Αρχείο κατηγορίας Θέσεις

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ.

Το κείμενο αυτό, είχε δημοσιευτεί σε μπροσούρα που βγήκε τον Οκτώβρη του 2002, και περιλάμβανε τα κείμενα κάποιων αυτοδιαχειριζόμενων χώρων από Αθήνα, τα οποία ήταν οι εισηγήσεις τους για την κοινή εκδήλωση που είχε πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβρη του 2002 στο λόφο του Στρέφη, με θέμα “Κυριαρχία και Αυτοοργάνωση.  Βέβαια τώρα έχουν αλλάξει από τότε πολλά πράγματα στις ζωές μας και στις δομές της εξουσίας, από την άλλη όμως πολλά άλλα παραμένουν ίδια. Σαν ερμηνεία όμως εκείνης της περιόδου, σαν λογική αντιμετώπισης του υπάρχοντος, παραμένει επίκαιρο.
Οι χώροι που είχαν συμμετάσχει σε εκείνη την εκδήλωση, ήταν : Αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Αγίας Παρασκευής, Αυτόνομο Στέκι, κατάληψη Λέλας Καραγιάννη 37, Ηλιοτρόπιο, Λέσχη Αρόδου.

Το κείμενο αυτό υπογραφόταν από τη Λέσχη Αρόδου.


Επιχειρώντας κανείς να μιλήσει για τις διάφορες πτυχές της κυριαρχίας σήμερα, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και σημαντικά κομμάτια με τα οποία θα ασχοληθεί, είναι η εργασία.

Έχοντας ολοκληρωτικά απορρίψει την ηθική της εργασίας, αναγνωρίζουμε αυτήν όχι ως δικαίωμα ή επιλογή, αλλά ως ένα στυγνό εκβιασμό που φέρει μέσα του ως συστατικό στοιχείο την καταστολή, την κυριαρχία. Έναν εκβιασμό ο οποίος μας κρατά σε ομηρία  και στον οποίο υποκύπτουμε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Έναν παράγοντα που γεννά το φόβο, διατηρώντας και αναπαράγοντας έτσι την υποταγή των εκμεταλλευομένων στις προσταγές των αφεντικών. Κι επειδή η υποταγή και η πειθάρχησή μας είναι απαραίτητες 

για τη σταθεροποίηση, τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της παρούσας κοινωνικής οργάνωσης, η εργασία είναι ένα από τα κυριότερα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

Με την προώθηση ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των εργαζόμενων, την ανάθεση μικροεξουσιών σε κάποιους εργαζόμενους εις βάρος άλλων και την αναγόρευση του γλειψίματος και της ρουφιανιάς σε υπέρτατο προσόν, δημιουργούνται (τεχνητοί) διαχωρισμοί, πάντα έντεχνα πλασαρισμένοι και συνήθως πολύ αποτελεσματικοί.    Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η φρενίτιδα που έχει καταλάβει μεγάλο μέρος των εργαζομένων, οι οποίοι όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται ή προσπαθούν για κάτι καλύτερο, αλλά διοχετεύουν όλη τους την ενεργητικότητα επιχειρώντας να ανέβουν στην ιεραρχία της δουλειάς;  Πώς αλλιώς θα εξηγούσε κανείς το ότι το όνειρο της -πάση θυσία- καριέρας  κατευθύνει τη σκέψη και τις πράξεις τόσων ανθρώπων γύρω μας;

Βέβαια, είναι γεγονός πως όταν η απειλη της απόλυσης αιωρείται πάνω από τον καθένα μας με την αγκαλιά της μεγάλης αυτής δεξαμενής των ανέργων να μας περιμένει ορθάνοιχτη, η κατάσταση δεν είναι εύκολη. Όταν δηλαδή στο παραμικρό παράπονο για τα ωράρια, τα ρεπό, τις άδειες, τα λεφτά ή ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να παρουσιαστεί, έρχεται σαν απάντηση το κλασσικό “ξέρεις πόσες χιλιάδες άνεργοι υπάρχουν που θα παρακαλούσαν γι’ αυτήν τη δουλειά;”, ακούγεται “λογικό” να “κωλώνει” κανείς (εδώ με δυσκολία τα βγάζουμε πέρα ως εργαζόμενοι, πόσο μάλλον ως άνεργοι).

