Καταστροφή και γλώσσα, του Alfredo Bonanno

[μεταφραση: aixmi]

αναδημοσίευση από: https://artbloggr.wordpress.com/2015/10/04/1058/

(…) Η δομή της κυριαρχίας, οι όροι της σύγκρουσης και η σύνθεση της εκμεταλλευόμενης τάξης έχουν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό ώστε μια επιχείρηση όπως «η κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων» με τη μαρξιστική έννοια ή μια απελευθέρωση από τα κάτω με τtumblr_n1996knoae1sgw0cbo1_500ην αναρχική έννοια έχουν γίνει εντελώς αδιανόητες. Αυτές οι δύο προσπάθειες είναι αντιθετικές, αλλά μοιράζονται την ιδέα της κατάληψης των μέσων παραγωγής και της παράδοσής τους στα χέρια των αντιπροσώπων της εκμεταλλευόμενης τάξης που θα οργανώσει την απελευθερωμένη κοινωνία. Τότε τί απομένει;

Αυτό που απομένει είναι η καταστροφική επίθεση… και αυτό είναι ένα πολύ διφορούμενο σημείο… Τί σημαίνει καταστροφή; Τί σημαίνει να καταστρέφεις έναν πυλώνα, όταν εκατό χιλιάδες, ίσως ένα εκατομμύριο από αυτούς είναι ακόμα όρθιοι; Ποιά είναι η σημασία της;

Νομίζω πως θα πρέπει να σκεφτούμε για λίγο, να κάνουμε ένα βήμα πίσω. Καθένας από μας έχει φτιάξει μια θετική και μια αρνητική αντίληψη της πραγματικότητας μέσα του. Ζούμε σε ένα πλαίσιο που λαμβάνουμε σαν πραγματικό (εκτός αν αποδεχόμαστε την ιδέα της πεταλούδας και του ονείρου), πραγματικό και θετικό, δηλαδή, αντίστοιχο με μια εποικοδομητική διάσταση προμηθευμένη με χαρακτηριστικά που εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου, και που ορίζουμε την εξέλιξη αυτή σαν ιστορία. Από την ομίχλη ενός υποθετικού αρνητικού σκοταδισμού, μεσαίωνα, έχουμε φτάσει στο σύγχρονο πολιτισμό. Τώρα υπάρχει η πενικιλίνη, και οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν πλέον από την πανώλη ή ακόμη από την ελονοσία, τουλάχιστον εντός ορισμένων ορίων, δεδομένου ότι εξακολουθούν να υπάρχουν μέρη στον πλανήτη όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν από αυτά τα πράγματα.

Έτσι, μέσα μας, δίνουμε μια θετική αξία στην εποικοδομητική διάσταση, δεδομένου ότι είμαστε ένας οργανισμός (ακόμη και από βιολογική άποψη) και φοβόμαστε το θάνατο σαν την ακραία ιδέα της καταστροφής. Νομίζουμε ότι η ζωή μας είναι μια συσσώρευση θετικών. Είμαστε μωρά, μεγαλώνουμε, γινόμαστε πιο δυνατοί, γινόμαστε ενήλικες, μετά ηλικιωμένοι, και μετά πεθαίνουμε. Το τελευταίο πάντα μετατίθεται στο μέλλον, αλλά κατά τη διάρκεια της ζωής μας θέλουμε μόνο να αποκτήσουμε… αναγνώριση (αλλά όχι ακίνητη περιουσία, δεδομένου ότι ως αναρχικοί και επαναστάτες δεν κατέχουμε ιδιοκτησία). Αλλά αυτό δεν είναι εκείνο που θέλουμε να κάνουμε. Από τη στιγμή που σκεφτόμαστε την ανάπτυξη και την απόκτηση ως θετικές, θεωρούμε την ποσότητα θετική. Με άλλα λόγια, αν ξέρουμε τρεις γλώσσες, θεωρούμε τους εαυτούς μας καλύτερους από κάποιον που ξέρει μόνο μία ή δύο. Δεν συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει μια λειτουργιστική υπόθεση, μια υλιστική υπόθεση, σε όλα αυτά. Υπάρχουν υπολείμματα της παλιάς αυτής διαδικασίας του 18ου αιώνα η οποία νόμιζε ότι με την επιδίωξη αυτού που είναι χρήσιμο στο επιμέρους άτομο αυξάνεται συνολικά εκείνο που είναι χρήσιμο στην ανθρωπότητα. Αυτή είναι η πιο αισχρή ιδέα που είχε πολλές αρνητικές συνέπειες. Τί συμβαίνει όταν θεωρούμε την ποσότητα, την καθημερινή ποσότητα, σαν την ποιότητα της ζωής μας;

Στην αγωνιώδη επιθυμία να έχουμε κάτι στην κατοχή μας, έχουμε χάσει κάτι ώστε να είμαστε κάποιοι, έχουμε χάσει την ποιότητα του να είμαστε κάποιοι, και δεν είμαστε πλέον σε θέση να διακρίνουμε αυτή την πραγματικότητά μας, αυτό το πράγμα για το οποίο αξίζει τον κόπο να ζει κανείς.

Εδώ βρίσκεται ο λόγος που φοβόμαστε την καταστροφή: Πρώτον, διότι μας θυμίζει το θάνατο. Δεύτερον, διότι μας θυμίζει την άρνηση της λειτουργικότητας. Εκείνος που καταστρέφει δεν είναι λειτουργικός σε τίποτα.

Δεν είναι, στην πραγματικότητα, αλήθεια — τουλάχιστον όχι εντελώς — ότι καταστρέφοντας έναν πυλώνα προκαλείται πραγματική ζημιά στα συμφέροντα της ENEL (η ιταλική ενεργειακή εταιρία). Δεν υπάρχει εξίσωση με την οποία «ένας λιγότερος πυλώνας» ισούται με «μια μεγαλύτερη ζημιά στην ENEL.» Μια απόλυτη σχέση αυτού του είδους δεν υπάρχει, και όποιος προσπαθεί να αποδείξει μια τέτοια εξίσωση λέει ανοησίες. Γιατί λοιπόν φοβόμαστε την καταστροφή; Φοβόμαστε κάτι μέσα μας, όχι κάτι έξω από μας. Μπορούμε να κατανοήσουμε την ποσότητα, την ανάπτυξη και την απόκτηση μέσω της λογικής. Μπορούμε να κατανοήσουμε την κριτική όλων αυτών μέσω της λογικής, που οδηγεί στην αδύναμη σκέψη που ανέφερα προηγουμένως, στην αβεβαιότητα, την αμφιβολία, κλπ. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την καταστροφή μέσω της λογικής, διότι το να κατανοήσουμε την ιδέα της καταστροφής στην πιο ριζοσπαστική της έννοια, καθένας από μας θα έπρεπε να έχει μια αίσθηση αποστροφής για την προσβεβλημένη αξιοπρέπειά μας, προκειμένου να κατανοήσουμε τη σημασία της καταστροφής, ο καθένας μας θα έπρεπε να εμπλακεί σε προσωπικό επίπεδο.

Δεν μπορούμε να καταστρέψουμε κάτι αν δεν είμαστε πρόθυμοι να καταστρέψουμε τον εαυτό μας τη στιγμή που καταστρέφουμε αυτό το πράγμα. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι η ιδέα της συμμετοχής στην καταστροφική πράξη. Μπορούμε να διαχωρίσουμε την άπληστη, εποικοδομητική πράξη από τον εαυτό μας και να πούμε: «Κοιτάξτε, έχω ένα σπίτι και μια βιβλιοθήκη 10.000 τόμων», αλλά δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την ιδέα της καταστροφής από τους εαυτούς μας. Με άλλα λόγια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα για να αναδείξουμε την άπληστη ιδέα, το σπίτι, τα βιβλία, τον πολιτισμό, την ανάπτυξη, τις τρεις γλώσσες που έχουμε μάθει, αλλά δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα για να διευκρινίσουμε το πρόβλημα της καταστροφής. Οι λέξεις μου δεν έχουν κανένα νόημα. Αυτός είναι ο λόγος που πέφτουν βροχή στα κεφάλια σας σαν να στερούνται νοήματος, διότι το να μιλάς για καταστροφή δεν έχει κανένα νόημα παρά μόνον μέσω μιας άλλου είδους γλώσσας. Αυτό το άλλο είδος γλώσσας… δεν αποτελείται απλώς από λέξεις, αλλά από αυτόν τον εξαιρετικά πολύπλοκο συνδυασμό που πραγματώνεται μεταξύ θεωρίας και πράξης. Η ολότητα του καθενός μας, της ανθρώπινης ύπαρξής μας, η βαθύτερη ουσία του σώματός μας και της σκέψης μας, είναι η συνύπαρξη θεωρίας και πράξης, όχι μόνο το ρίσκο, αλλά επίσης η επιθυμία, η ευχαρίστηση, η λαχτάρα να ζήσουμε τη ζωή μας ολοκληρωμένα, αυτό είναι μια διαφορετική γλώσσα. Και δεν είναι μια γλώσσα που μπορεί να ταξινομηθεί σε λέξεις…

…Η καταστροφή δεν είναι μια μεταφυσική ιδέα. H καταστροφή έγκειται στο να πας σε ένα μέρος και να καταστρέψεις κάτι, αλλά η διαδικασία που μπορεί να μας επιτρέψει να πραγματοποιήσουμε αυτή την ενέργεια είναι μια διαδικασία που πρέπει να μας εμπλέξει στο σύνολό μας, ως ολοκληρωμένες ανθρώπινες υπάρξεις, όπως οι άνδρες και οι γυναίκες είναι ικανοί να εκφράζουν τους εαυτούς τους με πληρότητα, όχι στο διαχωρισμό που θέλει να μας διακρίνει από αυτό που έχουμε αποκτήσει, από αυτό που γνωρίζουμε, από αυτό που κατέχουμε, όχι σε αυτό το διαχωρισμό, διότι η γλώσσα των λέξεων κυριαρχεί σε αυτό τον διαχωρισμό. Και αυτή είναι μια γλώσσα που υπαγορεύεται από την ορθολογικότητα αιώνων καταπίεσης, εν ολίγοις, την Καρτεσιανή γλώσσα εκείνων που κατασκευάζουν φυλακές, βασανιστήρια, ανακρίσεις· τη γλώσσα των ιερέων, των Φραγκισκανών, των Δομηνικανών που έστειλαν τον Τζορντάνο Μπρούνο στην πυρά στην Campo di Fiori. Όμως στην καταστροφή άλλη γλώσσα επικρατεί, στην καταστροφή άλλη γλώσσα είναι απαραίτητη.

Στην καταστροφή, η γλώσσα της γενναιοδωρίας, της απογύμνωσης, η γλώσσα του μύθου, του Διονύσου, ανθεί. Ο Διόνυσος είναι ο θεός της παραδοξότητας, ο θεός που έρχεται σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα, που διεισδύει μέσα μας. Ο Διόνυσος είναι ο θεός των γυναικών, όχι των ανδρών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η ιδέα της καταστροφής είναι πιο κατανοητή στις γυναίκες παρά στους άνδρες που είναι πολύ πιο φοβισμένοι από τις γυναίκες.

Γιατί η ιδέα της καταστροφής συνδέεται με το Διόνυσο, το θεό που ήρθε μέσα στη νύχτα σαν κλέφτης, ο θεός που δεν είχε μέρος λατρείας αλλά ήταν ένας ξένος παντού και παντού διείσδυε στη λατρεία άλλων θεών; Επειδή η λατρεία του Διονύσου βασίζεται κυρίως στην καταστροφή, μάλιστα, στο σκίσιμο σε κομμάτια (σπαραγμός) του εχθρού. Το θύμα είναι διαμελισμένο, συντριμμένο, σπασμένο, και αυτή είναι η αποτελεσματική σημασία της καταστροφής, στην οποία βλέπουμε τη διονυσιακή συμμετοχή στην πρωτογενή πράξη της ριζικής καταστροφής του εχθρού στη βαθύτερη ρίζα της. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με ποσοτική επίθεση.

Για πρώτη φορά, μπαίνουμε σε μια σειρά προβλημάτων που είναι διαφορετικά, που δεν έχουν καμία σχέση με την παραδοσιακή κριτική του κόμματος, του συνδικάτου, κλπ. Φυσικά, όταν μιλάμε για καταστροφή, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα επικίνδυνο ναρκοπέδιο στο οποίο υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις, η συζήτηση θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Αυτός είναι ο λόγος που θέλω να τελειώσω λέγοντας ότι η ιδέα της καταστροφής είναι εκφράσιμη μέσα από το σύνολο του προσώπου που την πραγματώνει με πράξεις, και τη στιγμή που την πραγματώνει στην πράξη, είναι μια θεωρία, η δυνατότητα να γίνει κατανοητή από τους άλλους. Σε αντίθεση με την εποικοδομητική ιδέα, η οποία μπορεί να διαχωριστεί από αυτόν που την πραγματοποιεί, που μπορεί έπειτα να είναι πολύ καλός στο να μιλάει για τα προβλήματα που σχετίζονται με την κατασκευή, και ούτω καθεξής.

…Θέλω να γίνω πλήρως κατανοητός στο ότι δεν υπάρχει μόνο η γλώσσα των λέξεων που όλοι μας γνωρίζουμε, αλλά επίσης άλλες δυνατότητες για επικοινωνία. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο καθένας από μας έχει τη δική του γλώσσα. Γι’ αυτό, όταν καταλάβουμε τι είναι η καταστροφή, όταν αντιληφθούμε ότι δεν πρόκειται μόνο για σπάσιμο υπολογιστών, όταν γινόμαστε γνώστες του ότι αυτό είναι μόνο η παιχνιδιάρικη άποψη του προβλήματος, αλλά ότι υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να μελετήσουμε, κάτι που εμπλέκει εμάς προσωπικά στις βαθύτερες ρίζες μας, και ότι αυτό έχει την αρχική του ώθηση σε εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας που αναφέρεται στην πληγωμένη αξιοπρέπεια που σίγουρα γνωρίζουμε, διότι αλλιώς δεν θα ήμασταν εδώ, δεν θα είμασταν καν ένας από τους συντρόφους, τότε κατέχουμε ήδη την καταστροφική γλώσσα, μπορούμε να αρχίσουμε να γινόμαστε καταστροφικοί.

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί γιατί αηδιάζετε όταν βλέπετε ένα φασίστα; Είναι ένας άνθρωπος, όπως εσείς, όπως εγώ. Ή μάλλον, αφού οι φασίστες είναι μερικές φορές ακόμα και όμορφοι νέοι άνδρες και γυναίκες, γιατί σας κάνουν να αηδιάζετε; Γιατί η αστυνομία σας αηδιάζει; Επειδή είναι επικίνδυνοι; Γι’ αυτά που λένε; Όχι. Αυτό είναι κάτι που δεν είναι πλήρως κατανοητό. Όταν είμαι στη φυλακή, το χειρότερο πράγμα που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου είναι ο άνθρωπος με τη στολή. Γι’ αυτό κλείνω την πόρτα μου ώστε να αποφύγω να τους βλέπω, να αποφύγω να τους ακούω να μιλάνε. Μπορεί να λένε ακόμα έξυπνα πράγματα (πράγμα δύσκολο από μόνο του), αλλά υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να κατανοηθεί, κάτι που αηδιάζει.

