Ένα μικρό αλλά απίστευτα δυνατό απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου. Αφορά ακόμη και τώρα, σχεδόν το σύνολο της μαρξιστικής-μπολσεβίκικης αριστεράς. Δυστυχώς όμως αφορά και κάποια (ευτυχώς λίγα) κομμάτια του αναρχικού χώρου. Ανθρώπους δηλαδή που ερμηνεύουν τα πάντα μέσα από μια απόμακρη, άκρως ιδεολογική και κλεισμένη στο απυρόβλητο του γυάλινου πύργου τους ηθική. Που ό,τι και να λένε ή να γράφουν, παραμένουν αιχμάλωτοι της συνειδητής αδυναμίας τους να ξεπεράσουν αυτό που λένε ότι πολεμούν. που ξεχνούν ότι η εξουσία, το κράτος, δεν είναι απλά έξω και γύρω μας, είναι μέσα μας και περιμένει-όσο της αφήνουμε χώρο- να βγεί προς τα έξω.
… … Τέλος, το χωράει ρε ο νους σου, να είμαστε επαναστάτες και η βάση της συμπεριφοράς μας να είναι… οι δέκα εντολές; “Ού κλέψεις, ού μοιχεύσεις” και άλλες μαλακίες, όταν μας έκλεβαν, μας σκότωναν και μας γαμούσαν απ’ όλες τις μπάντες. Αυτά τα μπαλαμούτια των αστών μας τα πασάρανε σαν κομμουνιστική ηθική κι επαναστατική συμπεριφορά. Διπλή σκλαβιά σουλέω, να τρελαθείς. Λούμπεν στοιχείο! Ξέρεις τί θα πει λούμπεν στοιχείο; Το ‘μαθα αργότερα, τότε ακόμα δεν ήξερα ξένες γλώσσες. Λούμπεν στοιχείο θα πει αλήτης, να πούμε στοιχείο αντικοινωνικό.
…Μια ζωή ρε, οι κερχανατζήδες μας μπαφιάσανε, μας γανώνανε το μυαλό πως ήταν ανήθικο ν’ ακούμε μπουζούκι και γενικά ρεμπέτικα τραγούδια, και πολύ περισσότερο να τα τραγουδάμε, διότι ήταν λέει, τραγούδια της παρακμής και της απαισιοδοξίας. Όλο αισιοδοξία βλέπεις ήταν η ζωή μας γενικά, κι έφταιγε η μουσική να πούμε, που ξεστράτιζε τον επαναστάτη από το σωστό δρόμο…Μας μπαφιάσανε στο καλαματιανό, στο αργεντίνικο ταγκό και στις γλυκανάλατες καντσονέτες. Όλο παράνομα και ζούλα, με χίλιες ενοχές, να ψιλοπιάσουμε κανά Τσιτσάνη κανά Βαμβακάρη…Και πώς να ξεδώσεις μωρ’ αδερφέ μου με το Ξένοιαστα παίζουνε κρυφτούλι στις ανθισμένες κερασιές, ή με το Σαράντα παληκάρια από τη Λεβαδειά; Πώς να ξεδώσεις και πώς να πεθάνεις χωρίς μεράκι και χωρίς πάθος; Μαλακία σου λέω, να την κόβεις με το μαχαίρι. Άσε δε άμα σου σηκωνότανε κι όλας, άμα να πούμε είχες σεξουαλικές ανησυχίες όπως λένε, ε, τότε, ήσουνα για να ‘σουνα χαλασμένος πια. Καλά εγώ μια ζωή όλο ενοχές ήμουνα, γιατί όλα τα απαγορευμένα μ’ άρεσαν: οι γυναίκες, το κρασί, οι πενιές…
Ρε γαμώτο, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω, πώς να πούμε ταίριαζε να ‘μαστε επαναστάτες, δηλαδή άνθρωποι που καιγόμαστε από πάθος για τη ζωή, ρομαντικοί, ευαίσθητοι, ερωτευμένοι μέχρι θανάτου με τον άνθρωπο και τη λευτεριά του, να τραβάμε χαμογελώντας για το εκτελεστικό απόσπασμα, να υπομένουμε βασανιστήρια, φυλακές, κακό, και να ‘μαστε νερουλοί, νερόβραστοι, χωρίς φωτιά μέσα μας, σ’ όλη μας τη ζωή χωρίς πάθος, χωρίς ένα φάλτσο, νότες πειθήνιες μέσα στο πεντάγραμμο, που ακούνε μονάχα το μαέστρο. Σκατά. Εκτός από κότες, πηγαίναν να μας κάνουν και μηχανάκια. Πώς να κάνεις επανάσταση με μηχανάκια ρε φίλε; Η φαντασία, το όνειρο; Πώς να πεθάνεις; Ο επαναστάτης είναι πουλί, αετός, ερωτευμένος με το φως, με τα λουλούδια, τις γυναίκες, το κρασί, την αταξία…