, με αποτέλεσμα να μένει έξω από την εφαρμογή της. Είναι θεωρητικιστής, μορμολύκειο δηλαδή της θεωρίας.
Τόσο ο πρακτικιστής όσο και ο θεωρητικιστής απέχουν παρασάγγας από την ίδια την Κριτική Σκέψη.
Η Θεωρία δεν αποδεικνύεται∙ μόνο επαληθεύεται ή διαψεύδεται.
Όσο οι έγκυρες θεωρίες επεκτείνονται τόσο αυτές προσπορίζονται περισσότερες προτάσεις, αρχές, υποθέσεις και ιδέες και μετατρέπονται σε κοσμο-θεωρίες. Ετούτες όμως δεν προκύπτουν με παρθενογένεση ούτε από τον ουρανό. Ξεκινούν από την παρατήρηση και διεκπεραιώνονται, μέσω της αντίληψης και της διαίσθησης, με αφαιρέσεις και γενικεύσεις-που είναι οι βασικές αρχές της νόησης-σε μεγάλες συνθέσεις.
Από το απλούστατο ως το πιο σύνθετο, η αναγωγή της ανθρώπινης σκέψης και δράσης έχει ως φορέα το συλλογισμό, άρα την ίδια τη θεωρία.
Θεωρία και Πράξη είναι άρρηκτα συνυφασμένες. Ο διαχωρισμός τους αποτελεί έναν ακόμη διχασμό, που οφείλεται εξ αντικειμένου στη συγκατοίκηση των διαχωρισμών πλούσιος-φτωχός / μορφωμένος-αμόρφωτος.

Έμμα Γκόλντμαν: τι είναι ο πατριωτισμός;

(ομιλία που δόθηκε στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια -1908)

Μήπως είναι η αγάπη κάποιου για το μέρος που γεννήθηκε, το μέρος των παιδικών αναμνήσεων και ελπίδων, των ονείρων και των φιλοδοξιών; Είναι το μέρος όπου -μέσα στην αθωότητα των παιδικών μας χρόνων- θα βλέπαμε τα σύννεφα να περνούν απορώντας γιατί δεν μπορούμε και εμείς να επιπλέουμε τόσο γοργά στον ουρανό; Το μέρος που μετρούσαμε τα εκατομμύρια λαμπρά αστέρια στον ουρανό, έντρομοι που το καθένα ήταν ένα μάτι που τρυπούσε τις μικρές ψυχές μας ;

“Ο πατριωτισμός κύριε είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων” είπε ο δρ. Σάμουελ Τζάκσον. Ο Λέον Τολστόι, ο μεγαλύτερος αντιπατριώτης των καιρών μας, ορίζει των πατριωτισμό ως την αρχή με την οποία δικαιολογούμε την εκπαίδευση αδίστακτων δολοφόνων. Ένα εμπόριο που απαιτεί καλύτερα εργαλεία για την διεξαγωγή δολοφονιών από ότι η δημιουργία τέτοιων απαραίτητων αγαθών όπως τα παπούτσια, ο ρουχισμός και τα σπίτια. Ένα εμπόριο που εγγυάται καλύτερες αποδοχές και μεγαλύτερη δόξα από το αν είσαι έντιμος εργαζόμενος. ….

Έπαρση, άγνοια και εγωτισμός είναι τα απαραίτητα συστατικά του πατριωτισμού.  Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω. Ο πατριωτισμός υποθέτει ότι η σφαίρα μας είναι χωρισμένη σε μικρά σημεία που το κάθε ένα από αυτά περικλείεται από ένα σιδηρούν παραπέτασμα. Αυτοί που είχαν την τύχη να έχουν γεννηθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο θεωρούν τους εαυτούς τους ευγενέστερους, καλύτερους, μεγαλύτερους και πιο έξυπνους από εκείνους που κατοικούν σε οποιοδήποτε άλλο σημείο. Είναι, ως εκ τούτου, καθήκον οπουδήποτε ζει σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο να πολεμά, να σκοτώνει και να πεθαίνει προσπαθώντας να επιβάλει την υπεροχή του πάνω σε όλους τους άλλους.

Το ίδιο και με παρόμοιο τρόπο και οι κάτοικοι των υπόλοιπων σημείων -φυσικά. Με αποτέλεσμα από την πρώιμη παιδική ηλικία το μυαλό του παιδιού να είναι εφοδιασμένο με ιστορίες που παγώνουν το αίμα για τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Ιταλούς, τους Ρώσους κλπ.

Όταν το παιδί έχει ενηλικιωθεί είναι καλά κορεσμένο με την πεποίθηση ότι είναι ο εκλεκτός του Θεού για την υπεράσπιση της χώρας του ενάντια στις επιθέσεις ή την εισβολή οπουδήποτε ξένου. Για αυτό το λόγο απαιτούμε μεγαλύτερο στρατό και ναυτικό, περισσότερα θωρηκτά και πυρομαχικά. Ο στρατός και το ναυτικό αντιπροσωπεύουν τα παιχνίδια του λαού.

Εμείς οι Αμερικάνοι ισχυριζόμαστε ότι είμαστε ειρηνόφιλος λαός. Μισούμε την αιματοχυσία, η βία μας βρίσκει αντίθετους. Παρόλα αυτά μας προκαλεί σπασμούς χαράς η πιθανότητα να ρίξουμε βόμβες δυναμίτη πάνω σε αβοήθητους πολίτες. Είμαστε έτοιμοι να κρεμάσουμε να προκαλέσουμε ηλεκτροπληξία, ή να λιντσάρουμε το καθένα, ο οποίος, από οικονομική αναγκαιότητα, θα ρισκάρει την ίδια του τη ζωή για τους σκοπούς κάποιου βιομηχανικού μεγιστάνα. Ακόμα, οι καρδιές μας φουσκώνουν από υπερηφάνεια στη σκέψη ότι η Αμερική μετατρέπεται στο ποιο δυνατό έθνος του πλανήτη και σύντομα θα πατήσει το σιδερένιο πόδι της στο λαιμό άλλων εθνών.

Αυτή είναι η λογική του πατριωτισμού.

Σκεπτόμενοι άνδρες και γυναίκες σε όλο τον κόσμο αρχίζουν και συνειδητοποιούν ότι ο πατριωτισμός είναι πολύ στενός και περιορισμένος ώστε να συναντήσει τις αναγκαιότητες των καιρών μας.

Το πνεύμα του μιλιταρισμού έχει εμποτίσει όλες τις πλευρές της ζωής. Είμαι πεπεισμένη ότι ο μιλιταρισμός είναι μεγαλύτερος κίνδυνος εδώ από οπουδήποτε αλλού, εξαιτίας όλων των δωροδοκιών που ο καπιταλισμός διαθέτει για εκείνους που επιθυμεί να καταστρέψει.

Όταν θα έχουμε υπονομεύσει το πατριωτικό ψέμα, θα πρέπει να ανοίξει το δρόμο για την μεγαλύτερη δομή όπου όλοι θα είμαστε ενωμένοι σε μια παγκόσμια κοινότητα – μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία.

Οι Αναρχικοί του Βόλου και της Λάρισας

Το παρόν, είναι αναδημοσίευση αποπασμάτων από την πολύ καλή δουλειά που έχει κάνει το http://ngnm.vrahokipos.net.  Αξίζει κάτι περισσότερο από μια ανάγνωση, ιστορικά, πολιτικά ανθρώπινα.  Για να δουν κάποιοι , ίσως κι εμείς κάποιες φορές, ότι δεν αποτελούμε κάποια παρθενογένεση αλλά αντίθετα η αναρχία είναι βαθιά ριζωμένη σε πολλά μέρη, σε πολλές συνειδήσεις. 