Όταν μιλάμε για το πρόβλημα της καταστροφής, υπάρχει επίσης η αντίρρηση ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ του βάνδαλου που σπάει τα πάντα και του επαναστάτη που επιτίθεται ύστερα από μια ακριβή διαδικασία συλλογισμού. Το πρόβλημα παραμένει και δεν είναι εύκολα εντοπίσιμο. Μια «αντικειμενική» διαφορά μεταξύ της καταστροφικής επαναστατικής πράξης και της πράξης βανδαλισμού δεν μπορεί να καθοριστεί, δίχως να υπεισέλθουμε σε ορισμένες πολύ μεγάλες δυσκολίες. Δεν μπορούμε να επιδιώξουμε μια «αντικειμενική» διαφορά που να μας καθησυχάζει μια για πάντα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι σπάζοντας το βαν της αστυνομίας και καταστρέφοντας τον πυλώνα είναι επαναστατικές πράξεις από μόνες τους, ενώ μαλώνοντας στα γήπεδα είναι χουλιγκανισμός. Η γενναιοδωρία δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για το πώς ένας αποφασίζει τη διάκριση μεταξύ χουλιγκανισμού και επαναστατικής πράξης. Αν ήταν, για ακόμη μια φορά η λειτουργιστική υπόθεση θα ήταν εκεί, ο στόχος που θα είχε επιτευχθεί θα καταλάμβανε εξ’ ολοκλήρου το χώρο του συλλογισμού. Αν νομίζουμε ότι με την καταστροφή ενός πυλώνα της ENEL, χτυπάμε την καρδιά του κράτους, τότε είμαστε πραγματικά χαμένοι στο διάστημα, ακόμη και αν ήταν εκατοντάδες πυλώνες. Δεν είναι η μαθηματική λογική που μετράει.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η διαφορά που υπάρχει πρέπει να αναζητηθεί στην ατομική ωριμότητα των ανθρώπων που πραγματοποιούν αυτές τις πράξεις, στο τί αισθάνονται, τί επιθυμούν, και ακόμα τί είναι ικανοί να προβάλλουν πρακτικά, μετατρέποντας το όνειρο σε συγκεκριμένη δραστηριότητα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο χούλιγκαν βρίσκει κανείς, και αντιτάσσεται, μια περίεργη συσσώρευση συναισθημάτων. Υπάρχει η γενναιοδωρία της πράξης, η άγνοια, η ανικανότητα του βάνδαλου να αντιληφθεί τα στοιχεία που καθορίζουν την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Αλλά υπάρχει επίσης μια αίσθηση εξέγερσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η εξέγερση βρίσκεται σε προτεραιότητα, δεδομένου ότι συχνά στο χούλιγκαν, επικρατεί το ένστικτο της αγέλης. Δεν είναι, στην ουσία, αλήθεια ότι εκείνοι που μαλώνουν μεταξύ τους στα γήπεδα εξεγείρονται ατομικά. Είναι σχεδόν πάντα συνταγμένοι μέσω διαδικασιών συγκέντρωσης, χρηματοδοτούμενες από διάφορους συλλόγους, συγκεντρωμένοι μέσω των δομών της ομάδας, συμβόλων, συνθημάτων, υπολειμμάτων παλαιών ιδεολογιών, κλπ.

Ο σύντροφος που δρα επιτιθέμενος σε μια δομή του εχθρού, ενώ δεν θέλει να κάνει χρήση της ταυτότητας ενός καθαρά «αντικειμενικού» σχεδίου, ξεκινά από διαφορετικά κίνητρα, από μια πιο σύνθετη κοινωνική ωρίμανση. Αν, στην ατομική σφαίρα, ο χούλιγκαν δεν ξέρει πώς να περνάει ευχάριστα την Κυριακή, ο σύντροφος, αντίθετα, εμπλέκει ολόκληρη την ύπαρξή του επιτιθέμενος σε ένα στόχο. Εισερχόμενος στην καταστροφική διάσταση έρχεται σε ρήξη με την επίμονη παράδοση της ποσοτικής διάστασης, την ανάπτυξη και τη θεσμοθέτηση της ζωής που έχει συνταχθεί από άλλους. Αυτή είναι η διαφορά.

Κατά τη γνώμη μου, το κλειδί της εξήγησης βρίσκεται στις συμπεριφορές που έχουν μια υποκειμενική σπουδαιότητα, δίχως τέτοιες συμπεριφορές να εγκαταλείπονται, έτσι, στον ατομισμό, στη στοιχειώδη κατάσταση των ξεχωριστών στοιχείων δίχως συνοχή μεταξύ τους. Και είναι προφανές ότι φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε ότι είναι δυνατόν ένα μεμονωμένο κίνητρο να είναι ένα σημείο καμπής. Και φοβόμαστε διότι για εκατόν πενήντα χρόνια μας έχει επισημανθεί ότι δεν είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από το άτομο, αλλά από την τάξη, από αντικειμενική ανάλυση, από την ιστορία, από τους εσωτερικούς μηχανισμούς της ιστορίας, από αυτό το πράγμα που ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός. Δεν έχουμε απελευθερωθεί ακόμα από την κληρονομιά αυτή.

1996

Σημειώσεις: Κάτω από τον τίτλο Distruzione e linguaggio, το κείμενο αυτό πάρθηκε από μια σειρά τεσσάρων αυτο-διαχειριζόμενων ομιλιών που έλαβαν χώρα στη Σχολή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου La Sapienza στη Ρώμη από της 23 Φεβρουαρίου μέχρι και της 25 Μαρτίου 1996. Η σειρά των ομιλιών είχε τίτλο «Κυριαρχία και Εξέγερση στη Μετα-Βιομηχανική Κοινωνία: Εσωκλεισμένοι και Αποκλεισμένοι». Η μεταγραφή εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή στα Ιταλικά στο βιβλίο Dominio e rivolta (Κυριαρχία και Εξέγερση) από την Edizione Anarchismo, Κατάνια, Ιταλία, Δεκέμβριος 2000. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή στα Αγγλικά στο πρώτο (και μοναδικό μέχρι σήμερα) θέμα του Outsiders, δημοσιευμένο από τις Vagabond Publications (Όκλαντ) τον Ιανουάριο του 2009. Στα Ελληνικά κυκλοφορεί στο βιβλίο Κυριαρχία και Εξέγερση στη Μετα-Βιομηχανική Κοινωνία: Εσωκλεισμένοι και Αποκλεισμένοι από το Ελευθεριακό Ινστιτούτο Κοινωνικών Μελετών, Ιωάννινα, 2008.

ΠΗΓΗ-Άλφα στερητικό

Εξεγερτική Αναρχία κι Επαναστατική Οργάνωση.

2835B76500000578-3064272-image-a-19_1430504363698

Τα τελευταία χρόνια στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος, έχουν υπάρχει πολλές συζητήσεις σχετικά με την εξεγερτική μέθοδο οργάνωσης για την επανάσταση. (1) Συχνά όμως, οι συζητήσεις αυτές δεν φτάνουν σε λεπτομέρεις που αφορούν τις οργανωτικές λεπτομέρειες που προωθούν οι εξεγερσιακοί αναρχικοί. Το κείμενο αυτό ευελπιστεί να ρίξει λίγο φως σε αυτές τις οργανωτικές μεθόδους και να χρησιμεύσει ως μια εισαγωγή σε αυτά τα προτάγματα αλλά και την τάση στα πλαίσια της επαναστατικής αναρχικής σκέψης.

Φορμαλιστική εναντίον άτυπης οργάνωσης.

Μία από τις μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις σχετικά με την εξεγερτική μέθοδο, υπήρξε αυτή για την αναγκαιότητα της φορμαλιστικής ή της άτυπης οργάνωσης. Δε χρειάζεται να σκάψει κανείς βαθειά για να δει ότι τέτοιες αντιπαραθέσεις αποτελούν ένα ψευδδή διχασμό. Στο υστερόγραφο του τεύχους 2 της σουηδικής εφημερίδας “Dissident” με τον τίτλο “Εξέγερση και Αναρχία”, η ομάδα Μπάτκο εξηγεί: “είναι σημαντικό να μην παγιδευτούμε στο ψευδές δίλημμα μεταξύ φορμαλιστικής ή άτυπης οργάνωσης. Η μορφή εξαρτάται πάντα απο τις δυνατότητες της πρωτοβουλίας. Οι φορμαλιστικές δομές μπορούν να χρησιμοποιούνται κάποιες φορές αρκεί να μη χάνεται η πρωτοβουλία. (2) “Όχι αντιπαράθεση. Ερωτήσεις κι απαντήσεις.”

Ακόμη κι ο πάτέρας του σύγχρονου εξεγερτικού αναρχισμού ο Αλφρέντο Μαρία Μπονάννο, γράφει σε ένα απο τα δοκίμια του με τον τίτλο “από τις ταραχές στην εξέγερση” :

Φυσικά, υπάρχει ακόμη η δυνατότητα χρησιμοποίησης της οργάνωσης σύνθεσης, της προπαγάνδας, της αναρχικής εκπαίδευσης και της συζήτησης- όπως κάνουμε και τώρα δηλαδή- γιατί όπως είπαμε αυτό αποτελεί ένα ζήτημα προτάγματος σε κίνηση, απόπειρας κατανόησης πραγμάτων πάνω σε ένα καπιταλιστικό σχέδιο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ως αναρχικοί επανστάτες όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε κατά νου αυτήν τη γραμμή εξέλιξης και να προετοιμάζουμε τους εαυτούς μας απο ‘δω και στο εξής ώστε να μετασχηματίσουμε τις άλογες καταστάσεις των ταραχών σε μια μια εξεγερτική και επαναστατική πραγματικότητα.” (3)

Θα ήταν αρκετά βοηθητικό αν το σύγχρονο αναρχικό κίνημα έδινε βάση στο άνωθεν παράδειγμα. Το απόσπασμα ήταν από ένα λόγο που δώθηκε σε ένα επίσημο συνέδριο σχετικά με την εφημερίδα “Anarchismo” της οποίας ο Μπονάννο ήταν ο βασικός εκδότης. Η άτυπη οργάνωση δεν προωθήθηκε για να γίνει δόγμα που θα ακολουθείται με κάθε κόστος, όπως κάνουν οι αμετανόητηοι πιστοί κομμάτων ή συνδικάτων, αλλά ως μια ιστορική τάση που ο Μπονάννο προσπαθούσε να αναλύσει εν (τη) εξελίξει (της).

Εκ των υστέρων, μπορούμε τώρα να δούμε, όπως ανέφερε η ομάδα Μπάτκο, ότι το αν θα παρεμβούμε στις ταξικές μάχες χρησιμοποιώντας φορμαλιστικές ή άτυπες πρακτικές, είναι ένα ζήτημα επιλογής των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη των επιθυμητών σκοπών.

Αυτενέργεια και αυτοδιεύθυνση.

Ποια είναι λοιπόν τα μέσα που προτείνουν οι εξεγερτικοί αναρχικοί για την οργάνωση της επανάστασης; Αυτή ή οικεία στους περισσότερους επαναστάτες αναρχικούς, αυτοοργάνωση.

Οι εξεγερτικοί αναρχικοί δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στο ότι η χειραφέτηση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων μαζών πρέπει να είναι έργο που προκύπτει απ την ίδια τη δική τους αυτόνομη δραστηριότητα. Αυτό ισχύει είτε αφορά άτομα, ομάδες αναρχικών επαναστατών, είτε μεγάλα μαζικά σώματα εκμεταλλευόμενων που μάχονται για την αυτονομία τους.

Ο λόγος για τον οποίο αυτό είναι σημαντικό, είναι επειδή αποτελεί μια βασική ομοιότητα που μοιράζονται οι εξεγερτικοί αναρχικοί με το υπόλοιπο του αναρχικού επαναστατικού κινήματος. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον με το δεδομένο ότι αποτελεί ιστορικά ένα μέσο που οι περισσότεροι αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές έχουν επιθυμήσει, αν επανεξεταστεί όπως θα δούμε αργότερα στη συζήτηση των προτάσεών τους για τη μαζική οργάνωση. Η αυτενέργεια των εργατών δεν είναι απλά η προτιμώμενη μέθοδος αγώνα, αλλά και ο πυρήνας της αυτοοργανωμένης κοινωνίας που οι αναρχικοί επιθυμούν να δημιουργήσουν μέσα από την κοινωνική επανάσταση:

Η αυτοδιεύθυνση του αγώνα προηγείται, και ακολουθούν η αυτοδιεύθυνση της εργασίας και της κοινωνίας… Η επανάσταση της εργασίας είναι επομένως η αυτοδιευθυνόμενη οργάνωση αυτών των πρώτων στοιχείων της μελλοντικής κοινωνίας, των παραγωγικών πυρήνων βάσης που θα αναπτυχθούν μέσα από την αυτονομία των μαζών.” (4)

Ενεργή μειοψηφία: Ειδική Αναρχική Οργάνωση Συγγένειας.

Η σύγχρονη εξεγερτική σκέψη, ξεπήδησε μέσα από τις ιστορικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ιταλίας. Στο ιταλικό αναρχικό κίνημα εκείνης της εποχής υπήρχε ιδιαίτερα έντονη διαμάχη ανάμεσα σε αυτούς που πίστευαν στην εγκυρότητα της ειδικής αναρχικής “οργάνωσης σύνθεσης” γύρω από την Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία (FΑΙ) που κατηγορούταν ως “καθαροί”, και σε εκείνους που υπερασπίζονταν το μοντέλο μιας ειδικής αναρχικής “οργάνωσης τάσης” γύρω από τις Αναρχικές Ομάδες Προλεταριακής Δράσης (GAAP). Και οι δύο ομάδες οργανώθηκαν γύρω από ένα ειδικό αναρχικό πρόγραμμα, είτε πλουραλιστικό (FAI) είτε πλατφορμιστικό (GAAP). (5)

Έμοιαζε εκτός πραγματικότητας το να ξεπηδήσει ένας τρίτος τύπος ειδικής οργάνωσης, γύρω από τοπικές ομάδες βασισμένες στη συγγένεια. Συγγένεια σε αυτήν την περίπτωση δε σήμαινε ότι οι αναρχικοί απλά θα έπρεπε να οργανώνονται μαζί με τους φίλους τους, ή να μην οργανώνονται καθόλου όπως οι αντιοργανωτικοί ατομικιστές, αλλά βασιζόταν σε ξεκάθαρη γνώση του πού βρίσκονταν οι σύντροφοι, μέσα από πολιτική συζήτηση, ανάλυση και κυρίως μέσα από την εμπειρία του να δουλεύει ο ένας με τον άλλο στον αγώνα. Με λίγα λόγια, στο επίκεντρο ήταν το χτίσιμο ενότητας με άλλο κόσμο μέσω της πράξης. Οι επαναστάτες αναρχικοί κάθε τάσης θα έπρεπε να σκεφτούν να προσπαθήσουν να μάθουν από τα καλύτερα στοιχεία τέτοιων στρατηγικών. Αντίθετα με το να συμφωνούν με πολιτικά προγράμματα (μινιμαρισμένα, μεταβατικά ή μαξιμαρισμένα) και τις απαράβατες εντολές τους, οι επαναστάτες αναρχικοί θα έπρεπε να αγωνίζονται να διατηρήσουν μια αναλυτική και οργανωτική πρακτική βασισμένη σε και επεξεργασμένη μέσα από τη συμμετοχή στον κοινωνικό αγώνα:

Από την άλλη, η ομάδα συγγένειας έχει πολύ μεγάλες προοπτικές και αφορά άμεσα την πράξη, βασιζόμενη όχι στην ποσότητα των φορέων της αλλά στην ποιότητα που γεννά η δύναμη ενός αριθμού ατόμων που εργάζονται μαζί για ένα σχέδιο που επεξεργάζονται μαζί όσο προχωρούν. Από το να είναι μια ειδική δομή του αναρχικού κινήματος και συνολικά της γκάμας δραστηριοτήτων που αυτό αφορά -προπαγάνδα, άμεση δράση, ίσως μια εφημερίδα, εργασία σε μια άτυπη οργάνωση- μπορεί επίσης να επιζητά το σχηματισμό ενπός πυρήνα βάσης ή κάποιων άλλων μαζικών δομών κι έτσι να παρέμβει πιο αποτελεσματικά στον κοινωνικό αγώνα.” (6)

Αυτόνομοι πυρήνες βάσης: Αυτοδιευθυνόμενες Συμμαχίες για την Αυτονομία των εργατών.

Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η αυτενέργεια των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων είναι απίστευτα σημαντική για τους εξεγερτικούς αναρχικούς. Αυτό φαίνεται μέσα από την ιδεώδη μορφή μαζικής οργάνωσης που προτείνουν, τους αυτόνομους πυρήνες βάσης. “Βάση” είναι μια άλλη λέξη για το “λαϊκό/σε επίπεδο λαού”. “Πυρήνας” είναι μια άλλη λέξη για το “κύτταρο”. Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης είναι ουσιαστικά αυτοδιευθυνόμενα λαϊκά κύτταρα ή συμμαχίες, ανεξάρτητες από οποιοδήποτε κόμμα ή συνδικαλιστική ένωση. Είναι μαζικές οργανώσεις βασισμένες στην πλήρη αυτονομία των εργατών και την αυτοδιεύθυνση.

Οι εξεγερτικοί αναρχικοί εργάζονται μέσα σε κοινοτικούς, εργασιακούς ή άλλους μαζικούς αγώνες με ενδιάμεσους στόχους, ενθαρρύνοντας πάντα τους εργάτες να οργανώνονται αυτόνομα αν αυτό είναι δυνατό. Παραδείγματα τέτοιων οργναώσεων στην πράξη ήταν οι αυτοδιευθυνόμενοι σύνδεσμοι που πολέμησαν ενάντια στην κατασκευή μιας πυραυλικής βάσης των Η.Π.Α. Στο Κομίσο της Ιταλίας . (6) Το Αυτόνομο Κίνημα Βάσης (των εργαζομένων στιυς σιδηροδρόμους) στο Τορίνο, αναφέρεται συχνά επίσης.

Υπήρξε συχνά η υπόνοια ότι τέτοιες δομές μιμούνται τις μετωπικές οργανώσεις που φτιάχνουν πολλά λενινιστικά κόμματα, αποδεικνύοντας οτι οι εξεγερτικοί αναρχικοί έχουν μια πρακτική υποκατάστασης και πρωτοπορίας. Αντιθέτως, το κάλεσμα για τέτοιες αυτοδιευθυνόμενες οργανώσεις με χαρακτηριστικά άμεσης δράσης (επίθεση), διαρκούς σύγκρουσης (κριτική της αντιπροσώπευσης) και όχι μόνο, δείχνει να αντανακλά την στρατηγική και τις τακτικές που υποστηρίζουν κάποιοι σύγχρονοι επαναστάτες αναρχικοί που θεωρητικοποίησαν μια πρακτική “άμεσων σωματείων”. (7)

Έχει επίσης υπάρξει μια αποπροσαναντολισμένη αντίληψη ότι ο εξεγερτικός αναρχισμός είναι μια πολιτική θεωρία και μέθοδος για την πρακτική επίθεση και καταστροφή της υπάρχουσας Αριστεράς στις διάφορες σωματειακές και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ίσως να αρκούσε μια ματιά στο “Κριτική των συνδικαλιστικών μεθόδων” του Μπονάννο για να δει κανείς ότι αυτό δεν είναι η πλήρης αλήθεια:

Ένα σχέδιο αποδιοργάνωσης των των εργατικών ενώσεων θα απαιτούσε μια καταστρεπτική λογική… Θα ήταν διασπαστικό να δοθεί ενέργεια (την οποία δεν κατέχουμε) σε μια τέτοια προοπτική, και όχι ο σωστός τρόπος να ασχοληθούμε με το πρόβλημα των εργατικών οργανώσεων. Γρηγορότερα και καλύτερα αποτελέσματα θα επιτυγχάνονταν από την πραγματοποίηση μιας ριζοσπαστικής κριτικής των σωματείων και της επέκτασής της εξίσου στον επαναστατικό αναρχοσυνδικαλισμό. (8)

Οι εξεγερτικοί αναρχικοί δε μάχονται ενάντια στο να δουλεύει κανείς μέσα από τέτοιες δομές, αλλά για να φέρουν τη δική τους ριζοσπαστική αναρχική κριτική και ιδέες σε αυτές τις οργανώσεις, προκειμένου αυτές να ξεπεράσουν το ιστορικό τέλμα όπου οι περισσότερες αντίστοιχες οργανώσεις βρίσκονται. Εργάζονται για την οικοδόμηση ευρύτερων ταξικά δομών που δεν περιορίζονται στους αγώνες ενός εργασιακού χώρου ή μιας κοινότητας, αλλά είναι εκεί όπου οι άνθρωποι μάχονται για τα ζητήματα και τους αγώνες τους, όχι απλά αμυντικά. Ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα τέτοιων οργανώσεων μπορούν να βρεθούν στο μοντέλο του“δικτύου αλληλεγγύης” που ξεπήδησε πρόσφατα όπου οι εργάτες πολέμησαν ενάντια στα αφεντικά και τους ιδιοκτήτες, συμμετείχαν όμως και σε αγώνες ενάντια στην αστυνομία και σε δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων. (9)

Βάζοντας τους νεκρούς να ξεκουραστούν.

Συμπερασματικά, οι αναρχικοί θα έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι οι υπαρκτές διαφορές μεταξύ των εξεγερτικών αναρχικών και άλλων ρευμάτων του αναρχισμού δεν έχουν το μέγεθος σχίσματος όπως συχνά περιγράφεται σε κάποιους κύκλους. Αυτά φαίνεται να απορρέουν από την άγνοια του εξεγερσιακού πλάνου είτε από τους υποστηρικτές είτε από τους αντιπάλους του, βασιζόμενα σε ιστορική σύγκριση με γνωστά αντίστοιχα ιστορικά ρεύματα. Ελπίζουμε ότι αυτή η εισαγωγή στις εξεγερτικές οργανωτικές μεθόδους για την επανάσταση, βοηθά στην αποσαφήνιση του πού υπάρχουν ομοιότητες και πού διαφορές, καθώς και στο γκρέμισμα διδεδομένων μύθων. Αντί να ταλαντεύεται μέσα σε μια διαρκή διαμάχη πάνω στην οργανωτική μορφή, μακάρι το αναρχικό κίνημα στο σύνολό του να αρχίσει να επικεντρώνει περισσότερο στους (αντι-)πολιτικούς στόχους και οράματα πάνω στα οποία συζητούν σήμερα οι επαναστάτες όλων των τάσεων.

Σημειώσεις.

  1. – Crimethinc’s Say You Want An Insurrection?, Peter Gelderloos’ Insurrection vs. Organization, and Joe Black’s Anarchism, insurrections and insurrectionalism.

  2. – Dissident #2 Postcript.

  3. – A.M. Bonanno From Riot to Insurrection.

  4. – A.M. Bonanno Looking Forward to Self-management.

  5. – Coordinadora Informal Anarquista Vivir la Anarquía.

  6. – Insurrection #4.

  7. – Libcom.org Direct Unionism.

  8. – A.M. Bonanno Critique of Syndicalist Methods.

  9. – Libcom.org Solidarity Networks.

    Λινκ απο το οποίο μεταφράστηκε το κείμενο – https://libcom.org/library/insurrectionary-anarchy-revolutionary-organization

Η επίθεση είναι η καλύτερη μορφή άμυνας. Γιόχαν Μοστ – 1884.

12921039_978755975545102_175467906_n

Εφόσον πιστεύουμε ότι η προπαγάνδα στην πράξη είναι χρήσιμη, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για οποιεσδήποτε επακόλουθες καταστάσεις αυτή αφορά.

Όλοι τώρα γνωρίζουν εμπειρικά πως, όσο πιο υψηλό το επίπεδο του στόχου που θα πυροβοληθεί ή ανατιναχτεί, και όσο πιο άψογα έρθει σε πέρας η ενέργεια, τόσο μεγαλύτερο και το προπαγανδιστικό αποτέλεσμα.

Οι βασικές προϋποθέσεις της επιτυχίας είναι η μεθοδική προετοιμασία, η εξαπάτηση του αντιπάλου και το ξεπέρασμα των όποιων εμποδίων παρουσιάζονται μεταξύ αυτού που είναι να επιτελέσει τη δράση και του εχθρού.

Τα έξοδα που προκύπτουν λόγω τέτοιων επιχειρήσεων, είναι κατά κανόνα αρκετά υψηλά. Στην ουσία, θα μπορούσε κανείς να φτάσει να πει ότι η πιθανότητα τέτοιων δράσεων να επιτύχουν συχνά εξαρτάται από το αν είναι διαθέσιμα τα απαραίτητα οικονομικά μέσα ώστε να ξεπεραστούν οι δυσκολίες. Στις μέρες μας , τα χρήματα ανοίγουν πόρτες που κανείς δε θα μπορούσε να σπάσει, με μια σιδερένια μπάρα. Ο πειστικός ήχος των κερμάτων τυφλώνει και χαζεύει τους ανθρώπους. Η ισχύς του τραπεζικού λογαριασμού υπερνικά κάθε διάταγμα.

Κάποιος που δεν έχει λεφτά, δεν μπορεί να πλασαριστεί στην “υψηλή κοινωνία” χωρείς να φανέι “ύποπτος”, χωρίς να μπει σε επιτήρηση και έιτε να συλληφθεί συνοπτικά είτε τουλάχιστον να προληφθεί με κάποιο τρόπο απ το να πραγματοποιήσει την επαναστατική του πρόθεση. Αντιθέτως, παρουσιάζοντας το νεαυτό του ως ελκυστικό και “διακεκριμένο”, ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να κυκλοφορεί ελύθερος και χωρίς να κινεί υποψίες, επιφέροντας πιθανώς την αποφασιστική έκρηξη, ή εκκινώντας μια κολασμένη μηχανή που απο πριν είχει κρυφτεί κατάλληλα σε κάποιο καλό κρησφύγετο.

Αν λοιπόν κάποιοι σύντροφοι εμπνευστούν από τέτοιες ιδέες, αν πάρουν την απόφαση να ρισκάρουν τις ζωές τους για να πραγματοποιήσουν μια επαναστατική δράση, και αν -συνειδητοποιώντας οτι η συνεισφορά των εργατών δεν είναι παρά μια σταγόνα στον ωκεανό- απαλλοτριώσουν τα μέσα που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση της πράξης, κατά τη γνώμη μας οι πράξεις τους είναι απόλυτα σωστές και καθόλου αφύσικες.

Για την ακρίβεια, είμαστε απόλυτα πεισμένοι ότι δεν υπάρχει καν η πιθανότητα να έρθουν σε πέρας αξιοσημέιωτες επιχειρήσεις, εκτός αν έχουν από πριν απαλλοτριωθεί τα απαραίτητα ποσά απο το στρατόπεδο του εχθρού.

Επομένως, οποιοσδήποτε που, ενώ εγκρίνει μια δράση ενάντια σε κάποιο αντιπρόσωπο της σύγχρονης “τάξης των κλεφτών” την ίδια στιγμή, απορρίπτει τον τρόπο με τον οποίο μαζεύονται τα χρήματα, είναι ένοχος για χοντροειδέστατη ασυνέπεια. Κανείς που να θεωρεί ότι η πράξη είναι από μόνη της σωστή δε νοείται να προσβάλει τον τρόπο με τον οποίο αποκτούνται τα απαραίτητα χρήματα, γιατί θα ήταν σαν κάποιος που γιορτάζει την ύπαρξή του να καταριέται τη γέννησή του. Ας μην ακούμε λοιπόν πια αυτές τς ηλίθιες κουβέντες περί “ηθικής αγανάκτησης” απέναντι στη “ληστεία” ή την “κλοπή” ˙ από τα στόματα των σοσιαλιστών, αυτό το είδος παρλαπίπας είναι πραγματικά η πιο ανόητη ηλιθιότητα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Αφού χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, ληστεύουν από τους εργάτες τα πάντα εκτός από τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση, αυτός που επιθυμεί να αναλάβει δράση προς το συμφέρον του προλεταριάτου ενάντια στους εχθρούς του, υποχρεούται να ανακατευτεί με τους προνομιούχους κλέφτες και ληστές προκειμένου να απαλλοτριώσει τουλάχιστον αυτά που μπορεί από όσα παρήξαν οι ίδοι οι εργάτες, και να τα χρησιμοποιήσει για τους κατάλληλους σκοπούς. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι κλοπή και ληστεία αυτό που αντιμετωπίζουμε, αλλά ακριβώς το αντίθετο.

Επομένως, αυτοί που καταδικάζουν τέτοιες επιχειρήσεις χρηματοδότησης στις οποίες αναφερόμαστε, είναι επίσης εναντίον των ατομικών επαναστατικών πράξεων˙ αυτοί που απεχθάνονται τέτοιες πράξεις είναι απόλυτα ασόβαροι, κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους όταν αυτοαποκαλούνται επαναστάτες, αποθαρρύνουν τους πιο δραστήριους και αφοσιωμένους πρωτοπόρους του προλεταριάτου, αντιμετωπίζουν το εργατικό κίνημα ως την ¨πόρνη τους”, και δεν είναι όταν τους δει κανείς καθαρά στο φως, τίποτα παρά προδότες και αχρείοι.

Επιπλέον, οποιαδήποτε “παράνομη” πράξη -είτε είναι απλά μια προπαρασκευαστική πράξη για κάποια άμεσα επαναστατική δράση είτε όχι- μπορεί εύκολα να επιφέρει απρόβλεπτες συνέπειες, οι οποίες από τη φύση τους συνηθίζουν να εμφανίζονται εν τω μέσω μιας κρίσιμης κατάστασης.

Προκύπτει λοιπόν από τα επιχειρήματά μας μέχρι τώρα, ότι αυτές οι δευτερεύουσες συνθήκες (τυχαίες συμπτώσεις) δεν μπορούν να αποκοπούν απ τις ίδιες τις πράξεις και να κριθούν με ειδικά κριτήρια.

Αν για παράδειγμα ένας επαναστάτης κατά τη διαδικασία διεκπεραίωσης μιας πράξης εκδίκησης ή κάτι αντίστοιχου, ή εξασφαλίζοντας τα μέσα για μια τέτοια πράξη (χρήματα, όπλα, δηλητήριο, εκρηκτικά κτλ) ξαφνικά βλέπει ότι κάποιος τον εμποδίζει, και αν αυτό τον θέτει σε πολύ σοβαρό κίνδυνο, τότε όχι απλά έχει το δικαίωμα, από τη συνήθη οπτική γωνιά της αυτοάμυνας και της αυτοσυντήρησης, να καταστρέψει οποιονδήποτε τον προδίδει με μια τέτοια παρέμβαση , αφού η άφιξη του όποιου ατόμου μπορεί να τον στείλει στη φυλακή ή την κρεμάλα, αλλά έχει και το καθήκον για χάρη του σκοπού για τον οποίο πολεμά, να βγάλει από το δρόμο του το απρόσκλητο σκουπίδι.

Σίντνεϋ Πάρκερ (1973) – Κάποιες σημειώσεις για τον αναρχισμό και τον προλεταριακό μύθο.

Λύσσα και συνείδηση αρνηση και βία να σπείρουμε το χάος και την αναρχία Ⓐ

Το ζήτημα του Αναρχισμού δεν είναι θέμα μιας μόνο τάξης, επομένως ούτε και της εργατικής τάξης, είναι ζήτημα κάθε ατόμου που θεωρεί ότι η προσωπική του ελευθερία έχει αξία..”

John Henry Mackay.

Oι αφέντες ποτέ δεν στερήθηκαν μια καλοσυνάτη και εργατική δύναμη, για να επαναφέρουν τους Φυγάδες. Ούτε και σήμερα τη στερούνται. Πείτε τους όπως θέλετε, συνηθισμένους ανθρώπους, μάζες, προλετάριους, είναι πάντοτε το πρώτο ανάμεσα σε άλλα μέσα συμμόρφωσης.

Paul Herr.

1

Για πολλά χρόνια, ο Τύπος και οι ιστορικοί συνέδεαν τον Αναρχισμό με ένα είδος αντιπολιτικού κρατικού σοσιαλισμού, βασισμένου στο μεσσιανικό ρόλο του “λαού” ή και των “εργατών”. Αυτήν την οπτική ενθάρρυναν και αρκετοί αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί, που στην ουσία είναι κολλεκτιβιστές που απεχθάνονται τον συγκεντρωτισμό. Παρά τις όποιες τροποποιήσεις επέβαλε η ίδια η πραγματικότητα στους πιο αδιάλλακτους λαϊκιστές, η ψευδαίσθηση επιμένει ακόμα όπως κάνουν συνήθως οι ψευδαισθήσεις.

