Αρχείο κατηγορίας Uncategorized
Κείμενο 4 Αναρχικών συλληφθέντων για τη διπλή ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης.
https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1456823
Οι μέρες μας περνάνε, οι νύχτες μας δεν περνάνε.
Τρέχουμε προς τη διαφυγή μας, ενώ γύρω μας εξελίσσεται ένα κανονικό ανθρωποκυνηγητό. Πίσω μας μία ζωή προκαθορισμένη, χαραγμένη από τα χέρια των κυρίαρχων, με στόχο να εσωτερικεύσουμε την υποταγή ως αντικειμενική συνθήκη, να νομιμοποιήσουμε ηθικά συστήματα νόμων και κανόνων, να εξισώσουμε το άτομο με μία στατιστική λογική αριθμών. Μπροστά μας ο κόσμος των «ουτοπικών» μας φαντασιώσεων που κατακτιέται μόνο με βία. Μία ζωή, μία πιθανότητα και αποφασιστικές επιλογές.
Κοίτα το κενό ανάμεσα στα σύννεφα και πήδα, γιατί ποτέ η πτώση δεν υπήρξε πιο σίγουρη επιλογή.
Την Παρασκευή 01.02, μαζί με ομάδα συντρόφων, προχωρήσαμε στη διπλή ληστεία της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομείου στο Βελβεντό Κοζάνης. Άποψή μας είναι πως έχει κάποια ουσία να αναλύσουμε σε ένα βαθμό το επιχειρησιακό κομμάτι της ληστείας. Κυρίως για να αναδειχθούν όλες οι πτυχές της επίθεσης, οι επιλογές που κάναμε, τα λάθη που διαπράξαμε και οι λόγοι που μας οδήγησαν σε αυτά:
Το πρωί της Παρασκευής λοιπόν, επιτεθήκαμε στους δύο στόχους χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Επιδίωξή μας από την αρχή ήταν να πάρουμε τα χρήματα και από τα δύο χρηματοκιβώτια, όπως και έγινε. Κατά τη διάρκεια της διαφυγής μας, μία σειρά από ατυχή γεγονότα και λανθασμένους χειρισμούς, οδήγησαν στην έκθεση τόσο του οχήματος μας, όσο και στην κατεύθυνσή μας στην αστυνομία.
Λόγω του αστυνομικού κλοιού που σχηματίστηκε αυτόματα, ο σύντροφος που οδηγούσε το διαμορφωμένο εξωτερικά σαν ασθενοφόρο βαν, αναζητούσε διεξόδους διαφυγής για την ομάδα που έκανε τις ληστείες. Στην προσπάθειά του αυτή, έκανε το λάθος να περάσει τρεις φορές από όχημα των μπάτσων, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ύποπτος. Ακολούθησε καταδίωξη και μετά, λόγω άγνοιας της περιοχής στην οποία κατέληξε, έφτασε σε τέσσερα αδιέξοδα στους χωματόδρομους των ορυχείων, με αποτέλεσμα στο τελευταίο να περικυκλωθεί και να μην έχει πια κανένα ουσιαστικό περιθώριο διαφυγής. Έτσι, αφού έκαψε το βαν, τον συνέλαβαν. Με αυτές τις εξελίξεις και ενώ ο σύντροφός μας με το όχημα διαφυγής βρισκόταν ήδη στα χέρια των μπάτσων, το εύρος των επιλογών μας μειώθηκε σημαντικά.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να σταματήσουμε το πρώτο διερχόμενο όχημα, καθώς θα εξασφάλιζε μία πιο ασφαλή διαφυγή για εμάς και τους συντρόφους μας. Το μείζον ζήτημα σε αυτή τη συνθήκη ήταν να μη γίνει γνωστό στους μπάτσους το νέο όχημα διαφυγής των συντρόφων μας, οπότε αποφασίσαμε να κρατήσουμε τον οδηγό στο βαν μαζί μας, μέχρι να βρούμε έναν τρόπο διαφυγής και για εμάς. Κάπου εκεί υπήρξε και η συνάντησή μας με ένα περιπολικό που εξελίσσεται σταδιακά σε άγρια καταδίωξη ως την πόλη της Βέροιας με τις περισσότερες δυνάμεις αστυνομίας, που υπήρχαν στη περιοχή, πίσω μας. Προφανώς δε διανοηθήκαμε στιγμή να χρησιμοποιήσουμε τον συγκεκριμένο όμηρο ως ανθρώπινη ασπίδα(δεν θα είχαμε π.χ. πρόβλημα αν είχαμε τον διευθυντή μίας τράπεζας), άλλωστε η αστυνομία δε γνώριζε την ύπαρξή του. Εν τέλει, λειτούργησε ως ανθρώπινη ασπίδα για τους μπάτσους εν αγνοία τους, καθώς αποτέλεσε την αιτία που δε χρησιμοποιήσαμε τα όπλα μας για να απεμπλακούμε. Γιατί η συνείδησή μας και ο αξιακός μας κώδικας δε μας επιτρέπουν να ρισκάρουμε τη ζωή ενός τυχαίου ανθρώπου που βρέθηκε μαζί μας παρά τη θέλησή του.
Στο σημείο αυτό θέλουμε να καταστήσουμε σαφές, ότι τα όπλα δεν τα είχαμε για εκφοβισμό, αλλά ως εργαλείο σε περίπτωση συμπλοκής μας με μπάτσους. Άρα, λοιπόν, ο λόγος που τελικά δεν πράξαμε όπως αναλογούσε, ώστε να διαφύγουμε, ήταν μία συνθήκη στην οποία βρεθήκαμε από λανθασμένο χειρισμό.
Η μόνη εκδοχή διαφυγής πλέον ήταν η ταχύτητα και η προσπάθειά μας να κερδίσουμε απόσταση με το όχημα μας από τους μπάτσους που μας καταδίωκαν. Βέβαια η, πόλη της Βέροιας δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο και έτσι σύντομα εγκλωβιστήκαμε σε ένα στενό με αποτέλεσμα τη σύλληψή μας. Κατά τη διάρκεια της σύλληψής μας, το μόνο που δηλώσαμε από την αρχή ήταν ότι ο άνθρωπος που είχαμε μαζί μας δεν είχε καμία σχέση με τη ληστεία και εμάς. Παρ’ όλα αυτά οι μπάτσοι συνέχιζαν να τον χτυπάνε και αυτόν, τουλάχιστον για όσο είχαμε οπτική επαφή μαζί του.
Η παραπάνω αφήγηση δεν γίνεται στα πλαίσια της επίδειξης και της αυτοπροβολής, αλλά για να αντιστρέψουμε την παρακαταθήκη μίας άνευ μάχης σύλληψης που οι συνθήκες μας οδήγησαν.
* * * * *
Η αφήγηση τελειώνει στα κεντρικά της αστυνομίας στη Βέροια, όπου ακολουθησε πολύωρος βασανισμός τριών από εμάς από τα γουρούνια της αστυνομίας. Οι τακτικές γνωστές και αναμενόμενες: κουκούλα, δέσιμο με χειροπέδες πισθάγκωνα και ξύλο.
Θεωρούμε αυτονόητο πως ανάμεσα σε εμάς και το σύστημα υπάρχει μία σαφής διαχωριστική γραμμή που αποτυπώνει τον πόλεμο μεταξύ δύο κόσμων. Τον κόσμο της κυριαρχίας, της καταπίεσης και της υποδούλωσης και τον κόσμο της ελευθερίας που δημιουργούμε και κρατάμε ζωντανό μέσα από την αδιάκοπη πάλη με την εξουσία.
Σε αυτόν τον πόλεμο τα γουρούνια της αστυνομίας αποτελούν μόνιμο στόχο των αναρχικών ανταρτών ως εμπροσθοφυλακή και κατασταλτικός βραχίωνας των μηχανισμών της κυριαρχίας. Για αυτό θεωρούσαμε τη στάση των μπάτσων απέναντί μας αυτονόητη. Αν το κράτος δε μας πολεμούσε, τότε θα είχαμε ένα καλό λόγο να ανησυχήσουμε. Τα βασανιστήρια ως μέθοδος ήταν, είναι και θα είναι ένα όπλο στη φαρέτρα της εκάστοτε εξουσίας. Εμείς, φυσικά, σαν αναρχικοί, αρνούμαστε να χρησιμοποιήσουμε μεθόδους βασανισμού απέναντι στους εχθρούς μας και προτάσσουμε την αξιοπρεπή πρακτική των πολιτικών «εκτελέσεων», καθώς δε θέλουμε να αναπαράγουμε τη σαπίλα του κόσμου τους αλλά να την εξοντώσουμε.