Το Εργατικό Κέντρο
Το φθινόπωρο του 1908, μια ομάδα αναρχοσυνδικαλιστών, με επικεφαλής τον αναρχικό Γεώργιο Κόσσυβα, ο οποίος είχε εργαστεί ως τσιγαράς στην Αλεξάνδρεια, αλλά και σοσιαλιστών εργατών, πήρε την πρωτοβουλία ίδρυσης Εργατικού Κέντρου στο Βόλο. Στην πρωτοβουλία αυτή συμμετείχαν οι καπνεργάτες και τσιγαράδες Χαράλαμπος Χαρίτου, Κωνσταντίνος Χειρογιώργος, Χρήστος Κουλοχέρης, Κωνσταντίνος Σούλιος, Νικόλαος Κατσιρέλος, Διονύσιος Σκούταρης, Α. Πανταζόπουλος, Απόστολος Καρασεΐνης, Π. Τζορβάς, Χρ. Παππάς, Π. Κωνσταντόπουλος, Κλεάνθης Νικολαΐδης, ο εργάτης Βασ. Κανάβας, ο τυπογράφος Γεώργιος Μπουρίτσας, ο ράφτης Καρασταμάτης, ο μικρέμπορος Ηλίας Νικολάου, ο εργάτης Ιωαννίδης (από τη Βουλγαρία), ο Ισραηλίτης ωρολογοποιός Σάββας Ραφαήλ, ο Νίκος Ευσταθίου, ο Πελοπίδας Γιαννούρας ο Γ. Αλεξανδράκης και άλλοι, αν και δεν υπέγραψαν όλοι στην έκκληση που στάλθηκε και δημοσιεύτηκε στο 27ο τεύχος του «Εργάτη» (21 Νοεμβρίου 1908) και που έχει ως ακολούθως:
«ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ ΕΡΓΑΤΑΣ ΤΟΥ ΒΩΛΟΥ
Αδέλφια!
Ημείς καλύτερα από κάθε άλλον εννοούμεν τη θέση μας και τη σημερινή κατάστασί μας. Η τάξις μας είνε ολοφάνερο ότι ευρίσκεται σε κατάστασι απελπιστική. Ο Έλλην εργάτης σήμερα είνε δυστυχισμένος και φτωχός, ενώ ο κοινωνικός πλούτος αυξάνει. Αυτό συμβαίνει γιατί 1) του εκμεταλλεύονται ασυνείδητα την εργασία, 2) γιατί η πολιτεία όχι μόνο δε φροντίζει να τον προστατέψη, αλλά και τον φορολογεί δυσανάλογα και αλύπητα με τους εμμέσους φόρους, όπως λέγονται, οι οποίοι μπαίνουν στα πιό αναγκαία πράγματα (ρύζι, ζάχαρι, καφφέ, πετρέλαιο κλπ κλπ) και οι οποίοι όλο-ένα αυξάνουν και φορολογούν κατά 90% τους φτωχούς, δηλ. τους εργάτες. Είνε ακόμα δυστυχισμένος ο εργάτης γιατί είνε αμόρφωτος και βρίσκεται σε απελπιστική κατάστασι, και ως άνθρωπος και ως πολίτης. Ούτε για το πνεύμα του φροντίζει να το πλουτίση, ούτε να σκέπτεται συνήθισε, ούτε να αποκτήση δική του θέλησι και γνώμη κατώρθωσε, ούτε να διορθώση την οικονομική του κατάσταση αγωνίστηκε.
Αυτά όμως είνε αποτελέσματα της απελπισίας και της απογοήτευσης που μας κυρίεψε με τον αβίωτο βίο που περνούμε, τυραννούμενοι και εκμεταλλευόμενοι από το κεφάλαιο, απορφανισμένοι από κάθε νομοθετική προστασία της πολιτείας.
Όλη αυτή η απαίσια κατάστασίς μας δυστυχώς όχι μόνο ως τώρα μας ανάγκασε να διαμαρτυρηθούμε και να προσπαθήσωμε να καλυτερέψουμε τη θέσι μας, αλλά απεναντίας μας διέφθειρε πιο πολύ και μας απονάρκωσε σε σημείο απελπιστικό. Έτσι, αντί να ξυπνήσωμε να σκεφθούμε πώς θα διορθώσουμε την κατάστασί μας, αντί να ενωθούμε όλοι, για να κατορθώσουμε να επιβάλλωμε το δίκαιό μας, μένομε διαιρεμένοι κι κλαίμε μονάχα τη μοίρα μας, όταν η δυστυχία μας πλακώνη.
Βρίσκεται καμιά φορά κανένας μας που τον πνίγει η αδικία και διαμαρτύρεται και φωνάζη. Μα ένας και δύο τι μπορούν να κάνουν; Για να υπερασπίσωμε τα συμφέροντά μας, για να καλυτερέψωμε τη θέσι μας, για να εξημερωθούμε, και μορφωθούμε και γίνουμε άνθρωποι σωστοί, χρειάζεται αγώνας. Και για τον αγώνα χρειάζεται δύναμις. Και δύναμις ακατάβλητη θα γίνωμε ημείς οι ίδιοι μονάχοι μας άμα ενωθούμε. Μ’ αυτή τη δύναμι που θα μας χαρίση η ένωσί μας θα τα κατορθώσουμε όλα. Και την προστασία εκ μέρους της πολιτείας και τη μόρφωσί μας και το δίκαιό μας και όλα μόνοι μας μονάχα είνε δυνατόν να τα επιτύχωμεν με την μεγάλη δύναμι που θα μας χαρίση η ένωσί μας. Από αλλού μην περιμένομε.
Ούτε η πολιτεία μονάχη της βρήκε ποτέ καιρό απ’ τη ρουσφετολογία να σκεφθή για μας, ούτε οι πολιτικοί μας, που τους βγάνουμε ημείς, – γιατί ημείς είμαστε οι πολλοί – κι αυτοί φροντίζουν για τα συμφέροντά τους και τα συμφέροντα των μεγάλων και των πλουσίων.
Και συμβαίνει αυτό γιατί καταντήσαμε δούλοι τους και μας σέρνουν όπου κι όπως θέλουν, ενώ έπρεπε νάχωμε δική μας σκέψι και γνώμη και όχι να γελιόμαστε με τη μωρή ιδέα ότι είνε δυνατό να μας χαρίση ο σημερινός πολιτικός αληθινή και πραγματική προστασία.
Απόδειξη είνε πως ώς τώρα κανένα προστατευτικό μέτρο δεν ψηφίστηκε για τους εργάτες. Κι έτσι εμείς ιδρώνουμε, κοπιάζομε, εργαζόμαστε, τυραννούμαστε, και άλλοι πλουτούνε. Ημείς παράγομε με την εργασία το πλούτο και οι άλλοι απολαβαίνουν κάθε είδους ευτυχία και απόλαυσι, όταν εμείς δυστυχούμε και κακοζοούμε, έρημοι, περιφρονημένοι και κακομοιριασμένοι.
Νομίζομε λοιπόν πως έφθασε ο καιρός να σκεφθή και ο Έλλην εργάτης και για τον εαυτόν του και για τη θέση του και για την οικογένειά του και για τα παιδιά του και για το μέλλον του. Και ευτυχώς άρχισε κάπως η τάξη μας να εργάζεται κι ενώνεται σε σωματεία. Στον Πειραιά, στας Πάτρας, στο Αργοστόλι, στη Λάρισα, στο Βώλο, ιδρύθηκαν τέτοια Σωματεία, όπως ο ¨πανεργατικός», για την υπεράσπισι των συμφερόντων της τάξης του.
Αλλά τα σωματεία, η ένωσι δηλ. προϋποθέτει ομόνοια. Και η ομόνοια απαιτεί πρώτα να γίνωμε άνθρωποι με λίγη μόρφωσι, με αισθήματα, με φωτισμένη ψυχή και με χαρακτήρα τίμιο κι αληθινό. Δυστυχώς αυτά όλα που χρειάζονται για να υπάρχη η ομόνοια, η οποία πάλι χαρίζει την ένωσι, δεν τάχωμε ημείς οι ρωμηοί εργάτες. Στην κατάστασι που ζούμε, καταντήσαμε λίγο πολύ άγριοι, χωρίς τον απαιτούμενο χαρακτήρα, κι αισθήματα και αξιοπρέπεια, με πολλά ελαττώματα που μας τα σερβίρει η αμάθεια και το πνευματικό σκοτάδι στο οποίο μας αφίνουν να κυλιόμαστε.
Πρέπει λοιπόν να αποκτήσωμε αυτά που μας λείπουν. Τη μόρφωσι, τον ανθρωπισμό, τον χαρακτήρα το φιλότιμο και τίμιο, την αξιοπρέπεια, το πνευματικό φως. Τότε μονάχα θα μπορέσουμε να μωνιάσωμε, να αποκτήσωμε ομόνοια, χωρίς την οποία τα σωματεία και οι σύνδεσμοι δεν μπορούν ν εργασθούν και να ενεργήσουν αποτελεσματικά, και διαλύονται ή καταντούν άχρηστα.
Για να αποκτήσωμε λοιπόν όλα αυτά που θα μας χαρίσουν την πολύτιμη ομόνοια, πρέπει να κάμωμε ένα κέντρο. Όχι σωματείο, ούτε σύνδεσμο, ούτε προέδρους, ούτε εκλογές, κι όλα αυτά τα πράγματα που για ανθρώπους σαν κι εμάς είνε πολύ δύσκολομεταχείριστα. Ένα απλό εργατικό κέντρο, ένα σαλόνι το οποίο θα είνε η λέσχη μας και σχολείο μας και αναγνωστήριό μας. Στο «Κέντρο μας» θα μαζευόμαστε όλοι μας, εργάτες κάθε ισναφιού, αποφεύγοντας κάθε άλλο κέντρον και ασχολίες που μας διαφθείρουν υλικώς και ηθικώς.
Εκεί θα συνηθίζωμε στην ομόνοια και στη λογική συζήτησι, πέρνοντας το αναψυχτικό μας, αντί να πηγαίνωμε στις ταβέρνες, εκεί θα μεταδίδωμε ο ένας στον άλλον το βάσανό μας και τον πόνο μας, εκεί θα συνδεθούμε, θα αδελφωθούμε και θα νοιώσουμε τη μεγάλη σημασία της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Εκεί ακόμα θα διασκεδάζωμε τη δυστυχία μας και θα σκεπτόμαστε να βρούμε τα μέσα τα οποία θα καλλιτερέψωμε τη θέση μας.
Στο κέντρο μας θα συνηθίσωμε στην αγάπη και την ομόνοια, που θα μας χρησιμεύη σε κάθε στιγμή, που θα θέλομε να υπερασπιστούμε τα δίκαια ολόκληρης της τάξης μας και ενός μονάχα ισναφιού που οπωσδήποτε πιέζεται και αδικείται. Χωρίς πολυτέλειες στη διοίκησι θα συντάξωμε ένα κανονισμό απλό, αλλά ιερό τον οποίο θα εφαρμόσωμε με ακρίβεια.
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι στο κέντρο μας θα φωτιστούμε με τακτική λαϊκή κοινωνική διδασκαλία. Σ’ αυτό θα μας βοηθήσουν άνθρωποι μορφωμένοι, μελετημένοι, φίλοι της τάξης μας και υπερασπισταί των δικαιωμάτων μας. Αυτοί θα μας διδάσκουν συχνά πράγματα ωφέλιμα και μορφωτικά. Με τα μαθήματα αυτά θα καταλάβωμε γιατί υποφέρωμε, και πώς θα διορθώσωμε την κατάστασί μας. Θα αισθανθούμε δε βαθιά την ιδέα, για την οποία θ΄ αγωνιστούμε και μόνο άμα αισθανθούμε μέσα μας ριζωμένη την ιδέα τότε μόνο θα κατορθώσωμε να αγωνιστούμε με υπομονή, επιμονή και αυταπάρνησι. Τα μαθήματα δε θα είνε μόνο ωφέλιμα και μορφωτικά, αλλά και τερπνά και ευχάριστα. Θα ακούμε συχνά να απαγγέλλονται ωραία και σχετικά με την ιδέα και τον αγώνα μας διάφορα ποιήματα, σιγά-σιγά δε αργότερα θα προσπαθήσωμε και μικρό θέατρο να ιδρύσωμε στην αίθουσά μας, – όπως σ’ όλα τα εργατικά κέντρα γίνεται, και σ’ αυτή τη Βουλγαρία – στο οποίο θα παίζωνται έργα που θα μας μορφώνουν, θα μας διδάσκουν, θα μας ευχαριστούν και θα μας ενθουσιάζουν.
Επίσης στο Κέντρο μας θα έχωμε και μικρό στην αρχή αναγνωστήριο, για να διαβάζουν, όσοι ξέρουν, ωραία βιβλία, που θα διδάσκουν, και θα μπαίνουν στο νόημα της ιδέας και του σκοπού του αγώνα μας.
Ένα τέτοιο Κέντρο, αντιλαμβάνεστε πόσα αποτελέσματα ωραία και σπουδαία θα επιφέρη. Γι΄ αυτό νομίζομε, ότι όλοι οι φιλότιμοι εργάτες, όλοι όσοι έχουνε ανθρωπισμό και σκέπτονται για τον εαυτό τους και γι την οικογένειά τους, και τα παιδιά τους, και για όλους τους αδελφούς τους θα το υποστηρίξουν με ενθουσιασμό και ζήλο! Το ίδιο πρέπει να κάμουν και τα σωματεία των διαφόρων ισναφιών, γιατί όταν το Κέντρο υποστηριχτή όπως πρέπει, υλικώς και ηθικώς απ’ τους εργάτες όλους, γρήγορα θα αποχτήση ηθική και υλική δύναμι, τόση, ώστε, – όταν πια και η διδασκαλία κ.λπ. μας χαρίση κάποια μόρφωσι, ώστε να στερεωθή η ομόνοια, να κατορθωθή μια γενική και αληθινή συνένωσι των εργατικών τάξεων και μια σοβαρή εργασία για την προστασία των εργατών και τοπικώς, – με την ίδρυσι ταμείου περιθάλψεως και συντάξεως, ταμείου απεργιών, διαιτητικού συμβουλίου, το οποίο θα προσπαθή να λύη κάθε διαφορά μεταξύ εργατών και εργοδοτών, και τόσων άλλων – και νομοθετικώς, το οποίο θα κατορθωθή με την υποβολή εις την Βουλήν προστατευτικών εργατικών νομοσχεδίων που για να ψηφιστούν χρειάζεται ένωσις και επιβολή.
Στο τέλος όταν το Κέντρο μας διδάξη, μορφώση χαρακτήρας, διαπλάση ψυχάς, φωτίση πνεύματα κι συνενώσει τους εργάτας εις ένα σώμα θα είναι εύκολο πλέον να δημιουργήσωμε ένα εργατικό κόμμα ισχυρό το οποίο θα εργασθή για την αναστήλωσι της Σημαίας των αρχών μας αποτελεσματικά.
Αυτό το σύστημα της εργασίας νομίζομε ότι με το Κέντρο μας θα το επιτύχωμε, όταν μάλιστα γενή το ίδιο και στις άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Αδελφοί εργάτες!
Καθένας γνωρίζη καλά τον πόνο του, ώστε να αναγνωρίζη τη σημασία, τη σοβαρότητα και τα μεγάλα αποτελέσματα, που θα επιτύχωμε όταν με θέλησι εργασθώμεν για την ίδρυσιν του Εργατικού Κέντρου μας.
Αδελφοί εργάτες!
Ελάτε να εργασθούμε όλοι μαζί για το συμφέρο μας και σαν άνθρωποι που είμαστε για το συμφέρο των παιδιών μας και των συναδέλφων μας. «Καθένας για όλους και όλοι για τον καθένα» ας είνε το σύνθημά μας.
Αδελφοί εργάτες!
Ενωθήτε μαζύ μας, γιατί όταν δεν ενωθήτε σημαίνει ότι είστε εχθροί της εργατικής τάξεως, της δύναμης που θα αποκτήση όταν θα είναι ενωμένη, εχθροί ακόμα του εαυτού σας, των οικογενειών σας, του μέλλοντος των παιδιών, εχθροί της Προόδου σας και της προόδου του Έθνους, εχθροί του Δικαίου και της Αλήθειας. Και Αλήθεια είναι αυτός ο Θεός. Άμα δεν ενωθήτε λοιπόν μαζύ μας θα είσθε εχθροί και αυτού του θεού.
Οι αδελφοί σας
Ν. Μαρδέλης – Γ. Κόσυβας (σιγαροποιοί) – Νικ. Παυλής (καπνοκόπτης) – Γ. Μούσιος (ράπτης) – Κ. Κοντορήγας (καραγωγεύς) – Ε. Καλύβας (καφεπώλης) – Π. Παπαθανασίου (κουρεύς), Φ. Άνινος (υποδηματοποιός), Λ. Στράτος (τσαρουχοποιός), Θεο. Κανάς, Δ. Γκουταβάς (υφαντής), Ν. Τσαγκάλας (υπάλληλος παντοπωλείου), Β. Τσιμπανούλης (πιλοποιός), Κων. Τζαμτζής (ελαιοχρωματιστής).
Όποιος θέλει να βοηθήσει το έργο μας και να συνεργασθή για το κοινό συμφέρο μας μπορεί από σήμερα να έλθει εις το Καφφενεδάκι Βασ. Ιατρού ή εις το Καφφενεδάκι ο «Εργάτης» Σ. Κουτσοβέλη, απέναντι του Ταχυδρομείου, κάθε μέρα 6-8 μ.μ., όπου θα μάθη κάθε λεπτομέρεια και θα μπορή να γραφή στον κατάλογο των συναγωνιστών. Την ερχομένη δε Παρασκευήν θα συνέλθωμεν όλοι σε ώρα και μέρος που θα κάμωμε γνωστό για να αποφασίσωμε την ίδρυσι του «Κέντρου» μας και ψηφίσουμε τον κανονισμό του».
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου έγιναν τα εγκαίνια του Εργατικού Κέντρου Βόλου και στην πανηγυρική τελετή παραβρέθηκαν εκπρόσωποι των τοπικών πολιτικών, εκκλησιαστικών και επιχειρηματικών αρχών. Βέβαια, σχεδόν αμέσως άρχισαν και οι παρασκηνιακές ενέργειες των αρχών να ποδηγετήσουν το Εργατικό Κέντρο.
Η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Βόλου αποτέλεσε σταθμό για το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα του «ελλαδικού» χώρου. Σε αυτό στεγάστηκαν οι δραστηριότητες των μεταρρυθμιστών σοσιαλιστών Ζάχου, Σαράτση, Δελμούζου και άλλων, οι οποίοι κατέλαβαν και τις ηγετικές θέσεις του Κέντρου, αλλά και των αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστών, οι οποίοι, πιστοί στις απόψεις τους, δεν επεδίωξαν να καταλάβουν ηγετικές θέσεις και αρκούνταν στην προπαγάνδα από τα κάτω.
Αμέσως άρχισαν οι διεκδικητικοί αγώνες. Στις 23 Φεβρουαρίου 1909 ξέσπασε απεργία των καπνεργατών με αιτήματα, όπως μείωση της δωδεκάωρης εργασίας και αύξηση μισθών. Μέσα σε μια βδομάδα, η απεργία αυτή πήρε δυναμική τροπή, με επιθέσεις σε καπναποθήκες, σπάσιμο τζαμιών, αποδοκιμασίες σε βάρος απεργοσπαστών, συγκρούσεις με τη χωροφυλακή και τραυματισμούς εργατών. Ακολούθησε κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας και η κατάσταση παρέμεινε οξυμένη για αρκετό διάστημα. Οι καπνεργάτες μετέβησαν τότε στην εκκλησία της Ανάληψης, η οποία αποτέλεσε το ορμητήριό τους και όπου έγινε μια συνέλευση, στην οποία επελέγη ο αναρχικός Γ. Αλεξανδράκης, ως πρόεδρος της απεργιακής επιτροπής. Ο Γ. Αλεξανδράκης άρχισε να εκπροσωπεί τους καπνεργάτες σε διάφορες συσκέψεις προέδρων ή εκπροσώπων συντεχνιών και σωματείων για την πορεία της απεργίας. Ορισμένοι δυσφόρησαν με την παρουσία του, αλλά οι καπνεργάτες αρνήθηκαν να τον ανακαλέσουν και έτσι ο Γ. Αλεξανδράκης παρέμεινε ο φυσικός ηγέτης των εργατών. Στις 4 Μαρτίου τα αιτήματα των καπνεργατών έγιναν δεκτά, αλλά το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Αλεξανδράκης συνελήφθη, κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα ως ηθικός αυτουργός των συγκρούσεων και οδηγήθηκε στις φυλακές Τρικάλων. Αποφυλακίστηκε, όμως, στις 27 Μαρτίου, μαζί με δύο άλλους συγκατηγορούμενούς του καπνεργάτες, μετά από πρόταση του εισαγγελέα και παρέμεινε ελεύθερος μέχρι τη δίκη του.
Στις 25 Μαρτίου 1909, το Εργατικό Κέντρο οργάνωσε εκδήλωση για την επέτειο στην πλατεία Ελευθερίας. Μίλησαν οι δικηγόροι Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης και Κώστας Ζάχος, για τις μεταρρυθμιστικές σοσιαλιστικές ιδέες. Οι αναρχικοί, όμως, απείχαν και προτίμησαν να κάνουν διαδήλωση στους κεντρικούς δρόμους της πόλης.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, επανεκδόθηκε ο «Εργάτης» (είχε διακοπεί η έκδοσή του για κάποιο διάστημα) και από το 31ο τεύχος του αποτελούσε πλέον το εκφραστικό όργανο του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Οι αναρχικοί συνέχισαν να συνεργάζονται με την εφημερίδα.
Στο διάστημα ανάμεσα στην έκδοση του 33ου (27 Σεπτεμβρίου 1909) και του 34ου τεύχους (4 Οκτωβρίου 1909) εκτελέστηκε στην Ισπανία ο αναρχικός παιδαγωγός, Φραντσίσκο Φερρέρ υ Γκάρδια. Στο 34ο τεύχος του «Εργάτη» δημοσιεύθηκαν ανάμεσα στα άλλα και τα ακόλουθα:
«Το βασιλικό χέρι του Αλφόνσου εβάφη εις αίμα αθώου. Υπέγραψε την καταδίκη ενός θύματος της Αληθείας. Και ο ειρηνικός, ο μεγάλος φιλόσοφος, η σάλπιγξ της Αληθείας και του Ανθρωπισμού, ο σοσιαλιστής Φερρέρ, ύστερα από μίαν δίκην η οποία ενθυμίζει τους μαύρους χρόνους του παρελθόντος του ισπανικού κράτους, τους χρόνους της Ιεράς Εξετάσεως, εδολοφονήθη ως κακούργος, τουφεκισθείς». Ταυτόχρονα, το Εργατικό Κέντρο ανάρτησε την εικόνα του στα γραφεία του, κρέμασε στους εξώστες μαύρες σημαίες και κήρυξε πενθήμερο πένθος. Διαβάζουμε στο 35ο τεύχος του «Εργάτη»:
«ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ
Μόλις ανηγγέλθη εις το «Κέντρον» ο άγριος και δολοφονικός τουφεκισμός του μεγάλου Ευαγγελιστού των Σοσιαλιστικών Ιδεών, απεφασίσθη να κηρυχθή πενθήμερον πένθος.
Η σημαία του «Κέντρου» ανηρτήθη εις τον εξώστην περιβεβλημένη μαύρον ύφασμα. Η επιτροπή του «Εργάτου» αποφάσισε να εκδώση το σημερινόν φύλλον πένθιμον.
Σήμερον δε συνεδριάζουν τα μέλη ίνα απευθύνουν συλλυπητήριον τηλεγράφημα εις την κόρην του δολοφονηθέντος, της οποίας τα δάκρυα και αι παρεκλήσεις δεν ίσχυσαν διά να μαλάξουν την θηριώδη καρδιάν του δολοφόνου βασιλέως, όστις ηρνήθη την χάριν ο απάνθρωπος.
Επίσης σκέψις γίνεται περί διοργανώσεως πολιτικού μνημοσύνου».
Πληροφορούμαστε, ακόμα, ότι και στη Θεσσαλονίκη έγιναν κινητοποιήσεις για την εκτέλεση του Φερρέρ:
«ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟΝ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Και εις την Θεσσαλονίκην λοιπόν σήμερον διενεργείται διεθνές συλλαλητήριον υπέρ του σοσιαλιστού Φερρέρ.
Το συλλαλητήριον τούτο θα είναι κάτι πρωτοφανές υπό πάσαν άποψιν διά την πόλιν αυτήν.
Ξέρετε πού οφείλεται η πρωτοβουλία;
Εις τους Βουλγάρους!
Μάλιστα εις τους βαρβάρους όπως αρέσει να τους ονομάζουν οι ψευτοπατριώται.
Μάθετε λοιπόν ότι εις την Θεσσαλονίκην υφίσταται βουλγαρικός σοσιαλιστικός σύλλογος, ο οποίος εκδίδει και εφημερίδα την «Edinsdvo» και ο οποίος έδρασε κατά τα τελευταία γεγονότα υπέρ των δικαίων και των… Ελλήνων! Ακόμη, διαμαρτυρηθείς πολλάκις και διά τας κατ’ αυτών αγριότητας των Τούρκων και των συμπατριωτών των ακόμη Βουλγάρων!
Αυτοί είναι οι βούλγαροι που προοδεύουν και αποκτούν την εκτίμησιν των ευρωπαϊκών κρατών.
Εις την Βουλγαρίαν επίσης η εξέγερσις υπέρ του Φερρέρ ήτο μεγάλη και επιβλητική.
Υπάρχουν εκεί μεγάλα εργατικά κέντρα και συνδικάτα ανεγνωρισμένα υπό της «Διεθνούς Σοσιαλιστικής Ενώσεως», υπάρχει οργανωμένον εργατικόν σοσιαλιστικόν κόμμα και σοσιαλισταί βουλευταί.
Και ημείς οι πολιτισμένοι (!) προσπαθούμε να τρεφώμεθα, διά να υπάρχωμεν, με την δόξαν των… προγόνων και των μακαρίτιδων Μαραθωνομάχων και Σαλαμινομάχων!»
.
(«Εργάτης», τεύχος 36, 11 Οκτωβρίου 1909).
Η εφημερίδα συνέχισε τα δημοσιεύματα και τις ανταποκρίσεις για το ίδιο ζήτημα:
«ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΝ ΤΟΥ ΦΕΡΡΕΡ
Η πληθώρα ύλης του προηγουμένου φύλλου, παρημπόδισε την δημοσίευσιν των αποφάσεων, τας οποίας έλαβε το «Εργατικόν Κέντρον» εις έκτακτον συνεδρίασιν, μόλις ανηγγέλθη η άτιμος δολοφονίαν του Φερρέρ.
Εδημοσιεύθη εις τας εγχωρίας και Αθηναϊκάς εφημερίδας έντονον ψήφισμα διά το οποίον οι εργάται του Βόλου διαμαρτυρήθησαν, εκφράσαντες την αγανάκτησίν των και τον αποτροπιασμόν των κατά της Κυβερνήσεως και του βασιλέως της Ισπανίας διά τον στραγγαλισμόν της ελευθερίας της σκέψεως διά της δολοφονίας του Φερρέρ.
Ετάχθη πενθήμερον πένθος.
Εξεδόθη πένθιμος ο «Εργάτης».
Υπεβλήθη αίτησις εις το Δημ. Συμβούλιον όπως εις μίαν των οδών της πόλεως δοθή το όνομα του δολοφονηθέντος μάρτυρος της Αληθείας.
Ανετέθη εις την διοικητικήν επιτροπήν η διοργάνωσις πολιτικού μνημοσύνου και απεστάλη εκ μέρους των εργατικών τάξεων του Βόλου σχετικόν τηλεγράφημα εις τας παγκοσμίους σοσιαλιστικάς εφημερίδας, «Ανθρωπότητα» των Παρισίων και «Εμπρός» του Βερολίνου.
Κατά την διάρκειαν του πενθήμερου πένθους, διεκοσμήθη ο εξώστης του Καταστήματος του «Κέντρου» πενθίμως και ανεπετάσθη η ερυθρά σημαία περιβλημένη μέλαν ύφασμα».

