Το παρόν, είναι απόσπασμα από το ομότιτλο κείμενο που είχε κυκλοφορήσει τον Άυγουστο του ’98 στην Αθήνα. Χωρίς να υπάρχει απόλυτη συμφωνία με τα γραφόμενα σε αυτό, είναι πολύ χρήσιμο να βλέπουμε κάποιες απόψεις αντιμάχονται την κοινωνιστική μανία που καταλαμβάνει συχνά μέρος του αναρχικού χώρου. Και να το κάνει θεωρώντας ηθελημένα ή μη, ότι είμαστε κάποιοι που έχουν καθήκον να απευθυνθούν στην κοινωνία, λες και είμαστε σωτήρες ή/και εκτός κοινωνίας.όχι λοιπόν, είμαστε κομμάτι της, και τη σιγοτρώμε από τα μέσα, άλλωτε δυναμικά κι άλλωτε υπόγεια.
Η σπάνη ολοκληρωτικών εξεγέρσεων και των αναγκών που τις προκαλούν και που δημιουργούν στις μητροπόλεις του κεφαλαίου και η αδυναμία εγκαθίδρυσης εθνικών κρατών και οικονομιών έξω από τα πλαίσια του κοσμοσυστήματος της παγκόσμιας οικονομίας απομακρύνουν όλο και περισσότερο τους πολιτικάντηδες της επαναστατικότητας από τον δήθεν υλισμό του μαρξισμού και τους φέρνουν πιο κοντά στον κλασσικό ιδεαλισμό. Ο σύγχρονος ιδεολογισμός ξεκόβει από την ολότητα της υλικής υπόστασης του ανθρώπου και από τις πραγματικές εξαρτήσεις και επιδράσεις του ανθρώπινου λόγου και της ανθρώπινης γνώσης με το όλον. Ο σημειολογικός αγώνας, που είναι ο κεντρικός άξονας της κοινωνικής παρεμβατικότητας, ανήκει πλέον απόλυτα στον ορθολογισμό. Η ειπωμένη “αλήθεια” αρκεί για να μεταβάλει τη θέληση των ανθρώπων. Το μόνο υλιστικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων αντικαπιταλιστών, συνήθως “αντιεξουσιαστών”, είναι η εξουσιαστικότητά τους, η οποία έχει τη μορφή της πάντα διαχωρισμένης ιδεολογίας.
Η συνείδηση, όχι ως νευροφυτική κατηγορία, αλλά ως λόγος-γνώση αντανακλά και εργάζεται για υλικές ανάγκες του ατόμου. Δεν υπάρχει συνείδηση χωρίς πόθο , φόβο , μίσος. Η μεταβολή των ενορμήσεων του ατόμου είναι αδύνατη δίχως τη μεταβολή των υλικών συνθηκών που σχετίζονται με τις ανάγκες του. Η μεταβολή της συνείδησης είναι εφικτή μόνο όπου η επιθυμία της εξέγερσης είναι ήδη υπαρκτή. Δηλαδή, μέσα σε ένα πλέγμα αντικρουόμενων επιθυμιών η επέμβαση στη συνείδηση- φορέα αυτών των επιθυμιών μπορεί να ενισχύσει και να μετεξελίξει κάποιες και να εξουδετερώσει κάποιες άλλες. Ο λόγος δε γεννάει από το μηδέν. Από αυτήν την οπτική σκοπιά η αυτονομημένη προπαγάνδα είναι απατεωνίστικη αλχημεία. Οπότε και η ήττα των κοινωνιστών είναι εγγενής, αφού έχουν αντικειμενική αδυναμία να επηρεάσουν καταλυτικά το κοινωνικό γίγνεσθαι. Στην προσπάθειά τους να γίνουν ευρέως αγαπητοί, θα μείνουν ρεφορμιστές σαρδανάπαλοι.