Το πρώτο μέρος αυτού του δοκιμίου είναι αφιερωμένο σε μια κριτική της ψευδαίσθησης αυτής. Γιατί οι “μάζες” συνεχίζουν να μην ανταποκρίνονται στο “αναρχικό” μήνυμα; Ίσως επειδή αυτό απευθύνεται μόνο σε μια μειοψηφία; Κι αν ναι, τότε δε θα ήταν καλύτερα να προσαρμόσει κανείς αντίστοιχα τις απόψεις του;

Ένα σημαντικό στοιχείο του λαϊκίστικου μύθου, είναι η αντίληψη ότι κατά τη διάρκεια των ιστορικών επαναστάσεων, είναι ότι ο “λαός” ξεσηκώνεται ως ολότητα και ανατρέπει τους αφέντες του. Υποτίθεται ότι βρίσκονται ενστικτωδώς από την πλευρά της “ελευθερίας”. Αυτή η υπόθεση γίνεται επειδή ο εργάτης είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, γιατί υπόκειται στις επιθυμίες των αφεντικών του, επομένως πρέπει εξατίας αυτής της κατάστασής του να επιθυμεί να είναι “ελεύθερος” κι έτσι να ανταποκρίνεται ευκολότερα στις αναρχικές ιδέες απ’ ότι μέλη άλλων τάξεων.

Υποστηρικτικά ως προς το συλλογισμό αυτό, οι προλεταρικοί μυθολόγοι συλλέγουν με επιμέλεια δείγματα πληροφοριών σε σχέση με την “άμεση δράση των μαζών”. Μας λένε για τη μάυρη σημαία που ανέμιζε πάνω απο εργοστάσια κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, εκστασιάζονται όταν μιλούν για την εξέγερση του Βερολίνου το 1953, αυτή στην Ουγγαρία το 1956, ενθουσιάζονται με τις πρώτες μέρες του καθεστώτος Κάστρο στην Κούβα και τις μέρες του Μάη στο Παρίσι του 1968, πόσο μάλλον με την Παρισινή Κομμούνα, τη Μεξικανική, τη Σοβιετική και την Ισπανική επανάσταση. Αυτό που δεν ξεψαχνίζουν είναι τα πολύ πιο πολυάριθμα και επίμονα παραδείγματα των προλετάριων που υποστηρίζουν τους κυβερνώντες που τους ταϊζουν- που στελεχώνουν τη μεγάλη μάζα του προσωπικού φυλακών, αστυνομίας και στρατιωτικών υπηρεσιών, που είναι “πάντοτε το πρώτο ανάμεσα σε άλλα μέσα συμμόρφωσης” και που καταδιώκουν το ξεχωριστό άτομο κραυγάζοντας για κονφορμισμό.

Ένα από τα πιο βαριά φορτία που έχουν να κουβαλάνε οι αναρχικοί είναι αυτή η σύνδεση με την ανιαρή “εργατική” κουλτούρα αυτών των “συνηθσιμένων και προσγειωμένων” εκατομμυρίων, που έγιναν εθελοντικά το ποίμνιο των κηρύκων και των αφεντών τους δια μέσου των αιώνων. Οι προλεταριακοί μυθολόγοι μπορούν να πάνε όσο πίσω χρειαστεί στο παρελθόν για να βρουν παραδείγματα “άμεσης δράσης” και ”δημιουργικότητας” από πλευράς του “λαού”. Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν είναι να δείξουν πώς αυτά ποτέ υποκατέστησαν εξουσιαστικά συστήματα, ή ότι δεν έφεραν μέσα τους τους σπόρους νέων μορφών εξουσίας. Πράγματι, τα συντριπτικά ιστορικά στοιχεία υποστηρίζουν την προκλητική θέση του Έρικ Χόφφερ στο “Ο πραγματικός πιστός” ότι συνήθως οι μάζες παίρνουν αυτά που θέλουν από “επιτυχημένες” επαναστάσεις – ένας ισχυρός αφέντης – κι ότι οι μόνοι που απογοητεύτηκαν ήταν οι πνευματικοί τους πρόδρομοι (όταν αποδεκατίστηκαν). Υποστηρίζουν επίσης τα μελαγχολικά συμπεράσματα της Σάημον Γουέι στις συνδικαλιστικές μέρες της:

Μπορούν οι εργατικές οργανώσεις να δώσουν στο προλεταριάτο τη δύναμη που του λείπει; Η ίδια η πολυπλοκότητα του καπιταλιστικού συστήματος κι επακόλουθα των ζητημάτων που αναδεικνύει ο αγώνας που πρέπει να έρθει σε πέρας, φέρουν μέσα στην ίδια την καρδιά του κινήματος της εργατικής τάξης, τον υποτιμητικό διαχωρισμό της εργασίας σε χειρωνακτική και πνευματική. Ο αυθόρμητος αγώνας αποδείχτηκε σχεδόν πάντα αναποτελεσματικός και η οργανωμένη δράση σχεδόν αυτόματα αποκρύπτει ένα διαχειριστικό μηχανισμό ο οποίος αργά ή γρήγορα γίνεται καταπιεστικός.”

2

Θ’ αρνιόμουν την ύπαρξη της ταξικής πάλης λοιπόν; Όχι δεν το κάνω. Υπάρχει όμως αξιοσημείωτη σύγχυση ανάμεσα στο γεγονός της ταξικής πάλης και στη θεωρία της.

Το γεγονός είναι η αναντίρρητη ύπαρξη μιας σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ εργαζομένων κι εργοδοτών- είτε κρατικών είτε ιδιωτικών. Η αυνειδητοποίηση και η έκταση αυτής της σύγκρουσης δεν έιναι τόσο διαδεδομένες όσο οι κήρυκες του “ταξικού πολέμου” θα ήθελαν να πιστεύουν αυτοί και άλλοι διάφοροι, υπάρχει όμως και έχει κατά καιρούς καταλήξει σε βελτιωμένες συνθήκες για τους εργαζόμενους. Είναι τόσο φυσικό να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του κάποιος που ζει από το μισθό του, όσο είναι και το να υπερασπίζεται τα δικά του αυτός που πληρώνει το μισθό. Αυτό είναι γεγονός και μόνο ένας κουτός θα το αρνούνταν.

Από την άλλη, η θεωρία βασίζεται στην αναπόδεικτη πεποίθηση ότι αυτή η σύγκρουση θα ή και μπορεί να οδηγήσει σταδιακά στην κατάργηση της εκμετάλλευσης και την εγκατάσταση μιας αταξικής κοινωνίας. Είτε ως λογική βάση νοείται η Μαρξιστική οπτική μιας ιστορικής διαλεκτικής που ωθεί την ταξική πάλη ως την τελική κατάληξη όλων των συγκρούσεων στον κομμουνισμό, είτε η Μπακουνική/Κροποτκινική πίστη στην αυθόρμητη “δημιουργικότητα των μαζών”, έχει μικρή διαφορά ως προς τη βασική ιδέα ότι η ταξική πάλη είναι ο βασιλικός δρόμος προς την ουτοπία. Όσο και να τροποποιήθηκε από διάφορες αλλαγές και βελτιώσεις ή να καταπνίγηκε από επιστημονικές αρλούμπες, η θεωρία παραμένει μια εκλαϊκευμένη εκδοχή της μεσσιανικής αντίληψης περί έλευσης του “βασιλείου του παραδείσου” στη γη, και έχει περίπου τις ίδιες αποδείξεις να την στηρίζουν. Για πάνω από 150 χρόνια οι προλετάριοι ιδεολόγοι παρότρυναν τους “εργάτες” να είναι αυτό ή εκείνο, να κάνουν αυτό ή εκείνο, και η απόκρισή τους ήταν ουσιαστικά μηδενική – εκτός αν ήταν κάποιο κάλεσμα για πόλεμο. Μετά από περισσότερα χρόνια απ’ όσα οποιοσδήποτε απο εμάς τους ζωντανούς μπορεί να θυμηθεί, η ανταπόκριση της συντριπτική πλειοψηφίας των εργατών στις αναρχικές ιδέες ήταν είτε αδιάφορη είτε εχθρική.

Καμία εξέγερση των προλετάριων ή των προγόνων τους στην επαναστατική μυθολογία δεν έβαλε ποτέ κάποιο τέλος στην υποτακτικότητά τους. Η υποτιθέμενη “δημιουργικότητά” τους και η “επιθυμία για ελευθερία”, ως τάξη, είναι απλά λαϊκίστικες ανοησίες και κατά βάση αποτελούν το προϊόν ενοχικών μεσοαστών ή μεγαλοαστών διαννοούμενων που ψάχνουν να εξιλεωθούν για τις κοινωνικές τους αμαρτίες. Ο Κροπότκιν που είναι ένα τυπικό παράδειγμα, επαναλαμβάνει ξανά και ξανά ότι “ο Αναρχισμός είναι η ¨δημιουργικότητα” των μαζών”, αλλά ποτέ δεν εξηγεί την αιτιολογική σύνδεση μεταξύ των δύο. Αυτό που κάνει είναι να παραθέτει κάποια επιλεγμένα ιστορικά γεγονότα τα οποία ερμηνεύει ως τέτοια, κι αυτά συνήθως είναι δημοκρατικά παρά αναρχικά ως προς το χαρακτήρα τους.

3

Το πρόβλημα με μεγάλο μέρος όσων καλούνται σήμερα “αναρχισμός” είναι το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί του κυριαρχούνται από “κοινωνιοποιημένες νοοτροπίες”. Εννοώ με αυτό μια εμμονή με την αντίληψη ότι η απελευθέρωση του ατόμου έρχεται μέσα από την σύμπλευση με την “κοινωνία”. Όχι, σε αυτήν την περίπτωση, μια υπαρκτή αλλά μια ιδεώδη αταξική/ακρατική κοινωνία, την οποία το απροσδιόριστο μέλλον υποτίθεται ότι θα φέρει.

Το διακριτικό χαρακτηριστικό αυτού του τύπου κοινωνιοποιημένης νοοτροπίας είναι ότι διακατέχεται από την πεποίθηση ότι ο αναρχισμός ισούται με τον αντικρατισμό. Από τη στιγμή που θα εκμηδενιστεί το κράτος, όπως λέει η άποψη, η ανθρωπότητα θα ζει στην ελευθερία. Δυστυχώς όμως αυτό δε συμβαίνει, αφού η εξουσία έχει κι άλλα μέσα/πηγές πέρα από το κράτος. Ένα από αυτά είναι η “κοινωνία”. Πράγματι, τα κοινωνικά ήθη κι έθιμα μη ώντας καθορισμένα σε και από κάποια νομικά διατάγματα, μπορούν να έιναι πιο επίμονα καταπιεστικά απ’ ότι οι νόμοι του κράτους, ενάντια στους οποίους, κατά καιρούς, υπάρχει κάποιο επίπεδο νομικής προστασίας. Πολλοί αποκαλούμενοι αναρχικοί αναγνωρίζουν την καταπιεστικότητα του κράτους, είναι όμως τυφλοί μπροστά σε αυτήν της κοινωνίας. Η “αναρχία” τους επομένως, συνίσταται στο να αντικατασταθεί η κάθετη εξουσία του κράτους, από την οριζόντια εξουσία της κοινωνίας.

Ως αναρχικός ατομικιστής δεν αναγνωρίζω ούτε την νομιμότητα του κρατικού ελέγχου πάνω μου, ούτε αυτή ενός ακέφαλου πλήθους που θα αυτοαποκαλείται “αναρχικό”. Συμφωνώ με τον Ρέντσο Νοβατόρε όταν έγραφε:

Η αναρχία δεν έιναι μια κοινωνική νόρμα, αλλά μια μέθοδος ατομικοποίησης. Καμία κοινωνία δε θα μου προσδώσει πιο πολύ από μια περιορισμένη ελευθερία και μια ευημερία που εξασφαλίζει σε κάθε ένα από τα μέλη της. Δε με ικανοποιεί όμως αυτό και θέλω περισσότερα. Θέλω όλα όσα έχω τη δύναμη να κατακτήσω. Κάθε κοινωνία ζητά να με περιορίσει στα αξιοσέβαστα όρια του επιτρεπόμενου και του απαγορευμένου. Δεν αναγνωρίζω όμως αυτά τα όρια, γιατί τίποτα δεν απαγορεύεται και όλα επιτρέπονται σε αυτούς που έχουν τη δύναμη και το θάρρος.

Επομένως, αναρχία δεν είναι η ανοικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας που κι αυτή θα υποφέρει. Είναι μια αποφασιστική μάχη ενάντια σε κάθε κοινωνία- τη χριστιανική, τη δημοκρατική, τη σοσιαλιστική, την κομμουνιστική, κτλ. Αναρχισμός είναι η αιώνια μάχη μιας μικρής μειοψηφίας αριστοκρατικών αουτσάηντερς ενάντια σε όλες τις κοινωνίες που ακολουθούν η μία την άλλη στην πίστα της ιστορίας.”

Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι αναρχικές ιδέες δεν ήταν ποτέ κτήμα περισσότερο απο ενός μικρού αριθμού ατόμων που οικειοποιήθηκαν τον αναρχισμό και τον προώθησαν ως τέτοιο. Η επένδυση των εκμεταλλευόμενων μαζών με επαναστατικά προτερήματα, η υπερανάλυση πάνω σε αυτά μέσω κειμένων με ενός λεπτού διάρκεια ζωής που δε διαβάζουν οι ίδοι ποτέ, είναι συχνά μια απλή μεταμφίεση ενός ηθικισμού που μιλά για το πώς θα ‘πρεπε να φέρονται, πετώντας έναν πολύχρωμο μανδύα πάνω στο πώς έχουν ήδη φερθεί, πώς φέρονται και πώς θα φερθούν- με δεδομένη την έλευση της δευτέρας παρουσίας του Ιησού Χριστού, του Καρλ Μαρξ και του Μιχαήλ Μπακούνιν, ξεχωριστά ή όλων μαζί…

Όσοι θεωρούν ότι ο αναρχισμός συνδέεται οργανικά με την ταξική πάλη βρίσκονται πραγματικά κάπου στη μέση μεταξύ αναρχισμού και σοσιαλσμού. Από τη μία προσπαθούν να εξυψώνουν την αυτοκυριαρχία που είναι η ουσία του αναρχισμού. Από την άλλη παραμένουν αιχμάλωτοι δημοκρατικών, κολλεκτιβίστικων, προλεταριακών μύθων. Μέχρι να μπορέσουν να κόψουν αυτόν τον ομφάλιο λώρο που τους κρατά προσδεμένους στο σοσιαλισμό, δε θα μπορέσουν ποτέ να φτάσουν στο ζενίθ της δύναμής τους ως αυτεξούσια άτομα. Θα άγονται και θα φέρονται ακόμα κατά μήκος του ουτοπικού μονοπατιού που υποτίθεται ότι οδηγεί στις πηγές με τη λεμονάδα και τα τσιγαρόδεντρα του μεγάλου ζαχαρωτού βραχοβουνού.

4

Όποιες κι αν είναι οι ελπίδες μου, όσο αποκρουστικές και να βρίσκω τη μιζέρια και τις ιεραρχίες που συναντώ, γνωρίζω πως οι κυβερνώντες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τη συνεργασία των κυβερνόμενων, και είναι γελοίο να υποθέτουμε ότι οι πλούσιοι είναι απλώς παράγωγα της κυβέρνησης. Χωρίς την υποτακτικότητα των πολλών, οι λίγοι που έχουν τα προνόμια θα έχαναν την εξουσία τους. Αφού δεν εξαρτώμαι από τη μελλοντική πραγματοποίηση κάποιας ιδανικής κοινωνίας ως το “λόγο ύπαρξής μου”, δεν έχω ανάγκη να προστρέξω σε κάποια τάξη ή ομάδα για να επικυρώσει τις ιδέες μου.

