Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη “Οι μεγάλες αποδράσεις”. Ένα βιβλίο του 1976
(εκδόσεις Τετράδιο) που περιγράφει περιπτώσεις αποδράσεων από κομμουνιστές κρατούμενους, μεταξύ του 1925 και του 1955 :
1) 1925, απόδραση του Ν. Ζαχαριάδη από το γεντί-κουλέ,
2) 1929, απόδραση του Ν. Ζαχαριάδη από την “Παλιά Στρατώνα”,
3) 1931, απόδραση των 7 και του δεκανέα από τις φυλακές Συγγρού,
4) 1932, απόδραση του Μ. Μπεζεντάκου από τις φυλακές Συγγρού,
5) 1933, απόδραση της Κ. Εμμανουηλίδου από τις φυλακές Αβέρωφ,
6) 1934, απόδραση των 8 από τις φυλακές Αίγινας,
7) 1955, απόδραση των 27 από τα Καμμένα Βούρλα.
Οι αποδράσεις αυτές πέρα από μία, αυτήν της Κ.Εμμανουηλίδου, είναι αποδειγμένο ότι οργανώθηκαν από -ή με τη βοήθεια του- κ.κ.ε. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη… Έγιναν σε πολύ ιδιαίτερες εποχές, χαρακτηρισμένες από έντονες κοινωνικές διεργασίες και αναταραχές. Από δυναμικά εργατικά και κοινωνικά κινήματα, από έντονες αντιπαραθέσεις εμφυλιακού τύπου καθώς και από κυριαρχία πολύ δεξιών συντηρητικών λογικών και πρακτικών, και σε επίπεδο κοινωνίας και σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας.
Έγιναν λοιπόν τρομάζοντας και σοκάροντας το δεξιό κράτος της εποχής. Έγιναν ρεζιλεύοντας τους ανθρωποφύλακες και τα “σωφρονιστικά συστήματά τους. Έτσι και σήμερα, 97 χρόνια μετά την πρώτη από τις περιγραφόμενες αποδράσεις, το κράτος και η κοινωνία του, βρίσκονται σε αναταραχή. Ο καπιταλισμός, προσεγγίζει το ζενίθ του κι οι ανοχές όλο και περισότερων ανθρώπων, το ναδίρ. Οικονομική αφαίμαξη, αυξανόμενη καταστολή, απονοηματοδότηση εννοιών και αξιών, κατακερματισμός και αποξένωση, περιβαλλοντική καταστροφή, ανασφάλεια και φόβος.. Ένα εκρηκτικό μείγμα , που παρά το πέρασμα του χρόνου και την αναδιάρθρωση των δομών των διάφορων οικονομικών και πολιτικών εξουσιών, μοιάζει σε πολλά με την εποχή του βιβλίου αυτού. Και μέσα στην εποχή αυτή, ακούμε και βλέπουμε κατά καιρούς αποδράσεις από αστυνομικά τμήματα καθώς και από τα σιχαμένα κολαστήρια της ελληνικής δημοκρατίας. Πράξεις που ξεφτιλίζουν τα υπερσύγχρονα συστήματα ασφαλείας. Που φοβίζουν και οργίζουν το κράτος και τους μηχανισμούς του. Που στέλνουν ουσιαστικό μήνυμα ελπίδας και θάρρους στους υπόλοιπους φυλακισμένους αλλά και σε εμάς τους -ακόμη – εκτός : Κανένα κελί δεν περιορίζει την αγάπη μας για ελευθερία και το μίσος μας για κάθε εξουσία. Κανένας τοίχος δεν είναι αρκετός για να συγκρατήσει την παθιασμένη πορεία μας προς την ατομική και συλλογική κατάκτηση του αυτοκαθορισμού και της αυτοδιεύθυνσης.
Μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή.
