•Κανένας, ή σχεδόν κανένας, δε νοιάστηκε ποτέ για μας. Η κατάπληξη των αστών βλέποντάς μας να εγκαταλείπουμε το κάτεργο, όχι μόνο δεν έπαψε να υπάρχει αλλά και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο μέχρι αυτήν τη στιγμή· έτσι ώστε αντί να μας εκτιμήσουν, να μας υποστηρίξουν και να μας βοηθήσουν, μας μεταχειρίστηκαν σαν ληστές, μας κατηγόρησαν ότι είμαστε ανεξέλεγκτοι : επειδή δεν υποτάσσουμε το ρυθμό της ζωής μας, που την θελήσαμε και την θέλουμε ελεύθερη, στις ηλίθιες ιδιοτροπίες ορισμένων που, από τη στιγμή που βρέθηκαν σε ένα υπουργείο ή σε μια επιτροπή, θεώρησαν τους εαυτούς τους -ανόητα και αλαζονικά- ιδιοκτήτες των ανθρώπων· επειδή, απ’ τα χωριά που περάσαμε, αφού αποσπάσαμε από τον φασίστα την ιδιοκτησία του, αλλάξαμε το σύστημα ζωής εκμηδενίζοντας τους θηριώδεις “κάσικους” που κατατυραννούσαν ολάκερη την ύπαρξη των αγροτώναφού πρώτα τους είχαν κατακλέψει,και ξαναδίνοντας τον πλούτο στα χέρια των μόνων που μπόρεσαν να τον δημιουργήσουν, στα χέρια των εργαζομένων.
•Κανένας, απολύτως κανένας, δεν μπορεί να κατακρίνει αυτήν τη Φάλαγγα πουμόνη, αβοήθητη και, πρέπει μάλιστα να πούμε, παρεμποδιζόμενη, βρέθηκε απ’ την αρχή στην πρωτοπορία, Κανένας δεν μπορεί να την κατηγορήσει για έλλειψη αλληλεγγύης ή για δεσποτισμό, για αδράνεια ή για ανανδρία όταν επρόκειτο να πολεμήσει, ή για αδιαφορία προς τον χωρικό είτε για έλλειψη επαναστατικού πνεύματος, εφ’ όσον η τόλμη και η γενναιότητα στον αγώνα υπήρξε ο κανόνας μας, η ευγένεια απέναντι στον ηττημένο ο νόμος μας, η ειλικρίνεια με τ’ αδέρφια μας το έμβλημά μας, και η καλοσύνη και ο σεβασμός τα κριτήρια με τα οποία κύλησε όλη μας η ζωή.
• Ο ψυχή τε και σώματι αστός, που είναι ό,τι πιο μέτριο και δουλικό υπάρχει, τρέμει στην ιδέα μήπως χάσει την ησυχία του, το πούρο και τον καφέ του, τις ταυρομαχίες του, το θέατρό του και τις εκπορνευμένες σχέσεις του. ..Γιατί τον αστό και μόνο τον αστό, μπόρεσαν και μπορούν ακόμα να βλάψουν οι δραστηριότητές μας, οι εξεγέρσεις μας και οι ασυγκράτητες επιθυμίες που παρασέρνουν τρελά τις καρδιές μας, η επιθυμία του να είμαστε ελεύθεροι σαν τους αετούς στις πιο ψηλές κορφές ή σαν τα λιοντάρια στην καρδιά του δάσους.
•Μερικές νύχτες, από αυτές τις σκοτεινές νύχτες όπου με το όπλο στο χέρι και το αυτί τεντωμένο στις ενέδρες, προσπαθούσα να διεισδύσω στα βάθη της γειτονικής περιοχής, καθώς επίσης και στα μυστήρια των πραγμάτων, δεν έβρισκα άλλο φάρμακο, όπως και στους εφιάλτες, απ’ το να βγαίνω έξω από το καταφύγιό μου, όχι για να ξεμουδιάσω τα μέλη μου που είναι ατσαλένια γιατί έχουν περάσει από τη δοκιμασία του χρόνου, αλλά για να σφίξω με μεγαλύτερη λύσσα το όπλο μου, νιώθοντας την ανάγκη να πυροβολήσω όχι μόνο τον εχθρό που ήταν κρυμμένος το λιγότερο εκατό μέτρα μακριά από ‘μένα, αλλά επίσης και τον άλλο εχθρό, αυτόν που δεν έβλεπα, αυτόν που κρυβόταν δίπλα μου και που δίπλα μου βρίσκεται ακόμα και τώρα, αυτόν που με φωνάζει σύντροφο ενώ με εξαπατά, εφ’ όσον δεν υπάρχει απάτη πιο άναδρη από αυτήν που τρέφεται με προδοσίες.
•Εμείς μέσα στα χαρακώματα ζούσαμε ευτυχισμένοι. Βλέπαμε βέβαια γύρω μας να πέφτουν σύντροφοι που άρχισαν μαζί μας αυτόν τον πόλεμο. Ξέρουμε επιπλέον, ότι ανά πάσα στιγμή μια σφαίρα μπορεί να μας αφήσει ξαπλωμένους κατά γης – είναι η ανταμοιβή που έριμένει ένας επαναστάτης – , αλλά ζούσαμ ευτυχισμένοι. Τρώγαμε όταν κάτι υπήρχε – όταν δεν υπήρχαν τρόφιμα νηστεύαμε. Κι ήμασταν ‘όλοι ευχαριστημένοι. Γιατί; Διότι κανείς δεν ήταν ανώτερος από κανέναν. Όλοι φίλοι, όλοι σύντροφοι, όλοι γκερριλέρος της Επανάστασης.