Σ’ ένα βιβλίο παληό -περίπου εκατό ετών-
ανάμεσα στα φύλλα του λησμονημένη,
ηύρα μιάν υδατογραφία άνευ υπογραφής.
Θάταν το έργον καλλιτέχνου λίαν δυνατού.
Έφερ’ ως τίτλον, «Παρουσίασις του Έρωτος».
Πλήν μάλλον ήρμοζε, «- του έρωτος των άκρως αισθητών».
Γιατί ήταν φανερό σαν έβλεπες το έργον
(εύκολα νοιώθονταν η ιδέα του καλλιτέχνου)
που για όσους αγαπούνε κάπως υγιεινά,
μες στ’ οπωσδήποτε επιτετραμμένον μένοντες,
δεν ήταν προωρισμένος ο έφηβος
της ζωγραφιάς – με καστανά, βαθύχροα μάτια·
με του προσώπου του την εκλεκτή εμορφιά,
την εμορφιά των ανωμάλων έλξεων·
με τα ιδεώδη χείλη του που φέρνουνε
την ηδονή εις αγαπημένο σώμα·
με τα ιδεώδη μέλη του πλασμένα για κρεββάτια
που αναίσχυντα τ’ αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική.
Η δεύτερη παράγραφος από το ποίημα αυτό του Κ. Καβάφη, είχε δημοσιευτεί στο ημερολόγιο του 2003 -μήνας Απρίλης- της Λέσχης Αρόδου (αυτοδιαχειρζόμενος χώρος που λειτούργησε από το 2001 μέχρι το 2005 στο κέντρο του Πειραιά) .
Ποιό είναι αυτό που επιτρέπεται; Ποιό είναι το παράνομο; Τί καθορίζει τις επιλογές μας σε σχέση με την κυρίαρχη ηθική;
Αν η απόλαυση είναι ανωμαλία, είμαστε όλοι/ες ανώμαλοι/ες.
Αν η ηθική είναι φυλακή, είμαστε όλοι ανήθικοι..