Και να ‘ταν μόνο αυτό!

Οι ίδιες οι δομές της εργασίας, της υποχρεωτικής μισθωτής εργασίας,ο τρόπος οργάνωσης και η λειτουργία της, είναι τέτοιες που αλλοτριώνουν όποιον εμπλέκεται σε αυτήν. Οι προκαθορισμένες και ελεγχόμενες κινήσεις, συνιστούν μια θανατηφόρα ρουτίνα που σκοτώνει τη δημιουργικότητα και αποδυναμώνει τη σκέψη μας όσο Αυτοί χρειάζονται. Πόσες φορές ο καθένας μας έχει δει τον εαυτό του -ή και άλλους- να βρίσκεται εκτός εργασίας αλλά να μιλά συνεχώς γι’ αυτήν; Πόσες φορές μια άσχημη κατάσταση στη δουλειά μας έχει επηρεάσει τόσο ώστε να μας χαλάει τη διάθεση για μικρό ή μεγάλο διάστημα, να μας προκαλεί νεύρα και κατά συνέπεια τσακωμούς; Ή, ακόμη χειρότερα, πόσες φορές συνειδητοποιούμε πως ακόμη και σον μη εργάσιμο χρόνο μας αρχίζουμε και ενσωματώνουμε συνήθειες και συμπεριφορές που αποκτήσαμε στη δουλειά;

Είναι από τα σημαντικότερα “επιτεύγματα” της δουλειάς το ότι μετατρέπει τους ανθρώπους σε ρομποτάκια, σε όντα που δρουν μηχανικά εκτελώντας απλά τις εντολές που λαμβάνουν, που η σκέψη τους περιορίζεται στη σωστή ερμηνεία των εντολών αυτών και που η δημιουργικότητα και η φαντασία τους “πρέπει” να ταυτιστούν με αυτές των αφεντικών τους. Είμαστε- ή μάλλον μας κάνουν- εμπόρευμα  και την εργατική μας δύναμη μια παραγωγό αξία, άρα και πηγή κέρδους γι’ αυτούς, γι’ αυτό και κάνουν ό,τι μπορούν για να τη διατηρήσουν υπό καθεστώς ελέγχου κι επιτήρησης – κάτι άλλωστε που το επιτρέπει/επιβάλλει, η ίδια η δομή και διάρθρωση της εργασίας.

Στα πλαίσια αυτής λοιπόν της προσπάθειας, εντάσσονται οι όλο και περισσότερες κάμερες σε εργασιακούς χώρους (όπως και παντού). Στα ίδια πλαίσια εντάσσεται και η κατάπνιξη ή το άγριο κυνήγι οποιασδήποτε απόπειρας οργάνωσης των εργαζομένων, είτε εν τη γενέσει της είτε αργότερα.  Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μαζικές απολύσεις έχουν γίνει ως απάντηση σε ανάλογες προσπάθειες  εργαζομένων. Δεν είναι λίγες οι φορές που καταγγελίες από μέρους των εργαζομένων στην επιθεώρηση εργασίας ξεχνιούνται ή πετιούνται στα σκουπίδια.

Στα ίδια πλαίσια εντάσσονται πάνω απ’ όλα και πολλές από τις αλλαγές που τα τελευταία νομοσχέδια φέρνουν στους χώρους εργασίας ή και αλλαγές που τα αφεντικά φέρνουν από μόνα τους.