Η άποψη που θέλει τους αγωνιστές βορά στα νύχια των κατασταλτικών μηχανισμών εσωτερικεύει την αντίληψη της ήττας στους κόλπους των ανατρεπτικών κύκλων. Είναι η αποδοχή μίας αντίληψης περιορισμού του πολέμου εναντίων των εχθρών της ελευθερίας, στα πλαίσια αποδοχής της αστικής κοινωνικής ηθικής και νομιμότητας. Και για να μην παραξηγούμαστε, η παραπάνω νύξη αφορά σε ανακοινώσεις τύπου ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α ή Α.Κ., που συμβάλουν περισσότερο στο ρεφορμισμό παρά στη ριζοσπαστικοποίηση. Περιττό να αναφερθούμε σε δημοσιογράφους, το ΣΥΡΙΖΑ και λοιπά κομμάτια του συστήματος που με «φιλικές» ανακοινώσεις προς εμάς επιχειρούν να επαναπροσεγγίσουν όσες συνειδήσεις ξεκινούν να αποκλίνουν από τις νόρμες, εξυπηρετώντας έτσι τη σταθεροποίηση του καθεστώτος.
Τώρα, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των πρακτικών βασανισμού, για εμάς η απάντηση βρίσκεται στην πολυμορφία. Η ανάδειξη συγκεκριμένων γεγονότων μέσα από δράσεις αντιπληροφόρησης όπως προκυρήξεις, αφίσες, συγκεντρώσεις, πορείες κ.τ.λ. είναι σίγουρα αναγκαία, ώστε όλο και περισσότεροι άνθρωποι να οδηγούνται σε μία διαπίστωση. Μία διαπίστωση που δε χωράει «μεμονωμένα περιστατικά» ή «εκδικητικές συμπεριφορές» αλλά οδηγεί στην αντίληψη ότι η φυσική βία ήταν πάντοτε μέσο καταστολής και ελέγχου από την εξουσία. Αποτελεί το κομμάτι του πολέμου μεταξύ κυριαρχίας και εξέγερσης.
Όσο βέβαια εξαπλώνεται το μήνυμα αυτό, άλλο τόσο πρέπει να εξαπλώνεται και ένα μήνυμα τρόμου προς τους εκ φύσεως βασανιστές, τους μπάτσους. Για να μη χτυπάνε οι μπάτσοι δεν έχουν νόημα οι ενδοσυστημικές καταγγελίες και οι δικονομικές διαδικασίες, που συνεπάγονται εκπτώσεις και άτυπη αποδοχή της δικαστικής ή δημοσιογραφικής εξουσίας. Χρειάζεται αντίσταση× και η αντίσταση πρέπει να έχει και βίαιες μορφές. Γιατί μία επίθεση στους μπάτσους, όχι μόνο της Βέροιας, είτε με πέτρες, είτε με μολότωφ, είτε με όπλα, τους οδηγεί αδιαμφησβήτητα στο να επανεξετάσουν τις επιλογές τους, μετρώντας τις πληγές τους πριν ξανασηκώσουν χέρι. Γιατί όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, οι εχθροί έχουν όνομα και διεύθυνση.
* * * * *
Δε θα αναφερθούμε αναλυτικά στο ρόλο των τραπεζών, ούτως ή άλλως στην εποχή που ζούμε είναι γνωστός στον καθένα. Η ύπαρξή τους είναι μία διαρκής ληστεία. Για εμάς, ως αναρχικούς, αποτελούν στόχο για κάθε μορφή επίθεσης: εμπρηστική, βομβιστική, ληστρική. Βέβαια, πολύς λόγος έγινε για την υπόθεσή μας και σίγουρα υπάρχει ανάγκη να αναστρέψουμε το κλίμα. Να χτυπήσουμε τη διαρκή επιχείρηση απονοηματοδότησης της επιλογής μας και να αναδείξουμε τη σαπίλα της κοινωνιολογικής προσέγγισης και του ψευτοανθρωπιστικού υπόβαθρου, που λόγω ηλικίας θέλησαν να προσδώσουν.
“Παιδιά της διπλανής πόρτας και χτυπάνε τράπεζα. Γιατί;”
Γιατί η ληστεία είναι μία συνειδητά πολιτική πράξη. Δεν αποτελεί το επόμενο στάδιο μίας ανήσυχης εφηβικής περιόδου, φιλοδοξίες για προσωπικό πλουτισμό, ούτε φυσικά είναι αποτέλεσμα της δήθεν τεμπελιάς μας. Περιέχει όμως την επιθυμία να μη δεσμεύσουμε τις ζωές μας στη στυγνή εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Την άρνησή μας να γίνουμε γρανάζια οικονομικών συμφερόντων. Την αντίστασή μας στην επέλαση της ψυχικής κα αξιακής χρεοκωπίας του κόσμου τους.
Είναι σαφές για εμάς ότι δεν αρνούμαστε τη δημιουργικότητα μέσα στις κοινότητές μας. Άλλωστε, η οργάνωση μίας ληστεία απαιτεί καί πνευματική καί υλική εργασία. Αρνούμαστε όμως να υποδουλώσουμε τη δημιουργικότητά μας στον κόσμο της παραγωγής και αναπαραγωγής της εργασίας. Βέβαια, για εμάς λίγη ουσία θα είχε η άρνηση της μισθωτής σκλαβιάς αν δεν εργαζόμασταν παράλληλα και για την καταστροφή της. Είμαστε αμετανόητοι αναρχικοί και δεν επιζητάμε συμπάθεια, συμπόνια ή κατανόηση επειδή πράξαμε «λάθος» σε ένα «λάθος» κόσμο. Επιδιώκουμε τη διάδοση των προταγμάτων μας και των πρακτικών μας και θα το παλέψουμε μέχρι την τελευταία μας λέξη, μέχρι την τελευταία μας σφαίρα.
* * * * *
Κάθε μας επιθετική πράξη, είναι και μία στιγμή του συνολικού επαναστατικού πολέμου που διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα. Τα χρήματα από αυτή τη ληστεία δεν είχαν προορισμό τον επίπλαστο καταναλωτικό παράδεισο. Είναι απλά το εργαλείο για να κινηθεί κάθε μορφή αγώνα. Από την εκτύπωση προκυρήξεων μέχρι την αγορά όπλων και πυρομαχικών, για τη χρηματοδότηση των παράνομων υποδομών άμυνας και επίθεσης. Από την ενοικίαση των παράνομων σπιτιών μας μέχρι την προμήθεια εκρηκτικών για να τινάξουμε στον αέρα την κοινωνική ειρήνη.
Ο σκοπός είναι η διάχυση της άμεσης δράσης ενάντια στη γενικευμένη συνθήκη της αιχμαλωσίας που βιώνουμε. Είτε αντάρτικα, είτε ανοιχτά και κατά μέτωπο, με όποιο τρόπο ο καθένας εκτιμά ότι είναι πιο γόνιμο και αποτελεσματικό, με όποιο τρόπο διατίθεται και γουστάρει κάθε άτομο και κάθε συλλογικότητα που συμβάλει στον αγώνα. Πάντα στόχος κάθε μας κίνησης, κάθε αντάρτικης επίθεσης είναι η εξάπλωση της επαναστατικής συνείδησης. Για να σταθούμε συνειδητά απέναντι στον κόσμο της καθολικής υποδούλωσης, απέναντι σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο εχθρό που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη, η μάχη για την ελευθερία και η προσπάθεια να προσδώσουμε μαχητικά χαρακτηριστικά σε κάθε πτυχή του αναρχικού αγώνα είναι γόνιμη και αναγκαία.