(«Εργάτης», τεύχος 37, 18 Οκτωβρίου 1909).
«ΦΩΝΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΦΕΡΡΕΡ
ΚΑΪΡΟΝ, 5 Οκτωβρίου 1909. (Του τακτικού ανταποκριτού μας). (καθυστέρησαν).
– Χθες τη πρωτοβουλία του «Διεθνούς συλλόγου εργατών και υπαλλήλων» συνεκροτήθη πολυπληθής διαδήλωσις κατά της καταδίκης και θανατώσεως του Φραγκίσκου Φερρέρ.
Οι διαδηλωταί εγκαίρως προσκληθένετες διά καταλλήλων προγραμμάτων, συνηθροίσθησαν εις την αίθουσαν του «Κλουπ Αρμονία», όπου πολλοί ρήτορες εξεφώνησαν λόγους εις Ιταλικήν, Γαλλικήν, Ελληνικήν, και Ρωσικήν γλώσσαν.
Κατόπιν οι διαδηλωταί, φέροντες την «κόκκινην» σημαίαν του συλλόγου, διηυθύνθησαν εις το Ισπανικόν Προξενείον, προ του οποίου προέβησαν εις αποδοκιμασίας καθώς αι προ του Ρωσικού και της Ιταλικής Εκκλησίας Άγιος Ιωσήφ, κραυγάζοντες:
– Κάτω οι δολοφόνοι!
– Κάτω ο Αλφόνσος.
– Κάτω ο Τσάρος
– Κάτω ο Πάπας.
Έπειτα έφθασαν προ του Γαλλικού προξενείου, όπου ήρχισαν ζητωκραυγάζοντες υπέρ του Γαλλικού λαού, που εις τοσαύτας θυσίας υποβαλλομένου, χάριν της απελευθερώσεως των εργατών».

(«Εργάτης», τεύχος 38, 23 Οκτωβρίου 1909).Στο μεταξύ, εκείνη την εποχή, εξαιτίας των άσχημων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης καθώς και της έλλειψης κατάλληλης και επαρκούς ιατρικής περίθαλψης, η φυματίωση και άλλες παρεμφερείς αρρώστιες έκαναν θραύση ανάμεσα στους καπνεργάτες. Ένας από αυτούς που είχαν προσβληθεί από φυματίωση ήταν και ο Γεώργιος Κόσσυβας, ο οποίος είχε πάει για θεραπεία στη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Ο Γεώργιος Κόσσυβας εκείνες τις ημέρες έστειλε μια επιστολή στην εφημερίδα «Θεσσαλία» της 6ης Αυγούστου 1909, απαντώντας σε επιστολή κάποιου αγνώστου στην εφημερίδα «Πανθεσσαλική», ο οποίος είχε υπογράψει με το όνομά του (του Γ. Κόσσυβα) και στην οποία έκανε λόγο ότι από το Εργατικό Κέντρο δημιουργείται Ιερός Λόχος και άλλα.
Η επιστολή του Γ. Κόσσυβα έχει ως εξής:
«Κατά του θρασυτάτου πλαστογράφου, ο οποίος χθες εις δήλωσιν δημοσιευθείσαν εις την Πανθεσσαλικήν (ενώ εγώ ευρίσκομαι εις Μακρυνίτσαν χάριν της υγείας μου), επλαστογράφησε την υπογραφήν μου, επίτηδες κατερχόμενος αύριον επιδίδω μήνυσιν – θύμα της κοινωνικής αβελτηρίας και ζωντανόν παράδειγμα της εγκληματικής αφροντιστίας και απονιάς την οποίαν δεικνύει η Πολιτεία προς τον εργάτην, ως καταστρέψας την υγείαν μου εις την τρώγλην του καπνεργοστασίου – ήμην, είμαι και θα είμαι πιστόν μέλος του Εργατικού Κέντρου και θα αγωνισθώ μέχρι τελευταίας μου πνοής υπό την ιεράν σημαίαν του. Εκείνοι δε οι οποίοι εφαντάσθησαν ότι με τας δοξομανίας τους, τον τυφλόν εγωισμόν τους, με συκοφαντίας ύπουλους, δολοπλοκίας και πλαστογραφίας θα κατορθώσουν να διασαλεύσουν τα θεμέλια, του λατρευτού μας Κέντρου, ας μάθουν ότι θα εύρωσι ατράντακτον οχύρωμά του τα πονεμένα μου στήθη και τα στήθη όλων των τιμίων εργατών οι οποίοι θα αμυνθώμεν κατά πάσης δολίας ή ατίμου επιθέσεως οιουδήποτε επιδρομέως. Ιερόν μου Λόχον έχω το Εργατικό Κέντρο μας, ουδέποτε δε με επέρασε από το νου να εγγραφώ εις τον σαπουνόφουσκο Ιερό Λόχο της Πανθεσσαλικής. Γ. Κόσσυβας σιγαροποιός».

