Το σχόλιο στις μέρες μας έχει αποκτήσει τη δύναμή του από την επιρροή που ασκεί στο επίπεδο των εντυπώσεων. Έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει και να χρωματίζει τις σκέψεις κενών ανθρώπων. Είναι τέτοια η δυναμική του που ακόμα και οι πολιτικοί, τα διάφορα καθεστωτικά μπλογκς και διαδικτυακές σελίδες εφημερίδων, χρησιμοποιούν ψεύτικους σχολιαστές αν χρειαστεί, για να γεμίσουν το μενού που συνοδεύει την είδηση και να στείλουν το μήνυμά τους.
Σιχαίνομαι τους σχολιαστές και ειδικά αυτούς της ψηφιακής πραγματικότητας. Το σχόλιο γι’ αυτούς έχει την έννοια της άποψης. Το ξεστομίζουν πάντα χωρίς να βουτήξουν τη γλώσσα στο μυαλό τους, απλώς γιατί έτσι έχουν μάθει. Το ντύνουν με ιδεολογικά προσχήματα και θεωρίες που βρίσκουν μέσα στα βιβλία ώστε να φανεί ποιοτικό, να δημιουργήσουν εντυπώσεις, να προσπαθήσουν να διαμορφώσουν γνώμες. Σχόλιο και άποψη είναι λέξεις αντίθετες. Το ένα είναι περιστασιακό και ευκαιριακό, κάτι σαν πολλούς παράλληλους μονόλογους, το άλλο είναι ολοκληρωμένη θέση, κατάλληλα επεξεργασμένη ώστε να εμπλουτίσει μια ζωντανή συνθήκη. Στην πραγματικότητα όταν ξεκίνησαν να μιλάνε ή να γράφουν όλοι αυτοί οι σχολιαστές, είχαν στο μυαλό τους ένα απλό πρόσημο συμπάθειας ή αντιπάθειας για το υποκείμενο στο οποίο αναφέρονται, με κριτήρια τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με αυτά τα οποία θα εκφράσουν στη συνέχεια. Απλώς πρέπει να τα εκφράσουν σωστά όπως επιβάλει η κοινωνική πραγματικότητα της πολιτικής σοβαροφάνειας, της ολοκληρωμένης άποψης, της απίστευτης βλακείας. Η ουσία του πράγματος είναι ότι όλοι αυτοί είναι κάτι σαν τις πορδές, άλλες φορές ευχάριστες με το μορφή της ανακούφισης, άλλες φορές δυσάρεστες, ενοχλητικές και προσβλητικές. Όπως και να ‘χει δεν παύουν να σέρνουν πίσω τους μπόχα. Για να μην παρεξηγηθώ, ο σχολιαστής για μένα είναι ιδιότητα υπεράνω πολιτικών ταυτοτήτων. Μπορεί να είναι σοσιαλιστής ή νεοφιλελεύθερος, δημοκράτης ή φασίστας, αναρχικός ή κομμουνιστής. Ένας αργόσχολος άνθρωπος θα απαντήσω σε κάποιον αν με ρωτήσει, και ας ρισκάρω να ρίξω τις μετοχές μου στο χρηματιστήριο της πολιτικής ευγένειας, εκεί όπου όλα ειπώνονται με τρόπο.
Έχοντας έναν συγκεκριμένο ατομικό προσδιορισμό οι πιο ενοχλητικοί για μένα είναι οι τελευταίοι, για έναν απλό λόγο: απλώς παριστάνουν κάτι που δεν είναι. Η μέρα τους προβλέψιμη και μονότονα βαρετή, ξυπνάν το πρωί και ανοίγουν τον υπολογιστή αναζητώντας ένα καυτό κινηματικό νέο για να ασχοληθούν με αυτό, ξεκινάν να χτυπούν τα πλήκτρα με αυθάδεια και έπαρση, γράφοντας ένα κατεβατό από μπούρδες με το περιτύλιγμα της πολιτικής άποψης ή της κριτικής. Σε χρόνο μηδέν κι άλλοι αργόσχολοι τυπάδες σαν αυτούς μπαίνουν στο χορό και τα αίματα ανάβουν, δημιουργούν μια ψηφιακή ένταση βάζοντας φωτιές μέσα από τα πλήκτρα του υπολογιστή τους, και η διαδικτυακή ονείρωξη δεν έχει τελειωμό. Συμμετέχουν σε ψηφιακές επαναστάσεις, τσακώνονται για το τί θα γίνει την ημέρα που τα κράτη δε θα έχουν πια καμία εξουσία, πνίγουν στο αίμα τους εχθρούς τους και μετά ανακατεύουν το φλυτζάνι του καφέ τους με τη δολοφονική ηρεμία του δήμιου που ετοιμάζεται να αποκεφαλίσει το επόμενο θύμα του, ή μάλλον με την ηρεμία ενός ανθρώπου η αποφασιστικότητα του οποίου φτάνει μέχρι κάποιο μπαρ στην περιοχή των Εξαρχείων. Εκεί όπου θα ακούσει μπόλικες επαναστατικές ιστορίες φτιάχνοντας έτσι στον εαυτό του την εντύπωση ότι έχει κάποιο ρόλο, κάποια θέση σε όλα αυτά. Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας σχολιαστής- κάτι σα ρεπόρτερ που θα ακούσει, θα δει και μετά θα σχολιάσει, χωρίς (κατά κανόνα) να έχει συμμετάσχει ποτέ σε τίποτα. Από τη θέση του θεατή, εκεί όπου οι ιδέες παραμένουν καθαρές και προσεγμένες στα ράφια των ιδεολογικών σουπερμάρκετ. Όμως οι ιδέες διαμορφώθηκαν μέσα απο πράξεις και όσο πιο ισχυρές ήταν αυτές τόσο πιο μεγάλη επιρροή άσκησαν και οι ιδέες. Ψιλά λόγια για τον τυφλοπόντικα σχολιαστή που μόλις κατάφερε να αποστηθίσει κάποια τσιτάτα του Μπακούνιν, του Μαρξ ή του Φεραλ Φον, ανάλογα με τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Ετσι αυτός ο πραγματικά ενοχλητικός μπάσταρδος, γυρνώντας σπίτι του το βράδυ θα ανοίξει τον υπολογιστή για να συνεχίσει τον πόλεμο αντιπαραθέσεων που έχει ξεκινήσει, τώρα αισθάνεται πιο σίγουρος για τις απόψεις του αν και σαν αναρχικός απεχθάνεται τις αυθεντίες, άκουσε με μεγάλη προσοχή οτι το υποκείμενο το οποίο σχολιάζει είναι μαλάκας σύμφωνα με τα ιερατεία των ιερών αγελάδων του “χώρου” μας. Για την ακρίβεια το μαλάκας είναι η εντύπωση που του σχηματίστηκε. Όπως γίνεται πάντα το μαλάκας στο χώρο μας έχει ένα πολιτικό λεξιλόγιο που μπορεί να τον χαρακτηρίζει; “εξουσιαστικές τάσεις”, “πολιτικάντης”, “οπορτουνιστής”.
Φυσικά όλα αυτά υπάρχουν και με το παραπάνω – δεν έχει κανείς την εντύπωση ότι ζούμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, απλώς η ύπαρξή τους έχει γίνει το όχημα, ώστε ο καθένας να μπορεί να εκφράσει μια τέτοια θέση για τον οποιονδήποτε. Εξ άλλου αναρχικοί είμαστε, ελευθερία γνώμης έχουμε, μπορεί ο καθένας να λέει ότι θέλει. Επίσης ο σχολιαστής εκτός από το πολιτικό του ενδιαφέρον, όλως τυχαίως έμαθε για τις σεξουαλικές συναναστροφές, τα τσιγάρα που καπνίζει, τα ποτά που πίνει, τη μηχανή που οδηγάει το υποκείμενο που σχολιάζει, ενώ βάζω ένα παρελθοντικό χρόνο στα ρήμματα αν μιλάμε για κάποιον φυλακισμένο. Πλέον ο σχολιαστής έχει αρχίσει να αισθάνεται ότι αναπτύσει μια προσωπική σχέση με το υποκείμενο, μια σχέση άλλοτε αγάπης και άλλοτε μίσους. Εξ άλλου ξέρει τόσα πολλά πια γι’ αυτόν. Σβήνοντας το φως του δωματίου του πριν πέσει για ύπνο, ο σχολιαστής μας έχει υπερκαλύψει όλα τα κόμπλεξ κατωτερότητας που τον διακατέχουν, έχει καταφέρει να θάψει την ανυπαρξία του κάτω από το χαλάκι των πολιτικών διαφωνιών, και πάνω απ’ όλα έχει μια άποψη για τα πάντα. Ίσως κάποια στιγμή στη νύχτα σηκωθεί για να ελέγξει αν οι “πολιτικές του θέσεις” έχουν σχολιαστεί από κάποιους άλλους στο διαδικτυακό τρενάκι των αργόσχολων, που εξακολουθούν και επιμένουν να μας βρωμίζουν τον αέρα με την ύπαρξή τους – όπως οι πορδές έτσι κι αυτοί. Λύση προς το παρόν δεν έχει βρεθεί οπότε τουλάχιστον ας γνωρίζουν ότι αποτελούν μια βρωμερή κένωση που σέρνεται πίσω από ένα σύμπλεγμα θέσεων, απόψεων και πρακτικών, πραγματικών ανθρώπων που κάνουν επιλογές, αγωνίζονται και ζουν στην πραγματική ζωή. Εκεί που κάποιοι ματώνουν ενώ οι σχολιαστές συνεχίζουν να πίνουν μπύρες. Αυτή είναι η δική μου επώνυμη αλήθεια.
A-politiko.
Μία απάντηση στο “Σχετικά με τους σχολιαστές διαδικτυακών καφενείων.”