Γιατί η αναρχία δεν μπορεί ποτέ να γίνει ευχάριστη ιδέα μέσα στον καθολικό κόσμο της υποταγής, παρά βρίσκεται σε αδιάκοπη σύγκρουση μαζί του.Δεν μπορεί να περιοριστεί ούτε σε ακίνδυνες και δημοκρατικά αποδεκτές εκδηλώσεις, ούτε σε φετιχισμούς των μέσων, αλλά συνιστά μία αδιαίρετη ολότητα κάθε μορφής αγώνα. Το κάθε άτομο ή ομάδα, ανάλογα με τις επιθυμίες, τις διαθέσεις και το σκεπτικό του, συμβαλει με όποιον τρόπο γίνεται στη συνέχιση του αγώνα.Αναρχία είναι ο τρόπος μας να οργανωνόμαστε, να ζούμε και να παλέυουμε. Είναι η οργάνωση χωρίς περιορισμούς, είναι η αδιάκοπη πάλη. Είναι η ακραία συντροφικότητα που βιώνουμε στις εξεγερμένες κοινότητες απέναντι στο σάπιο κοινωνικό οικοδόμημα.
Κλείνοντας θα θέλαμε να χαιρετίσουμε όλους τους συντρόφους που δραστηριοποιήθηκαν. Κολλώντας αφίσες, φωνάζοντας συνθήματα, οργανώνοντας συγκεντρώσεις, βγάζοντας κείμενα αλληλεγγύης (μέσα και έξω από τη φυλακή). Σε αυτούς που αυτή τη στιγμή ετοιμάζουν τις επιθέσεις τους.
Υ.Γ.1 Θέλουμε ακόμα να στείλουμε την αλληλεγγύη μας στον απεργό πείνας Σπύρο Δραβίλα ο οποίος δίνει μία επίπονη και σκληρή μάχη για μία ανάσα ελευθερίας. Καλή δύναμη.
Υ.Γ.2 Πριν λίγο καιρό σκοτώθηκε σε μία τυχαία συμπλοκή ο σύντροφος Riyano στην Ινδονησία. Ο Ryo ήταν αναρχικός που μέσα από τη δράση του προωθούσε τη διεθνή αλληλεγγύη. Τώρα ακόμα και αν λείπει από τις εχθροπραξίες που προκαλούμε ενάντια στο υπάρχον, είμαστε σίγουροι ότι κοιτάμε πάντα προς το ίδιο αστέρι, το αστέρι της αναρχικής διαρκούς εξέγερσης. Τιμή στο σύντροφο RIYANO.
Oι αναρχικοί:
Νίκος Ρωμανός
Δημήτρης Πολίτης
Ανδρέας-Δημήτρης Μπουρζούκος
Γιάννης Μιχαηλίδης
Αίγινα 1934 – Η απόδραση των 8, μέρος δεύτερο.
Οι φυλακές της Αίγινας ήταν πραγματικά ένα παμπάλαιο και άθλιο κτίριο.Είχε κτιστεί στα χρόνια του Καποδίστρια και χρησιμοποιήθηκε αρχικά και για πολλά χρόνια, για στρατιωτική σχολή. Αργότερα έγινε ορφανοτροφείο και στη συνέχεια φυλακή.
Ήταν ένα ισόγειο πλακόστρωτο κατασκεύασμα με ξύλινη οροφή, που όπως όλα τα παλιά κτίρια, χωριζόταν από την κεραμόσκεπη στέγη μ’ ένα μεγάλο κενό.
Οι 86 κομμουνιστές κρατιόντουσαν σε 10 συνεχόμενα κελιά (από 7-10 σε κάθε κελί) στην Γ΄πτέρυγα, ενώ στις άλλες κρατιόντουσαν οι ποινικοί. Όλοι μαζί έφταναν τους 600. Την ίδια εποχή σε άλλες φυλακές (Ιτζεδίν, Γεντί Κουλέ, κ.α.) κρατιόντουσαν περί τους 1000 κομμουνιστές.
Ο διαχωρισμός ποινικών-πολιτικών, κρινόταν αναγκαίος,
“διότι -γράφει η Ακρόπολις- η διεύθυνσις των φυλακών εγνώριζεν εκ πείρας ότι οσάκις τους διασκόρπιζαν εις όλα τα κελιά, οι μεμυημένοι εις τας ιδέας του Μαρξ “διεφώτιζαν” και τους άλλους, τους ποινικούς κρατούμενους, και “εσήκωναν τη φυλακή στο πόδι”.
Η απόδραση αποφασίστηκε από τους αρχηγούς της κολλεχτίβας των φυλακισμένων σε συνεννόηση με το Κόμμα. Κριτήριο για το ποιοί θα δραπετεύσουν ήταν κι εδώ η ποινή που βάραινε τον καθένα και οι ανάγκες που είχε το Κόμμα.
“Το Κόμμα – έδινε στο σημείο αυτό την ερμηνεία της η Ακρόπολις – όχι μόνον είχε αναάγκη των δραπετών, αλλά και ενός εντυπωσιακού γεγονότος δια να μάθει η πτωχή προλεταρία ότι αν η αστική πολιτεία εξαπολύει τρομοκρατίαν κι έχει φυλακάς, οι κομμουνισταί ξεύρουν να τας καταργούν”.
Το εγχείρημα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες και απαιτούσε πολλή δουλειά και καλή “οργάνωση υποδοχής” απ’ έξω. Αποφάσισαν να φύγουν με τη μέθοδο του λαγουμιού, μ’ όλες τις δυσκολίες που παρουσίαζε.
Το πρόβλημα ήταν από πού θα άρχιζαν. Περισσότερο προσφερόταν ο χώρος κάτω από το πρεβάζι του παραθυριού του κελιού 7, που βρισκόταν μισό μέτρο πάνω από το δάπεδο: α) γιατί εκεί ο τοίχος έφτανε σε πάχος το ένα μέτρο, πράγμα που τους επέτρεπε να ανοίξουν μέσα στον ίδιο τον τοίχο το “πηγάδι” που θα οδηγούσε στο λαγούμι, β) μπορούσαν από τη θέση που βρισκόταν το παράθυρο να ελέγχουν εύκολα την έξω κίνηση, και γ) από ‘κει εξασφαλιζόταν ο ασφαλέστερος υπόγειος δρόμος προς την ελευθερία, αφού μόλις τέλειωνε το προαύλιο της φυλακής κι ένας μικρός δημόσιος δρόμος, άρχιζαν τα χωράφια και αμέσως μετά από ένα δασάκι απ’ όπου μπορούσαν εύκολα να εξαφανιστούν.
Στο κελλί 7 έμεναν οι Κλειδωνάρης, Βαβούδης, Θωμάζης, Βέργος, και Μαρμαρέλης (πρώην αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη). Οι δύο τελευταίοι που δεν άκολούθησαν τους δραπέτες, στάθηκαν από τους βασικούς συντελεστές της απόδρασης. Στους πέντε αυτούς έπεσε και το μεγαλύτερο μέρος της πρακτικής δουλειάς.
Το έργο άρχισε ττρεις μήνες πριν τελειώσει. Σήκωσαν πρώτα το ξύλινο βαρύ πρεβάζι του παραθυριού και άρχισαν σιγά σιγά να “τρώνε” το εσωτερικό του. Βασικό εργαλείο τους το σιδερένιο πόδι ενός κρεβατιού.
Ένας δούλευε κι οι άλλοι κράταγαν τσίλιες. Μόλις έβλεπαν κάποιο κίνδυνο έβαζαν γρήγορα το πρεβάζι στη θέση του και το κελί ξανάβρισκε τη συνηθισμένη εικόνα του. Εκείνο που τους ευκόλυνε αρκετά στο έργο τους, ήταν ότι τα παραθυρόφυλλα βρισκόντουσαν στην άκρη της εξωτερικής μεριάς του τοίχου και ακόμα ότι ένα μέρος του παραθυριού ήταν μόνιμα καλυμμένο με εφημερίδες για να μην μπαίνει ο ήλιος στο κελί.
Είχαν υπολογίσει από πριν πού θα έβαζαν τα χώματα και τις πέτρες. Άνοιξαν μια τρύπα στον “τσατιμά” που κάλυπτε το ταβάνι, ανέβηκε ένας απάνω κι άρχισε να τραβάει μ’ ένα σκοινί τα χώματα και τις πέτρες που έβαλαν σε σακούλες που είχαν φτιάξει με παλιόρουχα. Τις άδειασε και τις σκόρπισε κατά μήκος του ταβανιού.