Η δράση των αναρχικών

 

Επανερχόμενοι στους αναρχικούς και αναρχοσυνδικαλιστές του Βόλου, να επαναλάβουμε ότι, πιστοί στις ιδέες τους, δεν ανέλαβαν ποτέ ηγετικές θέσεις στο Εργατικό Κέντρο Βόλου, γιατί αυτό αποτελούσε ένα από τα μέσα της δράσης τους, όπως έλεγαν και οι ίδιοι. Η συνύπαρξή τους με τους σοσιαλιστές δεν τους εμπόδισε να αναπτύξουν ξεχωριστή δραστηριότητα και προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα, οι αναρχικοί είχαν ελάχιστη επαφή και συνεργασία με την ομάδα του Ζάχου, παρά τη συνύπαρξή τους στο Εργατικό Κέντρο.
Ο Αλεξανδράκης, ο Κόσσυβας, ο Κατσιρέλος και άλλοι, προσπάθησαν να αποτρέψουν τους εργάτες από το να δεχθούν τις μεταρρυθμιστικές απόψεις του Ζάχου και των άλλων σοσιαλιστών, προτρέποντάς τους διαρκώς σε άγριες απεργίες και μαχητικές διαδηλώσεις. Ακόμα, οι περισσότεροι εναντιώθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, πριν ακόμα αυτοί ξεσπάσουν, καθώς και στην ιδέα της πατρίδας, προβάλλοντας πάντα ιστορικά και κοινωνικά παραδείγματα. «Πηγαίνουμε στο στρατό μόνο και μόνο για να φυλάμε και να πολεμάμε για τα κτήματα των πλουσίων», έλεγαν. Υπήρξαν και αναρχικοί, όμως, όπως οι Χειρογιώργος και Νικολαΐδης, οι οποίοι αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως στρατιώτες και ίσως να σκοτώθηκαν στο μέτωπο, γιατί τα ίχνη τους χάθηκαν μετά το τέλος των πολέμων. Οι αναρχικοί προπαγάνδιζαν, επίσης, την άμεση εναντίωση στις εθνικοαπελευθερωτικές ψυχώσεις και στις επετείους της 25ης Μαρτίου διοργάνωναν διαδηλώσεις με μαύρες και κόκκινες σημαίες και αντιπολεμικά συνθήματα.
Η κύρια δράση τους, όμως, εκτυλίχθηκε και συστηματοποιήθηκε στα καπνεργοστάσια, αλλά και στα καφενεία και, κυρίως, στο καφενείο «Κόκκινος Σκούφος», στο οποίο σύχναζαν οι περισσότεροι. Προωθούσαν απόψεις των Μ. Μπακούνιν και Π. Κροπότκιν. Τους αρκούσαν οι άγριες απεργίες και η μετωπική αντιπαράθεση με τις τοπικές δυνάμεις του κεφαλαίου και του κράτους, ενώ οι σοσιαλιστές ασχολούνταν με την οργάνωση διαλέξεων, στις οποίες οι αναρχικοί έπαιρναν μέρος μόνο ως ακροατές. Διένειμαν μπροσούρες όπως το «Κάτω τα είδωλα» και άλλες που τους στέλνονταν από την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το ρόλο του συνδέσμου είχε αναλάβει ο περιοδεύων Κλεάνθης Νικολαΐδης. Αλληλογραφούσαν με αναρχικές ομάδες του εξωτερικού και παρελάμβαναν τα έντυπά τους. Επίσης, ο Καρασεΐνης είχε πάει στην Καβάλα και είχε έρθει σε επαφή με αναρχικούς της πόλης, για τους οποίους, όμως, δεν αναφέρεται λέξη από τους ιστορικούς και έτσι δεν υπάρχει καμία διαθέσιμη μαρτυρία για τη δράση τους.Όπως είπαμε πριν, εκτός από τον Γ. Αλεξανδράκη, σημαντική φυσιογνωμία ανάμεσα στους αναρχικούς ήταν ο Γεώργιος Κόσσυβας, ο οποίος ήταν τσιγαράς και επέστρεψε στο Βόλο το 1906 από την Αλεξάνδρεια, όπου είχε γίνει αναρχικός. Ήταν αυτοδίδακτος. Δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό σχολείο, αλλά διέθετε συγκροτημένη σκέψη και είχε αρκετές γνώσεις για φιλοσοφικά και κοινωνικά ζητήματα. Ήταν από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Έγραψε αρκετά άρθρα και σχόλια σε διάφορα έντυπα. Υποστήριζε, επίσης, τις απόψεις του Δαρβίνου για την καταγωγή του ανθρώπινου είδους.
Παραθέτουμε στη συνέχεια κείμενο του Γεωργίου Κόσσυβα που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 69, 25 Ιουνίου 1911, της εφημερίδας «Εργάτης-Γεωργός» των Εργατικών Κέντρων Βόλου και Λάρισας (με μικρό πρόλογο της σύνταξης):
«ΕΡΓΑΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΝΤΕΣ
(Ευχαρίστως, τας κάτωθι ιδέας του Εν Βόλω γνωστού εργάτου σοσιαλιστού Γ. Κόσσυβα με τινας των οποίων ίσως δεν συμφωνούμε, δημοσιεύομεν, με σκοπόν να ενθαρρύνωμεν και άλλους εργάτας να εκθέτουν τας ιδέας των διά της εφημερίδος, πράγμα που συντείνει εις το να μάθουν να σκέπτωνται και να αποκτούν δική τους γνώμη. Το δημοσίευμα τούτο καταχωρίζομεν ακριβώς όπως έχει, διορθόνοντες μόνον την ορθογραφίαν του και ελπίζομεν να γίνη τούτο αιτία να ανοιχθή συζήτησις και επί του αυτού και επί άλλων θεμάτων, εκ της οποίας πάντοτε θα προκύψη ωφέλεια. Αναμένομεν μιμητάς. Σημ. ο γράφων εργάτης είναι απόφοιτος της Γης του Δημοτικού.)
– Έχουν οι εργάτες πατρίδα;
Πολύς λόγος γίνεται αυτές τες ημέρες από διάφορους εκμεταλευτάς οσίων και πατρίων και φωνάζουνε από τον μικρότερον μέχρι τον μεγαλύτερον: «Αυτοί οι σοσιαλισταί θέλουν να μας χαλάσουν την πατρίδα» κλπ. και πολλοί απ’ αυτούς είνε και εργάτες και ακολουθούν και αυτοί ως όργανα τυφλά τους δημίους αυτούς όπου τους έχουν φέρει εις την άθλια κατάστασι που βρίσκονται δηλαδή στη φτώχια, στην κακομοιριά, στη στέρησι και σ’ αυτή την έλλειψι του ανθρωπισμού. Αλλά θα μου πη κάποιος: «Οι εργάτες δεν πρέπει να πονούν και να σκοτώνωνται για την πατρίδα;» Η απάντησις είνε εύκολη. Εγώ απαντώντας ερωτώ: Οι εργάτες έχουν πατρίδα; Η ιδέα μου είνε ότι οι εργάτες στερούνται πατρίδος δια τους εξής λόγους.
Ας υποθέσωμε ένα εργάτη που εργάζεται 40-50 χρόνια εις τη ζωή του πληρώνοντας φόρους και παράγοντας με την εργασίαν του πλούτον και βαστάζοντα έτσι τα βάρη της πατρίδος και επειδή τώρα δεν έχει την νεότητα όπου είχε μια φορά για δουλέβη 12-16 ώρες την ημέραν ή επειδή είνε άχρηστος πια στο εργοστάσιό του με την εφεύρεσι μιάς μηχανής και παύεται, ή επειδή δουλεύοντας σε κάπια μηχανή έκοψε το χέρι του, ή επειδή δουλεύοντας σε κάπιο μπουντρούμι όπου το ονομάζουνε εργοστάσιο απολαμβάνει για ανταμοιβή το μικρόβιο της φθίσεως, για όλα αυτά τα επειδή ας τον φανταστούμε χωρίς δουλιά. Που τραβάει;
Στην πείνα, την αρρώστια και το θάνατο ή στο έγκλημα, την κλοπή και τη φυλακή: Κι’ αυτό γιατί η πατρίδα για το καλό της οποίας δούλεβε σ’ όλη του τη ζωή, τον εγκαταλίπει άσπλαχνα και άγρια στην τύχη του. Μην αλησμονείτε όμως πως όταν ήτανε νέος και γερός δούλεψε χρόνια παρήγαγε με την εργασίαν του πλούτο και μ’ αυτόν και τους φόρους του και τη στρατιωτική του υπηρεσία, με το αίμα του και τον ιδρώτα του, στήριξε την πατρίδα του και διατηρούσε τας ανάγκας του Κράτους σαν αληθινό παιδί μιάς καλής μάνας. Τώρα βρίσκεται χωρίς δουλιά, ανίκανος για δουλιά και έχει και 3-4 παιδάκια. Σπήτι δεν έχει και κάθεται με το ενοίκιο σε κανένα καμαράκι ισόγειο και υγρό αλλά και υπ’ αυτού ο σκληρός ιδιοκτήτης (που προσπαθεί να πείση πως είνε θέλημα θεού νάχη αυτός καμμιά δεκαριά σπήτια και θέλημα θεού να πεθαίνη ο άλλος από πείνα και κακομοιριά) ο ιδιοκτήτης λοιπόν επειδή δεν παίρνει ενοίκιο αμέσως τον πετάει έξω. Και να τώρα ο καλός μας εργάτης βρίσκεται πεταμένος στους δρόμους χωρίς νάχη κι’ αυτό το ψωμί. Και η πατρίδα;
Η πατρίδα τον αφήνει να ψοφήση σα σκύλος. Κωφαίνεται στες παρακλήσεις του φτωχού και εγκαταλειμένου παιδιού της, ενώ άλλοι παρηγορηταί, ψυθυρίζουν στ’ αυτί του πως «τον αγαπά ο θεός και τον παιδεύει» πως θα βρή ανταμοιβή!.. – αφού ψοφήση πρώτον από δυστυχία- εις τους ουρανούς. Σας ερωτώ τώρα εσάς φωνακλάδες που δε μάθατε τίποτε άλλο παρά με τι τρόπο να εκμεταλλεύεστε τον λαόν.
Πού είνε η πατρίδα γι’ αυτούς τους ανθρώπους που πεθαίνουνε στο δρόμο και για τόσες άλλες υπάρξεις που τες καταπίνει η κοινωνική άβυσος; Αποτείνομαι και σε σας εργάτες. Βλέπετε ότι η σημερινή πατρίδα όπως γίνηκε στα χέρια των εκμεταλλευτών, δεν είνε αληθινή πατρίδα ούτε καλή μητέρα όπως μας λένε από μικρά παιδιά; γιατί αν ήτανε καλή μητέρα θα φρόντιζε για όλα της τα παιδιά. Βλέπετε ότι η σημερινή πατρίδα την μεταμόρφωσαν σε μητρυιά που τα αγαθά της τα μοιράζει σε ολίγους μονάχα κηφήνας που κυριαρχούν και την τρυγούν, ενώ σ’ εμάς τους πολλούς και εργαζομένους μας αφήνει μονάχα, να γνωρίζωμε τον πόνον και την αθλιότη και μας βάνει καμμιά φορά να χάνωμε τη ζωή μας και να χύνωμε το αίμα μας για να φυλάμε τα διάφορα συμφέροντα της πλουτοκρατίας, τα τσιφλίκια τους και της τράπεζές τους, την ησυχίαν τους ακόμα, αφήνοντας τα παράσημα, τους παχείς μισθούς και τα γαλόνια, για τους κηφήνας πάλι της πλουτοκρατίας;
Αλλά σταθήτε εκμεταλλευταί της ανθρωπότητος. Αρκετά χρόνια μας γελούσατε μ’ αυτές τες άγαρμπες ψευτιές. Άρχισαν πλέον οι εργάτες να βλέπουν καλά τον κάθε ρόλο που παίζετε σε κάθε Κράτος, και σιγά σιγά αλληλοφωτιζόμενοι εμείς οι ίδιοι εργάτες, θα αντιληφθούμε όλες αυτές τες ψευτιές σας με τες οποίες στήνετε εμπόδια στο δρόμο μας, στο δρόμο της Προόδου και τότε θα γίνομε και εμείς καλλοί πατριώτες αφού μεταμορφόσωμε την Πατρίδα μας σ’ αληθινή πατρίδα, μητέρα πράγματι, που να φροντίζη αληθινά για όλα της τα παιδιά, πατρίδα που να στηρίζεται στην αληθινή Δικαιοσύνη.
Βόλος
Γιώργ. Δ. Κόσσυβας
Εργάτης».
Το παρακάτω κείμενο είναι, επίσης, του Γ. Κόσσυβα και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εργάτης-Γεωργός», τεύχος 78, 27 Ιουλίου 1911:
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ
ΕΡΓΑΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΝΤΕΣ
ΑΠΟ ΟΣΑ ΑΚΟΥΩ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ
Και βουίζει ο κόσμος: «Σοσιαλισταί εδώ, αναρχικοί εκεί, πάει καταστραφήκαμε!» Έχουν δίκαιον να τα λεν αυτά όσοι ανήκουν εις την τάξιν των πλουτοκρατών και καλογήρων και εις την τάξιν των λοιπών κηφήνων, διότι αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν τα συμφέροντά των. Αλλά από την τάξιν των δυστυχισμένων εργατών, τι κίνδυνον βλέπουν και φωνάζουν και αυτοί μαζή με τους νεκροθάπτας της ανθρωπότητος, ενώ γι’ αυτούς αρχίζει να ανατέλλη κάποιος ήλιος δικαιοσύνης και ευτυχίας, που μέχρι σήμερα ευρίσκονται εις το σκότος και την κακομοιριά, χωρίς να γνωρίζουν ποια θέσι κατείχον σ’ αυτή την κοινωνία;! Αλλά αν συμβαίνη πολλοί από τους εργάτες να ενώνουν φωνήν διαμαρτυρίας μαζή με τους τυράνους των κατά του σοσιαλισμού που είνε ο ελευθερωτής των, δεν σημαίνει τίποτε. Αν δεν γνωρίζουν ακόμη τον προορισμό του δεν θα αργήση πολύ που αυτοί οι ίδιοι θα αντιληφθούν τα κατορθώματα και τας παγίδας της πλουτοκρατίας που φρόντιζε πάντοτε και με κάθε τρόπον φροντίζει να τους διαστρεβλώνη την αλήθεια και το μυαλό τους, τυφλώνοντάς τους με μεγάλες ψεύτικες ιδέες και προλήψεις, που τες εμφυτεύει στη ψυχή τους από τη στιγμή που βλέπουν το φως!
Αν τώρα επίσης βλέπομεν την πλουτοκρατίαν και την κληροκρατίαν να απολαμβάνουν ήσυχοι την βασιλείαν των, την οποίαν απέκτησαν αφού μας ετύφλωσαν, αφού αφήρεσαν κάθε συνείδησιν αληθείας και δικαιωμάτων από τον λαόν τον οποίον διήρεσαν εις διάφορα έθνη και θρησκεύματα, τάχα θα την απολαμβάνουν την βασιλείαν των αυτήν επ’ άπειρον;
Όχι, χίλιες φορές όχι! Απαντά ο σοσιαλισμός και αναρχισμός τους οποίους αυτοί, καθώς και παραπάνω εσημείωσα, φοβούνται ακριβώς διότι είνε εις θέσιν αυτοί να γνωρίζουν καλά ότι άμα κυριαρχήσουν αυτές οι ιδέες, παύει πλέον η Βασιλεία των! Γι’ αυτό φωνάζουν διαρκώς, διότι θέλουν να βαστούν ημάς τους εργάτας αιωνίως εις τον ύπνον της αγνοίας, διά να απολαμβάνουν αυτοί των αγαθών της γης και σ’ εμάς τους εργάτες να αφίνουν την πείναν και την δυστυχίαν, τάζοντάς μας διαρκώς ανταμοιβάς εις τον ουρανόν.
Και όμως ο αγαθός λαός δεν κάμνει κάποια κρίση για να δη ότι είνε μεγάλη και πολύ ύποπτος αυτή η γενναιοδωρία τους! Να χαρίζουν σ’ εμάς τα αγαθά της ουρανίας βασιλείας και να μη τα κρατούν για τον εαυτό τους!; Μα δεν είνε αλήθεια ύποπτο και περίεργο αυτό; Να προσπαθούν αυτοί με κάθε τρόπο, καταπίεσι, εκμετάλευσι, τυρανία, να απολαμβάνουν τα αγαθά της επιγείου ζωής, να τα υστερούν από ημάς και να μας παρηγορούν και μας χαρίζουν αιωνίως τα ουράνια αγαθά, χωρίς να μας δίδουν κάποιο μερτικό που μας αναλογεί και από τα επίγεια;
Αδελφοί εργάτες! Πάψτε πλέον ανόητοι να τρέμετε, (ακούοντας τα λόγια τα γλυκά της αλεπούς πλουτοκρατίας) μπρός εις τον Σοσιαλισμό, αλλά αρχίσατε να μελετάτε και να φωτίζεσθε διαβάζοντας, αν όχι τα όσα εγώ σας γράφω (εγώ είμαι απλούς εργάτης) αλλά τα όσα είπαν και γράφουν τόσοι άλλοι σοφοί άνθρωποι που μελετήσανε καλά την κοινωνία και ίδανε ότι ο οργανισμός της είνε άρρωστος αφού δημιουργεί τόσον μεγάλη οικονομική ανισότητα, που είνε πηγή της δυστυχίας των πολλών και εργαζομένων χάριν των ολίγων κηφήνων, πηγή αδικιών και εγκλημάτων, που ποτέ δεν θα εκλείψουν με το σημερινό κοινωνικό καθεστώς. Το φάρμακον προς θεραπείαν της αρρώστιας της κοινωνίας, το υποδεικνύει ο σοσιαλισμός. Την θεραπείαν μη την περιμένομεν από τας σημερινάς Βουλάς και από ανορθωτικάς κυβερνήσεις, τα όργανα της πλουτοκρατίας, που προσπαθούν να ανακόψουν την ορμή μας με τα ψίχουλα που μας σερβίρουν κάθε τόσο με δήθεν προστατευτικούς νόμους!
Ο σοσιαλισμός, ο ανόθευτος από την αστική επίδραση, δε θέλει να διορθώση το σάπιο κοινωνικό οικοδόμημα με ψευτοσοφατίσματα και χρωματίσματα. Αυτό θα ήταν νέα χειρότερη πλάνη! Θέλει να γκρεμίση σιγά σιγά το παληόσπητο αυτό, να το ανατρέψη εκ θεμελίων κτίζοντας το νέο ατράνταχτο και μεγαλόπρεπο.
Πρέπει λοιπόν ημείς οι ίδιοι εργάτες αφού αποκτήσωμεν συνείδησιν δικήν μας, της τάξης μας και αφού ανοίξωμε καλά τα μάτια μας και δούμε τι ευτυχία μας αφήρεσαν, να οργανωθούμε ιδιαιτέρως με ένα σκοπό: πώς να πάρωμε πίσω με το χέρι μας την ευτυχία που μας έκλεψαν και άρπαξαν, μη ξεχνώντας ότι: ποτέ η ευτυχία δεν χαρίζεται απ’ εκείνους που την κρατούν, αλλά κερδίζεται με αγώνας και βία.
Βόλος
Γ. Κόσσυβας
Εργάτης-σιγαροποιός».
Επίσης, στο τεύχος 69, 25 Ιούνη 1911, της εφημερίδας «Εργάτης-Γεωργός» δημοσιεύτηκε και το ακόλουθο κείμενο από κάποιον με το ψευδώνυμο «Ανεμώνη». Παραθέτουμε το κείμενο, αν και δεν είμαστε, προς το παρόν, σίγουροι αν έχει γραφτεί από τον Γ. Κόσσυβα ή κάποιον άλλο αναρχικό:
«ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗΣ
Είχα ένα φίλο μια φορά. Διαβασμένο, έξυπνο αισθηματία. Το κεφάλι του γεμάτο από γνώσεις και θεωρίες. Ένα κακό είχε. Δεν είχε ακόμα κατορθώσει να σχηματίση πάγιες και ωρισμένες ιδέες δικές του για κάθε πράγμα. Δεν δημιουργούσε το μυαλό του. έκλεβε τας σκέψεις των άλλων και έμενε ευχαριστημένος γιατί αι σκέψεις αυτές ήσαν σκέψεις σοφών κεφαλών. Δεν κατώρθωνα να τον κάνω σοσιαλιστή ύστερα από προσπάθειες εξ ολόκληρων μηνών.
Μια μέρα έρχεται κατά το μεσημέρι στο γραφείο μου.
– Κώστα έμαθες; μου λέει.
–Τι.
– Έγινα σοσιαλιστής.
– Πως τώπαθες αυτό το κακό;
Σίγουρα θα σου τώπε κανένας σοφός που διάβασες.
– Όχι μου λέει. Μου το απέδειξε ένα αγράμματος, άξεστος, ένα ζώον παρά άνθρωπος. Άκουσε μου λέει, κι’ άναψε τσιγάρο.
Χτες συνάντησα περιπατώντας ολόμονος τη νύκτα με συντροφιά τ’ ολόγιομο φεγγάρι μια σκιά στο δρόμο. Σιλουέττα ανθρώπου σκελεθρωμένου μ’ άγρια γένια και με μορφή χάρρου. Τον αντίκρυσα για μια φορά τρόμαξα. Μονολογούσε με μια φωνή που έμοιαζε σαν βογγητό και σαν ούρλιασμα. Τι έλεγε δε ξέρω. Στο φως του φεγγαριού διέκρινα μερικά κουρέλια που έσερνε απάνω του. Το πουκάμησό του άσπριζε μονάχα ολάνοιχτο στο στήθος γεμάτο από πυκνές άγριες τρίχες. Κρατούσε ένα τενεκέ στο ένα του χέρι και σιδερένια βέργα στο άλλο. Έσκυβε κάθε τόσο στο δρόμο κάτι μαζέβοντας. Έτσι σκυμένος μπροστά στον ντενεκέ του φαίνοταν σαν αγριόσκυλος.
Τον παρακολουθούσα ώρες. Πλησίαζε ξημέρωμα και το ζωντανό αυτό ανθρώπινο φάντασμα φορτώθηκε τον ντενεκέ και τράβηξε όξω απ’ την πόλι. Τον ακολούθησα ως τη Γορίτσα. Τον είδα να μπαίνη σε μια σπηλιά σκύβοντας. Τη στιγμή εκείνη ανατρίχιασα από κάποιο ακατάληπτο τρόμο. Άφησε το ντενεκέ με το πολύτιμο εμπόρευμά του, – μάζεβε τα περιττώματα των σκύλλων – και κατέβηκε προς τη θάλασσα επάνω στους απότομους βράχους. Τον παρακολουθούσα πια με το βλέμμα. Άρχισε να πλένη τα παδάρια του και τα χέρια του, στη θάλασσα. Ύστερα έβγανε το πουκάμησό του, ξαναφόρεσε το κουρελιασμένο σακάκι του και τώπλενε στη θάλασσα. Το άπλωσε στα βράχια, σκόρπισε επάνω δυό τρείς πέτρες, για το φόβο του αέρα και ξανακατέβηκε στη σπηλιά του. καθισμένος στην είσοδο της σπηλιάς έκανε το σταυρό του, κι’ άρχισε να γρατσανίζη σα σκύλλος ένα ξεροκόμματο. Τίποτε άλλο! Ύστερα, από ένα μισοσπασμένο σταμνί, ήπιε νερό βέβαια, αναποδογύρισε τη μια τσέπη του σακακιού του μάζεψε κάτι τρίμματα φύλλων καπνού, έστριψε μ’ ένα κομμάτι χαρτί εφημερίδος ένα τσιγάρο, τάναψε με μια τσακμακόπετρα κι’ άρχισε να καπνίζη μονολογώντας αιωνίως…Είχε πια ξημερώση. Γύρισα πίσω. Στα νταμάρια της Γορίτσας οι νταμαρτζήδες είχαν αρχίση δουλιά. Ένας απ’ αυτούς δεμένος απ’ τη μέση μ’ ένα σχοινί, τρυπούσε με σιδερένιο κοχλό την καρδιά του βράχου. Τρόμαζες να τον βλέπεις εκεί ψηλά να δουλεύη. Καλημέρισα τους συντρόφους του. – Από τώρα δουλέβετε παιδιά; -Τι να κάνουμε αφεντικό. Πώς να βγή τα καρβέλι. – Πόσες ώρες δουλεύετε; Αυτήν την εποχή δεκάξη – Και μεροκάματο; -Έ κατά τον καιρό. Δυο, δυόμησι, τρείς… Έφυγα. – Στο δρόμο συναντούσα κάθε τόσο ανθρώπους εργατικούς τρέχοντας για τη δουλιά.