Η απόρριψη όμως των κοινωνικοπολιτικών μύθων δεν έιναι συνώνυμη με την απόρριψη κάθε πράξης, από πλευράς ατόμου. Εάν οι μάζες είναι αδιάφορες ή εχθρικές, αν το μέλλον υπόσχεται πως θα είναι ένα ταραχώδες μείγμα του 1984 με τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο, παρ’ όλες τις όποιες ατέλειες αντρών και γυναικών που, μέχρι την τελική ρομποτοποίηση, θα αφήνουν ακόμη κενά και ρωγμές στο κοινωνικό εργοστάσιο. Σε αντίστοιχες χαραμάδες της οργανωμένης Συλλογικότητας θα είναι ακόμη πιθανό, εδώ κι εκεί, να δημιουργούνται συμπαθητικοί χώροι, οάσεις ασύλου και αντίστασης, γι’ αυτούς που έχουν κόψει δεσμούς με τα ήθη και τις αξίες του Καθεστώτος και την ίδια στιγμή έχασαν την πίστη σε κολλεκτιβίστικες αλλά και εξουσιαστικές λύσεις των προβλημάτων τους. Ένας τέτοιος τρόπος να προχωράς, πάντως, δεν είναι προϊόν της “ταξικής πάλης”. Είναι πρώτα και κύρια μια ιντιβιντουαλιστική απόπειρα: η δημιουργία μιας εγωιστικής ευισθησίας.

Επιστροφή στα βασικά: άτομο-κοινότητα-κοινωνία, κάποιες βασικές σημειώσεις.

10365757_567645886714931_4250189439103496166_n

Πόσο και πόσο μελάνι έχει ξοδευτεί από ατομικιστές αναρχικούς και όχι μόνο, στην ιστορία, για να τονιστούν και να αναπτυχθούν οι θέσεις περί θεμελιακότητας του ατόμου. Πόσες και πόσες κουβέντες έχουν γίνει, επίσημες, φιλικές, έντονες, αφοριστικές, υμνητικές, σε καταλήψεις, σχολές, παρέες, για να αναπτυχθούν οι σχετικές απόψεις, καθώς το άτομο -όχι απλά η μονάδα, όχι ο ιδιώτης αλλά το άτομο ως ον ξεχωριστό και μοναδικό- οφείλει μακριά από ακαδημαϊκής πρέλευσης και κατάληξης υπερβολές να κατακτήσει τη θέση που του αξίζει. Και πόσα -κι από τα δύο- πρέπει ακόμα να γίνουν...

Το ζήτημα του ατόμου, η σύλληψη, η έννοια, η ερμηνεία και ό,τι το αφορά, δε θα πάψουν ποτέ να απασχολούν τα μυαλά εκείνων, που ψάχνουν να δημιουργήσουν δρόμους ζωής και αγώνα, ατομικά και συλλογικά μονοπάτια ελευθερίας. Εκείνων που την ελευθερία αυτή δεν την αναζητούν σε δοκιμασμένα αποτυχημένες αλλά και προκαθορισμένες συνταγές που το παραγκωνίζουν χάριν της μάζας -και όχι χάρην της συλλογικότητας όπως αρέσκονται οι θιασώτες αυτών να πιστεύουν-, αλλά το βρίσκουν να μάχεται εναντίον της, στο λόγο ή και στην πράξη.

Δε θα πάψει ποτέ, παράλληλα, να αποτελεί κι ένα σημείο τριβής ανάμεσα σε τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κοσμοθεωρίες, αντιλήψεις, στάσεις ζωής. Λογικό μάλλον…

Άλλωστε για κάποιους άτομο και μοναδικότητα είναι βάση της ελευθερίας, το απαραίτητο πρώτο βήμα που παράλληλα οφείλει να παύει να είναι πρώτο συντροφεύοντας τους/τις αγωνιζόμενους/ες σε κάθε βήμα τους. Για άλλους αποτελούν δυνητικά απειλή για την ελευθερία, καθώς τα θεωρούν ως άλλωθι ακατάσχετων ακαδημαϊσμών και ένδειξη φιλελεύθερων ή και μικροαστικών νοοτροπιών που στρέφονται ουσιαστικά εναντίον της επανάστασης. Για κάποιους τρίτους είναι το ίδιο το ζητούμενο και αποτελούν ενα διαρκή αυτοσκοπό που επισκιάζει κάθε τί πέρα απ’ αυτό.

Χωρίς λοιπόν να αποτελεί πρόθεση η επιστημονικοποιημένη ανάλυση, το ίδιο συμβαίνει και με την απλουστευμένη κι επιφανειακή ματιά. Ούτε στα επιτηδευμένα “δύσκολα” λόγια κατανοητά μεταξύ μιας κλειστής κάστας αυτοεπίλεκτων διανοούμενων βρίσκεται η αναρχία μας, ούτε και στα υπερλαϊκευμένα σε μορφή και περιεχόμενο λόγια όσων αυτοψαλιδίζονται τόσο που φτάνουν να ενσωματώσουν το ψαλίδισμα…

Στο κείμενο που ακολουθεί κατατίθενται θέσεις, απόψεις αλλά και ερωτήματα, με σκοπό να καταστούν πιο σαφείς και ξεκάθαρες κάποιες ερμηνείες και τα αναλυτικά εργαλεία τους. Αναλυτικά εργαλεία απαλλαγμένα από τακτικίστικες “αναγκαιότητες”, απο πολιτικάντικες εμμονές, κι από κάθε είδους παρελθοντικά βαρίδια σοβαροφάνειας. Για να μπορούμε να κάνουμε πιο αποτελεσματικές τις δράσεις μας, πιο υγιείς τις μεταξύ μας σχέσεις, πιο εύκολη τη συνεννόησή μας. Στην τελική για να μπορούμε να βρίσκουμε στη ζωή και τους αγώνες όλο και μεγαλύτερα κομμάτια μας, κι όχι μια φτηνή ρουτινιάρικη αντανάκλασή μας. Για να μπορούμε να είμαστε κύριοι/ες των ζωών μας και να τις ζούμε εδώ και τώρα, όχι προσμένοντας κάποιο προκαθορισμένο μέλλον, αλλά ούτε και αδιαφορώντας γι’ αυτό.

Περί ατόμου.

Για τον γράφοντα, άτομο δε σημαίνει απομόνωση και υπεροψία, όπως επίσης συλλογικότητα και κοινότητα δε σημαίνει μάζα και απώλεια των ιδιατεροτήτων μας αντίστοιχα. Ίσως για κάποιους είναι ψιλά γράμματα διακρίσεις όπως αυτές ή απλές παιδιάστικες προσωπικές αναζητήσεις χωρίς ουσία ή πρακτικό αντίκρυσμα. Είναι όμως έτσι? Μπορούμε να αγνοούμε θεμελιακής σημασίας κομμάτια της αναρχικής σκέψης ή και να τα προσπερνάμε με την υπεροψία της ημιμάθειας? Τι πραγματικά προσφέρει μια τέτοια στάση είτε σ’ εμάς και την πορεία μας στη ζωή είτε στους αγώνες που θέλουμε να λέμε ΄τι ως αναρχικοί/ες διεξάγουμε?

Μια αλυσίδα για να είναι δυνατή πρέπει να έχει γερούς τους κρίκους της. Και από την άλλη, ένας κρίκος μόνος του δεν φτιάχνει αλυσίδα…

Είναι πλούσια τα παραδείγματα στην καθημερινή ζωή κάποιου/ας, που αφορούν το ζήτημα, που προκαλούν προβληματισμό και σκέψη πάνω σε αυτό. Κι έχουν να κάνουν με ποικίλες πτυχές της καθημερινότητας, τόσες που ίσως να μην το είχαμε καν σκεφτεί κάποιες φορές. Παραδείγματα που δοκιμάζουν την πρακτική εφαρμογή των θέσεών μας ή στρώνουν το έδαφος για νέες. Στιγμιότυπα που οι περισσότεροι/ες έχουμε βιώσει ή συναντήσει. Η θεωρία άλλωστε παράγεται μέσα από τη ζωή αλλά και βοηθάει παράλληλα στην καλύτερη κατανόησή της, σε μια διαρκή ενεργή αλληλεπίδραση με την πράξη. Αλλιώς παραμένει ανέξοδο μελάνι σε σελίδες χαρτιού αλλά και ευαγγέλιο για τους κάθε λογής βοσκούς και τα αντίστοιχα ποίμνια.

Στην οικογένεια λοιπόν, στο σχολείο, στην παρέα, στη δουλειά, στη γειτονιά, στο λάηφσταηλ, στο στρατό, στο ψυχιατρείο, στη φυλακή, παντού μα παντού μέσα σε αυτήν την κοινωνία αναπαράγεται η βάση της καταπίεσης της ατομικότητας. Αλλού πολύ κι αλλού λίγο, αλλού άμεσα κι αλλού έμμεσα. Ακόμη και σε εγχειρήματα που αποκαλούνται απελευθερωτικά, κάποιες φορές.

Κι εκεί είναι που δημιουργούνται, γιγανώνονται και βρίσκουν διέξοδο οι όποιοι προβληματισμοί. Αυτοί που βάζουν ή κρατούν το μυαλό σε κίνηση, σε εγρήγορση ενάντια στη σκουριά της ομογενοποίησης και στην υποκρισία της υποτιθέμενης -συνειδητής ή μη- ανωτερότητας.Αυτοί που αποτελούν το γόνιμο έδαφος στο οποίο ανθίζει ο σπόρος της άρνησης. Της μόνιμης βάσης για κάθε ανατρεπικό βήμα μας, σ’ ‘ενα μακρύ δρόμο που καθημερινά διαμορφώνουμε.

Περί κοινότητας.

Κοινότητα για τον γράφοντα, είναι το πρακτικό αποτέλεσμα, η πρακτική έκφραση της συνύπαρξης ανεξάρτητων αυτοκαθοριζόμενων και συνειδητά συνεργαζόμενων ατομικοτήτων. Η έννοια της κοινότητας δεν ταυτίζεται με αυτήν της κοινωνίας, είναι βάση για μια ζωή ελευθερίας και αλληλεγγύης, δεν διέπεται από τις συμβάσεις που διατρέχουν το κοινωνικό σώμα ακόμα και σε φαντασιακό επίπεδο. Οι όποιοι κανόνες της, είναι απλά κοινές συμφωνίες για την εξασφάλιση της ύπαρξης της, της συνύπαρξης των μελών της και την εξυπηρέτηση των επιθυμιών και των αναγκών τους. Η κοινότητα πρώτα απ όλα είναι έννοια και αντίληψη – η αίσθηση του να μοιράζεσαι ισότιμα κι ελεύθερα, μακριά από καταναγκασμούς κι έξωθεν ή άνωθεν επιβολές. Δεν καταπιέζει τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου αλλά προσφέρει τα μέσα και τις συνθήκες -ή τουλάχιστον δεν αποκρύπτει αυτά- για την άνθιση των κλίσεων και των τάσεων του καθενός και της καθεμιάς μας. Συμπορεύεται με το άτομο αλληλοσυμπληρώνοντας το ένα το άλλο.

Κοινότητα, μεταξύ άλλων, είναι οι σχέσεις των μελών μιας ένοπλης οργάνωσης, των κατοίκων που πολεμούν ενάντια στην καταστροφή της φύσης στον τόπο τους, των συντρόφων που λειτουργούν έναν αυτοδιαχειριζόμενο χώρο, που μοιράζονται κοινά οράματα, κοινές ανησυχίες κτλ… Απ’ τους όρους που τις διέπουν καθορίζεται όχι μόνο η ποιότητα και το περιεχόμενό τους αλλά και η πορεία τους.

Περί κοινωνίας.

Κοινωνία από την άλλη δεν είναι το άθροισμα των κοινοτήτων ή και των ατόμων απλά. Ούτε και είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, ενιαίο και ομοιογενές ώστε να μπορεί να υμνηθεί ως τέτοιο. Η κοινωνία χρειάζεται για την εδραίωσή και αναπαραγωγή της- μέσα στην πολυπλοκότητά της- αποδιοπομπαίους τράγους. Όσο θετικά φορτισμένη κι αν είναι γενικά, στην πράξη και κοιτώντας τα ιστορικά παραδείγματα διάφορων κοινωνιών μέχρι τώρα, η κοινωνία κατα κανόνα εννοείται ως από τη μία το σύνολο ατόμων, ομάδων και ιδεών ενός γεωγραφικού χώρου, και άρα ως τέτοια αν δεν υμνείται τουλάχιστον δεν καταδικάζεται στο βαθμκό που θα έπρεπε αποκτώντας ελφρυντικά για ευθύνες που σαφώς έχει. Από την άλλη εννοείται ως το σύνολο των κυρίαρχων αξιών και αντιλήψεων, ενίοτε και πρακτικών, μαζί με τους φορείς αυτών. Και στο βαθμό που -προφανώς είναι και η άποψη του γράφοντος- ισχύει το δεύτερο, δεν μπορεί παρά η πολύμορφη σύγκρουση με ό,τι καταστρέφει το ατομικό και απονοηματοδοτεί το συλλογικό,να είναι έντονη και καθημερινή.

Αυτό το “αυτή η κοινωνία προωθεί τη ρουφιανιά το γλείψιμο και την υποταγή” δεν το ανακάλυψαν φορείς αντικοινωνικών ιδεών και πρακτικών, είναι απλά μια πραγματικότητα. Και με αυτό το σύνθημα γίνεται πολύ αντιληπτό σε όποιον/αν θέλει να καταλάβει πέρα από εμμονές, το υπόβαθρο στο οποίο αναπτύχθηκαν οι όποιες σχετικές απόψεις και κινήσεις. Γιατί μπορεί να ζούμε μέσα σε αυτήν την κοινωνία αλλά δεν είμαστε όλοι/ες κομμάτι της. Είναι απαραίτητη η επίγνωση όχι μόνο των “δεινών” αυτής, αλλά και των δικών μας ατελειών, ώστε ο αγώνας για την καταστροφή της και την δημιουργία (μέσα και από την ατομική εξέλιξη) μιας ζωής που θα την ζούμε με όρους που θα θέτουμε εμείς και καμιά εξουσία ό,τι κι αν χρησιμοποιεί για βιτρίνα, να μην είναι σαν αυτόν του σίσσυφου, να ριζώσει βαθιά σε συνειδήσεις και να επεκταθεί καταστρέφοντας τις νευρικές απολήξεις του κρατικού/ καπιταλιστικού τέρατος και της εθελοδουλείας ως βασικού συστατικού του.

΄Ατομο-ατομικό-συλλογικό.

Ατομικό και συλλογικό συνυπάρχουν. Όχι υποχρεωτικά και για κάθε στιγμή της ζωής μας φυσικά. Μόνος, ουσιαστικά μόνος δεν καταφέρνεις ούτε σκοπούς και σχεδιασμούς να πραγματοποιήσεις, ούτε και να ολοκληρώνεσαι ως άτομο εκτός αν δεν υπάρχει ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο.

Πέρα από αυτά, η παρεξήγηση της θεμελιώδους έννοιας του ατόμου εκτρέπει τις ερμηνείες άρα και τις σχετικές αποφάσεις προς ατραπούς που μόνο φιλικές δεν είναι προς την αναρχία. Για παράδειγμα, το να αρνηθώ να δεσμευτώ για κάποια δράση ή σε κάποιο εγχείρημα επειδή με …καταπιέζει, γίνεται τις περισσότερες φορές, η ιδεοληπτική επικάλυψη της ανευθυνότητας και της χομπίστικης νοοτροπίας αρκετών, το ίδιο αν όχι πιο ενοχλητική απ την αδράνεια άλλων.

Η αλληλοβοήθεια πχ, πέρα από την αρρωστημένη χριστιανική εκδοχή της και τις διάφορες “φιλικές” ή μη προς εμάς παραλλαγές της, είναι απαραίτητη, είναι ένδειξη αλληλεγγύης, αξία και στάση ζωής. Η συνεργασία δε σημαίνει περιορισμός της ατομικής ελευθερίας κάποιου/ας, αλλά ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του/της. Όχι νομοτελειακά βέβαια, καθώς όλα κρίνονται από τους όρους με τους οποίους διεξάγεται.