Η δουλειά αυτή γινόταν συνήθως βράδυ. Μόλις τέλειωναν εφάρμοζαν στην τρύπα του ταβανιού δυό φαρδιές σανίδες ασβεστωμένες, από τον ασβέστη που η υπηρεσία παραχωρούσε, για λόγους καθαριότητας, πρόθυμα στους κρατούμενους.
Αργότερα, όταν τα μπάζα έγιναν πολλά, χρειάστηκε να κατασκευάσουν μικρά πατάρια, μεταξύ στέγης και ταβανιού, όπου συσσώρευαν τις πέτρες και τα χώματα.
Το ταβάνι εξ’ άλλου, ήταν και οασφαλέστερος τρόπος επικοινωνίας με τ’ άλλα κελιά. Όποιος χρειαζόταν άνοιγε εκεί μια τρύπα, ανέβαινε απάνω, προχωρούσε σκυφτά κι έφτανε στο 7.
Μόλις άνοιξαν ένα “πηγάδι” βάθους δυό μέτρων, άρχισαν να σκ΄βουν οριζόντια για το λαγούμι. Το έργο από εκεκί κι έπειτα παρουσιαζόταν αρκετά εύκολο, γιατί είχαν να κάνουν με μαλακό χώμα.
Οι σκαφτιάδες δούλευαν – κυρίως την ημέρα και σπάνια τη νύκτα- με βάρδιες που δεν ξεπερνούσαν τα 10 λεπτά, γιατί δυσκολευόντουσαν ν’ αναπνεύσουν. Τενεκεδάκια με λάδι και φυτίλι τους φώτιζαν στο έργο τους.
Η φύλαξη των κρατούμενων εκείνα τα χρόνια δεν ήταν πολύ αυστηρή. Λιγότερο ακόμη αυστηρή ήταν η φρούρηση στην Αίγινα, όπου οι ενδεχόμενοι δραπέτες είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και το πρόβλημα της απομάκρυνσης από το νησί.
Όλη τη μέρα οι κρατούμενοι ήταν ελεύθεροι να σουλατσάρουν στο προάυλιο της φυλακής ή να ασχολούνται με έργα “ειρηνικά” – μαστορέματα, νοικοκυριό, κατασκευή διαφόρων σουβενίρ κτλ- και μόνο το βράδυ, μετά το καθιερωμένο προσκλητήριο, κλεινόντουσαν στα κελιά. Τα μέτρα έγιναν αυστηρά μετά την απόδραση.
Δουλεύοντας αλλά και υπολογίζοντας το μάκρος της υπόγειας διαδρομής, αφού πέρασαν σκάβοντας τον δημόσιο δρόμο, κατάληξαν πίσω από τη μάντρα ενός περιβολιού. Άνοιξαν μια μικρή τρύπα και κατόπτευσαν τον γύρω χώρο. Καμιά διακοσαριά μέτρα από ‘κει ήταν ένα μικρό καλύβι και κάμποσα μέτρα απέναντί τους άρχιζε ένα δασάκι. Την ξανάκλεισαν και ξαναγύρισαν στη φυλακή τους, για να προετοιμάσουν την τελική φάση του εγχειρήματος.
Στις 7 Μαϊου ημέρα Δευτέρα ήταν όλοι έτοιμοι. Και αυτοί που θα έγφευγαν και αυτοί που τους περίμεναν απ’ έξω. Στους τελευταίους αυτούς ήταν και πάλι ο Θανάσης Κλάρας, ο οποίος είχε κάνει στις φυλακές Αίγινας στο τέλος του 1929 για 45 μέρες, για παράβαση του “ιδιώνυμου”. Στις ίδιες φυλακές ξανακλείστηκε ο Κλάρας το 1936 από τη δικτατορία του Μεταξά.
Εκέινο το βράδυ, όπως είπαν αργότερα οι φύλακες, επικρατούσε μεγάλη ευθυμία στην πτέρυγα των κομμουνιστών, λες και κάτι γιόρταζαν. Ένα από τα τραγούδια που έλεγαν και ξανάλεγαν κατάληγε σε τούτο το δίστιχο :
Ρία ρία ρο
θα σε πάρω Μαριγώ!
Στις 10 ή ώρα όμως, μόλις σήμανε σιωπητήριο, όλοι σταμάτησαν κι έπεσαν στα κρεβάτια τους. Την ίδια ώρα άρχιζε η προετοιμασία για την απόδραση.
Για τους κρατούμενους του 7 δεν υπήρχε πρόβλημα. Η τρύπα άρχιζε από το κελί τους. Έπρεπε όμως να περιμένουν και τους άλλους. Οι Δερβίσογλου, Σαρίκας και Δουλγέρης βρισκόντουσαν στο κελί 6, ενώ οι Σακαρέλλος και Φλωράκος στο 1. Και οι μεν όμως και οι δε ήρθαν από τον ίδιο δρόμο στο 7: από το ταβάνι. Σχετικά εύκολα οι πρώτοι. Κάπως πιο δύσκολα οι δεύτεροι αφού έπρεπε να περάσουν πάνω από έξι κελιά.
Όλοι οι κρατούμενοι κομμουνιστές συνεργάστηκαν εκείνη τη νύχτα, άλλος λίγο άλλος πολύ, για την απόδραση των συντρόφω τους.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα βρισκόντουσαν και οι 8 στο κελί 7. Σήκωσαν το σκέπασμα του “πηγαδιού”, αποχαιρέτησαν τους Βέργο και Μαρμαρέλη που απόμειναν και άρχισαν ένας ένας να κατεβαίνουνκαι στη συνέχεια να σέρνονται στη σήραγγα που φωτιζόταν από τα λυχνάρια που είχαν τοποθετήσει κατά μήκος της.
Ο Βέργος κι ο Μαρμαρέλης έκλεισαν με φροντίδα το άνοιγμα του “πηγαδιού”, φούσκωσαν με παλιόρουχα τα κρεβάτια των συντρόφων τους που έφυγαν -το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι που έμειναν στα κελιά 6 και 1- και ξάπλωσαν.
Με λίγα χτυπήματα από τους δύο πρώτους, η τρύπα στην άλλη άκρη της σήραγγας άνοιξε. Έριξαν μια αρπαχτή ματιά. Απόλυτη ησυχία. Ένας ένας έβγαινε και κατευθυνόταν στο δασάκι, όπου σε λίγο είχαν συγκεντρωθεί και οι οχτώ. Κοίταξαν προς τη μεριά της φυλακής. Απόλυτη ηλικία κι εκεί.
Σιγυρίστηκαν και κάθισαν στις πέτρες να φουμάρουν. Λίγο πριν κινήσουν κατά το γυαλό, κάποιος έριξε την ιδέα: \
-Δεν τους γράφουμε κι ένα ραβασάκι;
-Να τους γράψουμε.
Το κάρφωσαν σ’ ένα δέντρο και ξεκίνησαν.
Μια βάρκα τους περίμενε στην ακροθαλασσιά. Δεν ήταν δική τους. Ήξεραν όμως ότι βρισκόταν εκεί κάθε βράδυ. Μόνο που ο ψαράς που την είχε έπαιρνε τα βράδια , για κάποια ασφάλεια, τα κουπιά. Τα αντικατάστησαν με δυό γερές σανίδες, έσπρωξαν τη βάρκα στη θάλασσα, μπήκαν μέσα κι άρχισαν να απομακρύνονται με απαλές κινήσεις. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, ο καιρός καθαρός, είχε αρχίσει το καλοκαίρι.
Τρία μίλια από την Αίγινα βρίσκεται το νησάκι Μονή. Εκεί τους περίμενε μια βενζινάκατος με τους συντρόφους τους απ’ έξω. Αντάμωσαν συγκινημένοι.
Δεν είχαν καιρό για χάσιμο. Άλλαξαν ρούχα. Λίγο αργότερα η βενζινάκατος κατευθυνόταν στον Σαρωνικό.