Ποιός μπορεί να αρνηθεί ότι :  α) Η αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τα τοπικά-προσωπικά σύμφωνα, μας φέρνει σε ακόμα δυσκολότερη θέση;   β) Το λεγόμενο κράτος πρόνοιας δεν εξυπηρετεί πλέον το ίδιο καλά τα σχέδια και τα συμφέροντα της κυριαρχίας γι’ αυτό και σιγά σιγά δίνει χώρο στο κράτος διαχειριστή της οικονομίας;   γ) Η προώθηση της δια βίου κατάρτισης, αποσκοπεί στη διαρκή αναπροσαρμογή των απασχολήσιμων στις ανάγκες του συστήματος, ρίχνοντας την ευθύνη για την κατάρτιση αυτή στους ίδιους τους εργαζόμενους;   δ) Όπως πάνε τα πράγματα θα δουλεύουμε μέχρι τα βαθιά μας γεράματα και μάλιστα συχνά σε δουλειές μαύρες, ανασφάλιστες; και   ε) Καθώς τα όρια μεταξύ εργασίας και ανεργίας γίνονται όλο και πιο θολά και η εργασία συνεχώς ελαστικοποιείται, προβάλλεται ως νέο πρότυπο εργαζομένου ο απασχολήσιμος   και ως εναλλακτική λύση στη σταθερή μισθωτή εργασία η ημιαπασχόληση;

Κι είναι αυτή ακριβώς η ελαστικοποίηση, αυτή η ανασφάλεια που θα οδηγεί πολλούς από εμάς σε μια συνεχή περιπλάνηση μεταξύ δουλειάς-ανεργίας-σεμιναρίου, που (μεταξύ άλλων) σηματοδοτεί την αλλαγή στη σκέψη του καπιταλισμού, της εξουσίας :  Παλιότερα, η βιομηχανική εργασία, το εργοστάσιο, ήταν αυτό που τους διευκόλυνε στον έλεγχο και την επιτήρηση της κοινωνίας. Σήμερα όμως, με τις συνθήκες να έχουν μεταβληθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, το οπλοστάσιό τους έχει εμπλουτιστεί και πετυχαίνουν αποτελεσματικότερο έλεγχο με την ελαστικοποίηση, αφού ο εργαζόμενος υπό αυτό το καθεστώς είναι σαφώς πιο φοβισμένος, πιο υπάκουος  άρα και πιο… φτηνός.

Ιδιαίτερα δε αν ο/η εργαζόμενος/η είναι και μετανάστης/ρια – και δή χωρίς χαρτιά-, οι δυσκολίες μεγαλώνουν. Γιατί, χωρίς να προσπαθούμε να ηρωοποιήσουμε αυτούς τους ανθρώπους ή να τους αναγάγουμε στο επαναστατικό υποκείμενο του σήμερα, είναι γεγονός ότι τραβάνε χοντρά ζόρια. Δουλεύοντας κυρίως σε δουλειές μαύρες και κακοπληρωμένες, με το στίγμα του διαφορετικού, του κατώτερου, του ύποπτου να τους συνοδεύει,  και μή έχοντας λόγω της “παρανομίας” τους το θάρρος να οργανωθούν, να αντιδράσουν, αντιμετωπίζουν την αλαζονεία και την τσογλανιά του κάθε μικρού ή μεγάλου αφεντικού. Τα στραβωμένα και καχύποπτα βλέμματα των συναδέλφων, αλλά και κάποιων εξ’ αυτών που κατάφεραν να πάρουν την “πολυπόθητη”  πράσινη κάρτα.

Και τα συνδικάτα, οι “εκπρόσωποί μας που νοιάζονται για εμάς” τί κάνουν για όλα αυτά; αναρωτιέται κάποιος κόσμος που βασανίζεται ακόμη από αυταπάτες περί συνδικαλισμού. Αυταπάτες, που δεν επιτρέπουν σε πολλούς να δουν το ρόλο των συνδικάτων ως μηχανισμών του κράτους, που έχουν σα σκοπό τη χειραγώγηση και το ξεπούλημα αγώνων, δίνοντας έτσι αέρα σε αυτά τα καθάρματα, σε αυτούς τους επαγγελματίες της διαμεσολάβησης. Κι είναι να οργίζεται κανείς αν κάτσει και δει παραδείγματα από τη δράση [ή καλύτερα από τη μή δράση τους] : Οι συνδικαλιστές της ναυπηγοεπισκευαστικής π.χ. τί σκατά έχουν κάνει τόσα χρόνια για τους ανθρώπους που πεθαίνουν ή μάλλον δολοφονούνται μέσα στα σαπιοκάραβα;