Συλλογικό δε σημαίνει μαζικό. Ουσιαστικά, το συλλογικό αντιμάχεται το μαζικό σαν όρο, έννοια και συνθήκη. Όταν κάτι γίνεται μαζικά, χάνεται η προσωπική πινελιά του καθενός. Σταματά να αναγνωρίζει κάποιος τον εαυτό του εκεί μέσα εκτός αν έχει ήδη αποδεχτεί συνειδητά ή όχι, τις αρχές της αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης. Με λίγα λόγια το συλλογικό προϋποθέτει αλλά και αναδεικνύει τις δυνατότητες του καθενός και μπορεί να τις πάει πολύ μπροστά, ενώ το μαζικό απονοηματοδοτεί τη συλλογικότητα καταπιέζει την ατομικότητα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό κανενός και στην ουσία είναι ένας θολός, ξένος, και εύκολα κατευθυνόμενος απο ηγέτες κι εξουσίες μέσος όρος. Γκρεμίζουμε τα θεμελια της καταπιεσης, μόνο όταν τα αναγνωρίζουμε.

Κλείνοντας.

Όλα αυτά δε γράφτηκαν απλά για εξωτερίκευση σκέψεων. Γράφτηκαν για τη μετάδοσή τους, για τη γέννηση νέων προβληματισμών και κυρίως πράξεων. Και ενώ το μεγαλύτερο μέρς τους είχε γραφτεί πάνω από ένα χρόνο πριν, η μπροσούρα του Γεράσιμου Τσάκαλου “Ατομικότητα και αναρχική ομάδα” ξανάδωσε το κίνητρο να τελειώσει το κείμενο (δύναμη και καλή λευτεριά).

Και προφανώς δεν “ξεχειλώθηκαν” στη γραφή, γιατί η ακαδημαϊκού τύπου αναρχολογία δε μας αφορά, όσο δε μας αφορά και η οικειοποίηση ξένων προς την αναρχία αντιλήψεων, στο βωμό της αποτελεσματικότητας…

Είναι άμεση η επίδραση του πώς βλέπουμε αυτά τα ζητήματα – αν τα βλέπουμε- στον τρόπο που αναλύουμε τη ζωή και τους αγώνες μας. Διαμορφώνει, ανάλογα τις επιλογές δέσμευσης, το πώς κινούμαστε και δρούμε.

Διαφορές ανάμεσα στα αναρχικά ρεύματα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Συχνά μεγάλες και κάποιες φορές θεμελιώδεις σε “θεωρητικά” ζητήματα. Οι πολιτικές διαφορές όμως είναι υγεία, και είναι απ τα στοιχεία που ομορφαίνουν την αναρχία. Όσο αυτές δε γίνονται η δικαιολογία για εξυπηρέτηση προσωπικών φιλοδοξιών ή εξωτερίκευση εμμονών, τότε στα πλαίσια της πολυμορφίας που οφείλει να διέπει τον αγώνα μας δεν αποτελούν εμπόδιο αλλά προωθητικό στοιχείο.

Ούτε φιλόσοφοι του καναπέ και πύρινοι πληκτρολόγοι, ούτε μπολσεβίκοι – απλά αναρχικοί/ές.

 

Greece: Political statement of Panagiotis Argyrou for the trial for the escape attempt

Looking back…

We’re given our life only once, like a unique chance. It’s never going to exist again, at least in this autonomous form. And what do we do with it instead of living it? What do we do? We drag it from place to place, killing it…” (Hronis Missios)

The courts have a unit of their own to count life and freedom by; a unit that uses types and algorithms of the legal language to say what’s fair or unfair, right or wrong, normal or in decline. And in this process where lives and freedoms are being put in the balance of the law, you’re sometimes given the chance to look back; you feel guilty or you don’t. It’s an important moment because whatever you say might pour some more cement around you, it might increase the amount of those moments where the door opens up and closes, perhaps it makes your ear get used even more to the sound of the key turning into the door’s slot, enough to make you think you’ve always been hearing this sound, that there was no morning or evening you didn’t hear this sound at a certain pre-arranged time.

So here we are… For five and a half years I‘ve been hearing that key. Five and a half years that my eyes crash onto the walls. Five and a half years with two sentences (37 and 19 years) and another two coming. And now here in this trial one more. This will be the fifth trial in a row where I wait“to see what will happen to me” or for “my laughter to turn to crying“. And it is again the moment to put a mirror in front of the past and my choices and look back. So I look…

I look and I see myself growing up in the eras of the criminally indifferent, the peaceful monsters. I look and I remember that since childhood I‘ve been told not to delve into things I don’t understand. I remember they tried to teach me that it is wrong to care about things that no one else seemed to care about. I remember, still a young pupil at school, the humanitarian bombings in Kosovo and the various charity organizations coming to schools to convince us that the life of an orphan child in Yugoslavia was worth as much as a Unicef notebook. I remember the nights in my living room watching the gravediggers of the TV show broadcasts counting the number of those killed with such neutrality as if they were presenting the lottery. I remember the humanitarian fashion of adopting children of the so called “third world”, who suffered and died thirsty and hungry somewhere too far away to upset us.

I remember the streets filled with disabled war refugees and other people throwing coins at them as if they were spitting at them. I remember the street children, car drivers cursing the immigrants who were bouncing through traffic to clear windscreens and this… “go back to your owncountry”. I remember the homeless on the corners of the shopping streets, in front of, or just close by, to glitzy storefronts full of useless products manufactured by minors in a factory of a Third World country so that every citizen of the West can enjoy them, and the passersby who just passed with indifference and perhaps a little disturbed that their presence therein disrupted the aesthetics.

 

I remember the immigrant street-vendors who carried their wares in a sheet and the cops chasing them, beating them and pulling them by the neck dragging them onto the street in front of those passing by who only seemed to be bothered because all that happened in the course of their walk.

I remember entering puberty at the dawn of the millennium. When everybody celebrated and rejoiced just because it was the year 2000 and new editions of computer software were released. I remember most of my classmates not giving a damn about anything other than the new releases of some famous branded clothing, shoes, cellphones and video games. A whole generation spent the concerns of their adolescence in expensive garbage feeling happy, for they had the opportunity to spend money for that garbage. A whole generation learned to have fun watching stupid reality Big Brother-type shows where human dignity was voluntarily eliminated for a little publicity and some money was a prize, while at the same time it rained steel and death in the Middle East in the name of the war against terrorism.

It was a time when the morale and the background of values of the society was equivalent to that of the most stinking toilet. It was the time of there solved social issues. Stock exchange, entry to the Euro, dismantling of terrorism and the opening of the most solemn period: the preparation of the proud 2004 Olympics. Athens was modernized following the standards ofthe European metropolises; public transports were upgraded with metro, tram and new eco-buses, while they created new road networks to avoid wasting so many acres of burned forests during the previous summer-arsons. It was the opening of a long tourist season and they somehow had to upgrade the country roads, to make all kinds of brothels more accessible, as it is where the real holy spirit of the new Greek culture was highlighted, where the honored Greek peasantry spent their European subsidies, as in the rape of thousands of female immigrants of the former Eastern bloc, and the Greek housewives obtained a new national identity in the modern social environment, as they shared the same common concern “the sluts came to steal our men”. I remember the vulgar carelessness of that era. When the immigrants who drowned in the Aegean sea were not that many to appear in the news and at a push the politicians gave lifejackets to the children that survived from shipwrecks. The concentration camps for immigrants were fewer then; the killings and torture there did not reach so often to the outside and if they did there was only a slight reference just so as not to upset viewers. So…who cared that the construction sites of the Olympic facilities were built on the corpses of migrant workers due to the hundreds of accidents, in order to be delivered on time so that the public can watch doped athletes winning medals, it was a beautiful Greek summer where everyonediscovered the hidden charm of being Greek. It was then when the people full of national furore flooded the cities’ squares to celebrate the victories of the national soccer team in huge gatherings, shouting with one voice and one soul. It was the summer of proud Greece and nothing seemed to displease the “People” apart from the celebrations of Albanian immigrants at the win of their own national team. The locals were swept by holy indignation as “not only the Albanian children steal the flag in parades from our own ones, but they also have the nerve to stultify us in our own squares”. A holy indignation that caused a nationwide pogrom which apart from costing the life of at least one immigrant led to the injuries of hundreds of others. The social feeling of that era was not affected by the fact that we were heading towards a “control and surveillance society” with the so much advertised zeppelins with cameras seeing through walls and traffic cameras recognizing biometric features sprouting everywhere, but it could get people out on the streets with knives and shotguns due to their wounded “national pride”.

For me, it was the moment when something would break forever inside me and I would jump to the opposite coast. Because it’s not only that all this and even worse was happening, but mainly the total social indiferrence and silence. Since my very own childhood I remember asking and asking and asking… About the bombings on TV, the children in Africa, the homeless, the beggars, the immigrants, the police violence, and the answer cold, raw, cynical “it happens”. So simple. As if it was about a natural disaster, an earthquake or a flood. The young and the old, they were all using the same answer everywhere “it happens”, and the most rude ones, added “ok and what do you want me to do now?”. When I look back at that summer of 2004, I see myself disgusted and enraged with the world around me, with the will to move against it. Yes I‘m guilty for this. You can convict me for this. Because since very early I commited the crime of looking straight to the heart of this world and saw it being rotten, and since then I would never be the same again. I wouldn’t find peace anywhere if I didn’t do something, whatever, even if all by myself. From that moment on, I swore to myself that in this society I will always be an anarchist, an antisocial element fighting for the destruction of the civilization that gives birth to so much misery.

On November 17 2004, it’s the first time I took part in a demonstration with the organised anarchist block. A celebration that was controlled by the communist party (KKE) every year, and back in 1973 it had been condemned as an act provocation, something they were saying throughout the years that followed the junta when there were riots, proving KKE is a hostile, sneaky mechanism that has to be hit, because contrary to the clear enemies, the KKE pretends to be revolutionary. It was my first contact with the anarchists, the first time I smelled tear gas, the first time I saw riot police lynching demonstrators. I knew I was where I had to be.

Since then, only a few things have changed inside me. The hatred has settled down, matured and sharpened so as to be more effective. Not only did I not give up year by year but my first detentions, my first contact with the handcuffs a few months after November 17, strengthened my hatred. Persecuted like many others of my age from the parks and squares of our neighborhoods due to urban repression (which apart from a cataclysm of coffeshops that totally changed the regions where we grew up, the days only contained daily detentions, arrests, bullying at the local police stations). I started getting to know Exarchia. A place that I really felt it was pulsing. You thought that even the walls, the narrow streets exuded a feeling of rebellion. It was there where many of us met, we got to know each other and felt free from the oppression we felt in our own neighborhoods that had been forced to be modernized, upgraded and become so commercial and touristic that there was no room for us there. In Exarchia we felt like we were breathingin an air of freedom. We were not afraid to be arrested by a police patrol while hanging out on the street, at the square or at a narrow street. Many times, in order to get to Exarchia we risked facing police inspections by the squads of riot police and the cops surrounding the place and nevertheless we continued going there, learning how to approach the square while avoiding the police forces.

 

It was only a matter of time for me to begin to be part of the small or big insurrectional events that make this area special and famous, even abroad. Within these events very often there was neither targeted nor clear political strategy, no nothing. It was a simple, genuine expression of rage that reflected the oppression everyone of us received wherever we came from. Many times, things that obviously could not be the subject of a political project, were destroyed. Besides, what these insurrectionary events really were, was small, jerky, disjointed personal uprisings of a youth that perceived the metropolis in its entirety as a cage in which it suffocated and just as an enraged beast tries to destroy its cage we also destroyed everything we considered as an organic part of the metropolis-prison. Not because we would achieve something. Not because the state would fall. Not because we would send a message. And obviously not because we were nihilists. It was a subconscious insurrectionary purification as we wielded satisfaction from injuring the nerve endings of a metropolis-monster that we felt strangled our existence. That’s why now all these “elders“, the “experts”, the “veterans”, who in their own phase did the same and even worse, should bow their heads and listen to the pulse of this insurgent youth and what it has to offer, and see how they can pass on their own experiences so as to help having some conscious evolution and perspective. But if instead, they choose the easy solution of criticism, irony, derision and threats in order to be consistent with their conversion and transformation, marking a turn to the alleged quality of their aged political maturity, then they should first start by themselves. They should retrospectively make their self-critique and then let any threats begin. Because self-critique is not enough.

 

Following this, overcoming my initial excitement, I tried to pass from spontaneous insurrectionary outbreaks, to more organized groupings where I could collectivize my denials with other people who feel and think like me. So, constantly searching my way through procedures, groupings and conspiratorial networks I joined the Conspiracy of Cells of Fire and become an urban guerilla. During all these years I broke, I burned, I looted and I blew up as many symbols as possible of this disgusting civilization in whose name I am a prisoner and now go from trial to trial…

This was my way until prison with a small passage from the aggressive illegality where I chose my recourse as I wanted, not only to avoid captivity but also because I wanted to remain in an offensive stance against domination, as well. Looking back on then, I not only regret nothing, and I am proud of my choices.

I chose to be an anarchist because I believe in the destruction of all forms of power, explicit or implicit and I am determined to fight against every authoritarian alternative, no matter what mantle it uses each time. I am an anarchist because I believe in the absolute freedom of the individual and the free life that can be opened in front of such a prospect.

I chose to be an individualist because in a world where the rottenness reaches every aspect of social life I had no other choice, but I also consider that social legalization is a useless luxury and in no way a prerequisite for chosing my action. Some things cannot pass, no matter how many texts we give, how many posters we stick, how many interventions we do. The sensitivity, the interest for the injustice that occurs somewhere near or far away, are characteristics of the particular idiosyncrasy of each and everyone of us, just like indifference, intolerance and fear of the different. What many are afraid to admit to themselves is that behind every attitude to life, a free will may be in hiding. It is a common characteristic of all bigotry and obsessions that their followers always believe that all others are victims, deluded and deceived, the lost sheep constantly seeking for the good shepherd. This is because they feel terror when facing the idea that there may be people who freely choose to keep a distance from the dogmas that they themselves fanatically support.

I chose to be a nihilist, not because I do not believe in social revolution but because the only social revolution that I would be interested in is the one that would take place by conscious anarchist individualities. Besides, it’s the only possible way for an authentic anarchist revolution. Anything different moves towards other logics. Those that talk about pioneers, armed parties, leaderships, transitional stages, and other similar things, stand far from anarchy. This is utopian say several malevolent ones. Perhaps that’s why lately a shift in pragmatist realism which starts talking more and more the very language of the pioneers and the transitional stages, has been observed. Perhaps they’ve persuaded themselves that Anarchy is a utopian ideal and adopted more realistic revolutionary proposals. For me though, nothing has changed. Let anarchy be an utopia. I’d rather remain consciously on the sidelines, along with all those lunatics, the insubordinates, the antisocial, the provocative, the romantic and angry dreamers.

So I am a nihilist because I believe that only through the total destruction of civilization, and its ethics and values, that something really new can be born. And I am willing to fight to the end for this destruction.

I chose to become an urban guerilla to practice my desires, to arm my denials against this world. I have no illusion that my actions and my choices “touched” the world because most people have learned to be immune to any emotion that is not caused by television. Maybe I could arouse their interest if I was someone who promised a quiet and comfortable life with safety and prosperity. Because these are the values that modern subordinates worship, and of course they are as miserable as the civilization who gives birth and reproduces them. So I chose to become an urban guerrilla because for me it was an existential escape from the void world of organized putrefaction. I did not make this choice because it was the best, the most effective or objectively the more appropriate choice for a revolutionary but exactly because we’re given our life only once and personally, I did not want to drag it here and there killing it every day. Furthermore I do not believe in the prospect of a planned post-revolutionary future and so I don’t see the urban guerrilla as the most appropriate form of action for the “Revolution” but I understand it instead as a practical and continuous total denial of the existing world, as one piece of an overall mosaic where the anarchist denials find thousands of ways to meet.