Η απόδραση των οχτώ της Αίγινας θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες αποδράσεις που έγιναν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Θαυμάστηκε απ’ όλους – ακόμα και εμπειρογνώμονες από το εξωτερικό ήρθαν για να μελετήσουν το άνοιγμα της σήραγγας – τραγουδήθηκε από τους κομμουνιστές και υπήρξε το πρότυπο της μεγάλης απόδρασης των Βούρλων που ακολούθησε 31 χρόνια αργότερα…
Αίγινα 1934 – Η απόδραση των 8, μέρος πρώτο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη “Οι μεγάλες αποδράσεις”. Ένα βιβλίο του 1976
(εκδόσεις Τετράδιο) που περιγράφει περιπτώσεις αποδράσεων από κομμουνιστές κρατούμενους, μεταξύ του 1925 και του 1955 :
1) 1925, απόδραση του Ν. Ζαχαριάδη από το γεντί-κουλέ,
2) 1929, απόδραση του Ν. Ζαχαριάδη από την “Παλιά Στρατώνα”,
3) 1931, απόδραση των 7 και του δεκανέα από τις φυλακές Συγγρού,
4) 1932, απόδραση του Μ. Μπεζεντάκου από τις φυλακές Συγγρού,
5) 1933, απόδραση της Κ. Εμμανουηλίδου από τις φυλακές Αβέρωφ,
6) 1934, απόδραση των 8 από τις φυλακές Αίγινας,
7) 1955, απόδραση των 27 από τα Καμμένα Βούρλα.
Οι αποδράσεις αυτές πέρα από μία, αυτήν της Κ.Εμμανουηλίδου, είναι αποδειγμένο ότι οργανώθηκαν από -ή με τη βοήθεια του- κ.κ.ε. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη… Έγιναν σε πολύ ιδιαίτερες εποχές, χαρακτηρισμένες από έντονες κοινωνικές διεργασίες και αναταραχές. Από δυναμικά εργατικά και κοινωνικά κινήματα, από έντονες αντιπαραθέσεις εμφυλιακού τύπου καθώς και από κυριαρχία πολύ δεξιών συντηρητικών λογικών και πρακτικών, και σε επίπεδο κοινωνίας και σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας.
Έγιναν λοιπόν τρομάζοντας και σοκάροντας το δεξιό κράτος της εποχής. Έγιναν ρεζιλεύοντας τους ανθρωποφύλακες και τα “σωφρονιστικά συστήματά τους. Έτσι και σήμερα, 97 χρόνια μετά την πρώτη από τις περιγραφόμενες αποδράσεις, το κράτος και η κοινωνία του, βρίσκονται σε αναταραχή. Ο καπιταλισμός, προσεγγίζει το ζενίθ του κι οι ανοχές όλο και περισότερων ανθρώπων, το ναδίρ. Οικονομική αφαίμαξη, αυξανόμενη καταστολή, απονοηματοδότηση εννοιών και αξιών, κατακερματισμός και αποξένωση, περιβαλλοντική καταστροφή, ανασφάλεια και φόβος.. Ένα εκρηκτικό μείγμα , που παρά το πέρασμα του χρόνου και την αναδιάρθρωση των δομών των διάφορων οικονομικών και πολιτικών εξουσιών, μοιάζει σε πολλά με την εποχή του βιβλίου αυτού. Και μέσα στην εποχή αυτή, ακούμε και βλέπουμε κατά καιρούς αποδράσεις από αστυνομικά τμήματα καθώς και από τα σιχαμένα κολαστήρια της ελληνικής δημοκρατίας. Πράξεις που ξεφτιλίζουν τα υπερσύγχρονα συστήματα ασφαλείας. Που φοβίζουν και οργίζουν το κράτος και τους μηχανισμούς του. Που στέλνουν ουσιαστικό μήνυμα ελπίδας και θάρρους στους υπόλοιπους φυλακισμένους αλλά και σε εμάς τους -ακόμη – εκτός : Κανένα κελί δεν περιορίζει την αγάπη μας για ελευθερία και το μίσος μας για κάθε εξουσία. Κανένας τοίχος δεν είναι αρκετός για να συγκρατήσει την παθιασμένη πορεία μας προς την ατομική και συλλογική κατάκτηση του αυτοκαθορισμού και της αυτοδιεύθυνσης.
Μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή.
Εκείνο το πρωί της Τρίτης 8 Μάη 1934 στο παμπάλαιο συγκρότημα των φυλακών της Αίγινας, οι φύλακες κάναν μια από τις ρουτινιάρικες φροντίδες της ημέρας: πρωινό προσκλητήριο. Περνούσαν έξω από τα κελιά των φυλακισμένων, ρίχναν μια ματιά και φώναζαν τα ονόματα. Κ΄θε όνομα λαι “παρών”. Όλοι ακούστηκαν να είναι παρόντες, και κυρίως οι 83 κομμουνιστές που κρατιόντουσαν στη Γ΄ακτίνα, την επονομαζόμενη “κόκκινη ακτίνα”.
Το προσκλητήριο εκείνο σφραγίστηκε με την αναφορά που καταχωρήθηκε στις 9.30 στο επίσημο βιβλίο της επιθεώρησης των φυλακών:
“Επιθεωρήσαντες τας κλινοστρωμνάς, τους τοίχους και τα δάπεδα εύρομεν έχοντα αυτά εν τάξει τους δε κρατούμενους άπαντας καλώς έχοντας και παρόντας”.
Η βόμβα έσκασε μισή ώρα πιο μετά, όταν ο αρχιφύλακας Χατζόγλου περνώντας από την “κόκκινη ακτίνα “είδε” τον κρατούμενο Σακαρέλλο να κοιμάται κουκουλωμένος μέχρι την κορυφή, την ώρα που οι άλλοι σουλάτσαραν στο προαύλιο. – Ε , του φωνάζει, ξύπνα, 10 η ώρα!
Αλλά εκείνος δε σαλεύει. Μπαίνει μέσα, τον σκουντάει, και τότε αντιλαμβάνεται ότι το “πράγμα” που είναι στο κρεβάτι δεν είναι ο Σακαρέλλος, αλλά ένας σωρός από παλιόρουχα, κατάλληλα φτιαγμένα ώστε να φαίνεται σαν ανθρώπινο σώμα.
Μένει εμβρόντητος για μια στιγμή κι όταν συνέρχεται σημαίνει έκτακτο προσκλητήριο, οπότε οι απόντες βγαίνουν οχτώ!
-Πού είναι οι άλλοι, ρωτούν εναγώνια οι επικεφαλής της φυλακής που έχουν καταφτάσει εσπευσμένα. Κανένας από τους φυλακισμένους δεν απαντάει. Μερικοί μόνο χαμογελάνε. Η ερώτηση απευθύνεται σε έναν από τους “χαμογελαστούς”. -Δεν ξέρουμε ούτε και θα μάθετε, λέει εκέινος σαρκαστικά.
Η ίδια απάντηση βγαίνει και από τους άλλους.
Διατάζεται το κλείσιμο όλων των κρατούμενων στα κελιά τους, και αρχίζει μια απεγνωσμένη έρευνα κελί προς κελί, που δεν αποδίδει τίποτα.
Η απελπισία τους έχει φτάσει στο έπακρο, όταν τις πρώτες απογευματινές ώρες παρουσιάζεται σαν “από μηχανής θεός” ένας αγρότης που είχε το καλύβι του λίγο πιο έξω από τη φυλακή, για να τους πει ότι ανακάλυψε μια μεγάλη τρύπα κοντά στο πεζούλι του περιβολιού του, που δεν ήταν χτες και δίπλα πεταμένο ένα αμπέχωνο. Στο σημείο αυτό καταφτάνουν έπειτα από λίγο οι επικεφαλής της φυλακής. Ήταν δυνατό να έχει σχέση με την απόδραση;
Πριν χωθούν στην τρύπα που έχασκε μπροστά τους, έκαναν μια έρευνα γύρω. Στο δασάκι που άρχιζε πιο πέρα βρήκαν πεταμένα άδεια πακέτα τσιγάρα, σπίρτα, αποτσίγαρα. Εκείνο όμως που τους έπεισε ότι πέρασαν από εδώ οι δραπέτες, ήταν ένα σημείωμα που βρήκαν καρφωμένο σε ένα δέντρο. Έγραφε: “Είμαστε ασύλληπτα πουλιά, και όπως εφύγαμε εμείς, έτσι θα φύγουν και οι άλλοι”!
Η υποψία ότι η τρύπα του περιβολιού οδηγούσε σε κάποιο κελί, έγινε βεβαιότητα.
Λίγο αργότερα ένας ντόπιος σερνόταν μ’ ένα σκοινί στο χέρι κάτω από τη γη, κι έφτανε στο κελί 7. Η σήραγγα μήκους 24 μέτρων και ανοίγματος ενός μέτρου, κατάληγε κάτω από το περβάζι του παραθυριού του κελιού αυτού, που ήταν το τελευταίο της “κόκκινης ακτίνας”.