Χίλιες σκέψεις πάλεβαν μέσα στο νου μου, κι’ η καρδιά μου εξωγκόνονταν από χίλια συναισθήματα. – Όταν έφθασα στον Άναυρο μου διέκοψε τις σκέψεις κρυστάλλινο γυναικών γέλιο. – Ήταν μια παρέα από τρείς ωραίες κυρίες και 5 Κυρίους. Κάτω φαίνονταν τα λείψανα πλούσιου τραπεζιού. Κουτιά από χαβιάρι και σαρδίνες, μπουκάλια από μπύρες και κρασί. Δυο αμάξια περιμέναν κι’ η παρέα με γέλια και τραγούδια μπήκεν στ’ αμάξια γεμάτη ευθυμία και χαρά. – Κάποιος γέρος με το τσαπί στον ώμο γύρισε, τις είδε, κούνησε το κεφάλι του και ρίχνοντας ένα βλέμμα, μίσους οίκτου και αγανακτήσεως άφησε ένα βογγητό βαθύ…

Ήρθα σπίτι περπατώντας γοργά. Αδύνατο να κοιμηθώ. Το κεφάλι μου στριφογύριζε. Μου φαίνονταν πως είχε πυρετό. Αυτή η τραγική, η άγρια αντίθεσι των εντυπώσεων της νύχτας μου είχε σαλέψει το πνεύμα μου.
Κάτι είχε επαναστατήση μέσα μου. Άρχισα να σκέπτωμαι μονάχος και έβγαζα χίλια τρομερά συμπεράσματα.
– Πέφτει στο μάτι μου εκείνη τη στιγμή το βιβλιαράκι που μούδωσες και σου είχα πη ψέμματα πως είχα διαβάση. «Την έκκλησι προς τους νέους» του Κραπότκιν. Τ’ αρπάζω μ’ όλη μου την κούρασιν το διαβάσω στο κρεβάτι. – Σε δυο ώρες το είχα τελειώση. Ο κλονισμός ήταν μεγάλος που ησθάνθηκα. Σα μαγεμένος και σα από όνειρο έστεκα μ’ ολάνοικτα τα μάτια… ως που μέπιασε ο ύπνος. Ύπνος ταραγμένος από τρομερά όνειρα. – Ξύπνησα ταραγμένος. – Μόλις συνήλθα πρόφερα ασυνήδητα: «Δεν είνε κοινωνία αυτη. Πρέπει ν’ αλλάξη». Και τώρα νάμαι… βέρος σοσιαλιστής. – Είχες δίκαιο όταν μούλεγες ότι: το σοσιαλισμό πρέπει κανείς πρώτα να τον αισθανθή πρώτα να τον διαβάση στο βιβλίο της ζωής κι’ ύστερα στα βιβλία των σοφών.
Δος μου τώρα όσα έχεις απ’ τα δεύτερα. –Διψώ από διάβασμα τώρα θα νιώθω ό,τι κι’ αν διαβάζω για το σοσιαλισμό.
Ανεμώνη».