 

This is my review of my choices so far. Concerning the present, I‘m again accused of a planned organized prison-break attempt. For a conspiracy intended to blow up the external walls of Korydallos prison and the escape of the members of the Conspiracy of Cells of Fire. The project was set, the explosives and weapons were ready, but luck was not on our side. The hiding places, the armor and the explosives came into the enemy’s hands, the chase begins and we saw successive arrests follow. Arrests of people unrelated and unknown to us, but also arrests of people we know, friends and relatives, all of them charged with accusations for terrorism, a charge which in the case of the latter will be founded on the occasion of the arrest of the anarchist Angeliki Spyropoulou. The state machine unfolds its revanchism. It’s not important that this attempt failed or that it was thwarted, since now they know what a determined anarchist minority, who wants to risk their own lives to live freely, is prepared to do, with the possibility to be able to attack again.

Because there is nothing more beautiful than risking your life to be able, free, to attack all over again with the same rage against the monster of modern totalitarian society, where the predetermined life requires everyone to think the same, to live the same, to fall in love the same, and to die the same way. But since much has been said and perhaps even more will be told, I feel the need to make clear in advance the following:

 

What always pushed me, after some point, in my choices, my actions and my decisions, was an inner urge to oppose every authority, an impulse which later became conscious and got armed. Just like I refused to be a well-working gear of the social machine that’s grinding human lives and souls into a chopper, I will always refuse to be a disposable unit that will serve the plans and ambitions of others. Obviously, the life I have chosen is a risky one. With risks that sometimes obey and sometimes do not, to reason. But when someone lets others decide the risks that he/she will take (due to technical or other difficulties) then one stops being a anarchist individuality and becomes again a gear in some other kind of machine that baptizes as timidity and excuses, anything that goes beyond its control. So I say that I could burn my life, throw it all in the fire even for the most absurd and self-destructive risks, as long as it would be my choice and I’d have with me real and original comrades who would consider me as equal to them. Of course, they should sincerely acknowledge the inequality of the stakes and not try to make an emotional decision out of an objectively correct one. Because obviously in life there are not only cold calculations but also the strong and comradely feelings between real brothers and not only (brothers)in words. So never again …

Therefore it’s not possible for me to fit into this world. I will always have this unceasing hatred against it, that pushes me almost simultaneously to constantly attacking it. It is like a unquenchable thirst for revenge. Revenge for our dreams that are being strangled. Revenge for the everyday execution of our wishes which are replaced by ads for shampoos and cellphones.

 

I don’t see the reality we live in as ugly because I’ve read some academic works or some kind of philosophical writings. It is ugly because it is the synthesis of thousands of millions of crimes in the name of power. And whoever doesn’t do anything against this reality, whatever, whoever stays inactive, is not just someone with a different opinion but an accomplice in this barbarity. Because mass silence, mass tolerance, mass indifference has always been the matrix of the most nightmarish moments in history. So I will not feel guilty because I’ve chosen a different insurgent life. I’m not elitist because I decided not to be an accomplice. I do not consider that I am superior to others, more clever, more skilful, on the contrary I think we’re at the same level and therefore I consider the mass as even more guilty for their criminal indifference. This indifference, this apathy is not different from the attitude of those who lived next to Nazi concentration camps going on normally with their lives, going normally to work, dining normally at their family tables, making love normally in their bedrooms as if nothing was happening, while at the same outside of their homes, the Holocaust horror was taking place. This silence is complicity. It was then, it is now and it will always be either in the big or in the small crimes of power. Because it’s not that “it happens” just like that. That happens when we, each one of us separately and all together, allow it. This responsibility is not something that’s lost in the crowd, we all have it because no one has the right not to take part in history unless one has fully renounced anything that has to do with the world.

That’s why I know I’m right. In this world therefore, in this society, it is a title of honor for me not an insult, to be considered an antisocial element. Because if choosing to be human in an era where the monsters wear the mask of peaceful and respectable citizens, makes me an antisocial element, then I’m willing to fully honor this title. Because I‘ve chosen the side of the anarchist revolt and no court (and you have already done many of them so far) will not make me repent for who I chose to be. We are representatives of two different worlds and I would have no hesitation to empty in cold blood a gun into your head for what you are, just like you have no hesitation to bury me under tons of cement, for what I am. And yet I don’t regret anything. In illegality at my 21 years, in prison since my 22, I already count nearly six years in captivity with an unknown perspective of exit, as both in this and in all other trials, everything is possible. I know that the years I have lost and those I‘m going to lose can not be replenished. It is valuable life time that evaporates within four walls. It is a lifetime where your own people are being crammed into the prison corridors to visit you, sometimes traveling many kilometres to arrive. It is an exclusion of the senses because all the senses are trapped in the dimensions of grey. It’s the slow death of desires, as you miss, you miss, you miss… Millions of obvious everyday things anyone can do at any time, a walk under the stars or in a forest’s glade, a swim in the sea, a loving embrace, you miss all of them. And as the“bill” of the trials rises, the time you feel this deprivation is lengthened. Nevertheless I prefer this life a thousand times to any other, more pleasant, more safe ones. Moreover I did not fall from the clouds. I knew from the beginning that the power is not gentle towards those who dare to challenge and fight it. However it was not my courage that made me choose this path, but my hatred for the situation around us. A hatred that helped me overcome every fear, every hesitation. It was this deeper inner assurance that I cannot be the one who’s wrong and not all the obedients who are swimming in the mud of their indifference.

 

Choosing anarchist conspiratorial actions I’ve helped a bit in disturbing order, tranquility, normality. And if I claimed responsibility for my participation in the Conspiracy of Cells of Fire, it was because it comes in the life some of us have chosen, that at the moment of arrest and depending on the case and the arrest conditions, it is necessary to show that conspirational action is not carried out by ghosts but by humans with a name and surname. Real people, with a life left behind, separated from their loved ones, and with a life standing by in the waiting room for whenever…

So I claimed responsibility not because I’m an one-dimensional being with only the identity of being a member of the Conspiracy of Cells of Fire, -besides I was also an active member of other processes of the anarchist movement (illegal or not)-, but because the opposite, by not claiming responsibility at the time of my arrest, I thought that would reduce the value of the conspiratorial actions. Certainly, I would have been treated in a more favorable way, but my personal dignity would have been injured. Because if an anarchist conspirator caught in the act tries through legal maneuvers to avoid further “weights” then what comes out is that actually we are people who easily find things difficult. Therefore claiming responsibility is not something we choose for some kind of posterity, as this would go against the spirit of anarchist conspiracy. The responsibility claim is only necessary when it’s worth showing that the anarchist attack is not an abstract conception but that it takes the form of a physical confrontation with the state as an entity. An individual stance where the subject is able to face with strength, laws, “anti-terror” laws, public order and justice ministries, courts, prisons and guardians, without fear.

In closing, with the occasion of this trial, I want to project some thoughts which were forged in the dark of some harsh moments that left some deeply engraved conclusions which I hope I won’t leave unused in the future.
Many times it happens, due to the excitement and the enthusiasm that’s caused by the extreme life we have chosen, a confrontational life full of excesses, to become absolute. So intoxicated by the absoluteness that we derived from our own excesses, we come to justify to ourselves this attitude and attribute to it the moral advantage of our consistency.

But what happens when there comes the moment when you realize with the most extreme way that you are not the consistency-monster you want others to believe and that you think you are?
What happens when looking in the mirror you see that not only you have extreme contradictions, but they are too many, that you’re swimming in them, that you’re drowning in them?

Then not only you lose your moral advantage over others, but you really start questioning deep inside who you are. Are you really who you say you are or have you simply turned into someone with weapons and explosives, who, fooled by a false image of himself, is trapped within his own contradictions?
The answer is never simple. And it doesn’t only require a self-critique however hard it may be because self-critique if it doesn’t start in turning oneself into another, to a different life‘s attitude, could easily serve something else, some tactics, a target or even your own illusions. That’s why for me the absoluteness is a bad advisor when you’ve already seen what extreme contradictions you may find yourself in, no matter how consistent you want to be with him yourself. The most important thing we should always remind ourselves is that whatever we do, whatever we sacrifice, it is not a reason to brag or self-praise. You are consistent when you realize that your sacrifice is a personal choice of selflessness and not a medal or a rank in the hierarchy of the guerrilla struggle. When you learn to handle your contradictions with dignity and humility so as to be able to show understanding of the contradictions of others.

The truth is that if you do not learn anything from the harsh and bitter lessons that life brings, then the extreme arrogance will make you even more absolute on one hand and even more submerged in your contradictions on the other.
An attitude that can make you forget things that should never be forgotten: the day that someone opened his door for you when noone else did while you were being chased, the day when someone came in to take you out of prison, the times when someone risked dying for you or when someone even made his life available for you. These are things that should never be forgotten whatever the distance between people.
So when your past is not as clean as you would like, you owe it to your own self to be more modest from now on. To move carefully, because you never know when you will need to face a future contradiction again, deriving from the fact that you don’t give up, that you continue on the same path, moving steadily towards the direction you have long now chosen.

No resignation therefore, no repentance, no retreat…
I still remain in a battle position with 
the continuous anarchist rebellion forever in my heart.

Long live the Conspiracy of Cells of Fire!
Long live the Informal Anarchist Federation / International Revolutionary Front!
For
the Insurrectionary Association of Theory and Practice!

Everything goes on

Panagiotis Argyrou – Member of the Conspiracy of Cells of Fire / FAI-IRF.

Translated by A-politiko/espivblogs.net

Λίγα λόγια με αφορμή την ανάληψη ευθύνης για την εκτέλεση του χαμπίμπι

σχετικο λινκ  http://mpalothia.net/liga-logia-aformi-tin-analipsi-efthynis-gia-tin-ektelesi-tou-chabibi/

Λίγα λόγια με αφορμή την ανάληψη ευθύνης για την εκτέλεση του χαμπίμπι.

Επειδή πάρα πολλά έχουν ήδη ειπωθεί και θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα, ένα ακόμα κείμενο γεμάτο ύμνους ή αφορισμούς δε θα είχε τίποτα να προσθέσει και να προσφέρει.

Γι’ αυτό, εδώ θα γραφτούν, με αφορμή τα γεγονότα του τελευταίου καιρού, μόνο όσα κρίνεται απαραίτητο για το πριν το τώρα και το μετά μιας κατάστασης που αφορά άμεσα όχι μόνο την πλατεία και τον κόσμο εκεί αλλά όλους κι όλες μας. Δημόσια και ανοιχτά, όχι εκθέτοντας ή λασπώνοντας άτομα κι εγχειρήματα. Και σίγουρα όχι με περισσή ευκολία ή έπαρση όπως συνηθίζεται.

Το τί συμβαίνει στην περιοχή των εξαρχείων (και όχι μόνο) με το εμπόριο και τις μαφίες, το γνωρίζει όλος ο κόσμος χρόνια τώρα. Κι όντως, έπρεπε κάτι επιτέλους ν’ αρχίσει να γίνεται απο πλευράς α/α για το ζήτημα, γιατί δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια σε μια τέτοια φθοροποιό και υποτιμητική κατάσταση. Είναι όντως κατάντια και πρέπει ν’ αλλάξουν πολλά, κι αυτό δε γίνεται ανώδυνα και ειρηνικά σε καμία περίπτωση. Οι όποιες διαφωνίες πάνω σε χειρισμούς και ατομικές ή λιγότερο ατομικές στάσεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες σχετικά με το θέμα αυτό, δεν είναι καθόλου μα καθόλου ασήμαντες, αλλά επίσης, δεν είναι προς τέρψιν κανιβαλιστικών ορέξεων σε δημόσια φόρουμ ανευθυνότητας.

Στο ζουμί λοιπόν.

Αρχικά, μια παραδοχή μάλλον αυτονόητη: Κανείς δε λυπήθηκε για το θάνατο του χαμπίμπι. Οι φιλανθρωπικού τύπου ευαισθησίες περί δολοφονίας και χαμένης ανθρώπινης ζωής είναι από απλά φωνές του σαλονιού και ρεφορμιστικές παράφωνες κορώνες, ως και κατευθυνόμενες. (Το ποιός πώς και γιατί τον έφαγε και το πού και αν αυτό οδηγεί, είναι σαφώς άλλη παράμετρος, που αφορά εσωτερικές κουβέντες ενός χώρου ή κινήματος). Για να τεθεί ευγενικά: ο κάθε χαμπίμπι θα λείψει μόνο στ’ αφεντικά του, δηλαδή στο κράτος και τις μαφίες.

Για να μην ξεχνάμε όμως και τ’ αυτονόητα, θα πρέπει να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα.

Ερχόμαστε λοιπόν στην ανάληψη ευθύνης… Πέρα από κάποιες γενικά και ίσως επιφανειακά διατυπωμένες θέσεις που πιο πολύ δείχνουν να γράφτηκαν για να εκμαιεύσουν στήριξη ή συμπάθεια από πλευράς αναρχικών, το κείμενο βρίθει απολυταρχικών νοοτροπιών που παραπέμπουν σε καθεστώτα και λειτουργίες που μόνο ξένες είναι προς κάθε αναρχικό/ή, προς κάθε έννοια της λέξης απελευθερωτικό κίνημα.

Από πότε μια τέτοια λογική αποτελεί μέρος του πολιτικού (με ή χωρίς εισαγωγικά) αγώνα? Ποιος αναρχικός ή κομμουνιστής μπορεί να νιώθει κοντά σε μια ανοιχτή διατύπωση απειλών για χρήση βίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τας υποδείξεις? Κι όχι απειλών προς το κράτος, όχι προς φασίστες ή δικαστικούς, ρουφιάνους των μ.μ.ε. ή μπάτσους, αλλά προς τοξικομανείς ή απλούς “καπνιστές”. Πώς μπορεί να θεωρεί κανείς ότι αντιπροσωπεύεται αξιακά από έναν λόγο που προκρίνει την αντιμετώπιση των εξαρτημένων μέσω της βίαιης απομάκρυνσή τους ή που εξισώνει ψυχικά ασθενείς με δολοφόνους?

Είναι θεμιτό να παραγνωρίζουμε ότι το κράτος επιδιώκει τον διαχωρισμό ανθρώπων σε κοινωνικά στρατόπεδα, την περιθωριοποίηση των «προβληματικών» που αλλοιώνουν την εικόνα μιας εύρυθμης, λειτουργικής και απαστράπτουσας – μα τόσο υποκριτικής τελικά- κοινωνίας? Πώς γίνεται να μην ανα-γνωρίζουμε τις μεθοδεύσεις του κράτους προκειμένου “εγκληματίες”, παράνομοι και «ψυχάκηδες» να στιγματιστούν αμετάκλητα και να βρεθούν στις φυλακές και τα ψυχιατρεία ξεθωριάζοντας στη λήθη χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς την αναγκαία σε αρκετές περιπτώσεις θεραπεία? Ποιος αναρχικός δεν ανα-γνωρίζει τελικά ότι εξαρτημένοι και ψυχικά ασθενείς αποτελούν θύματα του ίδιου του καπιταλισμού?

Εν ολίγοις η ελαφρά τη καρδία χρήση όρων όπως «παρανοϊκός», ψυχωτικός» και ακόμα περισσότερο ο συσχετισμός αυτών με «δολοφόνους» και «καθάρματα» είναι συνδέσεις που χρησιμοποιεί η κυριαρχία και οι κάθε λογής εξουσιαστές, είτε από άγνοια αφού το προφίλ του ψυχωτικού αιμοσταγή δολοφόνου έχει προμοταριστεί με άκρως επιδέξιο τρόπο κυρίως από τα μίντια διαστρεβλώνοντας την πραγματική εικόνα σε σχέση με τις ψυχικές νόσους, είτε επιτηδευμένα αφού οι εξαρτήσεις από ναρκωτικά, φάρμακα, ουσίες και η παθητικοποίηση χρηστών και παθόντων είναι ένα ακόμα κατασταλτικό μέσο του κράτους.

Υπάρχει κάποια αναρχική επαναστατική αξιακή συγκρότηση που να μπορεί ν’ ανέχεται αυτήν την αβίαστη, πρωτοφανή και αδιάκριτη γενίκευση εκ μέρους αυτόκλητων σωτήρων και εκκαθαριστών σκληρής σταλινικής λογικής (στην καλύτερη περίπτωση)?