Το ίδιιο απόγευμα -16 ώρες μετά την απόδραση- έφτανε στην αστυνομική διεύθυνση Πειραιώς και στο υπουργείο εσωτερικών, ένα κατπληκτικό τηλεγράφημα:
“Οι βαρυποινίτες κομμουνισταί Δημ. Σκαρέλλος, Ζανής Φλωράκος, Κ. Σαρίκας, Αβραάμ Δερβίσογλου, Ευάγγ. Θωμάζης, Απόστ. Κλειδωνάρης, Μόσχος Δουλγέρης και Ν. Βαβούδης, εδραπέτευσαν δια διατρήσεως υπονόμου. Ενεργούμεν τα δέοντα άνευ αποτελέσματος μέχρι στιγμής”.
Όπως ήταν φυσικό, το τηλεγράφημα αυτό αναστάτωσε τις αρχές και τους υπεύθυνους. Ο τ΄τοε υπουργός Ταλιαδούρος διέταξε ανακρίσεις και σε δηλώσεις του αναφέρθηκε στην άθλιακατάσταση των φυλακών, ενώ ο εισαγγελέας πειραιώς διέταξεμε τη σειρά του ανακρίσεις, στέλνοντας τον εισαγγελέα Οικονομόπουλο να παρακολουθήσει από κοντά την πορεία τους.
Ηαπόδραση τούτη πήρε μεγάλη έκταση στις εφημερίδες της εποχής, οι οποίες δεν έκρυβαν τον θαυμασμό τους για το εγχέιρημα. Να πώς την χρωματίζει σε ολοσέλιδη ανταπόκρισή του ο απεσταλμένος της “Ακροπόλεως” :
“Τύφλα να ‘χουν όλοι οι μυθιστοριογράφοι του κόσμου. Ό,τι συνέβη εδώ εις το τεράστιον μεν πανάρχαιον δε και “σαράβαλον” οικοδόμημα των φυλακών Αιγίνης και εξετυλίχθη με διαβολική μαεστρία, δεν υπάρχει γραμμένο εις καμίαν σελίδα κανενός και από τα πλέον τερατολόγα μυθιστορήματα. Οι 8 που έφυγαν και οι 75 που συνέπραξαν -83 εν συνόλω άτομα- όπως θα ίδωμεν κατέστρωσαν και εξετέλεσαν την “μεγαλειώδη” απόδρασιν -ξεπέρασαν και τους φαντομάδες και τους Ροκαμβόλ εις έμπνευσιν και εκτέλεσιν”.
Την προηγούμενη, η ίδια εφημερίδα, αναφερόμενη στην απόδραση των “κόκκινων φαντομάδων” όπως τους αποκαλεί, γράφει με δέος:
“Αι φυλακαί τους κρατούν εφ’ όσον αυτοί το θέλουν! Όταν δεν το θέλουν, όταν τας…βαρεθούν, το ευκολότερον πράγμα δι’ αυτούς, είναι να τας εγκαταλείψουν”!
Διαφορετική φυσικά είναι η στάση του Ριζοσπάστη. Την πρώτη ημέρα η είδηση δώθηκε σ’ ένα λιτό δίστηλο με τίτλο : “Οχτώ σύντροφοί μας δραπέτευσαν προχθές από τις φυλακές της Αίγινας”.
Την επόμενη όμως, η θέση της εφημερίδας είναι ανοιχτά με το μέρος των δραπετών : “Οχτώ αγωνιστές της εργατικής τάξης δραπέτευσαν από τα μπουντρούμια της κεφαλαιοκρατίας”, γράφει σε ημισέλιδο τίτλο στην πρώτη σελίδα και ακολουθεί λεπτομερειακό ρεπορτάζ που αρχίζει έτσι :
“Η είδηση έσκασε σα μπόμπα… οχτώ σύντροφοί μας, παληοί αγωνιστές, βαρυποινίτες για την επαναστατική τους δράση, άφησαν “γειά” στα βαρειά σίδερα της ελληνικής δημοκρατίας. Αχρηστέψανε τις σκοπιές, τα κάστρα, τα κάγκελα και τα μπουντρούμια και φύγανε εκεί που τους καλεί το επαναστατικό τους καθήκον. Ο αστικός τύπος ξερνάει τη χολή του με επικεφαλής τον “Ανεξάρτητο” που ούτε λίγο ούτε πολύ, ονομάζει τους συντρόφους μας “εγκληματίες”. Οι αρχές της Αθήνας και του Πειραιά κινητοποιήθηκαν δραστήρια. Ο Σαρωνικός γέμισε ατμάκατες που ερευνούν τα καράβια μήπως… βρίσκονται μέσα οι κομμουνιστές. Άνω κάτω έγινε η Αίγινα, τα χωριά της, τα βουνά της, κι ακόμα η αστυνομία ψάχνει στον Πόρο, στα Μέθανα, στον Πειραιά, στην Αθήνα. Ψάχνει, ψάχνει παντού, μα πάει το πουλάκι πέταξε…”
Οι αστικές εφημερίδες συμπλήρωσαν τα δημοσιεύματά τους, κατά το προηγούμενο της Εμμανουηλίδου και του Μπεζεντάκου, με την πληροφορία ότι τους δραπέτες παράλαβε στα ανοιχτά του Σαρωνικού το σοβιετικό ατμόπλοιο “Νοβοροσίσκυ”, το οποίο είχε αναχωρήσει την ίδια νύχτα από τον Πειραιά για το Πορτ Σάιντ.
Η κατοπινή δράση τους δεν επιβεβαιώνει την πρόσθετη πληροφορία ότι βολεύτηκαν στη Σοβιετική Ένωση. Μερικοί απ’ αυτούς όπως ο Σακαρέλλος, ο Φλωράκος, ο Θωμάζης και ο Δερβίσογλου, βρέθηκαν μεν στο εξωτερικό αλλά κατευθύνθηκαν στην Ισπανία, όπου έλαβαν μέρος στον Εμφύλιο πόλεμο, στο πλευρό των δημοκρατικών δυνάμεων. Ο Βαβούδης επέστρεψε αργότερα στην Ελλάδα και “αυτοκτόνησε το 1951 σε μια επίθεση της αστυνομίας σε ένα σπίτι στην Καλλιθέα όπου κρυβόταν, λίγο μετά αφ’ ότου πιάστηκε ο Μπελογιάννης.
Αποσπάσματα από το “Διαμαρτυρία ενώπιον των ελευθεριακών του παρόντος και του μέλλοντος για τους συμβιβασμούς του 1937.
•Κανένας, ή σχεδόν κανένας, δε νοιάστηκε ποτέ για μας. Η κατάπληξη των αστών βλέποντάς μας να εγκαταλείπουμε το κάτεργο, όχι μόνο δεν έπαψε να υπάρχει αλλά και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο μέχρι αυτήν τη στιγμή· έτσι ώστε αντί να μας εκτιμήσουν, να μας υποστηρίξουν και να μας βοηθήσουν, μας μεταχειρίστηκαν σαν ληστές, μας κατηγόρησαν ότι είμαστε ανεξέλεγκτοι : επειδή δεν υποτάσσουμε το ρυθμό της ζωής μας, που την θελήσαμε και την θέλουμε ελεύθερη, στις ηλίθιες ιδιοτροπίες ορισμένων που, από τη στιγμή που βρέθηκαν σε ένα υπουργείο ή σε μια επιτροπή, θεώρησαν τους εαυτούς τους -ανόητα και αλαζονικά- ιδιοκτήτες των ανθρώπων· επειδή, απ’ τα χωριά που περάσαμε, αφού αποσπάσαμε από τον φασίστα την ιδιοκτησία του, αλλάξαμε το σύστημα ζωής εκμηδενίζοντας τους θηριώδεις “κάσικους” που κατατυραννούσαν ολάκερη την ύπαρξη των αγροτώναφού πρώτα τους είχαν κατακλέψει,και ξαναδίνοντας τον πλούτο στα χέρια των μόνων που μπόρεσαν να τον δημιουργήσουν, στα χέρια των εργαζομένων.