Εκείνο το πρωί της Τρίτης 8 Μάη 1934 στο παμπάλαιο συγκρότημα των φυλακών της Αίγινας, οι φύλακες κάναν μια από τις ρουτινιάρικες φροντίδες της ημέρας: πρωινό προσκλητήριο. Περνούσαν έξω από τα κελιά των φυλακισμένων, ρίχναν μια ματιά και φώναζαν τα ονόματα. Κ΄θε όνομα λαι “παρών”. Όλοι ακούστηκαν να είναι παρόντες, και κυρίως οι 83 κομμουνιστές που κρατιόντουσαν στη Γ΄ακτίνα, την επονομαζόμενη “κόκκινη ακτίνα”.
Το προσκλητήριο εκείνο σφραγίστηκε με την αναφορά που καταχωρήθηκε στις 9.30 στο επίσημο βιβλίο της επιθεώρησης των φυλακών:
“Επιθεωρήσαντες τας κλινοστρωμνάς, τους τοίχους και τα δάπεδα εύρομεν έχοντα αυτά εν τάξει τους δε κρατούμενους άπαντας καλώς έχοντας και παρόντας”.
Η βόμβα έσκασε μισή ώρα πιο μετά, όταν ο αρχιφύλακας Χατζόγλου περνώντας από την “κόκκινη ακτίνα “είδε” τον κρατούμενο Σακαρέλλο να κοιμάται κουκουλωμένος μέχρι την κορυφή, την ώρα που οι άλλοι σουλάτσαραν στο προαύλιο. – Ε , του φωνάζει, ξύπνα, 10 η ώρα!
Αλλά εκείνος δε σαλεύει. Μπαίνει μέσα, τον σκουντάει, και τότε αντιλαμβάνεται ότι το “πράγμα” που είναι στο κρεβάτι δεν είναι ο Σακαρέλλος, αλλά ένας σωρός από παλιόρουχα, κατάλληλα φτιαγμένα ώστε να φαίνεται σαν ανθρώπινο σώμα.
Μένει εμβρόντητος για μια στιγμή κι όταν συνέρχεται σημαίνει έκτακτο προσκλητήριο, οπότε οι απόντες βγαίνουν οχτώ!
-Πού είναι οι άλλοι, ρωτούν εναγώνια οι επικεφαλής της φυλακής που έχουν καταφτάσει εσπευσμένα. Κανένας από τους φυλακισμένους δεν απαντάει. Μερικοί μόνο χαμογελάνε. Η ερώτηση απευθύνεται σε έναν από τους “χαμογελαστούς”. -Δεν ξέρουμε ούτε και θα μάθετε, λέει εκέινος σαρκαστικά.
Η ίδια απάντηση βγαίνει και από τους άλλους.
Διατάζεται το κλείσιμο όλων των κρατούμενων στα κελιά τους, και αρχίζει μια απεγνωσμένη έρευνα κελί προς κελί, που δεν αποδίδει τίποτα.
Η απελπισία τους έχει φτάσει στο έπακρο, όταν τις πρώτες απογευματινές ώρες παρουσιάζεται σαν “από μηχανής θεός” ένας αγρότης που είχε το καλύβι του λίγο πιο έξω από τη φυλακή, για να τους πει ότι ανακάλυψε μια μεγάλη τρύπα κοντά στο πεζούλι του περιβολιού του, που δεν ήταν χτες και δίπλα πεταμένο ένα αμπέχωνο. Στο σημείο αυτό καταφτάνουν έπειτα από λίγο οι επικεφαλής της φυλακής. Ήταν δυνατό να έχει σχέση με την απόδραση;
Πριν χωθούν στην τρύπα που έχασκε μπροστά τους, έκαναν μια έρευνα γύρω. Στο δασάκι που άρχιζε πιο πέρα βρήκαν πεταμένα άδεια πακέτα τσιγάρα, σπίρτα, αποτσίγαρα. Εκείνο όμως που τους έπεισε ότι πέρασαν από εδώ οι δραπέτες, ήταν ένα σημείωμα που βρήκαν καρφωμένο σε ένα δέντρο. Έγραφε: “Είμαστε ασύλληπτα πουλιά, και όπως εφύγαμε εμείς, έτσι θα φύγουν και οι άλλοι”!
