-
Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν είναι μονομανία ή φετίχ. Είναι μέρος του καθημερινού αγώνα -ή και πολέμου- για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση.
Ως μέρος λοιπόν ενός τέτοιου πολέμου οφείλει να κάνει στην άκρη τους προσωπικούς φόβους και τις αγκυλώσεις. Οφείλει να κάνει στην άκρη τις όποιες πολιτικάντικες σκοπιμότητες και χειρισμούς.
Κι αν οι δράσεις αντιπληροφόρησης και εξαφάνισης του υλικού τους από τις πόλεις και τα χωριά μας είναι χρήσιμες μία φορά, η χρήση βίας είναι χρήσιμη και επιβεβλημένη ακόμη περισσότερο.
Δεν μπορούμε δηλαδή να περιμένουμε να .. ωριμάσουν οι συνθήκες για να γίνει σύγκρουση, γιατί μέχρι τότε θα έχουμε σαπίσει εμείς, οι ιδέες και οι πρακτικές μας.
Δεν μπορούμε να αποφεύγουμε τη σύγκρουση με χιλιάδες δικαιολογίες γιατί είναι σαν να τους παραχωρούμε χώρο και χρόνο για να απλώνουν το δηλητήριό τους.
Αυτό δε σημαίνει άκριτη χρήση της βίας σε κάθε περίπτωση κι ευκαιρία, σημαίνει αγωνία κι επιθυμία για γενικότερο και συνολικότερο επιθετικό σχεδιασμό και οργάνωση για να ξαναπέσουν αυτά τα καθάρματα στην πηγάδα όπου και ανήκουν. Και αυτό, δεν γίνεται χωρίς βία, δεν γίνεται αν ανησυχούμε μήπως φανούμε κακοί στα μάτια της υποταγμένης αυτής κοινωνίας, δεν γίνεται αν δεν έχουμε μια στέρεη θεώρηση -όχι θεωρία- αλλά γινόμαστε έρμαια της κάθε αριστερίζουσας και δημοκρατικής νοοτροπίας και λογικής - Το τί σκέφτεται και λέει αυτό που ύπουλα αποκαλείται κοινή -αντί για “δημιουργημένη από την Κυριαρχία” – γνώμη, δεν μπορεί ποτέ
να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα και οδηγό για την Δράση μας.
Αυτό δε σημαίνει φυσικά μια επιτηδευμένη αντίδραση για την αντίδραση, ούτε μια ελιτίστικη, αποστασιοποιημένη κι αφ’ υψηλού κριτική σε ό,τι κινείται γύρω μας. Η κριτική μας δεν είναι προσωπική απλά, έχει ως πυξίδα πάντα την προώθηση του αγώνα μας,
του αναρχικού αγώνα και την ατομική και συλλογική μας εξέλιξη προς την κατεύθυνση της ατομικής και κοινωνικής απελυθέρωσης.Όποτε όμως στην Ιστορία τα ριζοσπαστικά κι επαναστατικά κινήματα ή κομμάτια τους, φοβούμενα την.. απομόνωση
και αποφεύγοντας τις ευθύνες και το βάρος της επιθετικής επαναστατικής δράσης (ιδιαίτερα σε έντονες και ρευστές περιόδους όπως αυτή) ,
αποπειράθηκαν – μαλακώνοντας και κατακρεουργώντας πεποιθήσεις και πρακτικές- να μεγαλώσουν ποσοτικά και όχι ποιοτικά, το πλήρωσαν.Πέρα από κάποια πρόσκαιρα κι ευκαιριακά αριθμητικά οφέλη, η αγκαλιά της αφομοίωσης και της ενσωμάτωσης τα περίμενε ορθάνοιχτη.
Ο χαρακτήρας τους σταδιακά μετατράπηκε σε απλά μεταρρυθμιστικό και τελικά έφτασαν να αποτελούν πολύ χρήσιμες δεξαμενές άντλησης
ανανεωτικής δύναμης, ιδεών και ανθρώπινου δυναμικού, για το κράτος και το κεφάλαιο, για την Κυριαρχία.Όσο κι αν δεν είναι ευχάριστο και δεν βρίσκει άμεση ανταπόκριση – που πολλοί σύντροφοι/ισσες λαθεμένα θεωρούν ως επιβεβαίωση και αποδοχή –
το να εναντιωθείς στην κυρίαρχη γνώμη, να την πολεμήσεις με προσωπικό κόστος ακόμη και βλέποντας ότι απομονώνεσαι προσωρινά,
είναι κάτι που αναπόφευκτα πρέπει να κάνουμε κάποιες φορές.Στις τωρινές λοιπόν συνθήκες που η πόλωση και οι διαχωρισμοί ξαναγίνονται σαφείς και έντονοι, οφείλουμε να αποφύγουμε τα λάθη
που σύντοφοί μας στο παρελθόν είχαν διαπράξει.Η αντιμετώπιση πχ του “φαινομένου” της ανόδου εκλογικά αλλά δυστυχώς και
κοινωνικά της χ.α., έχει προκαλέσει μια κάποια ανησυχία σε πολλούς συντρόφους/ισσες. Κι αυτό δικαιολογείται.Το να φτάνουν όμως να στηρίζουν τις αδιέξοδες και αυτοκτονικές σε κάποιες περιπτώσεις τακτικές, της προσπάθειας συγκρότησης
ενός θολού αντιφασιστικού μετώπου, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται άκριτα κι επιφανειακά, χωρίς γνώση, συνείδηση και καταγραφή των επιμέρους ή και γενικότερων διαφωνιών μεταξύ των όσων συμπράτουν σε κάτι τέτοιο…Ακόμη και μια τελείως επιφανειακή ματιά
στην Ιστορία, αποδεικνύει ότι οι συμμαχίες αυτές απλά έδιναν άλλοθι σε δημοκράτες, προοδευτικούς, ντεμέκ εξωκοινοβουλευτικούς και λοιπές συστημικές δυνάμεις,
αφού κάλυπταν είτε τις συνενοχές τουςείτε την αντιδραστικότητά τους, πίσω από την ευκολοχώνευτη αντίθεση στο ναζισμό. Τους δινόταν έτσι η ευκαιρία να ανανεώσουν το θεωρητικό και πρακτικό τους οπλοστάσιο,να ενσωματώσουν τις “παραστρατημένες” δυνάμεις αμφισβήτησης και άρνησης, και να σιγουρέψουν την για κάποια ακόμη χρόνια κυριαρχία τους.