•Κανένας, απολύτως κανένας, δεν μπορεί να κατακρίνει αυτήν τη Φάλαγγα πουμόνη, αβοήθητη και, πρέπει μάλιστα να πούμε, παρεμποδιζόμενη, βρέθηκε απ’ την αρχή στην πρωτοπορία, Κανένας δεν μπορεί να την κατηγορήσει για έλλειψη αλληλεγγύης ή για δεσποτισμό, για αδράνεια ή για ανανδρία όταν επρόκειτο να πολεμήσει, ή για αδιαφορία προς τον χωρικό είτε για έλλειψη επαναστατικού πνεύματος, εφ’ όσον η τόλμη και η γενναιότητα στον αγώνα υπήρξε ο κανόνας μας, η ευγένεια απέναντι στον ηττημένο ο νόμος μας, η ειλικρίνεια με τ’ αδέρφια μας το έμβλημά μας, και η καλοσύνη και ο σεβασμός τα κριτήρια με τα οποία κύλησε όλη μας η ζωή.
• Ο ψυχή τε και σώματι αστός, που είναι ό,τι πιο μέτριο και δουλικό υπάρχει, τρέμει στην ιδέα μήπως χάσει την ησυχία του, το πούρο και τον καφέ του, τις ταυρομαχίες του, το θέατρό του και τις εκπορνευμένες σχέσεις του. ..Γιατί τον αστό και μόνο τον αστό, μπόρεσαν και μπορούν ακόμα να βλάψουν οι δραστηριότητές μας, οι εξεγέρσεις μας και οι ασυγκράτητες επιθυμίες που παρασέρνουν τρελά τις καρδιές μας, η επιθυμία του να είμαστε ελεύθεροι σαν τους αετούς στις πιο ψηλές κορφές ή σαν τα λιοντάρια στην καρδιά του δάσους.
•Μερικές νύχτες, από αυτές τις σκοτεινές νύχτες όπου με το όπλο στο χέρι και το αυτί τεντωμένο στις ενέδρες, προσπαθούσα να διεισδύσω στα βάθη της γειτονικής περιοχής, καθώς επίσης και στα μυστήρια των πραγμάτων, δεν έβρισκα άλλο φάρμακο, όπως και στους εφιάλτες, απ’ το να βγαίνω έξω από το καταφύγιό μου, όχι για να ξεμουδιάσω τα μέλη μου που είναι ατσαλένια γιατί έχουν περάσει από τη δοκιμασία του χρόνου, αλλά για να σφίξω με μεγαλύτερη λύσσα το όπλο μου, νιώθοντας την ανάγκη να πυροβολήσω όχι μόνο τον εχθρό που ήταν κρυμμένος το λιγότερο εκατό μέτρα μακριά από ‘μένα, αλλά επίσης και τον άλλο εχθρό, αυτόν που δεν έβλεπα, αυτόν που κρυβόταν δίπλα μου και που δίπλα μου βρίσκεται ακόμα και τώρα, αυτόν που με φωνάζει σύντροφο ενώ με εξαπατά, εφ’ όσον δεν υπάρχει απάτη πιο άναδρη από αυτήν που τρέφεται με προδοσίες.
•Εμείς μέσα στα χαρακώματα ζούσαμε ευτυχισμένοι. Βλέπαμε βέβαια γύρω μας να πέφτουν σύντροφοι που άρχισαν μαζί μας αυτόν τον πόλεμο. Ξέρουμε επιπλέον, ότι ανά πάσα στιγμή μια σφαίρα μπορεί να μας αφήσει ξαπλωμένους κατά γης – είναι η ανταμοιβή που έριμένει ένας επαναστάτης – , αλλά ζούσαμ ευτυχισμένοι. Τρώγαμε όταν κάτι υπήρχε – όταν δεν υπήρχαν τρόφιμα νηστεύαμε. Κι ήμασταν ‘όλοι ευχαριστημένοι. Γιατί; Διότι κανείς δεν ήταν ανώτερος από κανέναν. Όλοι φίλοι, όλοι σύντροφοι, όλοι γκερριλέρος της Επανάστασης.
Πέρα από μία δομή της «σύνθεσης»
Οι αντιδράσεις που λαμβάνουμε όταν ασκούμε τέτοιου είδους κριτική υπαγορεύονται συνήθως από φόβο και προκατάληψη. Ο κύριος φόβος που μας σπρώχνει σε οργανωτικά σχήματα και στο φορμαλισμό μεταξύ συντρόφων είναι αυτός του αγνώστου. Αυτός μας προφυλάσσει από την αναζήτηση, η οποία εξαρτάται από το ρίσκο του να βρούμε τους εαυτούς μας να βιώνουν άγνωστες εμπειρίες. Αυτό γίνεται φανερό όταν βλέπουμε τη μεγάλη ανάγκη που νιώθουν κάποιοι σύντροφοι για μία φορμαλιστική οργάνωση που προσφέρει συνέχεια, σταθερότητα και πολιτικό αγώνα βασισμένο σε ένα σχέδιο που έχει δουλευτεί από πριν.
H ιστορία μιας ληστείας.
Βίντεο, που φτιάχτηκε από ομάδα συντρόφων στο Βόλο, για την αλληλεγγύη στον έγκλειστο τότε αναρχικό σύντροφο, Γιάννη Δημητράκη.
Πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά: Αναρχία
Το πολύ καλό αυτό κείμενο, το βρήκα εδώ : http://pernongrata.wordpress.com/2012/04/18/%CF%80%CE%AD%CF%81%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7-%CE%B4%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%AC-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AC-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81/
Του NICO BERTI
Ο αναρχισμός σε ποια πλευρά βρίσκεται; Στη δεξιά ή την αριστερά; Η ερώτηση είναι λιγότερο ρητορική απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά κι έτσι έρχεται ο Νico Berti να επιβεβαιώσει μια διάσημη ρήση της ελευθεριακής κουλτούρας: “Ο αναρχισμός ναι μεν βρίσκεται μέσα στην ιστορία, αλλά και της εναντιώνεται”. Αυτή η άποψη έχει δύο πλευρές θεώρησης: η μία, η ιστορική, βλέπει τον αναρχισμό ως μέρος της πορείας των δυνάμεων της αριστεράς, ενώ η άλλη, η αυστηρώς θεωρητική, οφείλει να αναγνωρίσει ότι ο αναρχισμός βρίσκεται πέραν της αριστεράς και της δεξιάς. Το κείμενο του Νico Berti ; (καθηγητή της ιστορίας των πολιτικών κομμάτων στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα και ιστορικού στελέχους του αναρχικού χώρου στην Ιταλία) εξετάζει ακριβώς αυτό το σημαντικό ζήτημα, προκειμένου να δώσει μια απάντηση εξαιρετικά χρήσιμη αυτή την περίοδο. Δημοσιεύτηκε στην ιταλική αναρχική επιθεώρηση Volonta. τόμος 3-4. 1996
Επιστολή προς το δικαστήριο, της Αθηνάς Τσάκαλου, μητέρας των φυλακισμένων αναρχικών συντρόφων και μελών της σ.π.φ. Χρήστου και Γεράσιμου Τσάκαλου :
-
ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
18-4-2012
«Κάθε εξεγερτική πράξη εκφράζει τη νοσταλγία για την αθωότητα και την έκκληση για την ουσία της ύπαρξης»
Αναρωτιέμαι για ποιο λόγο καλούνται στο δικαστήριο, οι γονείς των αναρχικών-επαναστατών της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς; Αναρωτιέμαι γιατί με καλείτε; Να με ρωτήσετε αν γνωρίζω κάτι για αυτήν την οργάνωση; Να μου κάνετε ερωτήσεις για την προσωπική ζωή των παιδιών μου, να κάνετε το ψυχολογικό πορτραίτο τους, να σχηματίσετε άποψη για το οικογενειακό τους περιβάλλον; Να με ρωτήσετε αν συμφωνώ με τις δράσεις των παιδιών μου και της οργάνωσης γενικά; Να με βάλετε να σταθώ μπροστά σ’ αυτό το βήμα, όπου έχετε ακουμπήσει ένα μικρό βιβλιαράκι, και να με βάλετε να ορκιστώ σ’ αυτόν τον θεό που τον έχετε θέσει στην υπηρεσία της εξουσίας; Να φέρετε τους αναρχικούς επαναστάτες σε αμηχανία καθώς θα θέτετε στους γονείς ανούσιες ερωτήσεις; Να χαρείτε που μπορείτε να μας κάνετε να πιστέψουμε, όπως εσείς νομίζετε, πως είμαστε υπόλογοι και πρέπει να απολογηθούμε;Δηλώνω για μία ακόμα φορά πως δεν πρόκειται να ανταποκριθώ στο κάλεσμά σας. Και επειδή, όπως όλα δείχνουν, θα ακολουθήσει μια σειρά τέτοιων δικαστηρίων, λέω να μην ξανακάνετε τον κόπο να μου στείλετε κλήση γιατί η στάση μου θα παραμείνει ίδια. Δεν πρόκειται να παραστώ σ’ αυτό το δικαστήριο . Δεν πρόκειται να απαντήσω ποτέ σε καμία ερώτησή σας. Η δράση των παιδιών μου και των συντρόφων τους είναι και ήταν καθαρά πολιτική, αναρχική-επαναστατική και γι’ αυτό δεν χρειάζεται η διερεύνηση των παραμέτρων της προσωπικής τους ζωής. Η οργάνωση στην οποία ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη ότι ανήκουν, έχει διατυπώσει με απόλυτη σαφήνεια, καθαρότητα και τόλμη τις θέσεις της. Ο οποιοσδήποτε λόγος δικός μου θα είναι μικρός και ανάξιος. Και επειδή θέλω να κρατηθούν κάποια πράγματα καθαρά και δυνατά και επειδή δε θέλω να δώσω σε κανέναν την ικανοποίηση να ευτελίζει τα πάντα με ανόητες και περιττές ερωτήσεις γι’ αυτό διαλέγω τη θέση της μη παρουσίας μου.