Η υποψία ότι η τρύπα του περιβολιού οδηγούσε σε κάποιο κελί, έγινε βεβαιότητα.
Λίγο αργότερα ένας ντόπιος σερνόταν μ’ ένα σκοινί στο χέρι κάτω από τη γη, κι έφτανε στο κελί 7. Η σήραγγα μήκους 24 μέτρων και ανοίγματος ενός μέτρου, κατάληγε κάτω από το περβάζι του παραθυριού του κελιού αυτού, που ήταν το τελευταίο της “κόκκινης ακτίνας”.
Το ίδιιο απόγευμα -16 ώρες μετά την απόδραση- έφτανε στην αστυνομική διεύθυνση Πειραιώς και στο υπουργείο εσωτερικών, ένα κατπληκτικό τηλεγράφημα:
“Οι βαρυποινίτες κομμουνισταί Δημ. Σκαρέλλος, Ζανής Φλωράκος, Κ. Σαρίκας, Αβραάμ Δερβίσογλου, Ευάγγ. Θωμάζης, Απόστ. Κλειδωνάρης, Μόσχος Δουλγέρης και Ν. Βαβούδης, εδραπέτευσαν δια διατρήσεως υπονόμου. Ενεργούμεν τα δέοντα άνευ αποτελέσματος μέχρι στιγμής”.
Όπως ήταν φυσικό, το τηλεγράφημα αυτό αναστάτωσε τις αρχές και τους υπεύθυνους. Ο τ΄τοε υπουργός Ταλιαδούρος διέταξε ανακρίσεις και σε δηλώσεις του αναφέρθηκε στην άθλιακατάσταση των φυλακών, ενώ ο εισαγγελέας πειραιώς διέταξεμε τη σειρά του ανακρίσεις, στέλνοντας τον εισαγγελέα Οικονομόπουλο να παρακολουθήσει από κοντά την πορεία τους.
Ηαπόδραση τούτη πήρε μεγάλη έκταση στις εφημερίδες της εποχής, οι οποίες δεν έκρυβαν τον θαυμασμό τους για το εγχέιρημα. Να πώς την χρωματίζει σε ολοσέλιδη ανταπόκρισή του ο απεσταλμένος της “Ακροπόλεως” :
“Τύφλα να ‘χουν όλοι οι μυθιστοριογράφοι του κόσμου. Ό,τι συνέβη εδώ εις το τεράστιον μεν πανάρχαιον δε και “σαράβαλον” οικοδόμημα των φυλακών Αιγίνης και εξετυλίχθη με διαβολική μαεστρία, δεν υπάρχει γραμμένο εις καμίαν σελίδα κανενός και από τα πλέον τερατολόγα μυθιστορήματα. Οι 8 που έφυγαν και οι 75 που συνέπραξαν -83 εν συνόλω άτομα- όπως θα ίδωμεν κατέστρωσαν και εξετέλεσαν την “μεγαλειώδη” απόδρασιν -ξεπέρασαν και τους φαντομάδες και τους Ροκαμβόλ εις έμπνευσιν και εκτέλεσιν”.
Την προηγούμενη, η ίδια εφημερίδα, αναφερόμενη στην απόδραση των “κόκκινων φαντομάδων” όπως τους αποκαλεί, γράφει με δέος:
“Αι φυλακαί τους κρατούν εφ’ όσον αυτοί το θέλουν! Όταν δεν το θέλουν, όταν τας…βαρεθούν, το ευκολότερον πράγμα δι’ αυτούς, είναι να τας εγκαταλείψουν”!
Διαφορετική φυσικά είναι η στάση του Ριζοσπάστη. Την πρώτη ημέρα η είδηση δώθηκε σ’ ένα λιτό δίστηλο με τίτλο : “Οχτώ σύντροφοί μας δραπέτευσαν προχθές από τις φυλακές της Αίγινας”.
