Η φωνή του δρόμου, αυτή είναι που κάνει την αλήθεια να ακουστεί. Όχι μια αλήθεια που γεννήθηκε από κάποια πίστη την οποία και αναπαράγει. Όχι μια αλήθεια που ζητά ακολουθητές και μαζοποιημένους στρατιώτες φαντασιακών ή μή κινημάτων. Αλλά την συλλογικοποιημένη προσωπική αλήθεια του καθενός και της καθεμιάς μας. Που είναι τόσο σιωπηρή όσο κι εκκωφαντική, τόσο πολύπλοκη όσο και απλή. Αυτήν που προκύπτει από την καθημερινή ζωή, από την σκέψη, την ανάλυση και την πράξη. Τη συνειδητή σκέψη και πράξη. Που θρυμματίζει τους υπάρχοντες διαχωρισμούς και φτιάχνει αυτούς που θα όφειλε. Ανάμεσα στη δράση, την αναρχική επαναστατική δράση και την απάθεια ή την ανάλωση στη ρουτίνα και το καθήκον. Ανάμεσα στον κόσμο της αξιοπρέπειας και της συνείδησης και αυτόν της αδιαφορίας και της καβάτζας.
Ενάντια σε ένα σύστημα, μια κοινωνία, που καταστρέφεται φτάνοντας στην ουσία του καπιταλιστικού της ονείρου/εφιάλτη. Κι όσο καταστρέφεται τόσο παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, να επεκταθεί, καταστρέφοντας ο,τιδήποτε μπαίνει εμπόδιο σ’ αυτό. Κι η καταστροφή αυτή, στο βαθμό που δεν προκύπτει σαν αποτέλεσμα δικής μας επιθυμίας και σχεδίου, προσπάθειας και αγώνα, ( Όχι επαναστατικά ευχολόγια και αυτοανάλωση. Όχι βουτιά στη συνήθεια, την αναπαραγωγή μικρόκοσμων και των παθογενειών τους. Όχι γκρουπ θέραπυ σε αίθουσες ή στο δρόμο, ούτε και παράδοση στην απουσία σκέψης και προβληματισμού, λόγου και δράσης ) έχει ως ικανή και αναγκαία συνθήκη και τη δική μας καταστροφή. Την καταστροφή των επιθυμιών, των αναγκών, της διαφορετικότητας, της σκέψης, των δομών, των κατακτήσεων, της αλληλεγγύης μας.
Η φωνή του δρόμου λοιπόν πρέπει να ακούγεται, να εξαπλώνεται όσο το δυνατό περισσότερο. Να δυναμώνει αυτή δυναμώνοντας κι εμάς, να ανοίγει νέους αναρχικούς επαναστατικούς δρόμους, κάνοντας στην άκρη τα απαρχαιωμένα αναλυτικά εργαλεία, που ερμηνεύουν την πραγματικότητα με όρους 19ου αιώνα. Την συνειδητή ή όχι αναπαραγωγή λογικών, σε επίπεδο σκέψης αλλά και πράξης, που συνήθιζαν και θα έπρεπε να ανήκουν σε κομμάτια της αριστεράς. Να αποτινάξει την υποταγή στην αναγκαιότητα και την λατρεία της ποσότητας, σε βάρος της ποιότητας.
Και, πολύ βασικό, να βαδίζει με ξεκάθαρες και γνωστοποιημένες προθέσεις που μένουν σταθερές, ανεξάρτητα από τις ευκαιριακές συγκυρίες κι ενάντια σε ό,τι και όποιον περιορίζει την αναρχία και τον αγώνα γι’ αυτήν σε ένα στενά πολιτικό κι ενίοτε πολιτικάντικο κίνημα με ασυνείδητα ή μή, βαθειά νομοτελειακές απόψεις, αγνοώντας ότι το βασικό της προωθητικό στοιχείο είναι ότι αποτελεί πρώτιστα μια τάση. Μια τάση μέσα στην κοινωνία και ενάντια σε αυτήν όπου χρειάζεται. Μια δυναμική τάση συμπόρευσης του ατομικού με το συλλογικό(άτομο σε κοινωνία χωρίς καλλιεργημένη την αίσθηση και την έννοια της κοινότητας,μένει μισό, και κοινότητα χωρίς ολοκληρωμένα και μοναδικά τα άτομα που την αποτελούν είναι καταδικασμένη να καταλήξει στον ολοκληρωτισμό), βαδίζοντας συνειδητά στο μονοπάτι της εξέγερσης.
…συνεχίζεται…