Αναφερόμενη σ’ αυτό το δικαστήριο, δε θέλω ν’ αφήσω μια φράση που συνεχώς με θέρμη και ένταση επαναλαμβάνεται, να αιωρείται στον αέρα ως πιθανή ένδειξη τόλμης και ευθύτητας. Είναι η φράση: Εμείς θα δικάσουμε διερευνώντας σε βάθος την υπόθεση. Που σημαίνει, ότι λέτε πως θα δικάσετε, αν μη τι άλλο, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων σας, που σημαίνει ότι θα δικάσετε βάσει αποδείξεων και όχι συμπερασματικών ενδείξεων και με τη λογική της συλλογικής ευθύνης. Και αν αναφέρω αυτή τη φράση δεν είναι γιατί ελπίζω ξαφνικά σε θαύματα, αλλά γιατί κάποτε και ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπως η επαναστατική δράση των ανθρώπων οι λέξεις πρέπει να έχουν βαρύτητα και ευθύνη. Παρ’ όλο που η μέχρι τώρα διαδικασία δεν προμηνύει τίποτα τέτοιο. Όλες οι ενστάσεις βασισμένες στην κοινή λογική, όπως η αναγνώριση των Κρατουμένων ως πολιτικών κρατουμένων, όπως το ορίζει το ίδιο το σύνταγμά σας, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αναγράφεται και στο κατηγορητήριο, έχουν απορριφτεί έτσι απλά χωρίς λογικό υπόβαθρο. Η έννοια της πολιτικής ανάληψης ευθύνης συγχέεται με την ποινική ευθύνη κι αυτό βέβαια όχι από άγνοια και καθόλου τυχαία. Επισημαίνω λοιπόν αυτή τη φράση και θα φανεί στο τέλος της διαδικασίας αν το εννοείτε αυτό που λέτε.
Η αλήθεια είναι πως από τότε που άρχισε η δίωξη των σύγχρονων αναρχικών επαναστατών, ανακάλυψα και πρόσεξα με ιδιαίτερη προσοχή έναν πίνακα. Είναι ο πίνακας του Bruegel, Τοπίο με την πτώση του Ίκαρου. Το πέταγμα του Ίκαρου έχει να κάνει με την επιθυμία του ανθρώπου να ξεφύγει από την έλξη του χώματος, να πετάξει. Να κυριαρχήσει και στον αέρα, να τον περπατήσει κι αυτόν …
Είναι περηφάνια, αλαζονεία, ανυπακοή και διάθεση ν’ αποδείξει πως ο άνθρωπος όλα τα μπορεί. Κι έρχεται τώρα ο ζωγράφος και βάζει σε πρώτο κυρίαρχο πλάνο τον γεωργό. Αφοσιωμένος στο όργωμα , στο χώμα, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο και σε δεύτερο πλάνο ο βοσκός κάπως πιο περίεργος αλλά κι αυτός κοιτάζει σε λάθος κατεύθυνση. Μετά το καράβι επιβλητικό να συνεχίζει το ταξίδι, κι εκεί στη γωνία ένα μικρό φτωχό ποδάρι του πνιγμένου Ίκαρου . Τέτοια αποκαθήλωση του Ικάριου εγχειρήματος δεν έχω ξαναδεί. Και μάλλον δεν είναι τυχαίο, δεν ξέρω τη φιλοσοφία του ζωγράφου ίσως να σημαίνει πως οι άνθρωποι οι σύγχρονοι ενός τολμηρού πειράματος είναι τόσο προσηλωμένοι στις συνήθειές τους, φοβούνται τόσο την αλλαγή και δεν τολμούν να αναγνωρίσουν ή να δοκιμάσουν κάτι καινούργιο.
Κοιτώντας τον πίνακα δεν δέχομαι αυτή την αποκαθήλωση. Τώρα που στη χώρα μας δικάζονται άνθρωποι που τολμούν ακόμα να πιστεύουν πως αν κάτι αξίζει σ’ αυτή τη ζωή είναι τα Ικάρια εγχειρήματα, όσο πόνο κι αν επιφυλάσσουν, όσος εγκλεισμός και καταδίκες κι αν τους επιβληθούν, θέλω να ελπίζω και να πιστεύω πως κάποτε οι άνθρωποι, οι σύγχρονοι αυτών των εξεγέρσεων θα βάλουν κάποια στιγμή σε πρώτο πλάνο και θα αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα του πετάγματος.
Αθηνά Τσάκαλου
Υ.Γ. Κι αν στέλνω αυτό το σημείωμα είναι γιατί η επιμονή του δικαστηρίου να παρουσιαστώ είναι ιδιαίτερη και κυρίως γιατί δεν επιτρέπω στον εαυτό μου τη σιωπή. Η σιωπή ταιριάζει μόνο στους πεθαμένους και εφαρμόζεται στις μέρες μας σ’ αυτές τις δίκες, από τους απόλυτα υποταγμένους στις διαταγές της εξουσίας.
Κι αν θέλετε πραγματικά να καταλάβετε ποιους ανθρώπους δικάζετε, διαβάστε το λόγο τους, δείτε τη στάση τους. Ο Χρήστος Τσάκαλος, ο Γεράσιμος Τσάκαλος, ο Παναγιώτης Αργυρού, βρίσκονται στην 12 μέρα απεργίας πείνας και δηλώνουν: «Οι τίγρεις της οργής είναι σοφότερες από τα άλογα της μάθησης»…. «Όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε ήδη νεκροί»… Στις 17 Απριλίου ξεκίνησαν την απεργία πείνας σε συμπαράσταση των συντρόφων τους και οι Γιώργος Πολύδωρος, Δαμιανός Μπολάνο, Χάρης Χατζημιχελάκης και τα υπόλοιπα μέλη του φυλακισμένου πυρήνα της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς θα ακολουθήσουν σε καθορισμένες ημερομηνίες.
«Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΛΟΓΙΑ
Στην αδιαπραγμάτευτη απόφαση μας να κάνουμε την καθημερινότητα μας επανάσταση μέσω της άμεσης δράσης και του αναρχικού αντάρτικου πόλης ξεκινήσαμε μια διαδρομή με αφετηρία χωρίς όμως τερματικό σταθμό».
Ο ΧΑΡΗΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ
Είκοσι χρόνια που θα σημαδέψουν το κορμί και την ψυχή του, με τα χειρότερα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς, τις απομονώσεις, τα πειθαρχεία και το μαρτύριο του κελιού. Είκοσι χρόνια όμως που θα σημαδευτούν και από εξεγέρσεις, αποδράσεις και τον αγώνα ενάντια στην εξαθλίωση του κορμιού και του μυαλού που επιβάλλει η φυλακή.
Εκδόσεις Διάδοση, Φεβρουάριος 2008