Την επόμενη όμως, η θέση της εφημερίδας είναι ανοιχτά με το μέρος των δραπετών : “Οχτώ αγωνιστές της εργατικής τάξης δραπέτευσαν από τα μπουντρούμια της κεφαλαιοκρατίας”, γράφει σε ημισέλιδο τίτλο στην πρώτη σελίδα και ακολουθεί λεπτομερειακό ρεπορτάζ που αρχίζει έτσι :
“Η είδηση έσκασε σα μπόμπα… οχτώ σύντροφοί μας, παληοί αγωνιστές, βαρυποινίτες για την επαναστατική τους δράση, άφησαν “γειά” στα βαρειά σίδερα της ελληνικής δημοκρατίας. Αχρηστέψανε τις σκοπιές, τα κάστρα, τα κάγκελα και τα μπουντρούμια και φύγανε εκεί που τους καλεί το επαναστατικό τους καθήκον. Ο αστικός τύπος ξερνάει τη χολή του με επικεφαλής τον “Ανεξάρτητο” που ούτε λίγο ούτε πολύ, ονομάζει τους συντρόφους μας “εγκληματίες”. Οι αρχές της Αθήνας και του Πειραιά κινητοποιήθηκαν δραστήρια. Ο Σαρωνικός γέμισε ατμάκατες που ερευνούν τα καράβια μήπως… βρίσκονται μέσα οι κομμουνιστές. Άνω κάτω έγινε η Αίγινα, τα χωριά της, τα βουνά της, κι ακόμα η αστυνομία ψάχνει στον Πόρο, στα Μέθανα, στον Πειραιά, στην Αθήνα. Ψάχνει, ψάχνει παντού, μα πάει το πουλάκι πέταξε…”
Οι αστικές εφημερίδες συμπλήρωσαν τα δημοσιεύματά τους, κατά το προηγούμενο της Εμμανουηλίδου και του Μπεζεντάκου, με την πληροφορία ότι τους δραπέτες παράλαβε στα ανοιχτά του Σαρωνικού το σοβιετικό ατμόπλοιο “Νοβοροσίσκυ”, το οποίο είχε αναχωρήσει την ίδια νύχτα από τον Πειραιά για το Πορτ Σάιντ.
Η κατοπινή δράση τους δεν επιβεβαιώνει την πρόσθετη πληροφορία ότι βολεύτηκαν στη Σοβιετική Ένωση. Μερικοί απ’ αυτούς όπως ο Σακαρέλλος, ο Φλωράκος, ο Θωμάζης και ο Δερβίσογλου, βρέθηκαν μεν στο εξωτερικό αλλά κατευθύνθηκαν στην Ισπανία, όπου έλαβαν μέρος στον Εμφύλιο πόλεμο, στο πλευρό των δημοκρατικών δυνάμεων. Ο Βαβούδης επέστρεψε αργότερα στην Ελλάδα και “αυτοκτόνησε το 1951 σε μια επίθεση της αστυνομίας σε ένα σπίτι στην Καλλιθέα όπου κρυβόταν, λίγο μετά αφ’ ότου πιάστηκε ο Μπελογιάννης.
H απόδρασις της Κατίνας Εμμανουηλίδου (επαναστατικό ψευδόνυμο) οργανώθηκε και εγκρίθηκε από το Αρχειομαρξιστικό κόμμα του οποίου ήτο λαμπρό μέλος.
ατυχώς το εν λόγω βιβλίο λόγω καλοπροαίρετης αδυναμίας για να γνωρίζει λέει ότι ήτο φυματική. δεν ήταν είχε ιγμωρίτιδα και μετά από λίγο καιρό πέθανε από την ασθένεια και τις κακουχίες. απέδρασε με το παιδί της που έμεινε ορφανό.
ήταν σύζηγος , με την επαναστατική έννοια, σπουδαίου μέλους της ηγεσίας του κόμματος αυτού και ήταν πρωτοπόρα καπνεργάτρια και απίστευτα τίμιο και ηθικό άτομο
στο μπλογκ μου έχω κάνει αρκετές αναρτήσεις
http://akrat.blogspot.gr/2012/05/blog-post_22.html
κλο
να σαι καλα, κι ευχαριστώ για την πληροφορία που δεν ήξερα