Τί έχουν κάνει όλοι οι υπόλοιποι συνδικαλιστές για τα αμέτρητα θανατηφόρα ή μή εργατικά “ατυχήματα”, για τις δολοφονίες αυτές στο βωμό της οικονομίας; Οι νεκροί στα έργα για το ολυμπιακό χωριό, οι νεκροί στα εργοτάξια του μετρό, ο Γιάννης Τσικρίκας (ο 25χρονος εργάτης στην Ελευθεροτυπία που καταπλακώθηκε από τόνους χαρτί), οι δεκάδες νεκροί κάθε χρόνο από εργατικά “ατυχήματα”, πώς και πότε θα δικαιωθούν; Οι απεργιακές πορείες που έχουν βίαια κατασταλεί από τις συμμορίες των ένστολων δολοφόνων του κράτους, οι αγώνες που με  τόσο κόστος έχουν δοθεί, πώς και πότε θα δικαιωθούν;

Γιατί η μισθωτή σκλαβιά είναι τρομοκρατία και όλοι εμείς τα θύματά της. Μια κατάσταση που θα συνεχίζεται όσο δεν ξεπερνιούνται νοοτροπίες και πρακτικές που λειτουργούν εγκλωβιστικά για εμάς και τους αγώνες μας.  Όπως π.χ. η “νοοτροπία του κλάδου”, που κρατά τους αγώνες διαχωρισμένους και αποκομμένους από την υπόλοιπη κοινωνία, αποτρέποντας τη γενίκευσή τους. Όπως ακόμη η προσκόλληση στις κομματικές γραμμές, οι κατευθυνόμενες κι ελεγχόμενες κινητοποιήσεις,  που μπορεί να προχωρούν σε θεαματικές κινήσεις ελεγχόμενης σύγκρουσης (προκειμένου να κολλήσουν οι “σύντροφοι” κανένα επαναστατόσημο  και να πουλήσει το κόμμα τους αγωνιστικό προφίλ),  αλλά αυτό που επιθυμούν και συνήθως πετυχαίνουν, είναι να καταστέλλουν όποιες προσπάθειες δείχνουν ότι τείνουν να ξεφύγουν από τον έλεγχό τους.  Και οι φορές που – έστω και προσωρινά – ξεπεράστηκαν αυτά τα στεγανά, αγώνες που έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τα κόμματα (Μαντούδι, Νεώριο, ΕΑΣ, αδιόριστοι κ.α.), έδωσαν δείγματα του τί μπορούμε να κάνουμε όταν παίρνουμε τις τύχες μας στα χέρια μας. Όταν οι αγώνες, εργασιακοί ή μή, συνδέονται μεταξύ τους καταδεικνύοντας ότι τα προβλήματά μας δε λύνονται με 38 αντί 4 ώρες δουλειάς, ούτε με αυξήσεις 5, 1 ή 15%. Δε λύνονται με κανενός είδους μεταρρυθμίσεις.

Η αναδιάρθρωση του κράτους και του καπιταλισμού, η ανασύνταξη των δυνάμεών τους και οι αλλαγές που έφεραν και που θα φέρουν στις ζωές μας, προοιωνίζουν ένα μέλλον όπου ο αγώνας γίνεται επιτακτική ανάγκη, γίνεται έντονη επιθυμία. Δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό και ψευδαισθήσεις.  Κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς σημαίνει καταστροφή του κεφαλαίου και των παραγωγικών δομών του και οριστική απελευθέρωση από το κράτος.

Όχι απλά κουμπιά.

Κείμενο του Αλφρέντο Μπονάνο, από το Palestine mon amour.

Μια αστυνομική δύναμη είναι πάντα μια αστυνομική δύναμη, για τον απλό λόγο ότι ένα κράτος, ακόμη κι ένα κουρελιασμένο όπως το παλαιστινιακό, είναι πάντα ένα κράτος.