Ο Γ. Κόσσυβας ήταν γνήσιος αγωνιστής και στη δίκη των «Αθεϊκών» ήταν ένας από τους κατηγορούμενους. Η πολυσέλιδη απολογία του, η οποία αποτέλεσε ύμνηση των αναρχικών ιδεών, έχει χαθεί. Στην απολογία του, εξηγούσε με ποια βιβλία και στάδια προβληματισμού έφτασε να γίνει αναρχικός, τη στιγμή που είχε μάθει τόσο λίγα γράμματα. Στα κείμενά του χρησιμοποιούσε πάντα με ευκολία αποσπάσματα των Μπακούνιν, Κροπότκιν και άλλων. Ήταν αρκετά ενημερωμένος και για τη λογοτεχνική κίνηση της εποχής του και ειδικά αυτής που είχε επαναστατικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Ο ίδιος, άλλωστε, έγραψε και επαναστατικά τραγούδια.
Το 1914 αποσύρθηκε στη Μακρυνίτσα του Πηλίου, εξαιτίας της βαριάς μορφής φυματίωσης από την οποία είχε προσβληθεί. Στο τέλος πικράθηκε με τη διάλυση των αναρχικών ομάδων στην Ελλάδα και πριν πεθάνει (το Μάρτιο του 1919) άφησε μια μικρή περιουσία στο τότε νεοϊδρυθέν Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ – κατόπιν ΚΚΕ), με την εντολή να χρησιμοποιηθεί για την ίδρυση Σοσιαλιστικού Εργατικού Κέντρου στο Βόλο. Ο τοπικός ιστορικός και λογοτέχνης Ηλίας Λεφούσης, γράφει ότι το 1917 έγινε μαρξιστής και ότι πέθανε στα τέλη του 1918. Ο Δημήτρης Σαράτσης, με το ψευδώνυμο Κάλχας, έγραψε μια νεκρολογία για το Γεώργιο Κόσσυβα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» του Βόλου, στις 14 Μαρτίου 1919.Όπως είπαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, στο Βόλο έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και ο αναρχικός δημοσιογράφος και πρώην εκδότης των εφημερίδων «Φανός» της Πάτρας και «Εγχώριος Μηνύτωρ» της Αθήνας, Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος. Ο Κ. Ηλιόπουλος, εγκαταστάθηκε στο Βόλο μάλλον στις αρχές του 1909 και μέχρι το θάνατό του, στο Πτωχοκομείο Βόλου το 1910, αναμείχθηκε ενεργά στη σοσιαλιστική και αναρχική κίνηση του Βόλου, γράφοντας αρκετά άρθρα στην εφημερίδα «Ο Εργάτης», ενώ άλλα άρθρα του δημοσιεύτηκαν μετά θάνατο στην μετεξέλιξή της ως «Εργάτης-Γεωργός».
Παραθέτουμε στη συνέχεια μερικά άρθρα του Κωνσταντίνου Ηλιόπουλου. Το πρώτο (που το δημοσίευσε με το ψευδώνυμο «Τρίφφφης») δημοσιεύτηκε στο τεύχος 38 23 Οκτωβρίου 1909 της εφημερίδας του Εργατικού Κέντρου Βόλου «Ο Εργάτης»:«ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΩΝ
ΘΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΙ
Έχω μια γειτόνισσα, της οποίας ο άνδρας απέθανε προ τριών εβδομάδων και την άφησε στους πέντε δρόμους με τέσσερα παιδάκια αρσενικά.
Προ ολίγων μηνών είχεν αποθάνει φθισικός και ο αδελφός του, ο οποίος έζη μαζί με την οικογένειαν στο ίδιο δωμάτιον.
Αφώτιστος ο Ελληνικός λαός και πτωχός δεν ηξεύρει και δεν δύναται να πολεμήση την φθίσιν, καθώς δεν ηξεύρει και δεν δύναται να πολεμήση τους ληστεύοντας την εργασίαν του.
Ο σύζυγος της γειτόνισάς μου, εκόλισεν ίσως φθίσιν από τον αδελφόν του, αλλ’ η φθίσις δεν επρόλαβε να σαπίση τους πνεύμονάς του· την επρόλαβεν αυτός, διότι απέθανε από άλλο.
Δεν τον εσκότωσε κανείς, ούτε του έσπασε τα κόκκαλα καμμία μηχανή από εκείνας που εφευρίσκουν οι εργαζόμεναι κεφαλαί διά την ωφέλειαν των εργατών, αλλ’ αι οποίαι χρησιμεύουν διά τον πλουτισμόν των κηφήνων και διά την καταστροφήν των εργατικών τάξεων, δεν έπεσεν από καμμία σκαλωσιά, ούτε τον επλάκωσε καμμιά άμαξα· και όμως δεν απέθανε από φυσικόν θάνατον.
Τον σκότωσε η δυστυχία!
Η δυστυχία εκείνη, που χιλιάδες σκοτώνει στην Ελλάδα κάθε μέρα.
Έλυωνε σαν το κερί, αλλά και δεν έλειπε από τη δουλιά του.
Επήγαινε το πρωί με την ψυχή στα δόντια κ’ εγύριζε το βράδυ σούρνοντας τα πόδια του, μ’ ένα καρβέλι ψωμί στη μασχάλι και λίγο τυρί ή εληές για την οικογένεια.
Τον έβλεπα και εσπάρασεν η καρδιά μου αλλά… τον έβλεπα μόνον… μ’ έβλεπε όμως κ’ εκείνος.
Δεκατέσσαρες ώρες την ημέρα ειργάζετο· τόση εργασία θα σκότωνε και βόιδι.
Και το μεροδούλι του; Δύο και σαράντα!
Βγάλε όμως και τας εορτάς τας οποίας άνθρωποι χορτάτοι και νταβραντισμένοι επέβαλλον εις ανθρώπους πεινώντας και εξηντλημένους, τας εορτάς που σαν αβδέλες, μαζί με τους αφεντάδες, ρουφάνε το αίμα του φτωχού…
Επάλεψεν ο άνθρωπος με την μοίρα του, αλλά δε μπόρεσε να βαστάξη περισσότερο· έπεσε στο κρεβάτι του, και αφού εβασανίσθη, δεν ηξεύρω πόσες ημέρες, απέθανε.
Ηδύνατο να ζήση, δεν είχε τα μέσα· και θα τα είχε, αν οι φιλάνθρωποι εφεκλαμαρίζοντο ολιγώτερον και επόνουν περισσότερον δια τους δυστυχείς.
Και θα είχε τα μέσα, αν η αλληλεγγύη συνέδεεν αδελφικώς και στην Ελλάδα, καθώς συνδέει στην Ευρώπη, τας εργατικάς τάξεις εναντίον της κεφαλαιοκρατίας.
Και θα τα είχεν αν οι εκβιασταί που σου λέουν, τόσο εγώ δίνω γιατί βρίσκω εργάτες και με λιγώτερο, αν θες εργάσου, αν δεν θες γύρισέ μου της πλάτες σου.
Ναι, θα τα είχε, αν εις τους εκβιαστάς αυτούς έδιναν από καιρού εις καιρόν μαθήματα όμοια με εκείνα που τους έδιναν άλλοτε οι Ευρωπαίοι εργάται και τους έβαλαν στη θέσι τους.
Και θα τα είχε αν αι ευγενείς κυρίαι ησθάνοντο ευγενέστερον και αντί να χάνωνται με τις κορδελίτσες, με τα φτερά, με της μόδες και με …τόσα άλλα, και αντί να χάνουν τις ώρες των μπροστά στον καθρέφτη, τας μεταχιρίζοντο να βοηθούν με συλλόγους των τον ιερόν αγώνα των εργατών προς προστασίαν των συμφερόντων των, εκ πληρούσι ένα μέγα ανθρώπινον καθήκον, του οποίου η εκπλήρωσις τρέφει την ψυχήν με αγαλλιάσεις υψηλάς και με ευφροσύνας αγνώστους εις τας ταπεινάς φύσεις.
Και θα τα είχεν, αν οι εύποροι (δια τους πλουσίους δεν ομιλούμεν) δεν ελησμόνουν τα διδάγματα Εκείνου, εις το όνομα του οποίου εβαπτίσθησαν, και αν εσπούδαζον κατά βάθος το θείον παράγγελμα «αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» ότι και θα έβλεπον ποίας οάσεις ανοίγει εις την ανθρωπότητα η εφαρμογή του και πως, ως δια μαγείας, η κοιλάς αύτη του κλαυθμώνος θα μεταβάλλετο εις Παράδεισον.
Αλλ’ …οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους· ας έλθωμεν εις την γυναίκα με τα παιδιά, που είνε ακόμη ζωντανοί.
Η δυστυχής γυναίκα εύρεν εργασίαν εις ένα καπνεργοστάσιον με οχτώ (αριθ. 8) δεκάρες την ημέρα!
Ο αφέντης υποσχέθη βραδύτερον να τες κάμη 10!
– Είνε και πολλές άλλες, είπε, που εργάζονται και με λιγώτερο.
Το τέρας, είπε την αλήθεια αυτή τη φορά!
Ενώ τόσα ασθενή πλάσματα εργάζονται 14 ώρες την ημέρα για 8 δεκάρες και πεινάνε και υποφέρουν και πεθαίνουν κάθε ημέρα, πριν πεθάνουν τελειωτικά, ο αφέντης τρώγει, πίνει, διασκεδάζει, παχαίνει, απολαμβάνει και μετράει τα ματωμένα χρήματά του και θα τα μετράη έως ότου ο θάνατος, το σώμα του μεγάλου τούτου σκώληκος, το παραδώση εις τον τάφον ως τροφήν των μικρών σκωλήκων, και την κτηνώδη ψυχή στας κατάρας και τα αναθέματα των θυμάτων του.
Η γυναίκα ασθενής καθώς ήτο και αδύνατη, με τα μικρόβια της φθίσεως στους πνεύμονας, με την ανεπαρκή τροφή και με την πολύωρον εργασίαν, απέθανε προχθές και αυτή και άφησεν ορφανά και από μητέρα τα τέσσαρα μικρά.
Τι θα γίνουν τώρα αυτά τα κακόμοιρα;
Θα πάνε χαμένα! Θα τα καταπιεί και αυτά καθώς και χιλιάδες άλλα η κοινωνική άβυσσος!
Ηδύναντο να γίνουν καλοί άνθρωποι, αν εύρισκον προστασίαν, αλλ’ αν αυξήσουν τον αριθμόν των κλεπτών και των φονέων, το πταίσμα θα είνε της κοινωνίας, η οποία και δικαστάς έχει να τους δικάση και φυλακάς να τους σαπίση.
Και όμως! Αυτά θα είνε στη συνείδησί μου αθώα θύματα.
Η κοινωνία είνε ο δήμιός των.
ΤΡΙΦΦΦΗΣ»
.

Το επόμενο άρθρο (με μικρό πρόλογο της σύνταξης) δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του Κ. Ηλιόπουλου, στο τεύχος 76, 20 Ιουλίου 1911 της εφημερίδας «Εργάτης-Γεωργός»:

«ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
ΧΟΛΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΠΑΣ
[Από τας διασωθείσας σημειώσεις του γνωστού εις τους αναγνώστας του «Εργάτου» υπό το ψευδώνυμον «Τρίφφφης» γεραρού και σοφού ομοιδεάτου διακεκριμένου δημοσιογράφου και παλαίμαχου σοσιαλιστού Κ. Ηλιοπούλου, του αποθανόντος πέρυσι εν εσχάτη πενία εν τω νοσοκομείω Βόλου.]
Α΄
Καθ ην στιγμήν το θέαμα του θανάτου θερίζοντος την ζωήν κινεί την φρίκην και τον πόνον στην Ιταλία, οι παπάδες επωφελήθησαν της ευκαιρίας να κηρύττουν εις τας ρύμας, τας αγυιάς και τους κάμπους ότι ο σοσιαλισμός… έφερε τη χολέρα!! «Μετανοήσατε, αποσκορακίσατε τον σατανάν, τον σοσιαλισμόν, ίνα σωθήτε!»
Αι γυναίκες προπάντος και οι αμαθείς χωρικοί, κλαίουν, γονυπετούν, προσεύχονται, γεμίζουν το πουγγί του παπά που κηρύττει, δοξάζουν τον Πάπα καταρώνται τον σοσιαλισμόν, περιφρονούν τας αστυνομικάς διατάξεις περί διαίτης κλπ. και… δεκατίζονται από τη χολέρα, δια να ταφούν υπό τας ευλογίας του ιδίου κήρυκος παπά.
Διά τους αμαθείς της Ιταλίας τίποτε δεν γίνεται χωρίς… θαύμα. Όταν ο κάμπος διψά λιτανείαι αμέσως. Περιφέρουν μεγαλοπρεπώς το άγαλμα του αγίου στα χωράφια και (άκουσον άκουσον) του βάνουν στο στόμα μια σαρδέλλα για να διψάση!… Τότε θέλει δε θέλει θα βρέξη ο άγιος για να πιή κι’ αυτός!! Μόνον οι ιερείς δύνανται να εμποδίσουν τας ανιέρους αυτάς συναθροίσεις, αλλ’ αυτοί τουναντίον τας υποδαυλίζουν.
– Τι λέτε πάτερ, ο σοσιαλισμός έβαλε στα καρπούζια μου τον βάκκιλον, το μικρόβιον της χολέρας;
– Αυτός βέβαια. Ο Πάπας τον κατηράσθη όπως ξέρεις.
– Το ξέρω· ο Πάπας δεν έχει άλλη δουλιά να κάνη. Αλλ’ αν έπιασε η κατάρα του Πάπα τότε πρέπει να ομολογήσης ότι ο Πάπας έφερε τη χολέρα.
– !!!
… Κάθε τόσο διακρίνω σημεία ολοφάνερα ότι ο άνθρωπος δεν έχει ακόμη διάθεση να ευτυχήση κατ’ ουδένα τρόπον σ’ αυτόν τον κόσμο!
Β΄
– Η πλουτοκρατική ολιγαρχία.
Υπάρχουν άνθρωποι, που για να παραγιομίζη καλά η παληοκοιλιά τους, αδικούν· άνθρωποι οι οποίοι ποτέ δεν εχόρτασαν. Και ποίοι είνε αυτοί οι άνθρωποι; Είνε η λεγόμενη πλουτοκρατική ολιγαρχία. Είνε ένα σύμπλγεμα όφεων· είνε μία σπείρα, είνε μία ορδή. Έχουν την μορφή ανθρώπων αλλά δεν είνε άνθρωποι, και στο μέρος που εμείς οι άλλοι άνθρωποι έχομε την καρδιά, αυτοί στο μέρος αυτό του σώματος έχουν ένα κομμάτι κρέας. Διάφορα κουμάσια αποτελούν αυτήν την άτιμον ολιγαρχίαν. Τραπεζίτες ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι βουλευταί, κάποτε και Υπουργοί, κτλ. Βάρτετους είνε οι πλέον άτιμοι Ανώνυμοι τράπεζαι, εταιρείαι διάφοροι και άλλοι απατεώνες και λησταί. Δεν ενθυμούμαι ποίος εκάλεσεν αυτάς τας ορδάς «εταιρικήν φαγέδαιναν» και εζήτησεν από το Κράτος να θέση φραγμόν εις την ασυνείδητον πλεονεξίαν των… Διά να αποφεύγουν αυτοί τον έλεγχον του κράτους, συνεταιρίζονται με βουλευτάς, υπουργούς, πολιτευομένους. Και είναι πολλά τα κόλπα που μεταχειρίζονται αυταί αι ορδαί για να γδύνουν τον κοσμάκη…
…Πρέπει να παν κατά διαβόλου αυτοί οι λησταί της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας που ληστεύουν αλύπητα το λαό.
…Όσο κοιμάσαι λαέ τίποτε μην περιμένης από άλλους!
Πως θα διαλυθή αυτή η ολιγαρχία, αφού εσύ κοιμάσαι;!
Πτωχοκομείον Βόλου 1910.
+ Κ. Ηλιόπουλος»Στην ίδια εφημερίδα, στο τεύχος 80, 6 Αυγούστου 1911, δημοσιεύτηκε και αυτό το άρθρο του Κων. Ηλιόπουλου:
«ΑΝΘΡΩΠΟΣ – ΚΤΗΝΟΣ
(Από τας σημειώσεις του αποθανόντος ομοιδεάτου Κ. Ηλιοπούλου)
Ο άνθρωπος είνε ένα εγώ, εντός του οποίου χορεύουν πάθη κτηνώδη και πάθη ευγενή, αλλά ταύτα υποχωρούν απέναντι των πρώτων. Ο άνθρωπος εξεταζόμενος ως ζώον είναι εκ των αθλιεστέρων και θηρεωδεστέρων. Τον βλέπεις να ξεσχίζει τας σάρκας του ομοίου του! Να θανατώνει τους αδυνάτους. Να σκοτώνη με χίλια δολοφόνα όπλα. Με την μάχαιραν και με την ατιμίαν. Με το πιστόλι και με την εκμετάλλευσιν. Επείνασε; αλλοίμονον εις τους περικυκλούντας αυτόν. Η τίγρις είναι αρνίον μπροστά του.
Αγαπά τον εαυτόν του πολύ αυτό το περίεργο ζώον. Το εγώ του είνε το κέντρο του σύμπαντος. Όταν το δίποδο αυτό ζώον αισθανθή την πείναν της φιλοδοξίας σκέπτεται πώς να σε εκμεταλλευθή έστω και αν πρόκειται να χαρίση τον θάνατον την πείνα, την δυστυχίαν εις σε και σους εξαρτωμένους από σε. Όταν αισθανθή την πείναν του… στομάχου, σ’ άρπαξε το θεριό. Έλεος μην ελπίζεις.
Αλλά και συ είσαι ένα εγώ κτηνώδες και ακάθαρτον και θα κάμης εις πρώτην περίστασιν το ίδιο που κάμει αυτός σε σένα. «Ή με τρώς ή σε τρώω». Αυτό είνε το σύνθημα του συχαμερού δίποδος, όπως σιγά σιγά το δημιούργησε το κοινωνικό περιβάλλον, το υφιστάμενον καθεστώς και ο οικονομικός οργανισμός του. Το ίδιο σύνθημα, «ή με τρώς ή σε τρώω» το λέγει με άλλα λόγια η πλουτοκρατική οικονομολογία τυλιγμένα με το ψεύτικο φόρεμα της πιο ψεύτικης επιστήμης. «Ο θάνατός σου ζωή μου!» «Ελεύθερος ανταγωνισμός!» Να μία ελευθερία που δημιουργεί δουλείαν απαισίαν. Την οικονομικήν δουλείαν και συνεπώς την πνευματικήν, την δουλείαν της σκέψεως, της συνειδήσεως!
Όσα νομοθέτησαν από της στιγμής που ευρέθησαν οι νόμοι (δια να καταργηθούν αι ελευθερίαι και ανακύψουν οι προνομιούχοι, η βία και η εκμετάλλευσις) όλα συνέτειναν εις το να αυξήσουν την αποθηρίωσιν· την κακομοιριά εις τας ατελείας δυπόδου ομοίου μας. Μόνον η κατάργησις της ιδιοκτησίας δύναται να μεταμορφώση το αχρείον αυτό ον. Επί ποινή θανάτου να μη δύναται να έχη δικό του τίποτε. Τότε θα σταματήση η αποθηρίωσίς του. Θα παύση η κλοπή, η αδικία, αι χρεωκοπίαι, ουδόλως η αχρεία εκμετάλλευσις, πατροκτονίαι, αδελφοκτονίαι, καταδολιεύσεις, δολοφονίαι νοθεύσεις (δολοφονίαι και αυταί) απάται κτλ.
Κατά τους τρείς και πλέον αιώνας μετά Χριστόν οι χριστιανοί ήσαν αληθινοί οπαδοί του, άξιοι του ονόματός του, άνθρωποι και όχι θηρία. Δεν είχον όμως τότε ιδιοκτησίαν. Ό,τι είχον ανήκον εις όλους και ό,τι ανήκον εις όλους ανήκεν και εις τον καθένα. Η εφαρμογή του σοσιαλισμού δεν πρόκειται μόνον ότι θα απελευθερώση τον άνθρωπον από κάθε δουλείαν και κυρίως από την οικονομικήν δουλείαν και θα τον εξασφαλίση τας απολαύσεις της ζωής που επιβάλλει και παρέχει η φύσις.
Πρόκειται ότι κατ’ αναγκαίαν συνέπειαν ο άνθρωπος ελεύθερος οικονομικώς, πνευματικώς, ελεύθερος απολύτως, θα παύση να είναι πονηρόν ζώον, ψεύτης, κόλαξ, χαμερπής, μαστρωπός, εγκληματίας, χαρτοπέκτης, πόρνος, έκφυλος! Το ουσιώδες είνε ότι η εφαρμογή του σοσιαλισμού με την αναγνώρισιν της απολύτου ελευθερίας και όλα και δι’ όλα, με την εμπέδωσιν της συνολικής κυριότητος των οργάνων της εργασίας και παραγωγής θα ελευθερώση την σκέψιν θα εξυψώση το πνεύμα, θα λεπτύνη την ψυχήν, θα σκορπίση νέα ιδανικά θα καταργήση την δυστυχίαν και το έγκλημα τέλος θα μεταμορφώση το σημερινόν κτήνος εις άνθρωπον».
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, τα ίχνη των περισσότερων αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστών του Βόλου χάθηκαν. Ίσως κάποιοι μετανάστευσαν, είτε στο εξωτερικό είτε στην Αθήνα είτε σε άλλες πόλεις της χώρας. Κάποιοι, πάντως, προσχώρησαν σε κάποια πολιτικά κόμματα, ειδικά στο νεαρό ΣΕΚΕ, όπως ο Σίσκος, ο οποίος το 1923 ήταν υποψήφιος βουλευτής του κόμματος στη Μαγνησία.
Οι Χειρογιώργος και Νικολαΐδης, όπως είπαμε πήραν μέρος στον πόλεμο και ίσως να σκοτώθηκαν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις, όπως ο Χαρίτος, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο και έγινε ρεφορμιστής, αλλά επέστρεψε στο Βόλο το 1917 και έγινε πρόεδρος της Πανεργατικής Ένωσης Βόλου.

