Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, μια εξέγερση στις φυλακές Αλικαρνασσού, πυροδοτεί ένα ξέσπασμα, που σαρώνει απ’ άκρη σ’ άκρη τις φυλακές της χώρας. Οι κρατούμενοι βάζουν φωτιά στα στρώματά τους, ανεβαίνουν στις ταράτσες και αρχίζουν να γκρεμίζουν τα κάτεργα. Σε κάποιο από τα παράθυρα των φυλακών Αλικαρνασσού, ένας κρατούμενος έχει κρεμάσει ένα πανό που γράφει:
“ΕΞΕΓΕΡΘΗΚΑΜΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΓΔΑΡΤΕΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΑΣ”
Πίσω από τα κάγκελα του παραθύρου διακρίνεται μια ισχνή ανθρώπινη φιγούρα που λυσσομανά και πηγαινοέρχεται μέσ’ το κελί σαν θηρίο. Πότε πότε, γαντζώνεται στα κάγκελα του παραθύρου του και αρχίζει να φωνάζει.
Είναι ο Γιάννης Πετρόπουλος του Βασιλείου, τον οποίο, από τα 21 του κιόλας χρόνια, η Δικαιοσύνη ρίχνει στα «σαγόνια της φυλακής για να τον κατασπαράξουν και να τον σκορπίσουν στον πιο βαθύ βούρκο» για τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής του.
Είκοσι χρόνια που θα σημαδέψουν το κορμί και την ψυχή του, με τα χειρότερα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς, τις απομονώσεις, τα πειθαρχεία και το μαρτύριο του κελιού. Είκοσι χρόνια όμως που θα σημαδευτούν και από εξεγέρσεις, αποδράσεις και τον αγώνα ενάντια στην εξαθλίωση του κορμιού και του μυαλού που επιβάλλει η φυλακή.
Είκοσι χρόνια που θα σημαδέψουν το κορμί και την ψυχή του, με τα χειρότερα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς, τις απομονώσεις, τα πειθαρχεία και το μαρτύριο του κελιού. Είκοσι χρόνια όμως που θα σημαδευτούν και από εξεγέρσεις, αποδράσεις και τον αγώνα ενάντια στην εξαθλίωση του κορμιού και του μυαλού που επιβάλλει η φυλακή.
Στην φυλακή που θέλει τους έγκλειστούς της να βρίσκουν διαφυγή στα ναρκωτικά, να καταλήγουν στην τρέλα ή να επιδίδονται στις πιο ειδεχθείς πράξεις, ο Πετρόπουλος θα αρχίζει να διαβάζει και στη συνέχεια να γράφει.
Μέσα από τους “Γδάρτες Ονείρων”, “Το Τριαντάφυλλο” και το “Η Σκέψη”, ο Πετρόπουλος θα μιλήσει για τα κολαστήρια των φυλακών, θα ξεσκεπάσει το προσωπείο της Δικαιοσύνης και θα περιγράψει τους πολύπλευρους αγώνες για την ελευθερία. Θα γράψει όμως και για τη μοναξιά του κελιού, την Γυναίκα, τον Έρωτα και την κοινωνία «…που άκουγε τα ουρλιαχτά του να σκίζουν την σιγαλιά της νύχτας» και σιωπούσε.
Μέσα σ’ εκείνο τον βυθό, θα γνωρίσει τον Χάρη Τεμπερεκίδη, μια από τις σημαντικότερες μορφές της φυλακής. Ισοβίτης και αυτός, πεταμένος από 15 μόλις χρονών στα χειρότερα κάτεργα της χώρας, θα γνωρίσει τα βασανιστήρια, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αλλά και το σκοτάδι της μοναξιάς που επιβάλλει η φυλακή. Θα πρωτοστατήσει σε εξεγέρσεις, θα αποδράσει, θα συλληφθεί και θα βασανιστεί άγρια, θα ξανά-εξεγερθεί, έως ότου αποφυλακιστεί μετά από πολλά χρόνια. Θα ζήσει ελεύθερος για λίγα χρόνια έως ότου οι διώκτες του τον εντοπίσουν και τον δολοφονήσουν στα βουνά της ορεινής Κορινθίας, ύστερα από πολυήμερη καταδίωξη μέσα στις εξοντωτικές συνθήκες του ψύχους και των απόκρημνων βουνών. Στις 8 Φλεβάρη του 1999, ο Χάρης θα αφήσει την τελευταία του πνοή, “ελεύθερος” ανάμεσα στους διώκτες του, αφού πρώτα τους έχει παραπλανήσει ώστε να δώσει λίγο πολύτιμο χρόνο στους συντρόφους του για να διαφύγουν.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, ο Χάρης και ο Γιάννης θα βρεθούν μαζί στο δρόμο της παρανομίας, μετά από μια απόδρασή τους, για να χαρούν κάποιες στιγμές ελευθερίας, έως ότου ξανά-συλληφθούν και οδηγηθούν στη φυλακή. Μετά τον θάνατο του Χάρη, και εμπνευσμένος από τη σύντομη συνάντηση τους έξω από το κάτεργο, ο Γιάννης θα γράψει τον θεατρικό διάλογο «Ο Χάρης Δεσμώτης», ο οποίος εκδίδεται με αφορμή την συμπλήρωση 9 χρόνων από τον θάνατο του Χάρη.
Εκδόσεις Διάδοση, Φεβρουάριος 2008