Το ψευδές δίλημμα που θέτουν οι κοινωνιστές είναι : επίθεση στις κρατικές δομές ή αγώνας για την κατάκτηση των “συνειδήσεων”. Ο κλασσικός δυισμός σώματος και πνεύματος. Σαν να μπορούσαμε να κόψουμε τον κόσμο στη μέση. Από τη μία μόνο σώματα και πράγματα. Από την άλλη μόνο μυαλά. Ο σκοπός τους είναι βεβαίως να αρνηθούν ή και να καταδικάσουν τη διαρκή και οργανωμένη βίαιη σύγκρουση με την εξουσία, γιατί μόνο μέσα σ’ αυτήν την απουσία βρίσκουν έδαφος για την ιδεολογία . Καθώς οι συνειδήσεις των μετεχόντων στον κοινωνικό σχηματισμό είναι οι συνειδήσεις των αναγκών, των εξαρτήσεων και των πραγματικών τους σχέσεων, αποκλειστικά μέσα στον και με τον κοινωνικό σχηματισμό, η επέκταση του εξεγερτικού λόγου μπορεί να είναι αποτέλεσμα μοναδικά της επέκτασης της αντικρατικής βίας. Ακριβώς όπως αποδιάρθρωση των κρατικών δομών σημαίνει και ανάπτυξη της αντικρατικής εξέγερσης και όπως απελευθέρωση των ατόμων από την εξουσία σημαίνει και κατανίκηση των μηχανισμών της κυριαρχίας, έτσι η επαναστατική συνείδηση δεν μπορεί παρά να υπάρχει ως συνείδηση πραγματικής αποδόμησης κοινωνικών θεσμίσεων και καταστροφής εξουσιαστικών δυνάμεων. Όποια στρατηγική επιδιώκει την επέκταση και ενδυνάμωση του αγώνα, θα πρέπει να είναι στρατηγική επίθεσης στα σχέδια, τους μηχανισμούς και τους θεσμούς του κράτους. Άλλωστε η αποτελεσματικότητα της βαρβαρότητας της εξουσίας για την υποταγή των ανθρώπων αιώνες τώρα, η ιστορική ανυπαρξία (με όρους κοινωνικής πραγματολογίας) μή βίαιων εξεγερτικών αγώνων και η ταχύτητα με την οποία καταρρέουν τα κράτη, ενώ ταυτόχρονα οι άνθρωποι συνειδητοποιούν την επαναστατική δύναμή τους, όταν αναπτύσσεται η εξέγερση (όπως πρόσφατα στην Αλβανία), είναι αλήθειες που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για φιλολογήματα…
…Κατά την ένταση των συγκρούσεων με το κράτος, όσοι έχουν υπογράψει εμπράκτως συμβόλαια υποτέλειας, καθίστανται ασήμαντο περιθώριο της κοινωνικής ιστορίας. Όλοι αυτοί τότε βρίσκουν άλλοθι για την αποτυχία της αθλιότητάς τους, στις επιλογές των αγωνιζόμενων ανθρώπων. Είναι ευνόητο ότι αν δεν υπήρχε εξέγερση δεβ θα υπήρχε καταστολή. Οι προβοκατορολόγοι εκφράζουν μέσα από τα εμφανώς παραληρηματικά σενάριά τους, μέσα από τις ποταπές ιδεολογικές εμμονές τους και μέσα από τις σιχαμένες συκοφαντίες τους την αγωνία τους να αποκλειστεί κάθε εναλλακτικός δρόμος, ώστε η μεταμόρφωση των ενοχών τους σε προτέρημα να διατηρείται αλώβητη. Με την φαινομενική αστυνομικοποίηση της πραγματικότητας αποσιωπούνται και επικαλύπτονται οι πραγματικές αιτιάσεις του επαναστατικού αγώνα. Το επαναστατημένο άτομο, το μίσος για τις κυρίαρχες τάξεις και η θέληση ελευθερίας παίρνουν μια γραφική θέση σε μυθικές αποστροφές, μάλλον ανεπιθύμητες. Να άλλη μία μεθοδολογία καταστολής. Αυτή η ενεργητική λογοκρισία δε στοχεύει τόσο ενάντια στον επαναστατικό λόγο, όσο ενάντια στα ίδια τα αγωνιζόμενα άτομα και σύνολα. Γι’ αυτό πολλοί από τους διανοούμενους και τους επιστήμονες που προπαγανδίζουν την ανυπαρξία της βίαιης αντιπαράθεσης στο κράτος είναι φορείς της ανθρωποκτόνου ψυχιατρικής και του τρομοκρατικού της λόγου. Κομμουνιστές πολιτικο΄’ι και μικροπολιτικάντηδες, στυγνοί υπάλληλοι της κομματικής εξουσίας, αριστεροί κωλογλύφτες της νομιμότητας, νεκροζώντανοι αριστεριστές, σάπιοι καταστασιακοί διανοούμενοι και νεοφιλοκαταστασιακοί καριεριστες και οικογενειάρχες, φυτά οικολόγοι, χαμερπείς ειρηνιστές και πειραματόζωα αντιεξουσιαστές συνθέτουν τη μάζα των προβοκατορολόγων, των φωνών της εξουσίας που μιλάνε την ασφάλεια του διαρκούς συμβιβασμού, τη μετριότητα και τη σχιζοφρένεια της θεαματικής αμφισβήτησης, τη δουλικότητα του τρεμάμενου ανθρώπου, που πασχίζει να υπερασπιστεί τις οάσεις που του προσφέρει η κυριαρχία…