Για όποιον τώρα έχει, στα χρόνια του, αγωνιστεί για τη απελευθέρωση του Παλαιστινιακού λαού(ίσως όλοι έχουμε συνεισφέρει έστω και λίγο σ’ αυτό με τον τρόπο μας), αυτό αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία. Το να βλέπεις ότι αγωνιζόμενοι σύντροφοι σε έναν αγώνα που κάποτε εξαπλώθηκε σαν επιδημία λίγο πολύ σε όλη την Ευρώπη αλλά και παραπέρα, φορούν τώρα τη στολή με τα λαμπερά κουμπιά, μια κακή απομίμηση των Άγγλων μπάτσων, είναι κάτι που δε χωνεύεται εύκολα. Οι αστυνομικοί όμως δε φορούν απλά στολές, δε γυαλίζουν απλά τα κουμπιά τους- ελέγχουν καταστέλλουν, χτυπούν και ευκαιριακά πυροβολούν και σκοτώνουν δίχως σκέψη.
Η Γάζα δεν είναι μια μεγάλη πόλη, έχει λίγους ασφαλτόδρομους και, όπως σε τόσα άλλα τμήματα του αραβικού κόσμου, οι δρόμοι αυτοί μοιάζουν με μικρά επαρχιακά δρομάκια. Οι αστυνομικοί του Αραφάτ είναι τώρα παρόντες στην περιοχή όπου κάποτε βρισκόταν η ισραηλινή Σιν Μπεθ. Όχι μόνο αστυνομικοί, αλλά το δικαστήριο, η φυλακή και οι μυστικές υπηρεσίες. Όλα μικρά κι όχι ιδιαίτερα επαρκή, η σκέψη όμως είναι που μετράει.
Τί συνέβη στην Ιντιφάντα;
Συνεχίζεται ακόμη βέβαια, ενάντια στα παλιά και νέα αφεντικά. Αγόρια και κορίτσια συλλαμβάνονται, μεταφέρονται στο πολυδύναμο κτίριο της παλαιστινιακής κρατικής καταστολής, ανακρίνονται από καταδεκτικούς ανακριτές και δικάζονται από απίθανους δικαστές. Είναι κι οι ίδιοι παιδιά, λίγο μεγαλύτερα σε ηλικία, που γεννήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.  Τί να πουν κάτω από την πεφωτισμένη στρατιωτική διοίκηση του μεγάλου αρχηγού;
Με τον ίδιο τρόπο που μας πήρε χρόνια να συνειδητοποιήσουμε, ότι οι Ισραηλινοί ήταν βασανιστές παρ’ όλο που μόλις είχαν βγει από τα στρατόπεδα εξόντωσης, τώρα ποιός ξέρει πόσο θα μας πάρει να αντιληφθούμε ότι οι Παλαιστίνιοι, κάποτε σύντροφοι, μπορούν να γίνουν βασανιστές.
Η πραγματικότητα εξελίσσεται, και στη διάρκεια της εξέλιξης αυτής αλλάζουν και οι μάσκες πίσω από τις οποίες κρύβονται οι άνθρωποι για να παίξουν τους ρόλους τους.
Συχνά όμως αλλάζει και ο ρόλος πίσω από τη μάσκα, χωρίς κανείς να το παρατηρεί…

ΤΟ ΚΟΥΙΖ ΤΟΥ ΜΑΗ…

ΓΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΣ ΛΥΤΕΣ.

(ή αλλιώς, όταν σπέρνεις ανέμους, θερίζεις θύελλες).

Όταν τόσα χρόνια υποθάλπτεις, καλλιεργείς και ενθαρύννεις μια απύθμενη βλακεία, μια ματσό και τσαμπουκαλεμένη νοοτροπία, μια αβάσταχτη ανευθυνότητα και ελαφρότητα που καταλήγει στο θάνατο, είσαι τουλάχιστον γελοίος.
Γίνεσαι όμως επιπλέον πολιτικάντης, ανειλικρινής και αναξιοπρεπής, όταν μιλάς με όρους συλλογικής ευθύνης και ακροβατείς στα όρια της ρουφιανιάς, βιώνοντας ένα απεγνωσμένο άγχος να προβάλλεις “καλό προσωπείο”, διαχωριζόμενος από αυτούς που θεωρείς πως  με καλό ή κακό τρόπο  σου χαλάνε τη “σούπα”.
Φυσικά το ίδιο ισχύει και για τους αυτόκλητους ή μη, ακόλουθούς σου.
…Τί θέλει να πει ο ποιητής;…