Αναρχικός Ατομικισμός – Emile Armand

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1266454

-Γιατί παρατάς τις ανοιχτές λεωφόρους γι αυτό το στενό και κακοφτιαγμένο δρομάκι; Ξέρεις στ αλήθεια, κοριτσάκι, που πηγαίνεις; Μπορείς κάλλιστα να βρεθείς σε μια απρόσμενη άβυσσο. Κανείς, ούτε καν οι εγκληματίες, δεν τολμούν να κατεβούν σ’ αυτή. Μείνε στον φαρδύ, άνετο δρόμο που παίρνει όλος ο κόσμος, γιατί όχι; Μείνε στο γνωστό και χιλιοπερπατημένο μονοπάτι με τις πινακίδες του και τα σήματά του. Είναι τόσο βολικό κι ευχάριστο να πηγαίνεις πάνω κάτω σ αυτό!
-Είναι που έχω βαρεθεί την αποπνιχτική σκόνη, την χιλιοπατημένη διαδρομή που ακολουθούν οι άλλοι. Σιχάθηκα τους δυσκίνητους οδηγούς του και τους βιαστικούς διαβάτες. Την μονοτονία των περαστικών, τις κόρνες των αυτοκινήτων κι αυτά τα δένδρα που παρατάσσονται δεξιά κι αριστερά σαν στρατιώτες. Θέλω να αναπνεύσω ελεύθερα, όπως μου αρέσει, να ζήσω τη δική μου ζωή.
-Δε θα τα καταφέρεις ποτέ να ζήσεις έτσι, καημένο κορίτσι. Είναι μια χίμαιρα. Τα χρόνια που φεύγουν θα σε γιατρέψουν αργά ή γρήγορα απ’ την επιθυμία αυτή. Πάντοτε ζούμε σ’ ένα βαθμό τουλάχιστον, για τους άλλους, κι αυτοί, ως αντάλλαγμα ζούνε σ’ ενα βαθμό για μάς. Αυτός που σπέρνει το σιτάρι δεν είναι ο ίδιος μ εκείνον που φτιάχνει το ψωμί. Κι ο ανθρακωρύχος δεν είναι ο ίδιος που οδηγεί το τραίνο. Η ζωή στην κοινωνία είναι ένα σύμπλεγμα από περίπλοκους ανθρώπινους μηχανισμούς, η λειτουργία των οποίων απαιτεί τεράστια επαγρύπνηση και χρειάζεται μεγάλη δέσμευση και ατέλειωτη προσοχή. Σκέψου μόνο το χάος που θα επικρατούσε αν ο καθένας ζούσε όπως ήθελε! Θα ήταν μια κόλαση αν ο καθένας κατέβαινε σ’ έναν δρόμο που δεν περνούσαν οι διαβάτες, που μόνο κακοί σπόροι φύτρωναν στραβά, και που κανείς δε θα ‘ξερε που οδηγεί.
-Α, γέρο! Είναι αυτή η πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής που με τρομάζει. Ασφυκτιώ στην υποχρέωση να εξαρτώμαι από τον διπλανό μου, μια υποχρέωση που κάθε μέρα που περνά με βαραίνει, πάνω στη θέλησή μου να ζήσω όπως επιθυμώ. Και με μισή καρδιά αντικρίζω την προοπτική να ζήσω όπως οι άλλοι, να ζήσω για τους άλλους. Θέλω να μπορώ να γεμίζω άπληστα το στόμα μου χωρίς να θεωρούμαι κάποιο κακομαθημένο παλιόπαιδο. Να μπορώ να βουτάω και να ξαπλώνω στο γρασίδι χωρίς το φόβο κάποιου φύλακα ή της αστυνομίας. Αγαπώ τις ρίζες, τα δένδρα, τα πλάσματα του δάσους, τα μούρα και τους θάμνους σ’ αυτό το μονοπάτι χωρίς έξοδο. Τι να το κάνω το παντεσπάνι και τα παλάτια, στη συντροφιά των οποίων νιώθω μονάχα αηδία; Γιατί να νοιαστώ πού πηγαίνω; Ζω για το σήμερα, αδιαφορώ για το αύριο.
-Ω, μικρό κορίτσι! Κι άλλοι πριν από σένα μίλησαν με τα ίδια λόγια, και όπως εσύ, ξεκίνησαν για το άγνωστο. Δεν γύρισαν ποτέ από αυτό το ταξείδι. Πολύ καιρό αργότερα, στα ίδια μονοπάτια, που έχουν τώρα σιγά-σιγά σβηστεί, και στα ίδια ξέφωτα, τώρα χορταριασμένα, μικρά βουνά από κόκκαλα έχουν βρεθεί, εδώ κι εκεί. Αυτό έμεινε από κείνους. Χωρίς αμφιβολία, έζησαν τις ζωές τους, αλλά με τί κόστος; Και για πόσο καιρό; Ρίξε μια ματιά σ’ αυτούς τους πανύψηλους πύργους, τους πυκνούς καπνούς που βγαίνουν από μέσα τους. Είναι οι καμινάδες των σπουδαίων εργοστασίων που έστησε η ανθρωπότητα. Μέσα τους, εκατομμύρια ανθρώπων εργάζονται, σ’ αυτά τα φρεσκοπλυμμένα, ευάερα και εξαεριζόμενα δωμάτιά τους, με τις θαυματουργές μηχανές που προσφέρουν σ’ εμάς τους ανθρώπους τις πιο υψηλές τιμές. Κι όταν η νύχτα πέσει, αυτοί οι απλοί άνθρωποι, γεμάτοι ικανοποίηση από την σκληρή δουλειά της μέρας, κι ευγνωμοσύνη για το τίμιο ψωμί που κέρδισαν με τον ιδρώτα των μετώπων τους, γυρίζουν τραγουδώντας στα ταπεινά σπιτάκια τους, όπου τους περιμένουν οι αγαπημένοι τους. Ρίξε μια ματιά σ εκείνο το ορθογώνιο κτίριο, με τις μακρόστενες αίθουσες και τα φαρδιά παράθυρα: Αυτό είναι το σχολείο, όπου ανιδιοτελείς καθηγητές προετοιμάζουν μικρά παιδιά σαν εσένα να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τις ζωής. Μικρά πλασματάκια που προοδεύουν μόνο μέσα στο σχολείο. Δεν ακούς τις χαριτωμένες φωνούλες τους που επαναλαμβάνουν το μάθημα της προηγούμενης μέρας που έχουν αποστηθίσει;
Ο ήχος αυτών των κουδουνιών-σαν του πραγματικού στρατού-κι αυτοί οι μετρημένοι βηματισμοί, που σύντομα θα επαναλαμβάνονται στις στροφές του δρόμου λίγο πιο πέρα, σε περιμένει, να φέρεις στον κόσμο μια μικρή στρατιά από αγόρια και κορίτσια που περπατούν με τη σημαία περήφανη μπροστά τους, παιδιά που θα μείνουν εκεί μέχρι να μάθουν επαρκώς πως να πεθαίνουν για την πατρίδα, το έθνος τους, και όποια νέα απειλή τους βάλουν στο μυαλουδάκι τους. Δεν καταλαβαίνεις μήπως πως έτσι προχωρά η ανθρωπότητα προς την Πρόοδο, όταν ο καθένας τους εργάζεται στη δική του εξειδικευμένη θέση, σύμφωνα με τις ικανότητές του; Υπάρχουν, αναμφισβήτητα, δικαστήρια και φυλακές, αλλά αυτά προορίζονται για τους δύστροπους, για τους ελάχιστους απείθαρχους που τα κάθιστούν αναγκαία. Ανεξάρτητα από τις συνέπειές της, η εφαρμογή μιας τέτοιας κατάστασης πραγμάτων πήρε αιώνες ολόκληρους. Είναι ο πολιτισμός μας αυτός, ατελής ίσως αλλά τελειοποιήσιμος, από την επιρροή του οποίου δε θα μπορέσεις να διαφύγεις, εκτός αν βουτήξεις σε τόσο ανεξερεύνητα βάθη.
-Μέσα στα αμέτρητα εργοστάσια και τα εργαστήρια που λες, δεν βλέπω παρά στρατιές από σκλάβους, να εκτελούν μονότονα, σαν να ήταν κάποιο θρησκευτικό καθήκον τους, τις ίδιες κινήσεις μπροστά από τις ίδιες μηχανές, σκλάβοι που έχουν χάσει κάθε πρωτοβουλία και που η δική τους ενέργεια χάνεται όλο και περισσότερο, μέρα με την ημέρα, καθώς μέρα με τη μέρα μου φαίνεται όλο και λιγότερο πιστευτό ότι αυτά τα καθήκοντα είναι απαραίτητες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Από πάνω μέχρι κάτω, από τις διευθυντικές ιεραρχίες ακόμα το μόνο που ακούγεται είναι ένα επιφώνημα πνιγμού, της ατομικής πρωτοβουλίας. Και βέβαια, σαν πέσει η νύχτα μπορώ να ακούσω τους εργάτες να τραγουδούν, αλλά με πικρά λόγια, και μόνο αφού σταματήσουν σε μια από τις αμέτρητες ταβέρνες που υπάρχουν γύρω απ’ τα εργοστάσια. Οι φωνές που βγαίνουν από τα σχολεία είναι η ταλαίπωρη βοή θλιμμένων, κουρασμένων παιδιών που μετά βίας συγκρατούν την επιθυμία τους να τρέξουν, να πηδήξουν φράχτες και τοίχους, να σκαρφαλώσουν στα δένδρα. Κάτω από τις στολές των στρατιωτών σας βλέπω μόνο κάποια όντα που έχουν εκμηδενίσει κάθε αίσθησης προσωπικής αξιοπρέπειας μέσα τους, ώστε να πειθαρχήσουν στην επιθυμία, να εξοντώσουν την ενέργεια, να περιορίσουν την επιθυμία: αυτές είναι οι προσταγές της κοινωνίας σας, αυτές είναι οι αρρώστιες από τις οποίες υποφέρουν οι άνθρωποι προκειμένου να επιβιώσει η κοινωνία αυτή. Και είναι ο φόβος σας, για όσους δε δέχονται να προσαρμοστούν, τόσο μεγάλος που τους καταδικάζεται στην θλιβερή σκιά των φυλακών.
Ανάμεσα στον “πολιτισμένο άνθρωπο” του εικοστού αιώνα, του οποίου η μέγιστη έγνοια είναι να αποφύγει την αναγκαία προσπάθεια για να διεκδικήσει την ύπαρξή του, και του ανθρώπου “των σπηλαίων”, ποιός κερδίζει; Ο τελευταίος αυτός, δεν είχε φόβο για τον κίνδυνο. Δεν γνώριζε το εργοστάσιο ή τα στρατόπεδα, τις ταβέρνες ή τα μπορδέλα, τις φυλακές ή τα σχολεία. Έχετε διατηρήσει, ίσως τροποποιώντας τις λίγο, επιφανειακά, τις προκαταλήψεις και τις προλήψεις των ανθρώπων αυτών που αποκαλείτε “άγριους”. Υστερείτε όμως στην ενέργεια, την αξία και την ειλικρίνειά τους.
-Κοίταξε, θα συμφωνήσω μαζί σου ότι συνολικά στην κοινωνία μας υπάρχουν μερικά σκούρα σημεία. Όμως υπήρξαν φιλότιμοι άνθρωποι που προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμα, για ακόμα μεγαλύτερη ισότητα και δικαιοσύνη στην λειτουργία της. Επιρρεάζουν άλλους αγωνιστές, και ίσως μια μέρα θα είναι η αδιαμφισβήτητη πλειοψηφεία. Δεν χρειάζεται να μπερδεύεσαι σε διαδρομές εκτός τόπου και χρόνου. Απεναντίας, κράτα τις αξίες σου, μπες στην μέθοδο. Πίστεψέ με είμαι ένας έμπειρος γέρος. Η επιτυχία δεν πηγαίνει παρά σ αυτούς που την επιδιώκουν συστηματικά. Η επιστήμη μας διδάσκει ότι είναι απαραίτητο να ρυθμίζεται η ζωή. Υγειινολόγοι, βιολόγοι και γιατροί θα σου παρέχουν στ όνομά της τις θεραπείες που χρειάζεσαι για να την επιτείνεις, καθώς και την ευτυχία σου. Να μην έχουν εξουσία, πειθαρχία, κι έναν σκοπό είναι ότι χειρότερο.
-Δεν έχω ανάγκη, ούτε και θέλω την πειθαρχία σου. Με όλο το σεβασμό στην εμπειρία μου, θέλω να την κρατήσω για τον εαυτό μου. Από αυτήν, κι όχι από σένα προέρχονται όλοι οι κανόνες της ζωής μου. Θέλω να ζησω τη δική μου ζωή. Οι σκλάβοι και οι υποτακτικοί με τρομοκρατούν. Μισώ αυτούς που εξουσιάζουν, όσο σιχαίνομαι κι αυτούς που αφήνουν να τους εξουσιάζουν. Αυτός που σκύβει μπροστά στο μαστίγιο, δεν αξίζει παραπάνω από αυτόν που το κρατάει. Αγαπώ τον κίνδυνο, το άγνωστο, η αβεβαιότητα με γοητεύει. Είμαι κυριευμένη από μια αγάπη για την περιπέτεια, δεν δίνω δεκάρα για την επιτυχία. Μισώ την κοινωνία σας, των γραφειοκρατών και των υπαλλήλων, των εκατομμυριούχων και των ζητιάνων. Δε θέλω να προσαρμοστώ στα υποκριτικά σας έθιμα ή στις ψευτο-ευγενικούς σας τρόπους. Θέλω να βιώσω τον ενθουσιασμό μου στο πιο αμόλυντο, δροσερό αεράκι της ελευθερίας. Οι δρόμοι σας, τραβηγμένοι σύμφωνα με το σχέδιο, βασανίζουν την όρασή μου, και τα πανομοιότυπα κτίριά σας κάνουν το αίμα στις φλέβες μου να βράζει από ανυπομονησία. Κι αυτό μόνο είναι αρκετό για μένα.
Θα ακολουθήσω το δικό μου μονοπάτι, σύμφωνα με τα δικά μου πάθη, αλλάζοντας αδιάκοπα τον εαυτό μου, δε θέλω αύριο να είμαι όπως τώρα. Ξεφεύγω και δεν αφήνω τα φτερά μου έρμαιο στα ψαλίδια κανενός. Είμαι ο έρωτας. Προχωρώ, αιώνια παθιασμένη, αναφλέγομαι απ’ τη θέληση να δωθώ στον κόσμο, στον πρώτο αληθινό άνθρωπο που θα με πλησιάσει, στον κουρελιασμένο ταξιδιώτη, αλλά ποτέ στον σοβαρό και φρόνιμο άνδρα που θα κανονίσει το εύρος της πορείας μου. Ούτε στον επιστήμονα που θέλει να αλυσσοδέσει το μυαλό μου με τύπους και κανόνες. Δεν είμαι διανοούμενη, είμαι ένα ανθρώπινο ον, μια γυναίκα που πάλλεται ολόκληρη μπρος στις ορμές της φύσης και στα λόγια του έρωτα. Μισώ κάθε δεσμό, κάθε περιορισμό, μ αρέσει να περπατώ μόνη μου, γυμνή, αφήνοντας τις ακτίνες του φλεγόμενου ήλιου να χαιδεύουν τη σάρκα μου. Και, ω γέροντα, θα στεναχωρηθώ τόσο λίγο όταν η κοινωνία σας σπάσει σε χίλια κομμάτια, και μπορέσω πια να ζήσω πλήρως τη δική μου ζωή.
-Ποιά είσαι, κορίτσι, πώς σε λένε, και προβάλεις σαν μυστηριώδες και άγριο ένστικτο;
-Με λένε Αναρχία.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ “ΑΚΟΥ ΜΑΡΞΙΣΤΗ” ΤΟΥ ΜΑΡΡΑΙΗ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ..

BOOKCHIN: ΕΡΓΑΤΗΣ- ΤΟ ΡΟΜΠΟΤ ΜΕ ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

08/11/2010

«…Ο εργατης γινεται επαναστατης οχι οταν γινεται περισσοτερο εργατης, αλλα οταν καταστρεφει την ‘‘εργατοσυνη’’ του… Το ιδιο ισχυει και για το γεωργο, το φοιτητη, τον υπαλληλο, το στρατιωτη, το γραφειοκρατη, τον επαγγελματια― και το μαρξιστη. Ο εργατης δεν ειναι λιγοτερο ‘‘αστος’’ απο το γεωργο, το φοιτητη, τον υπαλληλο, το στρατιωτη, το γραφειοκρατη, τον επαγγελματια― και το μαρξιστη.
Η ‘‘εργατοσυνη’’ του ειναι η αρρωστια απο την οποια υποφερει, η κοινωνικη επιδημια σμικρυμενη σε ατομικες διαστασεις. (Ο Λενιν το αντιληφθηκε αυτο στο ‘‘Τι να Κανουμε’’, αλλα περασε λαθραια την παλια ιεραρχια κατω απο μια κοκκινη σημαια και αρκετη φλυαρια περι επαναστασης.)
Ο εργατης αρχιζει να γινεται επαναστατης… οταν φτανει στο σημειο να απεχθανεται την ταξικη του θεση εδω και τωρα, οταν αρχιζει να ξεφορτωνεται εκεινα ακριβως τα χαρακτηριστικα για τα οποια οι μαρξιστες τον εξυμνουν περισσοτερο:  την ηθικη της δουλειας, τη δομη του χαρακτηρα που προερχεται απο τη  βιομηχανικη πειθαρχια, το σεβασμο για την ιεραρχια, την υπακοη σε αρχηγους, τον καταναλωτισμο, [τη δολαριοφροσυνη, την οικονομιστικη νοοτροπια, την δουλοφροσυνη, την ιδεολογια της ‘‘σοβαροτητας’’,] τα στοιχεια πουριτανισμου.
Με αυτη την εννοια, ο εργατης γινεται επαναστατης στο βαθμο που αρνειται την ταξικη του θεση και πετυχαινει μια αταξικη συνειδηση… Αυτο που αρνειται ειναι ακριβως εκεινες οι ταξικες δεσμευσεις που τον δενουν σε ολα τα συστηματα κυριαρχιας…
Η πιο ενθαρρυντικη εξελιξη στα εργοστασια… ειναι η εμφανιση νεων εργατων που καπνιζουν μαριχουανα, χαβαλεδιαζουν… αλλαζουν συχνα δουλειες… απαιτουν περισσοτερο ελευθερο χρονο αντι μεγαλυτερο μισθο, παρενοχλουν ολες τις μορφες εξουσιας, απεργουν χωρις την εγκριση του σωματειου και βοηθουν τη συνειδητοποιηση των συναδελφων τους.(…)
Απο την αποσυντιθεμενη παραδοσιακη ταξικη δομη ενας νεος τυπος ανθρωπου δημιουργειται: ο επαναστατης… Αμφισβητει οχι μονο τις οικονομικες και πολιτικες προϋποθεσεις της ιεραρχικης κοινωνιας, αλλα την ιεραρχια καθαυτη. Εγειρει οχι μονο την αναγκη για κοινωνικη επανασταση, αλλα επισης προσπαθει να ζησει με εναν επαναστατικο τροπο στο βαθμο που αυτο ειναι εφικτο στην υπαρχουσα κοινωνια.(…) Ουσια [αυτου του επαναστατικου τροπου ζωης] ειναι.. η προσωπικη προπαγανδα της πραξης, που διαβρωνει ολα τα ηθη, τους θεσμους και τα ιερα συμβολα της κυριαρχιας…
Καθως η κοινωνια προσγγιζει το κατωφλι της επαναστατικης περιοδου, τα εργοστασια, τα σχολεια, οι γειτονιες, γινονται ο στιβος του επαναστατικου παιχνιδιου― ενα παιχνιδι με πολυ σοβαρο πυρηνα. Οι απεργιες γινονται μια χρονια κατασταση και οργανωνονται χαριν της απεργιας, ωστε να… θρυμματισουν την αστικη κανονικοτητα… να την αψηφισουν σε ωριαια σχεδον βαση.
Η πιο συνειδητη εκφραση αυτης της διαθεσης ειναι το αιτημα για αυτοδιευθυνση. Ο εργατης αρνειται να ειναι ενα διευθυνομενο ον, ενα ταξικο ον. Αυτη η διαδικασια εγινε ολοφανερη στην Ισπανια, στις παραμονες της επαναστασης του 1936, οταν οι εργατες σε καθε πολη καλουσαν σε απεργια ‘‘για πλακα’’― για να εκφρασουν την ανεξαρτησια τους, την αισθηση τους του ξυπνηματος, την ρηξη τους με την κοινωνικη ταξη πραγματων… Ηταν επισης ουσιαστικο χαρακτηριστικο της γενικης απεργιας του 1968 στη Γαλλια…»

MURRAY BOOKCHIN: ΑΚΟΥ ΜΑΡΞΙΣΤΗ /
Διεθνης Βιβλιοθηκη/ σελ. 26-28