Αλλά και σχετικά με τις αναφορές σε «αντικοινωνισμό» και «απειθαρχία», ποιος οριοθετεί τα πλαίσια μέσα στα οποία η αναρχική διάδραση και δράση (δεν) κρίνεται μεμπτή? Ποιος ορίζει τα πλαίσια μιας κάποιας αναρχικής πειθαρχίας? Ποιος στην τελική θεωρεί ότι μπορεί να υφίσταται ένας κεντρικός μπούσουλας ή μια πεπατημένη έξω από την οποία ένα υποκείμενο θα χαρακτηρίζεται απείθαρχο και θα αντιμετωπίζεται ως τέτοιο?

Όμως στο κείμενο της ανάληψης τα προβλήματα δε σταματούν εδώ… Δε στέκει με κανένα βάσιμο ειρμό σκέψης η σύγκριση των συνθηκών στα εξάρχεια με αυτά του ira ή της Τουρκίας που αναφέρονται, καθώς εκεί τα σχετικά παραδείγματα αφορούν ριζωμένα κινήματα, τα οποία είναι σε ανοιχτό πόλεμο με το κράτος τους. Αν θέλουμε να έιμαστε ειλικρινείς τότε η όποια σύγκριση μάλλον θα πρέπει να θεωρείται δυσανάλογη και άστοχη… Άλλωστε το πρόβλημα δεν είναι μόνο της πλατείας, ούτε καν μόνο των εξαρχείων ευρύτερα. Δε νοείται να λέμε για ”ανακούφιση” μιας γειτονιάς απλά ,γιατί έτσι θα υπάρξει μετακίνηση και όχι λύση του όποιου προβλήματος. Και κοιτώντας ακόμα πιο βαθιά το ζήτημα, δεν μπορεί παρα να μας ενοχλούν και οι παλαιότερες “εξυγιαντικές” απόπειρες μαγαζατόρων και δήθεν κατοίκων(μεγαλοϊδιοκτητών) της περιοχής, που μπορεί να μην είναι τόσο εξώφθαλμες, είναι όμως στα πλαίσια μιας βολικής για το κράτος και την οικονομία λογικής…

Όλοι -ή σχεδόν- και όλες, συμφωνούμε ότι όντως υπάρχουν ζητήματα είτε κατά καιρούς είτε πιο μόνιμα με άτομα, συμπεριφορές και νοοτροπίες που κακώς ανθούν στο χώρο μας, αλλά και γενικότερα στην πολύπαθη κι αγαπημένη μας πλατεία και τα πέριξ. Αλλά οι διαπιστώσεις είναι το εύκολο, είτε γίνονται «ακαδημαϊκά» για χάρη της ίδιας της ανάλυσης, είτε συνοδεύονται από κάποια πράξη μέσω της οποίας προκύπτουν και επιμέρους πορίσματα. Ακόμα όμως κι όταν αφορούν τη δεύτερη περίπτωση, δεν χρησιμεύουν χωρίς ουσιώδεις αντιπροτάσεις ή όταν συνοδεύονται από αοριστολογίες. Όταν ακόμα ακόμα δεν υπάρχει ανάλυση εκ των βάθρων για καταστάσεις όπως οι ψυχικές ασθένειες και όταν η ανάλυση αυτή δεν ξεπερνά μια κατ επίφαση εκτίμηση τύπου ο παρανοϊκός είναι δολοφόνος και κάθαρμα, εκτίμηση που ταυτίζεται με εκείνη της ίδιας της εξουσίας αλλά και της πλειονότητας της κοινωνίας που τους αντιμετωπίζει, είτε επιθετικά είτε παθητικά, σαν παράσιτα και ενίοτε σαν εχθρούς.

Κανείς δεν προωθεί την ανοχή στις μαφίες, ούτε τη χουλιγκανοποίηση της δράσης μας. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι την άκρως ιεραρχικοποιημένη και κυριαρχική λογική των συγγραφέων της ανάληψης ευθύνης, υπάρχει τεράστιο χάσμα. Ποιό κοντινό μας επαναστατικό σχέδιο οργάνωσης έχει ποτέ ξαναεκφραστεί με αυτήν την εξουσιαστική γλώσσα? Σε ποιας επανάστασης το όνομα εξαπολύονται διάχυτες απειλές ωμής καταστολής? Ποια αναρχία μιλάει σα να ξεκαθαρίζει λογαριασμούς?

Όταν κάτι δε μας αρέσει πολιτικά κι ανθρώπινα, αγωνιζόμαστε και πολεμάμε να το αλλάξουμε ή να το καταργήσουμε. Με τι κόστος όμως? Με τί περιεχόμενο? Ο σκοπός εξυπηρετείται από οποιοδήποτε μέσο ή από μέσα που συμβαδίζουν με αυτόν, όποιο κι αν είναι το προσωπικό τους κόστος? Είμαστε άνθρωποι ή ρομποτάκια? Όταν το πολιτικό και αξιακό περιεχόμενο είναι τόσο κραυγαλέα μη οικείο μας, τότε είτε η ποιότητα χάθηκε στο δρόμο κυνηγώντας τον σκοπό είτε δεν υπήρξε ποτέ.

Οι προτάσεις, οι λογικές, τα σχέδια, και η συνείδηση που μέσα από αυτά προκύπτει ή και εκφράζεται, αυτά είναι που καίνε… Εκεί είναι που φαίνεται όντως αν τα λόγια κι οι πράξεις συμβαδίζουν κινούμενα προς αναρχική απελευθερωτική κατεύθυνση ή αν απ’ την άλλη εκφράζουν λογικές τελείως ξένες προς αυτή.

Κάποιες φορές ενώ νομίζουμε ότι το πρόβλημά μας είναι απέναντι, αυτό βρίσκεται μέσα ή ανάμεσά μας.

Καλή μας δύναμη. Πόλεμος σε κάθε μαφία και κάθε εξουσία.

Πρωτοβουλία συντρόφων και συντροφισσών από τον αναρχικό χώρο

Σχετικά με τους σχολιαστές διαδικτυακών καφενείων.

856673_1436892166532407_1215229958_oΤο σχόλιο στις μέρες μας έχει αποκτήσει τη δύναμή του από την επιρροή που ασκεί στο επίπεδο των εντυπώσεων. Έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει και να χρωματίζει τις σκέψεις κενών ανθρώπων. Είναι τέτοια η δυναμική του που ακόμα και οι πολιτικοί, τα διάφορα καθεστωτικά μπλογκς και διαδικτυακές σελίδες εφημερίδων, χρησιμοποιούν ψεύτικους σχολιαστές αν χρειαστεί, για να γεμίσουν το μενού που συνοδεύει την είδηση και να στείλουν το μήνυμά τους.

Σιχαίνομαι τους σχολιαστές και ειδικά αυτούς της ψηφιακής πραγματικότητας. Το σχόλιο γι’ αυτούς έχει την έννοια της άποψης. Το ξεστομίζουν πάντα χωρίς να βουτήξουν τη γλώσσα στο μυαλό τους, απλώς γιατί έτσι έχουν μάθει. Το ντύνουν με ιδεολογικά προσχήματα και θεωρίες που βρίσκουν μέσα στα βιβλία ώστε να φανεί ποιοτικό, να δημιουργήσουν εντυπώσεις, να προσπαθήσουν να διαμορφώσουν γνώμες. Σχόλιο και άποψη είναι λέξεις αντίθετες. Το ένα είναι περιστασιακό και ευκαιριακό, κάτι σαν πολλούς παράλληλους μονόλογους, το άλλο είναι ολοκληρωμένη θέση, κατάλληλα επεξεργασμένη ώστε να εμπλουτίσει μια ζωντανή συνθήκη. Στην πραγματικότητα όταν ξεκίνησαν να μιλάνε ή να γράφουν όλοι αυτοί οι σχολιαστές, είχαν στο μυαλό τους ένα απλό πρόσημο συμπάθειας ή αντιπάθειας για το υποκείμενο στο οποίο αναφέρονται, με κριτήρια τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με αυτά τα οποία θα εκφράσουν στη συνέχεια. Απλώς πρέπει να τα εκφράσουν σωστά όπως επιβάλει η κοινωνική πραγματικότητα της πολιτικής σοβαροφάνειας, της ολοκληρωμένης άποψης, της απίστευτης βλακείας. Η ουσία του πράγματος είναι ότι όλοι αυτοί είναι κάτι σαν τις πορδές, άλλες φορές ευχάριστες με το μορφή της ανακούφισης, άλλες φορές δυσάρεστες, ενοχλητικές και προσβλητικές. Όπως και να ‘χει δεν παύουν να σέρνουν πίσω τους μπόχα. Για να μην παρεξηγηθώ, ο σχολιαστής για μένα είναι ιδιότητα υπεράνω πολιτικών ταυτοτήτων. Μπορεί να είναι σοσιαλιστής ή νεοφιλελεύθερος, δημοκράτης ή φασίστας, αναρχικός ή κομμουνιστής. Ένας αργόσχολος άνθρωπος θα απαντήσω σε κάποιον αν με ρωτήσει, και ας ρισκάρω να ρίξω τις μετοχές μου στο χρηματιστήριο της πολιτικής ευγένειας, εκεί όπου όλα ειπώνονται με τρόπο.

Έχοντας έναν συγκεκριμένο ατομικό προσδιορισμό οι πιο ενοχλητικοί για μένα είναι οι τελευταίοι, για έναν απλό λόγο: απλώς παριστάνουν κάτι που δεν είναι. Η μέρα τους προβλέψιμη και μονότονα βαρετή, ξυπνάν το πρωί και ανοίγουν τον υπολογιστή αναζητώντας ένα καυτό κινηματικό νέο για να ασχοληθούν με αυτό, ξεκινάν να χτυπούν τα πλήκτρα με αυθάδεια και έπαρση, γράφοντας ένα κατεβατό από μπούρδες με το περιτύλιγμα της πολιτικής άποψης ή της κριτικής. Σε χρόνο μηδέν κι άλλοι αργόσχολοι τυπάδες σαν αυτούς μπαίνουν στο χορό και τα αίματα ανάβουν, δημιουργούν μια ψηφιακή ένταση βάζοντας φωτιές μέσα από τα πλήκτρα του υπολογιστή τους, και η διαδικτυακή ονείρωξη δεν έχει τελειωμό. Συμμετέχουν σε ψηφιακές επαναστάσεις, τσακώνονται για το τί θα γίνει την ημέρα που τα κράτη δε θα έχουν πια καμία εξουσία, πνίγουν στο αίμα τους εχθρούς τους και μετά ανακατεύουν το φλυτζάνι του καφέ τους με τη δολοφονική ηρεμία του δήμιου που ετοιμάζεται να αποκεφαλίσει το επόμενο θύμα του, ή μάλλον με την ηρεμία ενός ανθρώπου η αποφασιστικότητα του οποίου φτάνει μέχρι κάποιο μπαρ στην περιοχή των Εξαρχείων. Εκεί όπου θα ακούσει μπόλικες επαναστατικές ιστορίες φτιάχνοντας έτσι στον εαυτό του την εντύπωση ότι έχει κάποιο ρόλο, κάποια θέση σε όλα αυτά. Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας σχολιαστής- κάτι σα ρεπόρτερ που θα ακούσει, θα δει και μετά θα σχολιάσει, χωρίς (κατά κανόνα) να έχει συμμετάσχει ποτέ σε τίποτα. Από τη θέση του θεατή, εκεί όπου οι ιδέες παραμένουν καθαρές και προσεγμένες στα ράφια των ιδεολογικών σουπερμάρκετ. Όμως οι ιδέες διαμορφώθηκαν μέσα απο πράξεις και όσο πιο ισχυρές ήταν αυτές τόσο πιο μεγάλη επιρροή άσκησαν και οι ιδέες. Ψιλά λόγια για τον τυφλοπόντικα σχολιαστή που μόλις κατάφερε να αποστηθίσει κάποια τσιτάτα του Μπακούνιν, του Μαρξ ή του Φεραλ Φον, ανάλογα με τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Ετσι αυτός ο πραγματικά ενοχλητικός μπάσταρδος, γυρνώντας σπίτι του το βράδυ θα ανοίξει τον υπολογιστή για να συνεχίσει τον πόλεμο αντιπαραθέσεων που έχει ξεκινήσει, τώρα αισθάνεται πιο σίγουρος για τις απόψεις του αν και σαν αναρχικός απεχθάνεται τις αυθεντίες, άκουσε με μεγάλη προσοχή οτι το υποκείμενο το οποίο σχολιάζει είναι μαλάκας σύμφωνα με τα ιερατεία των ιερών αγελάδων του “χώρου” μας. Για την ακρίβεια το μαλάκας είναι η εντύπωση που του σχηματίστηκε. Όπως γίνεται πάντα το μαλάκας στο χώρο μας έχει ένα πολιτικό λεξιλόγιο που μπορεί να τον χαρακτηρίζει; “εξουσιαστικές τάσεις”, “πολιτικάντης”, “οπορτουνιστής”.

Φυσικά όλα αυτά υπάρχουν και με το παραπάνω – δεν έχει κανείς την εντύπωση ότι ζούμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, απλώς η ύπαρξή τους έχει γίνει το όχημα, ώστε ο καθένας να μπορεί να εκφράσει μια τέτοια θέση για τον οποιονδήποτε. Εξ άλλου αναρχικοί είμαστε, ελευθερία γνώμης έχουμε, μπορεί ο καθένας να λέει ότι θέλει. Επίσης ο σχολιαστής εκτός από το πολιτικό του ενδιαφέρον, όλως τυχαίως έμαθε για τις σεξουαλικές συναναστροφές, τα τσιγάρα που καπνίζει, τα ποτά που πίνει, τη μηχανή που οδηγάει το υποκείμενο που σχολιάζει, ενώ βάζω ένα παρελθοντικό χρόνο στα ρήμματα αν μιλάμε για κάποιον φυλακισμένο. Πλέον ο σχολιαστής έχει αρχίσει να αισθάνεται ότι αναπτύσει μια προσωπική σχέση με το υποκείμενο, μια σχέση άλλοτε αγάπης και άλλοτε μίσους. Εξ άλλου ξέρει τόσα πολλά πια γι’ αυτόν. Σβήνοντας το φως του δωματίου του πριν πέσει για ύπνο, ο σχολιαστής μας έχει υπερκαλύψει όλα τα κόμπλεξ κατωτερότητας που τον διακατέχουν, έχει καταφέρει να θάψει την ανυπαρξία του κάτω από το χαλάκι των πολιτικών διαφωνιών, και πάνω απ’ όλα έχει μια άποψη για τα πάντα. Ίσως κάποια στιγμή στη νύχτα σηκωθεί για να ελέγξει αν οι “πολιτικές του θέσεις” έχουν σχολιαστεί από κάποιους άλλους στο διαδικτυακό τρενάκι των αργόσχολων, που εξακολουθούν και επιμένουν να μας βρωμίζουν τον αέρα με την ύπαρξή τους – όπως οι πορδές έτσι κι αυτοί. Λύση προς το παρόν δεν έχει βρεθεί οπότε τουλάχιστον ας γνωρίζουν ότι αποτελούν μια βρωμερή κένωση που σέρνεται πίσω από ένα σύμπλεγμα θέσεων, απόψεων και πρακτικών, πραγματικών ανθρώπων που κάνουν επιλογές, αγωνίζονται και ζουν στην πραγματική ζωή. Εκεί που κάποιοι ματώνουν ενώ οι σχολιαστές συνεχίζουν να πίνουν μπύρες. Αυτή είναι η δική μου επώνυμη αλήθεια.

A-politiko.

Κείμενα,ποιήματα,μεταφράσεις,σκέψεις, ενάντια στους "-ισμούς", τη μιζέρια και τη βαρβαρότητα, με όλη την ορμή και το πάθος του προσωπικά και συλλογικά δίκαιου. Για επικοινωνία stircook@espiv.net